H ίδρυση της Εκκλησίας

27 Φεβρουαρίου 2021

Δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για την δράση των πρώτων μαθητών του Χριστού μετά τον θάνατο του. Και επομένως δεν είναι δυνατόν να εντοπίσουμε χρονικά αλλά και τοπικά πότε σχηματίστηκαν οι πρώτες Χριστιανικές κοινότητες. Στις πράξεις των Αποστόλων οι μαθητές του Ιησού έλαβαν την ημέρα της Πεντηκοστής της γιορτής των Εβραίων το Άγιο Πνεύμα και άρχισαν να διδάσκουν. Ο Πέτρος μάλιστα άρχισε την ίδια μέρα το κήρυγμα και την μέρα κατά την οποία προσηλυτίστηκαν στην νέα θρησκεία ημέρα τρείς χιλιάδες άτομα. Σύμφωνα με τις Πράξεις πάντα, οι προσήλυτοι οργανώθηκαν σε κοινότητες Χριστιανών. Δεν υπάρχει ομοφωνία ερευνητών στην ανασύνθεση της ζωής των πρώτων Χριστιανών, επειδή υπάρχει πενία πηγών. Οι βασικές πηγές οι οποίες προέρχονται από την Καινή Διαθήκη είναι οι Πράξεις των Αποστόλων και οι επιστολές του Αποστόλου Παύλου. Οι ερευνητές ανάλογα με ποιο σημείο των αφηγημάτων θεωρούν σημαντικό βγάζουν διαφορετικό συμπέρασμα. Υπάρχει αμφιβολία για τα τότε γεγονότα διότι παρατηρούνται αντιθέσεις μεταξύ των θέσεων των επιστολών του Παύλου και εκείνων των Πράξεων. Τα δύο γραπτά μνημεία π.χ δεν συμφωνούν πόσες φορές επισκέφτηκε ο Παύλος την Ιερουσαλήμ. Οι Πράξεις αναφέρουν πέντε, αλλά από τις επιστολές του προκύπτει ότι την επισκέφτηκε τρείς. Μεγάλη σύγχυση υπάρχει για την πραγματική ζωή την οποία ζούσαν οι πρώτοι Χριστιανοί. Αν δηλαδή ήταν η πραγματική ζωή ή μια εξιδανίκευση ενός συγγραφέα πενήντα χρόνια μετά; Το κήρυγμα του Πέτρου στις Πράξεις έδωσε το στίγμα της πίστης των πρώτων Χριστιανών. Σύμφωνα με αυτό ο πιστός δέχεται ότι η Ανάσταση του Χριστού αποτελεί απόδειξη της αλήθειας και της ορθότητας του μηνύματος περί της Βασιλεία του Θεού το οποίο έφερε και ότι αποκαλύφθηκε με τον προσωπικό θάνατο του Ιησού. Πίστευαν, επιπλέον, ότι ο Χριστός ήταν ο μεσσίας, ο λυτρωτής τους ο οποίος θα τους οδηγήσει στην αναμενόμενη έλευση της «Βασιλείας του Θεού». (Χίλ,2010 : 23-24).

Δεν γνωρίζουμε τη μορφή του πρωταρχικού Χριστιανισμού, του Χριστιανισμού, δηλαδή, πριν από τον Απόστολο Παύλο. Κάνει ακόμα πιο ασαφές το κομμάτι εκείνο της Χριστιανικής ιστορίας η αλλοίωση του από την «παύλεια» παράδοση. Διότι το βλέπουμε από την οπτική του Παύλου τόσο πιστά ώστε να θεωρούμε ότι αυτή ήταν η περίοδος υπόβαθρο για την εμφάνιση του Αποστόλου. Αυτό που σήμερα χαρακτηρίζουμε αρχικό Χριστιανισμό είναι το κομμάτι του Χριστιανισμού το οποίο είναι συνυφασμένο με την ιστορία του Αποστόλου Παύλου της πιο έντονης προσωπικότητας της εποχής εκείνης. Διότι εκτός από τις επιστολές του και στις πράξεις των Αποστόλων είναι το πρόσωπο το οποίο δεσπόζει στην αφήγηση της ιστορίας. Και ό,τι δεν περιλαμβάνεται σε αυτές τις πηγές , όπως π.χ. η αρχή του Χριστιανισμού στη Αίγυπτο ή στη Ρώμη περιέρχεται σε ιστορικό σκοτάδι. (Weiss,2001:13-14 ), (Χίλ,2010 : 26).

Οι πρώτοι Χριστιανοί δεν είχαν απογαλακτιστεί από την ιουδαϊκή τυπολατρία και τα πρώτα χρόνια της θρησκευτικής τους ζωής παρέμειναν προσκολλημένοι σε αυτήν αν και υπήρχε διάταση πίστης με τον Ιουδαϊσμό . Τα προβλήματα έγιναν από πολύ νωρίς γνωστά από την Πρώτη Χριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων, ακόμη. (Χίλ,2010 :24). Η κοινότητα των Ιεροσολύμων απαρτιζόταν από Ιουδαίους όλων των κοινωνικών τάσεων . Αυτή η ανομοιογένεια δημιούργησε τις πρώτες προστριβές μεταξύ των ομάδων. Οι Φαρισαίοι συμπαθούσαν στη αρχή στο κίνημα επειδή οι πιστοί του ήταν ένθερμοι υποστηρικτές της τήρησης του Νόμου. Παράλληλα στην ίδια Ιουδαιοχριστιανική κοινότητα συμπρωταγωνιστούσε πνευματικά μια Χριστιανική ομάδα ελληνιστών. Σε αυτή ανήκαν ελληνίζοντες Ιουδαίοι της Παλαιστίνης, προσήλυτοι στον Ιουδαϊσμό Ιουδαίοι και Εσσαίοι της διασποράς. Τα υποχρεωτικά λατρευτικά δάνεια που έλαβε ο Χριστιανισμός από τον Ιουδαϊσμό δεν προκάλεσαν στον πρώτο σύγχυση της θρησκευτικής του ταυτότητας. Διότι, στην Χριστιανική συλλογική συνείδηση ήταν αποτυπωμένη η ετερότητα του Χριστιανισμού από τον Ιουδαϊσμό από την Πεντηκοστή. Το αγκάθι της αυστηρής τήρησης του μωσαϊκού νόμου από μια εκκλησία η οποία δεν έχει σχέση με αυτόν, δημιουργούσε εσωτερικές εντάσεις και προβλήματα στην κήρυξη του ευαγγελίου στους εθνικούς. Οι πρώτοι ελληνιστές Χριστιανοί διείδαν από νωρίς την λύση στο πρόβλημα η οποία ήταν η πλήρης αποσύνδεση του Χριστιανισμού από τον Ιουδαϊσμό. Η αρχική πρόσδεση του πρωτογενούς Χριστιανισμού στο άρμα του Ιουδαϊσμού ήταν εύλογη, διότι στον Ιουδαϊσμό έβλεπαν οι πρώτοι Χριστιανοί την αλάνθαστη μαρτύρια της αλήθειας των διδασκαλιών τους. Για το λόγο αυτό δεν θεώρησαν ποτέ τις δύο παραδόσεις ξένες μεταξύ τους. (Φειδάς, 2002: 34-36)

Στα πρώτα χρόνια του Χριστιανισμού δεν υπήρχε κατάλληλος τελετουργικός χώρος στον οποίο θα συγκεντρώνονταν οι πιστοί για να λατρέψουν ομού τον Θεό τους. Μέχρι να κατασκευαστεί ένας ειδικός λατρευτικός χώρος οι Χριστιανοί χρησιμοποιούσαν το Ναό για τις λατρευτικές τους ανάγκες και προσάρμοσαν κατάλληλα ορισμένα ιουδαϊκά έθιμα στην νέα τους λατρεία. Το λατρευτικό τελετουργικό της κλάσης του άρτου προφανώς το δανείστηκαν από την ιουδαϊκή λατρεία. Αυτό το τελετουργικό το οποίο στην πράξη υλοποιείται με την κοινή βρώση και πόση, αποτελεί ένα μέσον για να επιτευχθεί η κοινωνική συνοχή στην ομάδα και παράλληλα να σχηματιστεί η κοινή συνείδηση. Ο συμβολισμός της κοινής κλάσης του άρτου είναι πανάρχαιος και πολύ διαδεδομένος στον Ιουδαϊκό πολιτισμό. Το μεγαλύτερο θρησκευτικό γεγονός για μία Ιουδαϊκή οικογένεια ήταν το δείπνο του Πάσχα. Μέσω της διαδικασίας της κοινής βρώσης και πόσης οι Χριστιανοί έγιναν «Εκκλησία». (Χίλ,2010 :24).Οι πρώτοι οργανωμένοι Χριστιανοί περίμεναν την εσχατολογική έλευση του Υιού του Ανθρώπου (Δευτέρα παρουσία) η οποία θα συνοδεύονταν από την ανάσταση των νεκρών. Προσεύχονταν στο Ναό , παρέθεταν κοινά ευχαριστιακά γεύματα (αγάπες), εφάρμοζαν την κοινοκτημοσύνη των αγαθών. (Μόσχος, 2014:43, 46). Στις Πράξεις (2,46-47) αναφέρεται ότι οι πρώτοι χριστιανοί συναθροίζονταν στο περίβολο του ναού, έκοβαν τον άρτο στα σπίτια τους, τον έτρωγαν με αγαλλίαση καρδιάς, δοξολογούσαν τον Θεό και αγαπούσαν όλους τους ανθρώπους. Αυτές τις πράξεις τους ο Θεός τις αντάμειβε με την σωτηρία του πράττοντος πιστού. Η συνάθροιση στα σπίτια είχε αποκλειστικό σκοπό την παράθεση κοινού γεύματος(δείπνου). Ήταν το καθημερινό νυχτερινό δείπνο κατά το οποίο «μετελάμβανον τροφής». Τα κοινά δείπνα ήταν στην ουσία ένα τελετουργικό κοινωνίας μεταξύ των μαθητών του Χριστού. Συμβόλιζε την κοινή κατοχή και την αποδοχή θρησκευτικών και ηθικών αξιών των συμμετεχόντων.

Για να τονίσουν την ιδιαιτερότητα του κοινού δείπνου οι Χριστιανοί χρησιμοποιούσαν ειδικές φράσεις. Αντί π. χ. για τη φράση «φαγείν άρτον» όπως έλεγαν στα κοινά γεύματα η οποία απαντάται στον Λουκά (14, 1,15) χρησιμοποιούσαν την έκφραση «κλάσις άρτου». Η κλάση του άρτου την οποία επαναλάμβανε συχνά ο Χρίστος σαν κεφαλή της σύναξης (οικογένειας) στα κοινά δείπνα με τους μαθητές του μετά τον θάνατο του πήρε μυστηριακή μορφή. Οι μαθητές του νοηματοδότησαν αυτή την ιερή για αυτούς πράξη με την αντίληψη του δεσμού της ιδανικής κοινωνίας, και με όσα έλαβαν από τον Κύριο τους. Σε αυτή την ιερουργία όσοι «μετελάμβαναν τροφής» κρατούσαν συνειδητά ζωντανή την ανάμνηση του Διδασκάλου τους. Το κοινό δείπνο ονομαζόταν και «Ευχαριστία» διότι ο Ιησούς ευχαριστούσε τον Θεό και ευλογούσε τον άρτο πριν τον τεμαχίσει, Ιωάννης (6,11) , Λουκάς (24, 30) Ματθαίος (14, 19). Το ίδιο έκανε και ο Παύλος (Πραξ. 27,35) όπου αφού έλαβε τον άρτον «ευχαρίστησε το Θεό ενώπιον πάντων». Χάριν συντομίας το τελετουργικό ονομαζόταν, επίσης, «Προσευχή της Ευχαριστίας» ή «κλάσις του άρτου» (Weiss,2001: 70-72) Από τις περιγραφές των Πράξεων συμπεραίνουμε ότι η Χριστιανική κοινοκτημοσύνη ήταν ένα είδος κομμουνισμού ή κολεκτιβισμού αποδιδόμενη με τωρινούς όρους. Οι πρώτοι χριστιανοί έμεναν μαζί «ήσαν επί το αυτό» τα είχαν όλα κοινά πουλούσαν τα κτήματά τους και τις περιουσίες τους και τα έσοδα μοιράζονταν στα μέλη της κοινότητας ανάλογα με την ανάγκη του καθενός( Πρ. 2,44-45). Η ιδέα της κοινοκτημοσύνης ήταν τόσο βαθιά ριζωμένη στους πιστούς ώστε κανείς δεν μπορούσε να διανοηθεί την ατομική ιδιοκτησία (Πρ. 4,32). Το αποτέλεσμα της κοινοκτημοσύνης ήταν σωτήριο για τους μετέχοντες διότι είχε εξαλειφθεί η φτώχια (Πρ.,4,34). Η άρνηση της ιδιοκτησία γινόταν οικειοθελώς , δηλαδή, χωρίς κανενός είδους εξωτερικής βίας . Όσοι πωλούσαν τις περιουσίες τους έθεταν το αντίτιμο στα πόδια των Αποστόλων οι οποίοι έκαναν τη διανομή (Πρ.4,35,37 5,2), γεγονός το οποίο σημαίνει ότι στη κοινότητα υπήρχε κοινό ταμείο. Από το κοινό ταμείο οι έχοντες ανάγκη έπαιρναν ελεημοσύνη. Με τον θεσμό της ελεημοσύνης οι Χριστιανοί μιμήθηκαν την πρακτική των Ιουδαίων για την ανακούφιση των φτωχών. Η κοινοκτημοσύνη των αρχαίων Χριστιανών ήταν ιδιότυπη , επειδή δεν απέβλεπαν στο απώτερο μέλλον. Η άρνηση του μέλλοντος τους στέρησε την προοπτική της κερδοφόρας επένδυσης της κοινοτικής περιουσίας ώστε να αποφευχθεί η οικονομική κατάρρευση. Η ελεημοσύνη ήταν μόνο εκροή κεφαλαίων τα οποία δεν ανανεώνονταν με συνεχείς εισροές . Και όταν ξοδεύτηκε όλη η περιουσία της κοινότητας το σύστημα οδηγήθηκε σε πτώχευση. (Weiss,2001: 81-85). Η σύντομη εφαρμογή της κοινοκτημοσύνης δημιουργούσε μείζονα προβλήματα και δίκαιες επιφυλάξεις.

Τα προβλήματα ήταν κυρίως ηθικής φύσης και αφορούσαν τον τρόπο διανομής των αγαθών από τους υπεύθυνους. Ο οποίος οδήγησε τους πιστούς στην δυσπιστία και στην απροθυμία προσφοράς την περιουσίας τους. Η τελική εγκατάλειψη του θεσμού δείχνει ότι τα προβλήματα ήταν ανυπέρβλητα. (Φειδάς, 2002:37-38 ). Ο χριστιανισμός απευθυνόταν αρχικά τουλάχιστον στους «πτωχούς», στους «πεινώντες», στους «κλαίοντες» σε εκείνους τους οποίους θα «μισήσωσιν», θα «αφορίσουσιν» και θα «εκβάλουν» το όνομα τους οι άνθρωποι σαν πονηρό εξ’ αιτίας της πίστης τους του Χριστού (Λουκ. 6, 20-23). Απευθυνόταν, δηλαδή στους φτωχούς, στους αδικημένους και στους κατατρεγμένους της τότε κοινωνίας με την υπόσχεση ότι θα δικαιωθούν πλήρως όταν έλθουν στη «Βασιλεία των Ουρανών». Αυτό αποδεικνύει το χωρίο του (Λουκ. 6,24-26) στο οποίο ο Ιησούς απειλεί τους πλούσιους, τους χορτασμένους, τους χαροκόπους, τους καλόφημους ότι αυτοί θε περιέλθουν στις αντίθετες καταστάσεις. Οι Μακαρισμοί του Λουκά είναι «γήινοι», διότι όλα συμβαίνουν στο εδώ και τα αποτελέσματα των πράξεων θα αποδοθούν στο μέλλον. Οι μακαρισμοί του Ματθαίου (5, 3-11) (επί του όρους ομιλία) είναι κυρίως πνευματικοί. Θα κερδίσουν τη Βασιλεία των ουρανών οι «πτωχοί τω πνεύματι», οι «πραείς», οι «πεινώντες και διψώντες την δικαιωσύνην» οι «καθαροί τη καρδία», οι «ειρηνοποιοί». Αλλά και οι «δεδιωγμένοι ένεκα δικαιωσύνης» και οι καταδιωγμένοι λόγω της πίστης τους στο Χριστό. Και εδώ η ανταμοιβή θα είναι μεγάλη αλλά στους ουρανούς. Από τα ανωτέρω χωρία εξάγεται το συμπέρασμα ότι οι πλούσιοι δεν έχουν θέση στη «Βασιλεία των Ουρανών». Και ότι στο Βασίλειο του θεού θα υποφέρουν όπως υπέφεραν οι φτωχοί στη γη. Αυτό το χωρίο έδωσε λαβή για κριτική μαρξιστικού τύπου. Ο Κάρλ Κάουτσκι θεωρεί τον αποκλεισμό των πλουσίων από την βασιλεία του ουρανού σαν ένδειξη ακραίου ταξικού μίσους η ακρότητα του οποίου δεν υπάρχει στο σύγχρονο προλεταριάτο. (Weiss,2001: 87). Ο πλούσιος τιμωρείται αυστηρά λόγω της ιδιότητας του. Το ταξικό μίσος φαίνεται καθαρά κατά τον συγγραφέα στο εδάφιο (5, 1-6) της επιστολής του Ιακώβου. Εκεί ο απόστολος κατηγορεί τους πλουσίους ότι έχουν καταστραφεί από τον πλούτο τους και το ασήμι και το χρυσάφι θα κατασπαράξουν τις σάρκες τους. Αυτή η καταστροφή θα αποτελέσει τελικά την απόδειξη της ενοχής τους. Η ανάλυση του πλουτισμού είναι καθαρά μαρξιστική αν εκφραστεί με σημερινούς ιδεολογικούς όρους. Οι πλούσιοι πλουτίζουν εκμεταλλευόμενοι τους εργάτες κατακρατώντας τους μισθούς τους (Ιακ.5,4)και έζησαν μέσα στη πολυτέλεια και στις απολαύσεις. Γιαν να τα πετύχουν όλα αυτά τους προσάπτει την κατηγορία « κατεδικάσατε, εφονεύσατε τον δίκαιον»(5,6) (Κάουτσκυ, χ.χ.,:360-361) Το γεγονός ότι η αρχική κοινότητα αποτελούταν από φτωχούς αποκλειστικά ερμηνεύτηκε εσφαλμένα ότι ο Θεός επέλεξε μόνο τους φτωχούς. (Weiss,2001: 81-87).

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ