Η Αναμαρτησία της Παναγίας

11 Φεβρουαρίου 2021

«Ως εμψύχω Θεού κιβωτώ, ψαυέτω μηδαμώς χειρ αμυήτων», ψάλλουμε στην ενάτη ωδή πολλών Θεομητορικών εορτών. Πράγματι το μυστήριο περί του προσώπου και της ζωής της Θεοτόκου αποτελεί βιβλίο «κατεσφραγισμένον σφραγίσιν επτά»1 για τους αμυήτους, τους μη έχοντας την αποκάλυψη, την θεία Χάρη. Μυστήριο αληθινό και τολμη­ρό, θείο και ανθρώπινο· ανέγγικτο από τον χοϊκό άνθρωπο. Πώς μπορεί κάποιος να νοήσει τα υψηλότερα, τα περί της Θεοτόκου, αφού δεν έχει πείρα ούτε των κατωτέρων; Πώς μπορεί ο άνθρωπος που δεν έχει καθαρισθεί από τα πάθη να ομιλεί με αυθεντία περί θεώσεως;

Στα ευαγγέλια αποσιωπάται η ζωή της Παναγίας Παρθέ­νου και μόνο λίγα μας αποκαλύπτονται. Πολλά όμως άλλα, όπως και την σημασία και έννοια των ευαγγελικών αναφορών, τα διδάσκει το Άγιο Πνεύμα με την Παράδοση της Εκκλησίας μας· τα αποκαλύπτει πολλές φορές η ίδια η Θεο­τόκος στους πιστούς δούλους Της, στους Πατέρες της Εκκλησίας.

Θα ήθελα να επιστήσω την προσοχή σας, αλλά και να ζη­τήσω τις προσευχές σας, για να προχωρήσουμε με την Χάρη του Θεού στην ανάπτυξη του τόσο λεπτού και σημαντικού αυτού θέματος, που άπτεται του προσώπου της Παναγίας μας, αλλά έχει σχέση και με την δική μας πνευματική ζωή.

Εξαρχής η Εκκλησία δεν επιχείρησε να διατυπώσει ιδι­αίτερα δόγματα για την Παναγία. Δόγματα διατύπωσε μόνο για τον Τριαδικό Θεό (Τριαδικό δόγμα) και τον ενανθρωπήσαντα Λόγο (Χριστολογικό δόγμα). Η δογματική διδα­σκαλία της Εκκλησίας για την Παναγία διατυπώθηκε βα­θμηδόν σε άμεση σχέση με την Χριστολογία. Μόνο η Ρωμαι­οκαθολική Εκκλησία διατύπωσε ιδιαίτερα δόγματα για την Παναγία (ασπόρου συλλήψεως, ενσωμάτου μεταστάσεως). Έτσι ο Μέγας Βασίλειος μέσα στην προοπτική της αρχαίας Πατερικής Παραδόσεως, απευθυνόμενος προς αυτούς που αμφισβητούσαν την μετά τόκον παρθενία της Θεοτό­κου, μετατόπιζε την σπουδαιότητα του θέματος στην παρθενική Γέννηση του Χριστού, και έλεγε ότι η παρθενία ήταν αναγκαία ως την ενανθρώπηση, για το ύστερα ας μην είμα­στε περίεργοι λόγω του μυστηρίου που περικλείεται2.

Ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας που η διδασκαλία του για τον όρο «Θεοτόκος» θεμελιώθηκε από την Γ΄ Οικουμε­νική Σύνοδο3 και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός αποτελούν δύο βασικούς σταθμούς στην ανάπτυξη της δογμα­τικής διδασκαλίας για την Παναγία. Γενικά μπορούμε να πούμε ότι από την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο και ύστερα η αφομοίωση της δογματικής διδασκαλίας για την Θεοτόκο ήταν πολύ αργή.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς τον 14ο αιώνα, που χαρα­κτηρίστηκε ως αιώνας του χριστιανικού ανθρωπισμού για το Βυζάντιο, σε αντίθεση με τους προγενεστέρους Πατέρες ήταν ίσως ο πρώτος, που τόνισε την ανθρωπολογική σπουδαιότητα του προσώπου της Θεοτόκου, χωρίς βέβαια να αγνοεί την Χριστολογική σπουδαιότητά της ή να παύει να την προϋποθέτει. Μίλησε εκτενώς για το πρόσωπο και την ασκητική ζωή της Παρθένου! Την παρουσίασε ως ησυχάστρια μέσα στα Άγια των Αγίων και την πρόβαλε ως πρό­τυπο πνευματικής τελειώσεως4. Αυτός απέδειξε ότι πρώτη η Παναγία ειδε τον αναστάντα Χριστό. Κατά τον άγιο Γρηγόριο αυτή ήταν η μόνη «κυρίως φερωνύμως παρθένος»· είχε αποκτήσει την τελεία αγνεία, ήταν παρθένος στο σώμα και την ψυχή και δεν μπορούσε να αγγίξει κάποιος μολυσμός ούτε τις αισθήσεις του σώματός της ούτε τις δυνάμεις της ψυχής της5.

Την γραμμή αυτήν του Παλαμά ακολούθησε και ο σχεδόν σύγχρονός του άγιος Νικόλαος Καβάσιλας. Αυτός γράφει ότι «προξενεί έκπληξη όχι μόνο στους ανθρώπους, αλλά και σε αυτούς τους αγγέλους, το πώς, ενώ η Παρθένος ήταν μόνο άνθρωπος και δεν ειχε τίποτε περισσότερο από τους άλλους ανθρώπους, μπόρεσε να διαφύγει, μόνη αυτή, την κοινή αρρώστια (δηλ. την αμαρτία)»6. Αυτή ήταν η «πρώτη και μόνη της αμαρτίας καθάπαξ απηλλαγμένη»7.

Ακολουθεί ο άγιος Νικόδημος Αγιορείτης, ο οποίος κά­νοντας μία συνθετική θεολογία με βάση όλους τους προγε­νέστερους Πατέρες διακηρύττει: «Αν καθ’ υπόθεσιν όλοι οι άνθρωποι, και τα λοιπά κτίσματα ήθελον γείνη κακά, μόνη η Κυρία Θεοτόκος ήτον ικανή να ευχαριστήση τον Θεόν» και ότι «όλος ο νοητός και αισθητός κόσμος έγεινε διά το τέλος τούτο, ήτοι διά την Κυρίαν Θεοτόκον, και πάλιν η Κυρία Θεοτόκος, έγεινε διά τον Κύριον ημών Ιησούν Χρι­στόν»8. Στην δε ερμηνεία του Εις την θ’ ωδήν της Θεοτό­κον Μαρίας γράφει ότι «η Θεοτόκος ήταν ανωτέρα κάθε προαιρετικού αμαρτήματος συγγνωστού τε και θανασίμου, μέχρι και προσβολής αυτής πονηρού λογισμού»9.

Τελευταίο σταθμό αποτελεί ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνί­της, που μαρτυρεί εν Πνεύματι Αγίω ότι «η Θεομήτωρ ουδέποτε ήμαρτεν, ουδέ διά σκέψεως»10.

Ο Χριστός δεν αμάρτησε, γιατί ως θεία Υπόσταση δεν μπορούσε να αμαρτήσει. Είχε την απόλυτη και κατά φύση αναμαρτησία. Το «ουδείς αναμάρτητος, ει μη ο Θεός»11 αναφέρεται σε αυτήν την κατά φύση αναμαρτησία της Αγίας Τριάδος, και φυσικά του Χριστού ως δευτέρου προσώπου Της. Η Θεοτόκος δεν άμάρτησε, αν και μπορούσε να αμαρτήσει. Δεν ήταν αναμάρτητη κατά φύση αλλά κατά θέληση.

Η Παναγία ειχε πραγματική, τελεία και όχι σχετική12 αναμαρτησία στα έργα, στους λόγους και στους λογισμούς της. Ούτε «βρισκόταν σε ύφεση η αμαρτία στην Θεοτόκο»13, ούτε η απαλλαγή της από την αμαρτία έγινε μετά την Πεντη­κοστή ή έστω μετά τον Ευαγγελισμό14. Επιπλέον δεν αρκεί να ομολογεί κάποιος ότι η αμαρτία υπήρχε σε Αυτήν δυνάμει και όχι ενεργεία, χωρίς να επεξηγειται αυτό το «δυνάμει» ως ανενέργητο στις πράξεις, τους λόγους και τους λογισμούς.15 Ακόμη και αυτή η «κατά Χάριν αναμαρτησία»16 είναι αποδεκτή με την προϋπόθεση ότι με την συνέργεια της θείας Χάριτος η Θεοτόκος παρέμεινε αναμάρτητη από την γέννη­σή της ως και την κοίμησή της, και όχι ότι «η ακαταγώνιστος (irresistibilis) Χάρις» επέβαλλε την αναμαρτησία μετά τον Ευαγγελισμό. Αυτά προβάλλουν πολλοί σύγχρονοι «ημέτεροι» θεολόγοι που απαντούν στις Ρωμαιοκαθολικές δοξα­σίες για την Θεοτόκο με προτεσταντίζουσα θεολογία. Αν οι παλαιοί αλλά και οι σύγχρονοι αιρετικοί αμφισβητούν την αναμαρτησία του Χριστού17, πόσο μάλλον της Θεοτόκου;

Δεν μπορεί με την αντίρρηση και την διανοητική θεολόγηση να ανατραπεί κάποια αιρετική δοξασία, αλλά μόνο με την εμπειρική γνώση της ορθόδοξης Πατερικής θεολο­γίας. Ακραιφνής εκφραστής των δογμάτων της Εκκλησί­ας είναι αυτός που έχει αναπτυγμένη στο έπακρο την νο­ερά και την λογική του ενέργεια18, αυτός που έχει αποκτήσει δογματική συνείδηση. Αυτή κατά τον μακάριο Γέροντα Σω­φρόνιο «είναι καταστάλαγμα μακροχρονίου πείρας της Χάριτος, ουχί δε διανοητικής εργασίας»19. «Είναι η βαθεία ζωή του πνεύματος, και ουχί η αφηρημένη γνώσις», που αφομοιώνεται μετά από παρέλευση πολλών ετών εναλλαγής πνευμα­τικών καταστάσεων επισκέψεως και άρσεως της Χάριτος20.

Η Υπεραγία Θεοτόκος σύμφωνα με την διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι «αειπάρθενος». Δηλαδή παρ­θένος προ του τόκου, εν τω τόκω και μετά τον τόκον. Αυτή η παρθενία δεν έγκειται μόνο στην σωματική της καθαρό­τητα, αλλά κυρίως στην ψυχική. Διότι «η παρθενία ως απλή βιολογική κατάσταση δεν έχει καμμία θεολογική ή σωτηριολογική σπουδαιότητα»21. Δηλαδή το «αειπάρθενον» της Θεο­τόκου ταυτίζεται με την τελεία καθαρότητα, την αναμαρ­τησία22. Αναμαρτησία προ του τόκου, εν τω τόκω και μετά τον τόκον. Η αναμαρτησία της δέν προέρχεται από άσπι­λη σύλληψή της (Conceptio Immaculata)23, όπως κακώς δο­γμάτισε η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία με τον πάπα Πίο Θ’ το 1854, αλλά από την ελεύθερη προσωπική της αποστροφή προς την αμαρτία.

Η Παρθένος συνελήφθη «σωφρόνως εν τη νηδύι της Άννας εξ Ιωακείμ». Το ότι συνελήφθη σωφρόνως σημαί­νει ότι ο τρόπος της συλλήψεως ήταν αγνός και ανήδονος. Για να ειχε όμως η Παρθένος άσπιλη σύλληψη, έπρεπε να ειχε γεννηθεί παρθενικώς όπως και ο Χριστός24. Η Πανά­μωμος Παρθένος είναι η μόνη από το ανθρώπινο γένος που διατήρησε αμόλυντο και φωτεινό το «κατ’ εικόνα». Με την αγαθή προαίρεση και την άσκησή Της εργαζόταν εν ελευ­θερία όλες τις θεοειδείς αρετές σε μέγιστο βαθμό. Μόνο στην Παρθένο έχουμε πλήρη αρμονία φύσεως και υποστάσεως. Έχουμε ένωση της γνώμης, της προαιρέσεως με τον λόγο της φύσεως, οπότε κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομο­λογητή γίνεται «η του Θεού προς την φύσιν καταλλαγή»25. Το θέλημά της ταυτιζόταν εντελώς με το θέλημα του Θεού. Ειχε δώσει όλη την προαίρεσή της στον Θεό.

Γι’ αυτό μπορούσε να πει με μεγαλειώδη ταπείνωση στον Ευαγγελισμό της: «Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμά σου»26. Όταν της εξηγήθηκε ότι η σύλληψη θα γίνει εν Πνεύματι Αγίω στην παρθενική μήτρα της, τότε συμφώ­νησε, αποδέχτηκε την άρρητη οικονομία του Θεού. Μόνο κά­ποιος που θα είχε πραγματοποιήσει βίο πανάμωμο και αμόλυντο, μόνο κάποιος που θα ειχε δείξει ιδιαίτερη, ξεχωριστή και μεγαλειώδη έφεση προς τον Θεό, που θα ειχε αποκτήσει τέτοιο θείο έρωτα, όσο κανένα άλλο δημιούργημα, θα μπο­ρούσε να δεχθεί αυτήν την ακατάληπτη οικονομία του Θεού χωρίς αμφιβολίες. Η αγία Παρθένος δέχτηκε με ταπείνω­ση και απλότητα τον έπαινο του Γαβριήλ και το μήνυμα της θείας ενανθρωπήσεως, γιατί ήταν αυτή η μόνη πρόσφορη για την υψηλή τιμή και αποστολή που της έδινε ο Θεός27.

Εδώ ακριβώς έγκειται ο κεντρικός και ενεργητικός ρό­λος της στο μυστήριο της ενανθρωπήσεως του Θεού και της σωτηρίας του ανθρώπου. Προετοίμασε τον εαυτό της με τον πανάγιο βίο της έτσι ώστε να ελκύσει τον Θεό από τον ουρανό στην γη. Η Αειπάρθενος Μαρία δεν ήταν η καλύτερη γυναίκα στην γη, ούτε απλά η καλύτερη γυναίκα όλων των εποχών, αλλά ήταν η μοναδική που θα κατέβαζε τον ουρανό στην γη, θα έκανε τον Θεό άνθρωπο. «Μόνη γαρ Θεού και παντός ανθρωπείου γένους στάσα μεταξύ, τον μεν Θεόν εποίησεν υιόν ανθρώπου, υιούς δε Θεού τους ανθρώπους απειργάσατο, την γην ουρανώσασα και το γένος θεώσασα»28.

Αν είχε διαπράξει αμαρτίες -έστω και μόνο με τον λογι­σμό- η Παρθένος πριν από τον Ευαγγελισμό, πώς θα μπο­ρούσε να έλθει, να σαρκωθεί, να ενωθεί ο Αγαθός, ο Άγιος Θεός με κάτι που δεν θα ήταν αγαθό και άγιο, αλλά θα ειχε πείρα της αμαρτίας; Η θεοχώρητος Παρθένος έζησε επί γης σαν να μην ειχε σχέση με την αμαρτία που ειχε διαπραχθεί στην ιστορία της ανθρωπότητος. Ο άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας την παρομοιάζει με την κιβωτό του Νώε, που έλαβε μέ­ρος και μάλιστα σωστικό κατά τον Κατακλυσμό, αλλά δεν είχε καμμία σχέση με τους ανθρώπους της εποχής του Νώε29.

Η Παρθένος γεννημένη από ανθρώπους -τον Ιωακείμ και την Άννα- ήταν κληρονόμος και φορέας του προπατο­ρικού αμαρτήματος, στις συνέπειές του, την θνητότητα, τα αδιάβλητα πάθη30· παίρνοντας από τον Θεό τόση βοήθεια, όση έδωσε ο Θεός και σε όλους τους άλλους ανθρώπους έζησε αναμάρτητα, προ του τόκου. Από αυτό το αναμάρτητο σώμα και την αναμάρτητη ψυχή, τον ενιαίο δηλαδή αναμάρτητο άνθρωπο, πήρε ο Υιός και Λόγος του Θεού αναμάρτητο σώμα και αναμάρτητη ψυχή και έγινε άνθρωπος, μόνος Αυτός με άσπιλη σύλληψη.

Ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο «φύσει αναμάρτητον και θελήσει αυτεξούσιον»31. Λόγω κακής χρήσεως του αυτεξουσίου εισήλθε η αμαρτία στον άνθρωπο και τον κυρίευσε. Κατά τον άγιο Νικόλαο Καβάσιλα ο Κύριος γνώριζε ότι ο άνθρωπος μπορεί να του προσφέρει καθαρή και αγνή την ανθρώπινη φύση -όπως τότε που την πρωτοδημιούργησε- για να πάρει από αυτήν την Μητέρα Του32. Ο Θεός περίμενε να δημιουργηθεί «η μόνη Αγνή και Άχραντος Παρθένος», για να εκπληρώσει την προ καταβολής κόσμου οικονομία Του. Δεν μεταβάλλει τα σχέδιά Του, δεν αναιρεί τα δημιουργήματά Του, γιατί αυτό θα έδειχνε ότι κάτι δεν «εποίησε λίαν καλά»33.

Βέβαια και ο τοκετός της Θεοτόκου ήταν αναμάρτητος, αφού ήταν υπερφυσικός, «άνευ ωδίνων». Αλλά και μετά τον τόκο της εζησε αναμάρτητα, αφού μάλιστα ενοίκησε σε αυτήν «παν το πλήρωμα της Θεότητος σωματικώς»34. Από την στιγμή της «επισκιάσεως της δυνάμεως του Υψίστου»35, δηλαδή του Αγίου Πνεύματος, κατά τον Ευαγγελισμό, η Παναγία Παρθένος λαμβάνει μία συνεχή αύξηση αγιασμού, η οποία δεν σταματά, δεν διακόπτεται. Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς γράφει: «Αγία μεν γαρ ει συ, φησί, και κεχαριτωμένη, Παρθένε Πνεύμα δε πάλιν Άγιον επελεύσεται επί σε δι’ αγιασμού προσθήκης υψηλοτέρας ετοιμάζον και προκαταρτίζον την εν σοι θεουργίαν»36. Στοιχώντας στον Παλαμά ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ θεωρεί ότι κατά την στιγμή του Ευαγγελισμού έχουμε για την Παρθένο «πρόω­ρη Πεντηκοστή»37. Κατά τον Ευαγγελισμό δηλαδή συμβαίνει στην Παρθένο η κάθαρση που λέγουν οι Πατέρες38, όχι κά­θαρση από προσωπικά αμαρτήματα που δεν ύπήρχαν, αλλά «προσθήκη χαρίτων39.

Όσοι δεν άποδέχονται την αναμαρτησία της Θεοτόκου προσπαθούν να στηρίξουν την αποψή τους σε ορισμένα αγιογραφικά χωρία και περιστατικά, που δυστυχώς τα παρερμη­νεύουν. Έτσι κατά τον γάμο στην Κανά της Γαλιλαίας40 υποστηρίζουν ότι η Θεοτόκος «εκινήθη “εκ της ασθενείας της κενοδοξίας”», επειδή «ηνώχλησεν ακαίρως τον Κύριον όταν αρχικά αρνήθηκε ο Χριστός να κάνει το θαύμα καθώς τον προέτρεπε η Μητέρα Του»41. Αλλά νομίζουμε ότι εδώ ακριβώς φανερώνεται το μέγεθος της παρρησίας της Θεοτόκου, γιατί ο Χριστός παρά την αρχική Του άρνηση υπήκουσε στην Παν­αγία και έκανε το θαύμα42. Κάτι παρόμοιο συνέβη στο σχε­τικό θαύμα με μία από τις επτά θαυματουργές εικόνες που φυλάσσονται στην Μονή μας, την Παναγία την Παραμυθία43.

Για την περίπτωση κατά την οποία ο Χριστός μιλούσε στα πλήθη, ενώ η Μητέρα Του και οι νομιζόμενοι αδελφοί Του ήθελαν να του μιλήσουν και ειπε ο Χριστός, ότι «όστις αν ποιήση το θέλημα του πατρός μου του εν ουρανοίς, αυτός μου αδελφός και αδελφή και μήτηρ εστίν»44, υποστηρίχθηκε ότι με την απάντησή του ο Κύριος «κατήσχυνεν ηρέμα τον φιλόδοξον αυτής σκοπόν και το τυραννικόν πάθος της κενοδοξίας απήλασεν»45. Ο Χριστός όμως εδώ, όπως και σε όλες τις δημόσιες εμφανίσεις Του, δεν δείχνει οποιαδήποτε συναισθηματική προσκόλληση προς την Μη­τέρα Του, γι’ αυτό εξάλλου και στα ευαγγέλια δεν φαίνεται ποτέ να την αποκάλεσε «Μητέρα». Γιατί, όποιος δεν έχει βιώσει την εν Πνεύματι Αγίω αγάπη, μπορεί να παρερμηνεύσει αυτήν ως συναισθηματική. Υπάρχει όμως τεράστια δια­φορά μεταξύ των δύο ειδών αγάπης· όση η διαφορά με­ταξύ κτιστού και ακτίστου. Επίσης ο Χριστός δεν ήθελε να έχει ως μαρτυρία για το έργο Του, την Μητέρα Του, για­τί, αφού απευθυνόταν κυρίως στους απίστους και σκλη­ροτράχηλους Ιουδαίους, η μαρτυρία της θα ήταν ύποπτη. Κάτι τέτοιο προβάλλει και ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, όταν εξηγεί, γιατί οι ευαγγελιστές δεν ανέφεραν ρητώς ότι ο αναστάς Χριστός εμφανίσθηκε πρώτα στην Παναγία Μη­τέρα Του46.

Ισχυρίζονται ακόμη κατά την σταύρωση του Χριστού ότι «η ρομφαία που διήλθε»47 την καρδία της Θεοτόκου οφει­λόταν στην απιστία της και ότι σκανδαλίσθηκε και κλονί­σθηκε με τον ατιμωτικό θάνατο του Χριστού48. Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης όμως γράφει: «Ημείς δεν φθάνομεν εις το πλήρωμα της αγάπης της Θεοτόκου, και διά τούτο δεν δυνάμεθα να εννοήσωμεν πλήρως το βάθος της θλίψεως αυτής. Η αγάπη αυτής ήτο τελεία. Ηγάπα απείρως τον Θεόν και Υιόν αυτής, αλλ’ ηγάπα και τον λαόν αγάπη με­γάλη. Και τί ησθάνετο άρα γε, ότε εκείνοι, τους οποίους αύτη τοσούτον ηγάπα και των οποίων την σωτηρίαν επόθει έως τέλους, εσταύρουν τον ηγαπημένον Υιόν αυτής; Δεν δυνάμεθα να συλλάβωμεν τούτο, διότι ολίγη είναι η αγάπη ημών διά τον Θεόν και τους ανθρώπους»49.

Βέβαια για να φανεί ότι η Θεοτόκος ήταν άνθρωπος και όχι θεά, γιατί ο Νεστόριος και άλλοι αιρετικοί έλεγαν, «υπό ανθρώπου δε Θεόν τεχθήναι αδύνατον»50, ο ευαγγελιστής Λουκάς μας διέσωσε το περιστατικό κατά το οποίο η Πανα­γία, όταν επέστρεφε από την Ιερουσαλήμ, δεν γνώριζε που ήταν το παιδί της, ο Χριστός, και τον έψαχνε μαζί με τον Ιωσήφ τον μνήστορα επί τρεις ημέρες51. Τούτο όμως φανερώνει ενα αναμάρτητο σφάλμα και ότι δεν είχε την επί γης παγγνωσία, αφού ήταν άνθρωπος52.

Η Θεοτόκος δεν είχε ούτε συγγνωστά αμαρτήματα. Είχε τέλεια αναμαρτησία σε ό,τι αφορά τα έργα, τους λόγους και την κατά διάνοια αμαρτία53. Αυτό πραγματοποιήθηκε, γιατί από την γέννηση ως την κοίμησή της είχε αδιάλειπτη και αισθητή κοινωνία με την θεία Χάρη. «Ολόκληρη η ζωή της υπήρξε μία αδιάκοπη υπέρβαση της κλίσεως προς το κακό, μία διαρκής πορεία ανόδου και προόδου στην αρετή. Η Παν­αγία με τον άγιο βίο της υπερέβη το στάδιο της ασκήσεως και της καθάρσεως»54. Ο άγιος Σιλουανός γράφει αποκαλυπτικά: «Η Θεομήτωρ ουδέποτε απώλεσε την Χάριν», γι’ αυτό «ουδέποτε ημάρτησεν, ουδέ διά λογισμού»55.

Ο τρόπος θεωρήσεως του ανθρώπου, η μαρτυρία και η ομο­λογία του για το πρόσωπο και την αναμαρτησία της Κυρίας Θεοτόκου φανερώνουν και την εσωτερική πνευματική του κα­τάσταση. Βέβαια οι Προτεστάντες και οι Ρωμαιοκαθολικοί στέκουν στα δύο άκρα της υποτιμήσεως και υπερτιμήσεως του προ­σώπου της Παναγίας αντίστοιχα. Όμως και μέσα στον χώρο της Ορθοδοξίας οι ηθικιστές από την μιά και οι νοησιαρχικοί από την άλλη έχουν σίγουρα λανθασμένη αντίληψη για την Υπεραγία Θεοτόκο, γιατί δεν στηρίζονται στην εμπειρική, υπαρ­ξιακή κοινωνία μαζί της56. Οι ηθικιστές αποδέχονται την σω­ματική παρθενία της Θεοτόκου, όχι όμως και την πνευματική, γιατί πάντοτε μένουν στα «έξωθεν του ποτηρίου»57. Οι νοησιαρ­χικοί δεν πιστεύουν στην αναμαρτησία της Παναγίας, γιατί δεν μπορεί να το αποδεχθεί αυτό η ευφυέστατη μεν και οξυδερκής, πεπερασμένη δε και αφώτιστη διάνοιά τους. Ο μακάριος Γέρον­τας Σωφρόνιος του Έσσεξ, αυτός ο εμπειρικός θεολόγος, θεόπτης και κατ’ εμέ ο μεγαλύτερος θεολόγος του 20ου αιώνα, ομο­λογεί: «Ουδείς των ανθρώπων υπήρξεν άνευ αμαρτίας, εκτός της Υπεραγίας Παρθένου Μαρίας»58, «δι’ αυτής δε και χάριν αυτής η ιστορία του κόσμου εισήλθεν εις νέαν τροχιάν, ασυγκρίτως μεγαλειωδεστέραν παντός ό,τι υπήρχε προς αυτής»59. Αν κάποιος θεωρεί ότι η θέωση του ανθρώπου είναι ένα ηθικό γεγονός60 και όχι μία οντολογική κατάσταση πώς μπορεί να διεισδύσει, να εμβαθύνει στο μυστήριο της Θεοτόκου;

Βέβαια «η βαθύτερη εμπειρία της Μητέρας του Κυρίου είναι κρυμμένη από εμάς και κανείς ποτέ δεν είναι δυνατόν να συμμερισθεί αυτήν την μοναδική εμπειρία»61. Δεν μπορούσε και ούτε μπορεί κάποιο δημιούργημα να γίνει τελειότερο από αυτήν, ούτε η ίδια μπορούσε να γίνει τελειότερη απ’ ότι είναι. Κατά τον άγιο Αυγουστίνο «τρία δεν ηδυνήθη να κάμη τελειότερα ο Θεός, παρά πάσαν την παντοδυναμίαν Του. Την Σάρκωσιν, την Παρ­θένον και την μακαριότητα των δικαίων εν τη μελλούση ζωή»62.

Η Παναγία μας μέσα στην ορθόδοξη Λατρεία για το «θεότευκτο, πνευματικό κάλλος της, το αμήχανο και απερίγραπτο»63 την παναγιότητα, την αναμαρτησία της μεγαλύνεται με υπέροχους καί θεολογικωτάτους ύμνους64, εγκωμιάζεται με υψηλούς, αποκαλυπτικούς και δυσπρόσιτους στην κοινή ανθρώπινη διάνοια λόγους65. Σε Αυτήν απευθύ­νονται πύρινες προσευχές66. Δεν αποδίδουμε την οφειλόμενη τιμή προς την Κυρία Θεοτόκο, αν ομολογούμε ότι ήταν απλά ενάρετη και έζησε με ταπείνωση και υπακοή και δεν ομολογούμε το ανώτερο· ότι έζησε αναμάρτητα. Δεν ζηλοτυ­πεί ο Χριστός, δεν υποβιβάζουμε το πρόσωπό Του ως μο­ναδικό Δημιουργό και Σωτήρα του κόσμου67 αν ομολογούμε ότι η Παναγία Μητέρα Του είναι αναμάρτητη, όχι βέβαια κατά φύση αλλά κατά προαίρεση. Χρειάζεται να αποβληθεί η φοβία που προέρχεται από προτεσταντίζουσα επιχειρημα­τολογία, ότι τιμώντας το πρόσωπο της Παναγίας την δια­χωρίζουμε από τον Χριστό, από το μυστήριο της ενανθρωπήσεως. Τιμή και προσκύνηση προς την Παναγία δεν ση­μαίνει αποδοχή της Ρωμαιοκαθολικής Μαριολατρίας68. Η ορθόδοξη διδασκαλία για την Θεοτόκο ομιλεί και ερμηνεύει την ορθή θέση της μέσα στην Εκκλησία.

Ο πανάγιος βίος, η αναμαρτησία της Παρθένου, που έγινε αφορμή για να γίνει Θεοτόκος και Θεομήτωρ εξηγούν αυτήν την ιδιαίτερη θέση Της, που ομολογούμε ότι έχει μετά τον Θεό και πάνω από τους αγγέλους και τους αγίους. Με την υποστατική ένωση της θείας και ανθρωπίνης φύσεως στο πρόσωπο του Χριστού και την δημιουργία της θεανθρωπίνης οικογενείας και κοινωνίας, η Παναγία γίνε­ται η Μητέρα της καινής κτίσεως.

Η Παναγία μας είναι το «μεθόριον μεταξύ κτιστής και ακτίστου φύσεως», η «μετά Θεόν θεός, η τα δευτερεία της Τριάδος έχουσα», η «τιμιωτέρα των Χερουβείμ και ενδοξοτέρα ασυγκρίτως των Σεραφείμ», η «αγία αγίων μείζων», αυτή που «δύναται πάντα όσα θέλει» και μόνο σε αυτήν οφείλουμε «δουλική προσκύνηση, λατρευτική βέβαια προς τον Θεό και τιμητική προς τους αγίους»69. Γι’ αυτό, νομίζω, δεν θα είμαστε εκτός του πνεύματος των αγίων Πατέρων μας, αν απευθύνουμε το εφύμνιο προς την Παναγία μας: «Χαίρε, αναμάρτητε Θεόνυμφε Δέσποινα». Αμήν.

Υποσημειώσεις

  1. Αποκ. 5,1.
  2. «Μέχρι γαρ της κατά την οικονομίαν υπηρεσίας αναγκαία η παρθε­νία, το δ’ εφεξής απολυπραγμόνητον τω λόγω του μυστηρίου». Μεγάλου Βασιλείου, Εις την αγίαν του Χριστού γέννησιν 5, PG31, 1468ΑΒ.
  3. Βλ. Χρυσοστόμου Σταμούλη, Θεοτόκος και ορθόδοξο δόγμα. Σπουδή στη διδασκαλία του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Θεσσαλονίκη 1996.
  4. Ενώ οι Πατέρες του 4ου αιώνα πρόβαλαν ως πρότυπο τελειώσεως τον προφήτη Μωυσή (βλ. αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Περί του βίου Μωυσέως του νομοθέτου, ή περί της κατ αρετήν τελειότητος, PG44, 297-429), ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς θέτει την Παρθένο ως πρότυπο τελειώσεως και παράδειγμα προς μίμηση για τους πιστούς στις ομιλί­ες του και ιδιαίτερα στην Ομιλία 53, Γρηγορίου Παλαμά Ομιλίαι ΚΒ, έκδ. Σοφ. Οικονόμου, Αθήνησι 1861, σ. 131-180.
  5. Βλ. αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλία 14, PG151, 172BC.
  6. Βλ. αγίου Νικολάου Καβάσιλα, Η Θεομήτωρ, Εις την Γέννησιν 6, έκδ. Π. Νέλλα, Αθήνα 41995, σ. 69.
  7. Αγίου Νικολάου Καβάσιλα, Η Θεομήτωρ, Εις την Κοίμησιν 8, ο.π., σ. 196.
  8. Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συμβουλευτικόν εγχειρίόιον, έκδ. «Ο άγιος Νικόδημος», Αθήναι χ.χρ, σ. 224. Πρβλ. αγίου Νικοδήμου Αγιορεί­του, Αόρατος Πόλεμος, έκδ. «Ο άγιος Νικόδημος», Αθήναι χ.χρ, κεφ. μθ’, σ. 165-166.
  9. Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Κήπος Χαρίτων, έκδ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 41992, σ. 200.
  10. Αρχιμ. Σωφρονίου, Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, Έσσεξ Αγγλί­ας 81999, σ. 492.
  11. Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Ιερά Παράλληλα, Τίτλ. ΙΓ’, PG9S, 1172ΑΒ.
  12. Ενδεικτικά βλ. στην Δογματική του Π. Τρεμπέλα, όπου γράφει: «Ως προς δε την αναμαρτησίαν, την οποίαν η Δυτική Εκκλησία στηριζομένη ένθεν μεν επί του χαιρετισμού του αγγέλου, εν τω οποίω η Θεοτόκος χα­ρακτηρίζεται ως κεχαριτωμένη, ένθεν επί της ιδέας, ότι εάν δεχθώμεν, ότι αύτη εγένετο ένοχος αμαρτίας, τούτο θα επεσκίαζε την τιμήν του υιού της, δεχόμεθα ταύτην μόνον ως σχετικήν, υφ’ ην έννοιαν ο μεν Παύλος λέγει περί εαυτού ότι «κατά δικαιοσύνην την εν νόμω εγένετο άμεμπτος». Τί υπονοεί εδώ ο μακαριστός καθηγητής με τον όρο «σχετι­κή»; Αν είχε αμαρτήματα η Θεοτόκος ή όχι, δεν φαίνεται καθαρά. Πιο κάτω όμως αναφέρει ότι «μόνος ο ιερός Αυγουστίνος εκδέχεται την Θεοτόκον ως τελείως απηλλαγμένην προσωπικών αμαρτιών». Και συνε­χίζει· «πολλοί όμως εκ των λοιπών Πατέρων και συγγραφέων αποδίδουσιν εις την Παρθένον όχι μόνον την δυνατότητα, όπως αμάρτη αλλά και ότι δεν ήτο απηλλαγμένη αδυναμιών και ατελειών τινων (δηλ. παθών)». Κατόπιν φέρνει μεμονωμένα χωρία Πατέρων και εκκλησιαστικών συγ­γραφέων (Ωριγένη, Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ζιγαβηνού), χωρίς όμως να εξετάζει τον λόγο, την αιτία που έγραφαν κάτι τέτοιο, ούτε να τα συν­δέει με την όλη διδασκαλία τους για την Θεοτόκο, όπου την «αποδεικνύει» εμπαθή! Βλ. Π. Τρεμπέλα, Δογματική, τόμ. Β’, έκδ. Αδελφότης Θεο­λόγων «Ο Σωτήρ», Αθήναι 21979, σ. 213-215. Επίσης βλ. ο.π., σ. 215-216, τον προτεσταντίζοντα τρόπο με τον οποίο θέλει να ανατρέψει τις καινοτομίες της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας για την Θεοτόκο, όπου μάλι­στα παραξενεύεται, όταν ο L.Ott γράφει ότι «ουδεμία Χάρις μεταδίδεται εις τους ανθρώπους άνευ της ενεργού μεσιτείας αυτής». Δεν γνώριζε απ’ ότι φαίνεται ο κ. καθηγητής ότι με αυτό το σκεπτικό κατηγορείται και ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, που γράφει τα εξής αποκαλυπτικά: «Ουκούν αύτη μεθόριόν έστι κτιστής και ακτίστου φύσεως, και ουδείς αν έλθοι προς Θεόν, ει μη δι’ αυτής τε και του εξ αυτής τεχθέντος μεσί­του· και ουδέν αν εκ του Θεού των δωρημάτων, ειμή διά ταύτης, γένοιτο και αγγέλοις και ανθρώποις». Ομιλία 53, 23, Γρηγορίου Παλαμά Ομιλίαι ΚΒ’, έκδ. Σοφ. Οικονόμου, Αθήνησι 1861, σ. 159.
  13. 13.Βλ. Αμαλίας Σπουρλάκου-Εύτυχιάδου, Η Παναγία Θεοτόκος τύπος χριστιανικής αγιότητος, Αθήνα 1990, σ. 57 υποσημ. 1. Δηλαδή η Πανα­γία δεν είχε πολλές αμαρτίες, ήταν μειωμένες! Η διατριβή αυτή γρά­φτηκε, όπως φαίνεται και από τον επεξηγηματικό υπότιτλό της, ως «Συμβολή εις την ορθόδοξον τοποθέτησιν έναντι της ρωμαιοκαθολικής Ασπίλου Συλλήψεως και των συναφών ταύτη δογμάτων». Η κα Σπουρλάκου στην προσπάθειά της να ανατρέψει το ρωμαιοκαθολικό δόγμα χρησιμοποιεί σε γενικές γραμμές προτεσταντίζουσα επιχειρηματολογία, σε πολλά σημεία φάσκει και αντιφάσκει χρησιμοποιώντας αστόχως πλήθος Πατερικών και μη χωρίων, κάνοντας έτσι όλη την μελέτη κά­πως «φλύαρη» (σύνολο σελίδων 646). Ως προς το θέμα της αναμαρτησίας της Παναγίας δεν είναι ξεκάθαρη η θέση της. Για παράδειγμα, εκτός το «της αμαρτίας εν υφέσει», που αναφερθήκαμε παραπάνω, στην αρχή της σελίδας 53, ενώ γράφει ότι η Παναγία «έλαβε την χάριν του μη αμαρτάνειν», στην ίδια σελίδα λίγο πιο κάτω γράφει ότι είχε ατέλειες και συγγνωστά ελαττώματα. Το συγγνωστό όμως ελάττωμα/αμάρτημα είναι ουσιαστικά η συγκατάθεση στην κατά διάνοια αμαρτία. Επίσης βλ. σ. 628, όπου η αναμαρτησία της Θεοτόκου παρομοιάζεται (υποβιβάζεται ουσιαστικά) με αυτήν των δικαίων της Παλαιάς Διαθήκης και ότι η αγιότητα της Θεοτόκου «είναι εφικτή παντί τω έχοντι την αυτήν δεκτικότητα». Πρβλ. σ. 55, όπου γράφει «περί εξομοιώσεως και ταυτίσεως εκάστου χριστιανού μετά της (αγιότητος) της Θεομήτορος». Βέβαια δεν έχουμε την δυνατότητα να κάνουμε λεπτομερή κριτική της διατριβής της κας Σπουρλάκου, αλλά νομίζουμε (και πιστεύουμε ότι δίχως την θέλησή της) στην μελέτη αυτή υποβιβάζεται το πρόσωπο της Θεοτόκου. Ποιός μπορεί να φθάσει την αγιότητα της Υπεραγίας Θεοτόκου; Ή μήπως και αυτή θα κριθεί, όπως λέγουν οι Πεντηκοστιανοί; Διαφορετικό είναι να λέμε ότι η Θεοτόκος αποτελεί πρότυπο βίου για τον χριστιανό και άλλο είναι να θεωρούμε ότι μπορούμε να εξομοιω­θούμε με αυτήν, να έχουμε την ίδια δεκτικότητα αγιότητος.
  14. Βλ. Ιωάννου Καλογήρου, «Μαρία», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυ­κλοπαίδεια, τόμ. 8, Αθήναι 1966, σ. 675, όπου ο κατά τα άλλα εμβριθής και πρωτοπόρος στις μελέτες του για την Θεοτόκο κ. καθηγητής (αυτόν ακολουθεί ο Π. Τρεμπέλας, σχεδόν αντιγράφει η Αμ. Σπουρλάκου) φο­βούμενος ότι η τελεία αναμαρτησία της Παναγίας (όχι βέβαια κατά φύση αλλά κατά θέληση, κατά προαίρεση) προέρχεται από την άσπι­λη σύλληψη που προσβάλλει το αναμάρτητο του Κυρίου, μεταθέτει την αναμαρτησία της είτε μετά τον Ευαγγελισμό, είτε μετά την Ανάσταση, είτε μετά την Πεντηκοστή. Η φοβία του αυτή είναι αισθητή και στην μελέτη του Μαρία, η Αειπάρθενος Θεοτόκος κατά την ορθόδοξον πίστιν, Θεσσαλονίκη 1957, όπου στο κεφ. «Το αναμάρτητον της Θεοτόκου εξ επόψεως Ορθοδόξου», σ. 78 κ.έ. προβάλλει Σύρους και μονοφυσίτες θεολόγους ως υποστηρικτές του αγνοώντας την μετά τον άγιο Ιωάν­νη Δαμασκηνό Πατερική Παράδοση. Ενώ θεωρεί ότι ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας γράφει περί καθαρότητος και αναμαρτησίας της Θεοτόκου «υπό λατινικήν σχολαστικήν επίδρασιν διατελών», βλ. ο.π., σ. 86.
  15. Βλ. Αμαλίας Σπουρλάκου-Ευτυχιάδου, Η Παναγία Θεοτόκος τύπος χριστιανικής αγιότητος, Αθήνα 1990, σ. 57. Εξάλλου και ο ορθόδοξος χριστιανός μόλις βαπτισθεί δεν είναι μόνο δυνάμει αλλά και ενεργεία αναμάρτητος.
  16. Βλ. Αμαλίας Σπουρλάκου, ο.π., σ. 53. Πρβλ. Ιωάννου Καλογήρου, «Μαρία», ο.π., σ. 675.
  17. Βλ. Χρήστου Ανδρούτσου, Δογματική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, Αθήναι 21956, σ. 191-193. Επίσης και ημέτεροι θεολόγοι πα­ρερμηνεύουν την αναμαρτησία του Χριστού. Για παράδειγμα βλ. Ανδρέου Θεοδώρου, Η περί Τριάδος και Χριστού διδασκαλία της Παρακλη­τικής, εν Αθήναις 1962, σ. 32, όπου ο Χριστός παρουσιάζεται θελήσει αναμάρτητος και όχι φύσει.
  18. Βλ. εισήγησή μας, «Η χρήση λογικής και νοεράς ενέργειας του ανθρώπου κατά τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά», Πρακτικά Διεθνών Επιστημο­νικών Συνεδρίων Αθηνών και Λεμεσού, Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στην ιστορία και το παρόν, Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου 2000, σ. 776.
  19. Αρχιμ. Σωφρονίου, Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, Έσσεξ Αγγλί­ας 81999, σ. 247.
  20. Βλ. ο.π., σ. 250. Πρβλ. το όραμα που είδε ο άγιος Γρηγόριος Πα­λαμάς με την μεταβολή του γάλακτος σε οίνο, όπου ο ηθικός λόγος του ανυψώθηκε σε δογματικό μετά από 18 έτη μοναχικής ασκήσεως. Φιλοθέου Κωνσταντινουπόλεως, Λόγος εγκωμιαστικός εις Γρηγόριον Παλαμάν, PG 151, 580AD.
  21. Γεωργίου Μαντζαρίδη, «Η Παρθένος Μαρία, μητέρα της καινής κτί­σεως», Πρακτικά Θεολογικού Συνεδρίου εις τιμήν της Υπεραγίας Θεο­τόκου και Αειπαρθένου Μαρίας (15-17 Νοεμβρίου 1989), Θεσσαλονί­κη 1991, σ. 274.
  22. «Η πνευματική παρθενία είναι αναμαρτησία». Πρωτοπρεσβ. Γεωργί­ου Φλωρόφσκυ, «Η Αειπάρθενος Μητέρα του Θεού», Θέματα ορθοδό­ξου θεολογίας, Αθήναι 1973, σ. 136.
  23. Το δόγμα αυτό της Παπικής Εκκλησίας έφερε ως λογικό επακό­λουθο ένα άλλο δόγμα, αυτό της ενσώματης μεταστάσεως της Θεοτό­κου (Assumptio) που διατυπώθηκε από τον πάπα Πίο ΙΒ΄το 1954. Αν οι Ρωμαιοκαθολικοί ομιλούσαν ρητώς για φυσικό θάνατο της Παναγί­ας, θα συμφωνούσαν και οι Ορθόδοξοι, αφού κατά την Παράδοση μετά την κοίμηση η Παναγία αναλήφθηκε εν σώματι στους ουρανούς και τεκμήριο της μεταστάσεώς της αποτελεί η Αγία Ζώνη που παραδόθη­κε στον απόστολο Θωμά. Ο καθηγητής Μέγας Φαράντος, προτεσταντίζων και αυτός στην διδασκαλία του περί της Θεοτόκου, δεν αποδέχεται την ενσώματη μετάσταση, βλ. Μέγα Φαράντου, Δογματικά και ηθικά I, Αθήναι 1983, σ. 270-271. Και φυσικά θεωρεί σχετική την αναμαρτησία της Παναγίας, βλ. ο.π., σ. 268-269.
  24. Βλ. και την μαρτυρία του μακαρίου Γέροντος Παϊσίου για την ανήδονη σύλληψη της Θεοτόκου, στο ιερομονάχου Ισαάκ, Βίος τον Γέρον­τος Παϊσίου του Αγιορείτου, Άγιον Όρος 2004, σ. 171-172.
  25. 25.Βλ. αγίου Μαξίμου Ομολογητού, Ερμηνεία εις το Πάτερ ημών, PG 90, 901CD. Πρβλ. αρχιμ. Σωφρονίου, Άσκησις και θεωρία, Έσσεξ Αγγλί­ας 1996, σ. 130.
  26. Λουκ. 1,38.
  27. «Μόνη η Παρθένος Μαρία ήτο ο αντάξιος της θείας ενανθρωπήσεως ναός! Ο Θεός Λόγος απέβλεψεν εις την έκπαγλον ωραιότητα της ψυχής της, ώστε να δανεισθή εκ των τιμίων αιμάτων της την ανθρωπίνην αυτού φύσιν. Μήτηρ ανταξία του Δεσπότου και Υιού της»! Ανδρέου Θεοδώρου, Η περί Τριάδος και Χριστού διδασκαλία της Παρακλη­τικής, εν Αθήναις 1962, σ. 33.
  • Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλία 37, Εις την Κοίμησιν, PG 151, 465Β. Δεν συμφωνούμε με την σχολαστική άποψη ότι η Παναγία θα μπορούσε να είχε έγγαμο βίο και να υπηρετούσε ανεμπόδιστα στο σχέ­διο της θείας ενανθρωπήσεως. Αν αυτό ήταν προτιμότερο από τον παρθενικό βίο, τότε γιατί δεν το πραγματοποίησε ο Θεός;
  • Βλ. αγίου Νικολάου Καβάσιλα, Η Θεομήτωρ, Εις τόν Ευαγγελισμόν 3 έκδ. Π. Νέλλα, Αθήνα 41995, σ. 126.
  • Ο άνθρωπος μετά την πτώση δεν κληρονομεί/συμμετέχει στην ένοχή της αμαρτίας των προπατόρων Αδάμ και Εύας, αλλά δέχεται τις συνέ­πειες της ασθενούσης πλέον ανθρωπίνης φύσεως, την φθορά, τα αδιάβλητα πάθη, τον θάνατο. Το να αισθάνεται κάποιος ότι είναι ένοχος για την προπατορική αμαρτία και ότι γι’ αυτό τιμωρείται από τον Θεό μαρτυρεί επίδραση από την δυτική δικανική διδασκαλία περί πτώσεως. Βλ. π. Ιωάννου Ρωμανίδου, Το προπατορικόν αμάρτημα, Αθήνα 31992, σ. 154 και σ. 160-161. Δεν αμαρτήσαμε εμείς στο πρόσωπο του Αδάμ, ούτε έγιναν όλοι αμαρτωλοί εξαιτίας του Αδάμ. Ο άγιος Κύριλλος Αλεξ­ανδρείας ερμηνεύοντας το χωρίο του αποστόλου Παύλου, «ώσπερ γαρ διά της παρακοής του ενός ανθρώπου (Αδάμ) αμαρτωλοί κατεστάθησαν οι πολλοί» (Ρωμ. 5,19), γράφει: «Ούτως αμαρτωλοί κατεστάθησαν οι πολλοί, ουχ ως τω Αδάμ συμπαραβεβηκότες, ου γαρ ήσαν πώποτε, αλλ’ ως της εκείνου φύσεως όντες της υπό νόμον πεσούσης τον της αμαρτίας… ηρρώστησεν η ανθρώπου φύσις εν Αδάμ διά της παρακοής την φθοράν, εισέδυ τε ούτω αυτήν τα πάθη», PG74, 789Β.
  • Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκθεσις πίστεως 26, PG94, 924ΑΒ.
  • «Αλλά τούτο ζητών εποίησεν, ίνα, γεννηθήναι δεήσαν, την μητέρα παρ’ αυτής λάβη». Αγίου Νικολάου Καβάσιλα, Η Θεομήτωρ, Εις τον Ευαγγελισμόν 8, εκδ. Π. Νέλλα, ο.π., σ. 150.
  • Γέν. 1,31.
  • Κολασ. 2,9.
  • Βλ. Λουκ. 1,35.
  • Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλία 14, PG151, 176.
  • Βλ. π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, «Η Αειπάρθενος Μητέρα του Θεού», Θέματα ορθοδόξου θεολογίας, Αθήναι 1973, σ. 130.
  • «Μετά ούν συγκατάθεσιν της αγίας Παρθένου, Πνεύμα άγιον επήλθεν επ’ αυτήν κατά τον Κυρίου λόγον, ον είπεν ο άγγελος, καθαίρον αυτήν». Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ορθοδόξου πίστεως 46, PG94, 98SB.
  • «Ει δε προκεκαθάρθαι τω Πνεύματι την Παρθένον εισίν οι φασί των ιερών διδασκάλων, αλλά την κάθαρσιν προσθήκην χαρίτων αυτοίς βούλεσθαι χρη νομίζειν, οι και τους αγγέλους τον τρόπον τούτον φασί καθαίρεσθαι, παρ’ οις ουδέν πονηρόν». Αγίου Νικολάου Καβάσιλα, Η Θεομήτωρ, Εις την Γέννησιν, 10, έκδ. Π. Νέλλα, ο.π., σ. 84.
  • Βλ. Ιω. 2,1-10.
  • 41.Βλ. Π. Τρεμπέλα, Δογματική, ο.π., σ. 214. Ο Τρεμπέλας στηρίζει την επιχειρηματολογία του στην 21η ομιλία του αγίου Ιωάννου Χρυσοστό­μου, Εις τον ευαγγελιστήν Ιωάννην, όπου όμως το επίκεντρο της ομιλί­ας του Χρυσοστόμου είναι όχι το πρόσωπο της Θεοτόκου αλλά η ηθική διδασκαλία «μη τοίνυν μέγα φρονώμεν επί ευγενεία τη κατά σάρκα, αλλά καν μυρίους έχωμεν προγόνους θαυμαστούς, αυτοί σπουδάσωμεν υπερβαλέσθαι τας εκείνων αρετάς», Εις τον ευαγγελιστήν Ιωάννην, Ομιλία 21, PG59, 132. Οπότε ο Χρυσόστομος με την ρητορική δεινότητά του αναπτύσσει αυτήν την ιδέα σε όλη την ομιλία και όχι βέβαια προς υποτίμηση της Μητέρας του Χριστού, αφού ο Χριστός «σφόδρα αυτήν ετίμα», ο.π., PG59, 131.
  • «Η Παναγία κατάλαβε ότι ο λόγος του Χριστού δεν ήταν άρνηση να εκπληρώσει την παράκλησή της», ιερομ. Γρηγορίου, Η Υπεραγία Θεο­τόκος, Άγιον Όρος 1994, σ. 39. Οι λόγοι της Παναγίας, «ό,τι αν λέγη υμίν ποιήσατε» (Ιω. 2,5) αποτελούν την Διαθήκη της Θεοτόκου, ως ο μοναδικός λόγος της που αναφέρεται στον Χριστό και ταυτόχρονα ο τελευταίος θεομητορικός λόγος που κατέγραψαν οι Ευαγγελιστές. Βλ. ιερομ. Γρηγορίου, ο.π., σ. 38-42.
  • Βλ. Γεωργίου Μαντζαρίδη, «Θαυματουργές εικόνες και άγια λεί­ψανα», Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, Παράδοση-Ιστορία-Τέχνη, τόμ. Α’, Άγιον Όρος 1996, σ. 118.
  • Βλ. Ματθ. 12,46-48. Πρβλ. Λουκ. 8, 19-21.
  • Βλ. Π. Τρεμπέλα, ο.π., σ. 215. Η δε Αμ. Σπουρλάκου αναγράφει το χωρίο Λουκ. 8,21 στο εξώφυλλο του βιβλίου της. Και οι δυο παραθέ­τουν τον άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο (Εις το κατά Ματθαίον, Ομιλία 44, PG 57, 463-472) για να θεμελιώσουν την άποψή τους ότι η Παναγία δεν ήταν αναμάρτητη, είχε μάλιστα και πάθη. Όμως παρερμηνεύουν τον Χρυσόστομο αφού δεν κατανοούν τις προϋποθέσεις της συγκεκριμένης ομιλίας του. Ο άγιος ήθελε σε αυτήν την ομιλία να τονίσει την αξία της αρετής, που δεν έγκειται σε συγγένεια αλλά σε προαίρεση, γι’ αυτό το­νίζει στην ίδια ομιλία: «μήτε επί παισίν ευδοκίμοις μέγα φρονώμεν, αν μη την αρετήν αυτών έχωμεν μήτε επί πατράσι γενναίοις, εάν μη ώμεν αυτοίς ομότροποι», PG57, 466.
  • 46.«Καν οι ευαγγελισταί ταύτα πάντα φανερώς ου λέγουσι, μη θέλοντες την Μητέρα προφέρειν εις μαρτυρίαν, ίνα μη τοις απίστοις υποψί­ας αφορμήν δώσιν». Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλία 18, PG 151, 237D. Επίσης πολλοί ερμηνευτές, όπως ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας, θεω­ρούν ότι με αυτήν την παρομοίωση ο Χριστός έθεσε την Μητέρα Του ως πρότυπο και κορυφή αγιότητος. Βλ. αγίου Νικολάου Καβάσιλα, Η Θεομήτωρ, Εις την Γέννησιν 10, έκδ. Π. Νέλλα, Αθήνα 41995, σ. 86. Πρβλ. ιερομ. Γρηγορίου, Η Υπεραγία Θεοτόκος, ό.π., σ. 41.
  • Βλ. Λουκ. 2,35.
  • Βλ. Ιωάννου Καλογήρου, Μαρία, η Αειπάρθενος Θεοτόκος κατά την ορθόδοξον πίστιν, Θεσσαλονίκη 1957, σ. 96 κ.ε.
  • Αρχιμ. Σωφρονίου, Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, Έσσεξ Αγγλί­ας 81999, σ. 490-491.
  • 50.Βλ. Ιω. Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά μνημεία της Ορθο­δόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. 1, εν Αθήναις 1952, σ. 138.
  • Βλ. Λουκ. 2,44-46.
  • Βλ. και αρχιμ. Σωφρονίου, Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, ο.π., σ. 492.
  • Αυτήν την «τριχώς αναμαρτησία» της Παναγίας ομολογεί και ο πα­τριάρχης Κύριλλος Α’ Λούκαρις σε ομιλία του για την Κοίμηση της Θεοτόκου. Βλ. Ι. Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου και Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. 2, εν Αθήναις 1953, σ. 711.
  • Ευτυχίας Γιούλτση, Η Παναγία πρότυπο πνευματικής τελειώσεως, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 87. Η κα Γιούλτση ως προς την αναμαρτησία της Παναγίας γράφει σαφέστατα ότι «με τον πανάγιο βίο της η ίδια απέφυγε παντελώς την αμαρτία, και είναι η μόνη μεταξύ των ανθρώπων άνευ αμαρτίας», ο.π., σ. 89. Επίσης και ο π. Αλέξανδρος Σμέμαν στο άρθρο του «Εξομολόγηση και Θεία Κοινωνία», περιοδικό Επίγνωση, τχ. 86, Φθινόπωρο 2003, σ. 13, είναι σαφής ως προς την αναμαρτησία της Παναγίας όταν γράφει ότι, «κανένα ανθρώπινο ον δεν είναι αναμάρτητο, με εξαίρεση την Υπεραγία Θεοτόκο, τη Μητέρα του Κυρίου».
  • Αρχιμ. Σωφρονίου, Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, ο.π., σ. 490.
  • Η εμπειρική αυτή κοινωνία δημιουργείται μέσω της προσευχής, κυ­ρίως όμως μέσα στο σώμα του Χριστού. «Το σώμα του Χριστού είναι ενιαίο και αδιαίρετο. Είναι το σώμα που γεννήθηκε από την Παρθένο Μαρία. Είναι το σώμα που κοινωνούν οι πιστοί στο μυστήριο της θεί­ας Ευχαριστίας. Αυτό το σώμα δημιουργεί την καινή κτίση. Αυτό είναι η χώρα των ζώντων, που φανέρωσε στον κόσμο η χώρα του αχωρήτου, η Παρθένος Μαρία, η μητέρα της καινής κτίσεως». Γεωργίου Μαντζαρίδη, «Η Παρθένος Μαρία, μητέρα της καινής κτίσεως», Πρακτικά Θεολογικού Συνεδρίου εις τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου και Αειπάρθε­νου Μαρίας (15-17 Νοεμβρίου 1989), Θεσσαλονίκη 1991, σ. 277. Υπό αυτήν την έννοια, μέσα στο σώμα του Χριστού, βλέπει και ο μακάρι­ος Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, αυτός ο Θεοτοκόφιλος Αγιορεί­της, «την υπερφυεστάτην συγγένειαν όπου από την Παναγία και γλυκειά μας Μανούλα ελάβομεν». Γέροντος Ιωσήφ, Θείας Χάριτος εμπει­ρίες, Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, Επιστολή 13, έκδ. Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου 2005, σ. 172. Έτσι εξηγείται και ο υπερβολικός ίσως χαρακτηρισμός του μακαρίου Γέροντος Αθανασίου Ιβηρίτη «σκύλοι!» σε όσους δεν σέβονταν την Παναγία. Βλ. Μοναχού Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Ιερομόναχος Αθανάσιος Ιβηρίτης, Ο θερμός λάτρης της Πορταΐτισσας (1885-1973), Αθήνα 220 02, σ. 40.
  • Ματθ. 23,25.
  • Αρχιμ. Σωφρονίου, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς έστιν, Έσσεξ Αγγλί­ας 1996, σ. 240.
  • Αρχιμ. Σωφρονίου, ο.π., σ. 342.
  • «Η θέωσις, βεβαίως, αύτη δεν νοείται, ει μη εν ηθική εννοία». Αμα­λίας Σπουρλάκου-Ευτυχιάδου, Η Παναγία Θεοτόκος τύπος χριστια­νικής αγιότητος, Αθήνα 1990, σ. 433.
  • Πρωτοπρεσβ. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, «Η Αειπάρθενος Μητέρα του Θεού», Θέματα Ορθοδόξου θεολογίας, Αθήναι 1973, σ. 134.
  • Το χωρίο το δανεισθήκαμε παρά του Μοναχού Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Ιερομόναχος Αθανάσιος Ιβηρίτης, Ο θερμός λάτρης της Πορταΐτισσας (1885-1973), Αθήνα 22002, σ. 41.
  • Θεοκλήτου Μοναχού Διονυσιάτου, Η Παναγία Σουμελά, Θεσσαλο­νίκη 1994, σ. 39.
  • Η υμνολογία της Εκκλησίας δεν είναι υπερβολική, αλλά θεολογική και σωτηριολογική. Ο καθηγητής της Δογματικής κ. Δ. Τσελεγγίδης αποφαίνεται: «Η διδασκαλία της Εκκλησίας για την Θεοτόκο, όπως αυτή διαφαίνεται μέσα από την υμνογραφία των θεομητορικών εορτών, δεν διαφοροποιείται από τις δογματικές αποφάνσεις των Οικουμενικών Συνόδων, που ασχολήθηκαν με την μητέρα του Θεανθρώπου». Δ. Τσελεγγίδη, «Η θεοτοκολογία στην υμνολογία των θεομητορικών εορτών», Ορθόδοξη θεολογία και ζωή, Θεσσαλονίκη 2005, σ. 48. Δεν συμφωνούμε με τον κ. Καλογήρου όταν μιλά για «ποιητικές και ρητορικές εξάρσεις και υπερεξάρσεις» σε τροπάρια για την Θεοτόκο (βλ. Ιω. Καλογήρου, Μαρία η Αειπάρθενος, ο.π., σ. 108-109) ή όταν προσπαθεί να αντιταχθεί στον Γέροντα Θεόκλητο Διονυσιάτη σχετικά με τον ύμνο «Χαίροις μετά Θεόν η θεός…» (βλ. Ιω. Καλογήρου, «Η ορθόδοξος συμβολή εις την σύγχρονον επιδίωξιν, κοινής χριστιανικής εκφράσεως της περί της Θεοτόκου Μαρίας αληθείας και της προς αυτήν τιμής», Πρακτικά Θεολογικού Συνεδρίου εις τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου και Αειπάρ­θενου Μαρίας (15-17 Νοεμβρίου 1989), Θεσσαλονίκη 1991, σ. 693-694. Ούτε συμφωνούμε με τον Ιω. Καρμίρη όταν γράφει: «Τα ούτω μεταφορικώς και ποιητική αδεία λεγόμενα και αδόμενα εν τη καθόλου Λατρεία δεν πρέπει να λαμβάνωνται κατά γράμμα, ως μη ανήκοντα εις την ουσί­αν των ορθοδόξων δογμάτων», Ιω. Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβο­λικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. 1, εν Αθήναις 1952, σ. 245-246, υποσημ. 4. Ο μακάριος Γέροντας Πορφύριος αγία­σε μελετώντας και εντρυφώντας στους ύμνους της Παρακλητικής, Μη­ναίων κ.ά. (βλ. Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος και Λόγοι, Ι.Μ. Χρυσοπηγής, Χανιά 2003, σ. 176-177). Και ο μακάριος Γέροντας Ιά­κωβος Τσαλίκης δεν είχε την δυνατότητα μελέτης πατερικών κειμένων, αλλά εντρυφούσε στα λειτουργικά βιβλία (βλ. Στυλ. Παπαδόπουλου, Ο μακαριστός Ιάκωβος Τσαλίκης, Αθήνα 21995, σ. 72-73.
  • Ενδεικτικά βλ. τους λόγους των άγιων, Γρηγορίου Παλαμά, Ομι­λία 53 (Εις τα Εισόδια)· Νικολάου Καβάσιλα, Εις τον Ευαγγελισμόν· Ανδρέου Κρήτης, Εις το Γενέσιον· Ιωάννου Δαμασκηνού, Εις την Κοί­μησιν.
  • Οι άγιοι Πατέρες μάς έχουν αφήσει γραπτά δείγματα των εμπύρων και εντόνως ικετευτικών προσευχών τους προς την Παναγία. Ο όσιος Κάλλιστος με πνεύμα συντετριμμένο και τεταπεινωμένο αλλά και φλεγόμενο από θειο έρωτα προσεύχεται: «Διό μη με παρίδης, Πανάχραν­τε· πάντες γαρ παρείδον και παρήλθόν με, ορώντές μου το ανίατον, Προφήται, Απόστολοι, Δίκαιοι, θειοι Πατέρες, και υπελείφθην μόνος… (γι’ αυτό βοά προς την πανύμνητο Θεοτόκο) την πάντα δυναμένην, την πάντα ανύουσαν», Α.Δ. Σιμωνώφ, Μέγα Προσευχητάριον, εκδ. Πελεκά­νος, Αθήνα, χ.χρ., σ. 329.
  • Βλ. την σχολαστική θεώρηση και σύνδεση αναμαρτησία και Σωτήρ, που διαπνέει τον Μητροφάνη Κριτόπουλο και αποδέχεται ο Ιωάννης Καλογήρου. Ο συλλογισμός έχει ως εξής: Ο Χριστός είναι Σωτήρ. Ο Χριστός είναι αναμάρτητος. Η Θεοτόκος δεν είναι Σωτήρ. Άρα η Θεο­τόκος δεν μπορεί να είναι αναμάρτητη. Με την ίδια λογική όμως μπο­ρούμε να διερωτηθούμε: Οι άγγελοι είναι αναμάρτητοι, μήπως είναι και Σωτήρες; Βλ. Ιωάννου Καλογήρου, Μαρία, η Αειπάρθενος Θεοτόκος κατά την ορθόδοξον πίστιν, Θεσσαλονίκη 1957, σ. 93.
  • Αυτή η αντιρωμαιοκαθολική πολεμική επηρέασε ακόμη και ενάρε­τους ανθρώπους, όπως τον άγιο Ιωάννη Μαξίμοβιτς, ο οποίος αφενός ανατραφείς στην Δύση και μη έχοντας πρόσβαση στα κείμενα των Πα­τέρων (ιδιαίτερα Γρηγορίου Παλαμά και Νικολάου Καβάσιλα) αφετέρου μη έχοντας την ικανότητα και το χάρισμα της θεολογίας, παρόλη την έκδηλη αγιότητά του με το διορατικό και ιαματικό χάρισμα που κα­τείχε, έπεσε στο σφάλμα να γράψει ότι η Θεοτόκος δεν ήταν απαλλαγμένη από προσωπικές αμαρτίες. Βλ. αγίου Ιωάννη Μαξίμοβιτς, Η τιμή της Θεοτόκου στην Ορθόδοξη Εκκλησία, Αθήνα 2005, σ. 66 κ.ε. Βέβαια στο τέλος της μελέτης του ο Μαξίμοβιτς γράφει ότι η Παρθένος «απώθησε κάθε παρόρμηση προς αμαρτία», (ο.π., σ. 86), ίσως για να μετριά­σει αυτά που έγραφε προηγουμένως. Πάντως στο βιβλίο αυτό δίνει μία συγκεχυμένη άποψη για την αναμαρτησία της Παναγίας.
  • Βλ. Μοναχού Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Μαρία η Μητέρα του Θεού, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 59.
  • Εισήγηση στο Θεομητορικό Συνέδριο «Παναγία η Πάντων Χαρά», Χανιά, 19-20 Νοεμβρίου 2005.
  • (Αρχιμ. Εφραίμ Βατοπαιδινού, Καθηγουμένου Ι. Μ. Μ. Βατοπαιδίου. Αθωνικός Λόγος, Ι. Μ. Μ. Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2010, σ. 9-32).