Οι θέσεις της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας για την ευθανασία

4 Φεβρουαρίου 2021

Όσον αφορά το θέμα της ευθανασίας, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία – σε αντίθεση με την Ορθόδοξη – δεν εστιάζει στη συνέπεια της απώλειας της ζωής ενός ανθρώπου, αλλά στις δυσάρεστες συνέπειες που μπορεί να έχει η με κάθε τρόπο παράταση της ζωής ενός ασθενούς, τόσο για τον ίδιο (φριχτός πόνος, απελπισία κλπ.), όσο και για τους συγγενείς του (στεναχώρια, αγωνία, οικονομικό κόστος κλπ). Άλλη διαφορά με την Ορθοδοξία είναι ότι ο Ρωμαιοκαθολικισμός πιστεύει ότι ο θάνατος αφορά τον ασθενή και μόνο, ο οποίος είναι και ο μόνος αρμόδιος για να αποφασίσει αν επιθυμεί να παραταθεί η ζωή του ή όχι. Οι συγγενείς του και το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό δεν έχουν λόγο σ’ αυτό. (Grisez, 1978: 24).

Το 1980 το Βατικανό εξέδωσε ανακοίνωση, σύμφωνα με την οποία η «ευθανασία» είναι ενέργεια ή παράλειψη η οποία έχει σκοπό να προκαλέσει τον θάνατο ενός ασθενούς, προκειμένου αυτός να πάψει να υποφέρει από τους πόνους του. Η ευθανασία ορίζεται από την πρόθεση, αλλά και από τις μεθόδους, με τις οποίες επιτυγχάνεται. Η χορήγηση ή η παύση λήψης ενός φαρμάκου που θα επιφέρει το θάνατο με σκοπό να μειωθούν οι οδύνες δεν κατατάσσονται στις μεθόδους ευθανασίας, γιατί, σύμφωνα με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, η ευθανασία επιδιώκει τη διακοπή της ζωής, όχι τη μείωση του πόνου. (Sacred congregation for the doctrine of faith, ʺdeclaration on euthanasiaʺ, 2014).

Όσον αφορά τα φάρμακα, τίθεται το ερώτημα αν είναι νόμιμη η παροχή αναλγητικών που ενδέχεται να επισπεύσουν το θάνατο, να οδηγήσουν δηλαδή σε αυτό που χαρακτηρίζεται τυπολογικά ως έμμεση ή ακούσια ευθανασία. Ο πιστός μπορεί να αρνηθεί τα αναλγητικά μετέχοντας στο μαρτύριο του Χριστού, αλλά αυτό δεν είναι αποδεκτό από όλους. Ο πάπας Πίος ο ΧΙΙ δέχεται, βέβαια, ως νόμιμη την παροχή ισχυρών αναλγητικών, όπως ναρκωτικά, ακόμη και αν οδηγήσουν στην απώλεια συνείδησης ή επίσπευσης του θανάτου, όχι όμως σε κάθε περίπτωση, αλλά μόνο όταν δεν υπάρχει άλλη λύση ή δεν εμποδίζεται από θρησκευτικές ή ηθικές αξίες. (Ioannes Paulus PP II, 1995).

Η Καθολική Εκκλησία πιστεύει ότι η ευθανασία θεωρείται ένα ηθικό ζήτημα, το οποίο δεν μπορεί να υπόκειται στις δικαιοδοσίες της Πολιτείας, γιατί αυτές έχουν διαφορετικό σκοπό από τους ηθικούς κανόνες και η ηθική σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί κοσμική αρμοδιότητα. Η κρατική νομοθεσία πρέπει να περιορίζεται στη διασφάλιση του καλού των πολιτών και να μην εμπλέκεται σε ηθικά ζητήματα. Η θέση αυτή δηλώνει τη σαφή πρόθεση της Καθολικής Εκκλησίας να διαχωρίσει τις δικές της αρμοδιότητες από αυτές των κρατικών αρχών. (Sacred congregation for the doctrine of faith, ʺdeclaration on euthanasiaʺ, 2014).

Για να καταλάβουμε πόσο μεγάλη σημασία έχει η ανθρώπινη ζωή, αρκεί να σκεφτούμε ότι ο Υιός του Θεού ενσαρκώθηκε και έζησε κάποια χρόνια σαν άνθρωπος. Εφόσον, λοιπόν, ο ίδιος ο Θεός έδωσε τόσο μεγάλη σημασία στην ανθρώπινη ζωή, ο άνθρωπος δεν έχει το δικαίωμα να την αξιολογεί ως ανώφελη, ακόμη κι αν πρόκειται για τη δική του. (Ioannes Paulus PP II, 1995). Κανείς δεν επιτρέπεται να σφετερίζεται τη θεία εξουσία αφαιρώντας ζωή συνανθρώπου του, αλλά ούτε και τη δική του.

Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, ότι η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, αποδέχεται μεν την ευθανασία σαν έσχατη λύση, ωστόσο δεν τη θεωρεί σε καμιά περίπτωση ηθική πράξη. Αντίθετα, πιστεύει ότι η ευθανασία δηλητηριάζει την ανθρώπινη κοινωνία και δημιουργεί μεγαλύτερο κακό σε αυτούς που την ασκούν παρά σ’ εκείνους που τη δέχονται. Αυτή τη δυσάρεστη κατάσταση την αποδίδει μεταξύ άλλων στη βαθιά πολιτισμική κρίση, που οδήγησε στην αμφισβήτηση της γνώσης και της ηθικής και στην αδυναμία κατανόησης της ανθρώπινης προσωπικότητας και των ανθρώπινων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Επιπλέον, κατέστησε τον ανθρώπινο πόνο όχι σαν κάτι που αξίζει τη συμπόνοιά μας, αλλά σαν ένα κακό που πρέπει να εξαφανιστεί. Η μόνη λύση για να καταλάβουμε τη μεγάλη αξία της ανθρώπινης ζωής, είναι να την προσεγγίζουμε από τη θρησκευτική σκοπιά και τότε μόνο θα της αποδίδουμε την εκτίμηση και το σεβασμό που της αξίζει. (Ioannes Paulus PP II, 1995).

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ