Ζαχαρίας Παπαντωνίου (1877-1940)

23 Φεβρουαρίου 2021

Επιμέλεια: Ηρακλής Ψάλτης, φιλόλογος

Η θεματολογία των διηγημάτων του Ζ. Παπαντωνίου ήταν μεγάλη, τα επαρχιακά ήθη (Ολέθριος λοχαγός), η δημοσιοϋπαλληλική γραφειοκρατία (Ο κ. Τμηματάρχης έρχεται), τα βυζαντινά περιστατικά (Βυζαντινός όρθρος) και ο ασκητισμός.

Το διήγημα που ακολουθεί σχετίζεται με τον ασκητική ζωή στο «Περιβόλι της Παναγιάς», την εγκατάλειψη της οικογενειακής εστίας από νέους ανθρώπους και τις επιπτώσεις της απροσδόκητης αυτής φυγής στους γονείς τους. Στο διήγημα κατατίθενται και οι δύο απόψεις, οι «κοσμικές» και οι «πνευματικές». Η πιθανή απορία του αναγνώστη μας για το ποιες τελικά επικρατούν σε αυτήν τη διελκυστίνδα ζωής θα λυθεί μετά την ανάγνωση του ενδιαφέροντας διηγήματος που ακολουθεί.

(Συμπληροῦνται έφέτος [1967] ενενήκοντα έτη από τῆς γεννήσεως τοῦ Ζαχαρία Παπαντωνίου. Γεννηθείς είς Καρπενήσιον τῶ 1877, ήλθε νέος είς τήν πρωτεύουσαν πρός συμπλήρωσιν των σπουδῶν του καί εγκατεστάθη τελικῶς είς Αθήνας. Παρηκολούθησε κατ άρχάς Ιατρικήν, ενωρίς όμως έγκατέλειψε την επιστήμην ταύτην, ίνα έπιδοθῇ είς τήν ζωγραφικήν, τήν τεχνοκριτικήν, τήν λογοτεχνίαν, πεζογραφίαν καί ποίησιν, καί τήν δημοσιογραφίαν. Διωρίσθη νομάρχης, βραδύτερον διευθυντής τῆς Εθνικῆς Πινακοθήκης καί, τέλος, καθηγητής τῆς Ανωτάτης Σχολῆς Καλῶν Τεχνῶν. Τῷ 1932 τοῦ άπενεμήθη το Εθνικόν Άριστεῖον Γραμμάτων καί Τεχνῶν, τῷ δε 1938 εξελέγη μέλος τῆς Ακαδημίας Αθηνῶν.)

Η ΠΕΤΡΑ ΤΟΥ ΓΡΙΒΟΔΗΜΟΥ

– Πού πας, μωρέ Γριβόδημε; ’Άδικα πας, χαντακωμένε!

– Θά πάω! έλεγε μέ πείσμα ό Γριβόδημος. Τόταξα να πάω. Μιά φορά, θά γένη.

– Κλαρί πας νά βγάλης, καημένε, άπ’ τό μαύρο κούτσουρο;

– Όλα γένονται! Καί ξεκίνησε γιά τό Άγιον Όρος, πιστεύοντας πώς θά φέρη πίσω στον κόσμο τό γυιό του τον καλόγερο. Γιατί τάχα; Κι άλλοι πέταξαν τα ράσα τους. Μπορεί κι αυτός, ό άμυαλος, αν ένοιωσε τί άξίζουν τά είκοσιέξι χρόνια του, νά γυρεύη άφορμή νά τά πετάξη. Άς του δώση κάποιος αυτή τήν άφορμή.

Είχε δυό παιδιά ό Γριβόδημος, προκομμένα καί τά δυό. Κορίτσια δέν έκαμε, τή γυναίκα του τήν εχασε. Μολαταύτα κ’ οί τρεις τους έδούλευαν, τά χωράφια του καί τ’ άμπέλι του κάρπιζαν, καί τό τζάκι του έβγαζε καπνό. Ξαφνικά, ό μεγαλύτερος, ό πιό προκομμένος, χέρι γερό, τεχνίτης μέ τρεις τέχνες, καρεκλάς, σιδεράς, μαραγκός, καί κατά τήν άνάγκη ζευγάς κι άγωγιάτης, πέταξε τά έργαλεΐά του καί πήγε καί καλογέρεψε. Ό κόσμος έβούϊξε, ό Γριβόδημος θάνατο δέν είδε καί πεθαμένον είχε.

– Τά γράμματα μου τόν έφαγαν! συλλογιόταν ό γέρος, καθώς ταξίδευε γιά τό Όρος. Άν δέν ήξερε γράμματα, δέ θά διάβαζε τή Σύνοψι καί τά Μηναία! Άν δέν τά διάβαζε, θά γλύτωνα τό κακό!

Κ’ έπειτα γύριζε στήν άλλη σκέψι:

– Νάχε κανένα καημό;

Ό κόσμος, πού τά λέει όλα, τό είπε κι αυτό. Μά τί ξέρει ό κόσμος; Τό μόνο πού ξέρουμε σωστά είναι πώς στο σπίτι τού Γριβόδημου είχε ξεχαστή από χρόνια ένα παλιό Μηναίο τής έκκλησίας, καί συχνά ό γυιός του, πού είχε μανία μέ τά γράμματα, τό ξεφύλλιζε. Μά ήταν καί κάτι άλλο. Είχε ό πατέρας του έναν ξάδερφο ιερωμένο. Αυτός φαινόταν κάπου – κάπου στό χωριό μέ καινούργιο ράσο, μεγαλόπρεπη περπατησιά, έπισκοπικόν αέρα, κ’ έλεγεν άπ’ όξω τά λόγια τής Γραφής. Μιλούσε γιά τήν τιμωρία καί τήν άνταμοιβή τών ψυχών μέ άκρίβεια, σά νά είχε πολλές φορές περπατήσει μέσα στήν Παράδεισο καί νά γνώριζε τό κάθε της μονοπάτι. Άν, μαζί μέ τον ήχο πού άφιναν τά λόγια τού (ερωμένου καί τά κυματιστά του καί λαμπερά φαρδομάνικα, λογαριάσωμε τά κόκκινα κεφαλαία τού βιβλίου, πού είχε λησμονηθή στό σπίτι του Γριβόδημου, καί τ’ άνακατέψωμε αυτά στή φαντασία του νέου, μαζί με τις φτηνές βιογραφίες άγιων πού αγόραζε στό δρόμο — είν’ άρκετό για νά ρημάξη ένα σπίτι.

«Οταν ό πατέρας έφτασε στις Καρυές κι άκουσε τή θανατερή σιωπή τής άσκητικής αύτής πολιτείας, καί μέσα στούς δρόμους μέ τά νεκρά μαγαζιά πού πουλούν κομπολόγια δέν είδε ούτε σκύλο νά γυρίζη, ούτε μια κόττα νά τσιμπάη τή γῆ, κατάλαβε τή συφορά του. ’Ακόμα καλύτερα τήν ένοιωσε όταν, άπ’ τοῦ Καρακάλου καί πέρα, βυθίστηκε στις καστανιές, πού σκεπάζουν μέ τις πράσινες όμπρέλες τους τόν ουρανό, καί ταξίδευε προς τή Λαῦρα. Γι’ αύτές τις έρημιές άνάσταινε τό γυιό του! Γι’ αύτή τήν όρθή καί κοφτερή λεπίδα, τήν κορφή τού Αθωνα, τόν κούναγε ή μάννα του! Νά, τά γραμμένα! Κ’ ένω καμάρες κλειστές άπό θάμνους, δέντρα, βάτους, πνιγμένες πυκνές κι άνάκατες φυλλωσιές, τόν έπαιρναν στά βάθη τους, καί σκίζονταν πότε – πότε, φανερώνοντας για μιά στιγμή άπ’ τις τρύπες τους γκρεμούς φυτεμένους, συννεφιασμένες ράχες, άφροκοποῦσες θάλασσες, καί πάλι έκλειναν καί τόν κατάπιναν, ό γέρος ένοιωθε πώς ήταν μικρός για νά τά βάλη μέ τέτοια φοβέρα. Τότε γύριζε στό γυιό του τό μικρότερο, στό Γιωργάκη, πού τόν είχε φέρει μαζί του γιά βοήθεια, μαζί του για δόλωμα, καί τούλεγε:

– ’Ορέ Γιωργάκη! Θηλειά θά τού γένης, άκουσες; ’Εμένα τόν παλιόγερο μπορεί νά μέ παραπετάξη. Μά έσύ, ό άδερφός του, μπορείς νά τόν πάρης. Στό λαιμό νά τού κρεμαστής, όρέ! Πές του γιά τόν κόσμο, πές του γιά τή ντροπή. Μίλα του γι’ άμπέλια, γιά θημωνιές, γιά εύτυχία, μωρέ! Ρίχ’ του ό,τι μπορείς, εύκές, φοβέρες, παρακάλια, κατάρες!

Παρά λίγο νά γίνη αύτό πού έλεγε. Όταν έφτασαν τό βράδυ στή Λαύρα κι ό νέος καλόγερος είδε μπροστά του τό γέρο καί τό μικρό του άδερφό χωρίς νά τούς περιμένη, λύθηκαν γιά μια στιγμή τά γόνατά του καί λίγο έλειψε νά χυθή στό λαιμό τους καί νά κλάψη. Μά βλέποντας ό ίδιος πώς κινδύνευε νά προδώση τό ράσο, άρπάχτηκε μονομιάς άπ’ τό πείσμα του, έστησε τήν ύπαρξί του όρθή, κι άποφάσισε νά μή γλιστρήση. Δέν τούς έδιωξε. Μά δέν τούς έκαμε και περίφημη ύποδοχή. Λίγα λόγια. Κι όλο γιά ξένες έγνοιες. Τό βράδυ, πού ό πατέρας άνοιξε τό ταγάρι του καί πετάχτηκεν ένα κύμα μυρωδιές άπό ρόιδα, μήλα, μαντζουράνες, μικρά φιλέματα καί μεγάλα δολώματα, ό καλόγερος, νοιώθοντας πώς άνασαίνουν κοντά του γνώριμα περιβόλια κι άνοίγουν παλιά σεντούκια, άπλωσεν ένα χέρι άτσαλένιο κ’ έκλεισε τό ταγάρι, λέγοντας :

– Σέ κελλί δέ μπαίνουν αυτά, πατέρα! Θά τά πάρης πίσω, όπως τάφερες! Βλέποντας ό γέρος τόν έχθρό ταμπουρωμένο, έχασε τή σειρά τής ομιλίας, κι άντίς ν’ άρχίση άπό κεϊ πού λογάριαζε, έφτασεν άμέσως στό σκοπό.

«Ο,τι έκαμες, έκαμες, τού είπε. Είναι πολλά τα δάκρυα που χύσαμε για σένα. Σήκω τώρα νά πάμε πίσω… Ν’ άνοιξης σπίτι.

– Σπίτι; άπάντησεν ό καλόγερος.

– Είσαι εικοσιέξι χρόνων. Νά ξαναπιάσης τά έργαλεῖα, νά ζήσης σάν άνθρωπος καί νά παντρευτής.

— Νά κάμω κι άλλους ψεύτες, είπνε ό καλόγερος, κι άλλους άπατεώνες; Κι άλλους άσυνείδητους, κι άλλους φονιάδες, δυστυχισμένους;… Κι αύτοί πάλι νά γεννήσουν άλλους γιά τόν ίδιο σκοπό; Γιά νά κλέβουν κ’ εκείνοι, ν’ άπατουν, νά σκοτώνουν; Κι όπως βγάζομε άπ’ τή γή τις φακές, τά ρεβίθια καί τά λάχανα, έτσι νά φυτεύωμε άνθρώπους; Καί νά περιμένωμε τήν έσοδεία, πού λέγεται υποκρισία, δολιότητα, μίσος, άπάτη;… Κι άλλα σπαρτά άκόμα… Ματαιοδοξία, άνοησία, κοιλιοδουλία… Κι άλλα άκόμα… Άρρώστεια, τραυλίσματα, ποδάγρα, δεκανίκια… Καί γιά όλ’ αυτά θές νά προσπαθούμε καί νά λαχανιάζωμε; Καί νά βρίσκωμε τέχνες, γιά νά δυστυχούμε;… Νά ρίχνωμε γι’ αυτό γεφύρια στά ποτάμια καί πλοία στή θάλασσα; Καί λαός νά τρώγη τό λαό καί γυιός τόν πατέρα κι άδερφός τόν άδερφό;… Καί σακάτης νά γεννοβολά τό σακάτη, κακομούτρης τόν κακομούτρη, δόλιος τό δόλιο, χοίρος τό χοίρο; Γι’ αυτά νά γυρίσω πίσω;

Ό γέρος έχασε τό παιγνίδι. Μά ή έλπίδα του ήταν στήν έφοδο τού μικρότερου άδερφοῦ. Τήν άλλη μέρα τό πρωί, ό Γιωργάκης βρήκε τόν καλόγερο νά ξεκουράζεται στήν αυλή, μέ τήν πλάτη στον κορμό τού κυπαρισσιοῦ— καί, καθώς πλησίαζε νά τοῦ μιλήση, παράξενο! τού φάνταξεν ό καλόγερος στά μάτια σά νά μήν ήταν τοῦ κόσμου τούτου. Σά μαβιά, σά γαλάζια, σάν τριανταφυλλένια φώτα έπεφταν άπάνω στό ράσο του, στά μακρυά του χέρια, στά λιγοστά του γένεια, μαζί μέ τόν ήλιο πού στάλαζεν άπ’ τά κλαριά τού κυπαρισσιοῦ, καί φαινόταν λαμπροφωτισμένος άπό άστρο πού μόνο γι’ αυτόν έδιάβαινε στον ουρανό! Ήταν προμεσήμερο τού καλοκαιριού. Ή πλάσι έχει τέτοιες φαντασίες. «Εχει τις τρέλλες της καί τούς στοχασμούς της. Ποιός θά τή μάθη ποτέ; Ποιος θά τή διαβάση; Παίζοντας μέ τόν ήλιο καί μέ τό κλαρί, σ’ αύτή τήν ήσυχην ώρα, χρωματίζοντας τούς ήσκιους της, σκόρπιζε στις πλάκες άπάνω, στά κούτσουρα, στις πέτρες καί στά ράσα, υπερκόσμιους άνθούς, υποψίες παραδείσων, όνειρα δικαίων, πού κάποτε περνούν έδώ κάτου γιά νά σβήσουν έπειτ’ άπό μιά στιγμή, άφίνοντας θαμπωμένα τά μάτια πού τά είδαν καί τις ψυχές διψασμένες γιά τό άγνωστο καί τό άνείπωτο. Μέ τέτοιες φαντασίες ή δημιουργία ξεσηκώνει τις ψυχές τών άνθρώπων, έτσι πού νά μήν πιστεύουν σ’ αύτή τήν ίδια. Μέ φώτα έβύθιζε στήν όμορφιά τόν καλόγερο πού τή σκότωνε! Ό Γιωργάκης ήταν θαμπωμένος. Τού φάνηκε πώς δέν είναι ξυπνός… Μόνο σάν πλησίασε τόν άδερφό του, ήρθε στον έαυτό του.

Τά χρώματα είχαν φύγει. Ό καλό-γέρος άκουμποῦσε πάντα στο κυπαρίσσι. Ό Γιωργάκης άνοιξε τή γλῶσσά του καί τοῦ τά είπε, του τάρριξε όλα, μονομιάς, σά θηλειά. Τον ξόρκιζε νά μετανοιώση, νά γυρίση.

-“Άμυαλε άνθρωπε, του άπάντησεν ό καλόγερος, πού τό κεφάλι σου είναι κουρούπι γιά νά πίνουν νερό οί κόττες — κι όσο τά λόγια του ήταν μαλώματα, τόσο έβραζεν άπό μέσα τό κύμα τής άγάπης πού είχε γιά τόν αδερφό του, κ’ ένοιωθε πόσο δύσκολο θά ήταν τώρα πού τόν ξαναείδε νά τόν χωριστή —, ξεκουτιασμένε καί πετεινοκέφαλε, κούφιο καρύδι κι άδειανή τσότρα, γιατί μιλάς στον άέρα; Τούτες οί πλάκες είδαν πολλούς σάν εμένα. Σ’ έκεινα τά στασίδια πόνεσαν πολλά κόκκαλα. Κι αυτό έδώ τό κυπαρίσσι είναι χίλιω χρόνων. Σώπα! Μόνο κοίταξε αύτούς έκει μέ τά τρύπια σακκούλια, τά κουρέλια καί τά παλιοπάπουτσα, πού μπαίνουν στήν α ύ λ ή …— καί τοῦ έδειξε τούς έρημίτες, πού έφταναν άπ’ τήν έρημο τοῦ Άθω, γιά νά πάρουν άπ’ τό μοναστήρι λίγο ψωμί. Κοίταξέ τους. Πόσο είναι πιό δίκαιοι άπό μάς! Κρυμμένος σέ μιά τρύπα τῆς γῆς, καθένας τους δέχεται τή βροχή καί τό χιόνι κι άκούει τούς κεραυνούς. Στήν Ιδιοκτησία του δεν έχει τίποτ’ άλλο άπ’ τό ταγάρι του κι άπ’ τό κοπίδι πού μ’ αυτό εργάζεται τά ξυλένια χουλιάρια καί τά φυλαχτά του. Γιά συμφέροντα δέ μάχεται, δίκες δέν τού έκαμαν, ούτε έκαμε, μίση δεν τόν έδάγκασαν, σωπαίνει σ’ όλη του τή ζωή, λάδι δέν έγεύτηκε ποτέ, τά βραστά κουκκιά μέ τό ψωμί του είναι νοστιμώτερα άπό τά φαγητά πού εύφραίνονταν ό πλούσιος, όταν τόν παρακαλοῦσεν ό Λάζαρος γιά ένα ψίχουλο καί δέν τό έδινε… Τί έχεις νά πῆς γι’ αύτούς πού άρνήθηκαν τά πάντα; Γιατί έμεῖς έδώ, στά μεγάλα μοναστήρια, είμαστε άκόμα μιά κοινωνία καί βλέπομε τά κλαριά καί τή θάλασσα όλοι μαζί κ’ έχομε κατοικία καί τροφή καί μίση καί πάθη. Μά, έγνοια σου, μιά μέρα θά τραβήξω κ’ έγώ προς τήν έρημο, γιά νά γίνω δίκαιος. Μόνο έτοιμάσου νά γυρίσετε. Καί φρόντισε στό δρόμο ν’ άπελπίσης τόν πατέρα, γιά νά μήν πιστεύη άδικα πώς θάχω τήν τρέλλα νά γυρίσω. Καί νά ζήσετε άπό δω καί πέρα κ’ οί δυό σας ήσυχα, χωρίς έμένα. Θά σάς προβοδίσω ίσαμε τά μισά τού δρόμου.

Τούς προβόδισεν ώς τά μισά τού δρόμου.

Ό γέρος πήγαινε μέ τό μουλάρι του μπροστά, γιατί πάντα έλπιζε πώς ό Γιωργάκης, άν τού πῆ κι άλλα στό δρόμο, τήν τελευταία στιγμή, θά τόν λυγίση. Τά δύο άδέρφια έρχονταν πίσω. Μιλούσαν. Δέν τούς άκουγε κανένας. Ό άγωγιάτης ήταν ό μουγγός τοῦ μοναστηριοῦ. Καί καθώς ό γέρος, γυρνώντας τό κεφάλι πίσω, έβλεπε τό λυγερό κι άτσαλένιο κορμί τού καλόγερου, πού κυμάτιζε στά τινάγματα τού μουλαριού, χτυπούσε ή καρδιά του γιά τήν τελευταία στιγμή πού πλησίαζε. Θάρθή; Θά τόν χάση γιά πάντα; Καί, ξανακοιτάζοντας, είδε πώς ό Γιωργάκης είχε σωπάσει κι άκουγε τόν άδερφό του, πού, χωρίς διακοπή, κινώντας το χέρι σ’ άνατολή καί δύσι, τού μιλούσε, κυλώντας, καθώς φαίνεται, ένα ποτάμι άπό ίστορίες, ψαλμούς καί οράματα… Κι όταν έφτασαν κοντά στο άγριο μικρό λιμάνι, όπου ήταν ένας ταρσανάς καί μαδέρια σωριασμένα, κ’ ένα χρωματιστό καΐκι δεμένο στή μέση τό χόρευεν ἡ ταραγμένη θάλασσα, εκεί τά δυο άδέρφια σταμάτησαν. Καί, γυρίζοντας άξαφνα τά ζωά τους πίσω, τά χτύπησαν δυνατά καί τράβηξαν πάλι καί τά δυο με όρμή κι άπόφασι προς τό μοναστήρι. Γιά έλεος μόνο πρόφτασεν ό μεγαλύτερος νά φωνάξη στο γέρο :

– Έχε γειά, πατέρα! Τό Γιωργάκη άπό σήμερα τόνε λένε Γαβριήλ!

Καί χάθηκαν κ’ οί δυό άδερφοί καλόγεροι, ό περσινός κι ό σημερινός, κυνηγημένοι άπό τά κύματα τῆς ταραγμένης θάλασσας, πού, πηδώντας καί κυλώντας, άλογα θαρρεῖς μαστιγωμένα, δαιμόνια θυμωμένα, πνεύματα τρελλά πού παίζουν άνάμεσα Όρος, Θάσο καί Λήμνο, φύσηξαν τούς άφρούς τους καί πέσανε κοπάδι, με χορούς, φωνές, βοή καί χάχανα, κυνηγώντας τά νιάτα πού έφευγαν γιά νά θαφτοῦν στό κελλί.
………………………………………………………………………………………………………………..

Ό Γριβόδημος δεν πρόφτασεν ούτε νά φωνάξη, ούτε νά στενάξη. Πέτρωσε. Είναι αυτός ό βράχος εκεί πού τόν βλέπετε. Νά τό μουλάρι του, νά τό κεφάλι του κ’ οί πλάτες του, νά ή φουστανέλλα του, νά τό ταγάρι του μέ τά ρόϊδα πού φουσκώνει άκόμα.

’Ογδόντα χρόνια τώρα, ό βράχος τού Γριβόδημου κοιτάζει προς τή Λαύρα.