Συνάντηση Ελληνισμού και Ιουδαϊσμού

18 Φεβρουαρίου 2021

Ο ελληνικός πολιτισμός την εποχή των ελληνιστικών χρόνων ήταν η δεσπόζουσα πρόταση ζωής η οποία διαπότιζε τα πάντα. Η δυναμική του ελληνικού πνεύματος, εκφρασμένη από την ελληνική γλώσσα που ήταν ο κυρίαρχος παράγων του συνδιαλέγεσθε, διαπερνούσε  κάθε  ηθική και πνευματική  έκφανση επηρεάζοντας την ανάλογα. Η Ελληνική αντίληψη  ζωής ήταν παρούσα  στα γράμματα, στις τέχνες, στη φιλοσοφία και στη θρησκεία κάθε λαού της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Την μεγαλύτερη επίδραση ασκούσε ο ελληνισμός στους  λαούς της Ανατολικής Μεσογείου. 

Ένας  σημαντικός λαός που ήταν σε κοινωνία με τον ελληνισμό  ήταν ο Ιουδαϊκός, ο οποίος ήλθε σε επαφή με το πνεύμα του από πολύ νωρίς (3ος αιώνας π.χ.).  (Ζηζιούλας,2008: 21-23) Οι αριστοκράτες και οι στρατιωτικοί  της Παλαιστίνης μιλούσαν την Ελληνική γλώσσα, αρχικά και σταδιακά η γνώση της ελληνικής πέρασε και στις κατώτερες τάξεις όπως  μαρτυρεί η ύπαρξη  των «ελληνιστών» στην πρώτη Χριστιανική κοινότητα (Πραξ.6,1). Από την ελληνική γλώσσα «δανείστηκαν» οι Ιουδαίοι για να εμπλουτίσουν την Ταλμουδική τους γραμματεία (2.500-3.000) λέξεις και την υιοθέτηση ελληνικών ονομάτων ακόμα και μετά την εξέγερση των Μακκαβαίων. Η ελληνική φιλοσοφία μεταφέρεται στους Ιουδαίους μέσω της  γλώσσας  η οποία τους επηρέασε  τόσο βαθιά  ώστε το 175 π.χ. ιδρύεται στα Ιεροσόλυμα από τον αρχιερέα Ιάσωνα γυμνάσιο οι μαθητές του οποίου επιδίδονταν στην μελέτη του Ομήρου. Η Ελληνική φιλοσοφία βρίσκεται στην μεγαλύτερη ακμή της σε όλη την Παλαιστίνη κατά την εξεταζόμενη εποχή. Μια τέτοια πνευματική κοσμογονία, όπως είναι φυσικό δεν άφησε ανεπηρέαστους τους Ιουδαίους. Το γεγονός ότι ο Rabban Gamaliel  είχε τον 1ο π.χ. αιώνα σχολή στην οποίας φοιτούσαν 500 μαθητές της ελληνικής σοφίας και 500 μελετητές  της τορά (torah), δηλώνει την δύναμη και την αίγλη της ελληνικής φιλοσοφίας. (Ζηζιούλας,2008: 21-23)

Η ελληνική τέχνη έδωσε το στίγμα της στον Ιουδαϊκό πολιτισμό. Εμφανής ήταν κατά τον Ιώσηππο η επίδραση της ελληνικής αρχιτεκτονικής τεχνοτροπίας στην ανοικοδόμηση  από τον Ηρώδη του ναού του Σολομώντα (Ναός του Ηρώδη)  στις  αυλές και στους  κίονες του Ναού. Η διείσδυση του ελληνικού τρόποί ζωής δεν άφησε ανεπηρέαστη την κοινωνική οργάνωση. Τα Ιεροσόλυμα διαμορφώθηκαν διοικητικά σύμφωνα με το πρότυπο  της ελληνικής «πόλης». Όλες οι ανωτέρω παντοειδείς πνευματικές και κοινωνικές  ζυμώσεις τάραξαν το Ιουδαϊκό κατεστημένο, διότι  μια μερίδα ανώτερης τάξης ελληνιστών Ιουδαίων  προκάλεσε επαναστατική κίνηση η οποία μπορεί να αποδοθεί με τον σύγχρονο όρο «ελληνικός διαφωτισμός». Το κίνημα ήταν αντίδραση στην ανελευθερία της παράδοσης και του Νόμου η οποία όπως υποστήριζαν εμπόδιζε την πνευματική και την οικονομική τους ανάπτυξη. Το κίνημα , τελικά, πέτυχε αν κρίνουμε από την  μεταρρύθμιση του Αντίοχου του Δ΄. Υπήρχε όμως και ο αντιδραστικός αντίλογος ο οποίος προκάλεσε τη γέννηση ενός   αθεράπευτου  ανθελληνικού  μίσος τα αποτελέσματα του οποίου  θα φανούν αργότερα. (Ζηζιούλας,2008: 21-23)

Στην Ιουδαϊκή γραμματεία υπάρχουν έργα τα οποία δείχνουν καθαρά την ελληνική επίδραση. Τέτοια έργα είναι κυρίως ιστορικά και ιστοριογραφικά. Ενδεικτικά μπορούμε να αναφέρουμε τα σωζόμενα αποσπάσματα ενός έργου το οποίο επιχειρεί να συνδυάσει την Βιβλική με την Ησιόδεια κοσμογονία. Η αναφορά σε αυτό  γίνεται από τον Ευσέβιο Καισαρείας (4ος μ.χ. αιω.) στην «Ευαγγελική Προπαρασκευή». Το αναφερόμενο έργο περιλαμβάνεται στην συλλογική εργασία του Αλέξανδρου Πολυΐστορος και είχε αποδοθεί εσφαλμένα όπως αποδείχθηκε στον  Ευπόλεμο, ένα εξελληνισμένο  Ιουδαίο (2ος π.χ. αιων).  Οι σύγχρονοι ερευνητές το αποδίδουν σε ανώνυμο Σαμαρείτη και προσδιορίζουν τη γραφή του  μεταξύ 200-167 π. χ. Στην ίδια συλλογή του  Αλέξανδρου Πολυΐστορος υπάρχουν σπαράγματα της «ιστορίας του Ευπολέμου». Σε αυτά τα διασωθέντα ιστορικά ψήγματα διαφαίνεται η τάση των ελληνιστών Ιουδαίων της ταύτισης του Θεού τους  («του Θεού ο οποίος ανύψωσε τον Σολομώντα σε βασιλιά») με τον Δία των Ελλήνων.  (Ζηζιούλας,2008: 22-23)

Η ελληνική επίδραση είναι φανερή και στην ανθελληνική Ιουδαϊκή λογοτεχνία. Στη  Σοφία του Ben Siva (Εκκλησιαστικός» ή ¨Σοφία Ιησού υιού Σιράχ») το πιο διαδεδομένο ανθελληνικό βιβλίο της εποχής εκείνης, οι αφορισμοί είναι δανεισμένοι από τον Αίσωπο, τον Θέογνη και τον Ευριπίδη. Τέλος το ελληνικό πνεύμα άλωσε και την ιουδαϊκή ερωτική λογοτεχνία (μυθιστόρημα). Στοιχεία ελληνικής ερωτικής εκφοράς συναντώνται  σε έργα όπως η Ιουδήθ και ο Τωβίτ τα οποία ενσωματώθηκαν τελικά  στα κανονικά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης. Η αφομοίωση του ελληνισμού από τους Ιουδαίους δημιούργησε  ένα δίγλωσσο (Ελληνική και Ιουδαϊκή)  πνευματικό υπόβαθρο  το οποίο θα παίξει σημαίνοντα ρόλο στην στερέωση διάδοση του πρώτου Χριστιανισμού. Το φαινόμενο της διγλωσσίας εγείρει προβληματισμούς του τύπου αν υπήρξαν στον κύκλο του Ιησού δίγλωσσοι μαθητές ή αν ο ίδιος ο Χριστός γνώριζε στοιχειώδη  ελληνικά (Απαραίτητη παραπομπή!). (Ζηζιούλας,2008: 24-25)

Η αναμφισβήτητη προέλευση του απόστολου Παύλου από ένα περιβάλλον με βαθιά ελληνική συνείδηση  έδωσε στον πρώτο Χριστιανισμό ιστορικής σημασίας γνώρισμα. Αυτά τα «Παύλεια» χαρακτηριστικά  του πρόσφεραν  την αρχική του ταυτότητα  με την οποία ξεχώρισε  από τον Ιουδαϊσμό αφ’ ενός και από τα άλλα κινήματα της εποχής, αφ’ ετέρου. Κορυφαίο γεγονός της ελληνικής πολιτιστικής διείσδυσης στα Ιουδαϊκά πράγματα είναι η μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης στα ελληνικά, η γνωστή σαν μετάφραση των εβδομήκοντα (Ο΄). Η λέξη «εβδομήκοντα» η οποίο προέρχεται  από κάποια παλιά παράδοση  περιέχεται στην επιστολή του «Αριστέα», η οποία χρονολογείται από τον 1ο αιώνα, π.χ. και αργότερα συμπεριλήφθηκε στη Βίβλο.  Από την εν λόγω επιστολή μαθαίνουμε  ότι ο βασιλιάς της Αιγύπτου  Πτολεμαίος ο Β΄ ο Φιλάδελφος (285-247) έδωσε εντολή σε 72 (Οβ’) δίγλωσσους Ιουδαίους  «πρεσβυτέρους», οι οποίοι αργότερα σε άλλη παράδοση έγιναν εβδομήκοντα, να μεταφράσουν στην ελληνική γλώσσα την Παλαιά Διαθήκη. Σε αυτό το στάδιο δεν  πρόκειται για  την μετάφραση όλων των βιβλίων, αλλά μόνο τα βιβλία της Πεντατεύχου και των λοιπών τα επόμενα χρόνια. (Ζηζιούλας,2008: 25- 26)

Οι μεταφραστές για να  αποφύγουν κάθε ελληνική παρείσφρηση  στην μετάφραση τους έμειναν αυστηρά πιστοί στο εβραϊκό κείμενο σε τέτοιο βαθμό ώστε να διατηρούν ακόμη και  τους «εβραϊσμούς» του. Απέφευγαν επίσης με σχολαστικότητα κάθε μυθική ή φιλοσοφική χρήση στη μετάφρασή  η οποία θα παρέπεμπε στην ελληνική σκέψη. Πιστεύεται από ορισμένους ερευνητές ότι η Παλαιά Διαθήκη με αυτή τη τακτική έμεινε αλώβητη από το ελληνικό πνεύμα. Η μετάφραση των Ο’ έγινε, σύμφωνα με την επίσημη εξήγηση, για πρακτικούς λόγους. ‘Έγινε για να γνωρίσουν την  Ιουδαϊκή θρησκεία οι ελληνιστές Ιουδαίοι της διασποράς οι οποίοι μιλούσαν μόνο ελληνικά. Αυτός ο λόγος δεν γίνεται δεκτός από άλλους  ερευνητές, οι οποίοι  υποστηρίζουν ότι η μετάφραση έγινε για να χρησιμοποιηθεί από τους εβραίους σαν  «Δούρειος ίππος» για να εισβάλουν στον ελληνισμό. Αλλά παρά την σχολαστικότητα τους οι μεταφραστές δεν απέφυγαν τον βασικό κανόνα της μετάφρασης. Ότι, δηλαδή, η πρωτότυπη  γλώσσα  δεν μένει ανεπηρέαστη από τη γλώσσα στην οποία μεταφράζεται. Διότι δεν υπάρχει πλήρης αντιστοιχία λέξεων και εννοιών μεταξύ τους. Τις τυχόν ελλείψεις η πρωτότυπή γλώσσα για να προσαρμοστεί στις ανάγκες της μετάφρασης τις  δανείζεται από τη μεταφραζόμενη.  Στη μετάφραση των Ο’ για παράδειγμα η μετάφραση των εβραϊκών  λέξεων  torah ως «νόμος» Emunah ως «πίστη» και  zadakah ως «δικαιοσύνη» προσέδωσε ελληνικές (πλατωνικές) αποχρώσεις σε αυτές τις έννοιες, αλλοιώνοντας σημαντικά την αρχική τους σημασία. (Ζηζιούλας,2008:26-27)

Μεγάλη επίδραση άσκησε η ελληνική σκέψη στην Ιουδαϊκή φιλοσοφία. Τη σημαντικότερη επιρροή της ελληνικής γραμματείας υπέστη ο εξελληνισμένος Ιουδαϊσμός της Αλεξάνδρειας διότι ήταν πλήρως ελληνικός. Ο Αριστόβουλος θεωρείται  ο πατέρας της Ιουδαϊκής ελληνιστικής φιλοσοφίας. Έγραψε τα έργα του  μεταξύ του (175-170 π.χ.) για να αποδείξει ότι η πίστη των Ιουδαίων είναι η πραγματική φιλοσοφία. Για να στηρίξει τον ισχυρισμό του κατέφυγε σε μια άποψη της εποχής η οποία ανήγαγε  την αυγή  της ελληνικής φιλοσοφίας σε Αιγυπτιακές και Φοινικικές αρχές. Με βάση αυτή τη δοξασία ο Αριστόβουλος ισχυρίζεται ότι η Ιουδαϊκή φιλοσοφία είναι αρχαιότερη της ελληνικής και κατά συνέπεια η μωσαϊκή  φιλοσοφία είναι ανώτερη από την Ελληνική. Τους δε Έλληνες φιλοσόφους τους  εξαρτά  από την Πεντάτευχο. Αυτή η θέση επικράτησε  και εισχώρησε στη σκέψη του Φίλωνα. Τη χρησιμοποιούσαν δε συχνά οι Έλληνες Εκκλησιαστικοί Πατέρες (Κλήμης Αλεξάνδρειας  κ. α.) στον αγώνα τους να ξεκόψουν τελείως από τους ειδωλολάτρες ‘Έλληνες (Εθνικούς). (Ζηζιούλας,2008: 28-)

 Ο Αριστόβουλος έθεσε τις βάσεις της αλληγορικής ερμηνεία των Γραφών με τον τρόπο με τον οποίος ερμήνευσε την Πεντάτευχο. Η αλληγορία βρήκε πρόσφορο έδαφος στην σκέψη του Φίλωνα και στην πατερική ερμηνευτική.   Ελληνικές φιλοσοφικές επιδράσεις εκτός από την προαναφερθείσα «επιστολή του Αριστέα» υπάρχουν στο Δ’ Μακκαβαίων , στον ιστορικό Αρτάπανο κ.α. Η επίδραση του Αιγυπτιακού ελληνισμού στην προχριστιανική Ιουδαϊκή γραμματεία είναι εμφανής σε ορισμένα βιβλία της Παλαιά Διαθήκης. Η ποιο σημαντική ελληνικότητα  σε βιβλίο την Παλαιάς Διαθήκης είναι  στο βιβλίο «Σοφία Σολομώντος» το οποίο γράφτηκε τον 1ο π.χ. αιώνα από ανώνυμο Αλεξανδρινό Ιουδαίο. Σε αυτό το βιβλίο υπάρχει μεγάλη εξοικείωση με την  ελληνική σκέψη και φιλοσοφία. Μια ένδειξη  αφομοίωσης της ελληνικής φιλοσοφίας είναι η προσωποποίηση της  «σοφίας» με την στωική έννοια του  «λόγου» για να αποτελέσει το ενδιάμεσο μεταξύ θεού και κόσμου. Στο ίδιο βιβλίο αναπτύσσεται η ιδέα περί αθανασίας της ψυχής πλατωνίζουσας βάσης. Πλατωνικές ιδέες περί ψυχής  βρίσκονται στο Α’ Βιβλίο του Ενώχ  και στα ιωβηλαία (περί το 150 π.χ.).(Ζηζιούλας,2008: 28- 31)

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ