Αυτονομία και ετερονομία κατά τον Ιμανουέλ Καντ

30 Μαρτίου 2021

Αυτονομία

Ο Κάντ μέσα από την φιλοσοφία ζητά ένα ακλόνητο στήριγμα για να βασίσει και να ορίσει τον καθαρό ηθικό νόμο. Κύρια παράμετρος αυτής της αναζήτησης είναι ότι το ζητούμενο δεν πρέπει να βρίσκεται «ούτε στον ουρανό ούτε στη γη», επειδή ούτε η πρακτική εμπειρία αλλά ούτε και η θρησκευτική μπορούν να στηρίξουν ένα τέτοιο νόμο. Και οι δύο πραγματικότητες είναι ανίκανες επειδή, το κίνητρο των πρώτων είναι οι ευτελείς σκοποί ενώ η δεύτερη λειτουργεί σαν εξωτερικά επιβαλλόμενη επίβλεψη. Και οι δύο πραγματικότητες εκφράζουν ετερόνομες καταστάσεις και φυσικά αδυνατούν να εξυψώσουν τους νόμους τους, οποίους φτιάχνουν στο ιδεατό όριο. Ο Κάντ θεωρεί σαν βασικό χαρακτηριστικό της καθαρής ηθικής την ελευθερία της από κάθε καταναγκασμό, πάνω στην οποία βασίζεται η εκ των προτέρων ύπαρξη του χαρακτήρα της ηθικής. Η προΰπαρξη αυτής της ιδιότητας , η οποία είναι πρόδρομος της ηθικής αυτονομίας, αποδίδεται στη αγαθή βούληση στην οποία ανατέθηκε και ένα επιπλέον έργο, το νομοθετικό. Με εφόδιο την νομοθετική της ιδιότητα η βούληση θεσπίζει τον ηθικό νόμο για να υποταχθεί σε αυτόν και η ίδια και να τον υπηρετεί. Αυτή η ανθρώπινη πράξη είναι στην ουσία η αυτονομία του. Διότι ο ίδιος φτιάχνει τον ηθικό νόμο και ο ίδιος τον υπακούει. (Κόιος, 2004: 45 )

Ο ηθικός νόμος για να είναι καθαρός πρέπει να θεμελιώνεται μόνο πάνω στην αγαθή βούληση. Επομένως η πραγματικά αληθινή ηθική βρίσκεται στην αυτονομία. Στο σημείο αυτό πρέπει να γίνει μια διασαφήνιση, όταν λέμε αυτόνομη ηθική δεν εννοούμαι της αυθαίρετη ηθική, την ηθική του «κάνω ότι θέλω», δηλαδή. Το βασικό αξίωμα της ηθικής η κατηγορική προσταγή «πράττε σαν να έπρεπε ο γνώμονας της πράξης σου, το υποκειμενικό δηλαδή αξίωμα της βούλησής σου, να γίνει με τη θέληση σου καθολικός νόμος», την απαλλάσσει από κάθε αυθαιρεσία. Η κατηγορική προσταγή προτρέπει ότι πρέπει να γίνει μια πράξη, επειδή πρέπει και όχι να γίνει με σκοπό να αποκτηθεί κάτι άλλο δευτερεύον. Η ελευθερία είναι το κομβικό σημείο της καντιανής αυτονομίας. Στον Κάντ η ελευθερία νοείται δυαλιστικά με μία θετική και με μία αρνητική κατάσταση. Η αρνητική ελευθερία είναι αναγκαία επειδή με αυτή προστατεύεται η ανεξαρτησία της ανθρώπινης βούλησης. Η θετική ελευθερία αναπτύσσει την αυτονομία της βούλησης επειδή της επιτρέπει να χρησιμοποιήσει την δυνατότητα της να θεσπίζει ηθικούς νόμους. Ο άνθρωπος σαν έλλογο όν ανήκει στο βασίλειο των σκοπών, διότι τον οδηγεί εκεί η ελευθερία της βούλησης του. Για τον άνθρωπο ο οποίος ανήκει στην αισθητή πραγματικότητα , τίθεται θέμα αυτονομίας διότι η απόλυτη ελευθερία είναι αδύνατο να αποκτηθεί διότι υπόκειται στον περιορισμό της φύσης του. Ο Κάντ υπερβαίνει αυτό το φιλοσοφικό εμπόδιο θεωρώντας ότι ο άνθρωπος έχει την δυνατότητα να είναι αυτόνομος αν ανήκει στο κόσμο του νοητού και ταυτίζει με αυτόν και τον αισθητό κόσμο του. Συνεπώς ο άνθρωπος είναι αυτόνομος όταν θεωρεί τον εαυτό του μέλος του βασιλείου τον σκοπών. Και ετερόνομος όταν αντιλαμβάνεται ότι ανήκει στον κόσμο των αισθητών και παράλληλα νοιώθει υποταγμένος στον καθολικό ηθικό νόμο. (Κόιος, 2004: 45-47 )

Ετερονομία

Η ετερόνομη ηθική είναι για τον Κάντ «κίβδηλη» ηθική και κατά συνέπεια απορριπτέα. Δεν γίνεται αποδεκτή επειδή δεν αποτελεί αυτοσκοπό αλλά προβάλλεται σαν μέσο για την επίτευξη κάποιου ετερσκοπού . Η ετερονομία δεν έχει ηθική αξία. Διότι οι προσταγές της δεν είναι κατηγορικές δεν έχουν δηλαδή καθολική αξία αλλά μόνο σχετική. Επίσης, η ετερόνομη ηθική επιβάλλεται από εξωγενείς παράγοντες μακριά από την λογική και τη ελεύθερη βούληση του ανθρώπου. Αυτοί οι παράγοντες είναι είτε οι ορμές είτε οι εξωγενείς αυθεντίες. Οι αυθεντίες εμποδίζουν την ελευθερία της βούλησης. Ένας τέτοιος ανασταλτικός μηχανισμός είναι η θρησκεία, της οποίας οι αυθεντίες περιορίζουν την ελευθερία της βούλησης και την ορθή λειτουργία της λογικής. Αυτή η καταπίεση έχει αρνητικές επιπτώσεις και στο νομοθετικό έργο της βούλησης, επειδή παράγεται ανελεύθερη νομοθεσία. Η απόκτηση της ηθικής τελειότητας είναι ένας συνεχής εσωτερικός αγώνας μεταξύ της ανθρώπινης φύσης η οποία εκφράζεται με τις ορμές και με την ελευθερία της βούλησης. Ο άνθρωπος μπορεί να επιδιώξει την ηθική τελείωση του είτε μέσα από το φιλοσοφικό αίτημα της ηθικής τελειότητας ή μέσω της τέλειας ηθικής βούλησης. Μια τέτοια ηθική βούληση όμως δεν προσιδιάζει σε άνθρωπο λόγω της τρεπτότητας του αλλά σε Θεό, επειδή είναι ελεύθερη και καθαρή από κάθε ανθρώπινη αδυναμία. Μόνο ο Θεός έχει την τέλεια ελευθερία, και είναι τέλεια επειδή η δύναμη της ηθικής του βρίσκεται σε αρμονία με την θέληση του σαν μη επηρεαζόμενη από ανάγκες και περιορισμούς.

Στην καντιανή ηθική φιλοσοφία η καθαρή ηθικότητα προέρχεται από τη βούληση των έλλογων όντων τα οποία μέσα από αυτή μπορούν να πλησιάσουν την τελειότητα. Με αυτή τη θεωρία ο Κάντ διατηρεί την αυτονομία στην ηθική και υποτάσσει παράλληλα την θεϊκή αναζήτηση της ηθικότητας στην λογική και στην κριτική ικανότητα. Εξηγεί την θεϊκή υποταγή με τον ακόλουθο συλλογισμό. Εάν η θεϊκή τελειότητα προηγούνταν της ηθικής τελειότητας τότε υπήρχε ο κίνδυνος η πρώτη να καταλήξει σε μία φίλαρχη, φιλόδοξη και εκδικητική πραγματικότητα. Θα είχε αυτή τη πιθανή κατάληξη διότι δεν θα συγκρατιόταν από την ηθικότητα και θα δρούσε άναρχα. Η ηθικότητα, κατά συνέπεια, πρέπει να προηγείται όλων και να ελέγχει τη θεϊκή τελειότητα διότι κάθε επέμβαση του θεού μηδενίζει την ηθικότητα η οποία είναι αναγκαίο να παραμείνει αποκλειστικό επίτευγμα της λογικής του ανθρώπου. Η καντιανή εικόνα για τον Θεό είναι ένα κράμα μεταξύ του μεσαιωνικού φοβερού αυταρχικού και τιμωρού Θεού τον οποίο έπλασε η εκκλησία και της ενδόμυχής ανάγκης του ανθρώπου να είναι αυτόνομος. Από αυτές τις δύο πραγματικότητές οδηγείται ο Κάντ στο συμπέρασμα ότι η σύλληψη της οντότητας του Θεού είναι αποτέλεσμα λογικής αναγκαιότητας. Επομένως ο Θεός πρέπει να υποτάσσεται στις αρχές της ηθικότητας στις οποίες βασίζεται η τελειότητα. Αν δεν γίνει αυτό και μοναδικός κύριος της τελειότητας είναι ο ίδιος ο Θεός τότε χωρίς τον ηθικό φραγμό να τον ελέγχει ίσως αυθαιρετήσει. Σε αυτή τη θέση περί Θεού ο Κάντ είναι φανερό ότι καταφαίνεται κυρίως κατά των τριών μεγάλων εξ αποκαλύψεως θρησκειών τον Χριστιανισμό, τον Ιουδαϊσμό και το Ισλάμ, χωρίς να αποκλείονται και τα άλλα θρησκευτικά μορφώματα. Ο Καντ για να ευτελίσει την ηθική της ετερονομίας ανατρέπει την επικρατούσα μέχρι τότε οντολογική διαβάθμιση, ισχυριζόμενος ότι ο άνθρωπος δεν αυτονομείται μόνο ηθικά αλλά ολικά. Αυτή η πεποίθηση είναι η ύψιστη έκφραση της αυτονομίας, διότι σημαίνει ότι ο άνθρωπος όχι μόνο ελευθερώνεται (αυτονομείται) αλλά δημιουργεί με τη νόηση του τον Θεό του. Και παράλληλα σαν πλάστης τον υποτάσσει στη δική του θέληση για την ηθικότητα και την τελειότητα. Ο άνθρωπος διατηρεί την αυτονομία του δίνοντας την ύψιστη δυνατή αξία στο πρόσωπο του. Αυτή η νοητική παρέμβαση γίνεται για να μην απορροφηθεί ο ίδιος από το δημιούργημα του. Η ύπαρξη του νοητού Θεού δεν αποδεικνύεται από κανένα ανθρώπινο διανόημα ούτε, δηλαδή, μέσα από την οντολογία, ούτε μέσα από την κοσμολογία και τέλος ούτε από την φυσική θεολογία. Επειδή προέρχεται αποκλειστικά από τον καθαρό λόγο σαν απόλυτη αναγκαιότητα. (Κόιος, 2004: 49- 54)

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ