Αρχιμ. Αιμιλιανός: Καταστροφική και σωστική απομόνωση

5 Μαρτίου 2021

Αρχιμανδρίτης Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης (1934-2019). (Φωτογραφία Αγιορειτική Φωτοθήκη).

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Συνέχεια από εδώ: http://www.pemptousia.gr/?p=302443

Θυμηθείτε τον πρωτόπλαστο. Ήταν πλούσιος, είχε τα σύμπαντα δικά του. Του λέγει ο όφις: «Τι σου είπε ο Θεός; Να κάνεις έτσι και έτσι, να μη φας από το καρπό για να γίνεις θεός; Αν θες να γίνει θεός, αν θες να κατακτήσεις τον ορίζοντα, να φας από τον καρπό αυτόν».

Του δεικνύει έναν άλλο δρόμο. Αναγκάζεται τώρα η ψυχή να αναγνωρίσει ότι είναι πολύ πτωχή μπροστά στη σοφία ενός όφεως και τρώγει, για να γίνει πλουσία, για να γίνει θεός!

Εις την θέση αυτήν βρίσκεται τώρα και η δική μας ψυχή, μόλις έφαγε τον καρπό, μόλις κατάλαβε ότι έτρωγε τον καρπό. Θα πρέπει, λοιπόν, τώρα η ψυχή να επιστρέψει εις την προτέρα πτωχεία της. Δηλαδή εκεί που ενόμιζε ότι ήταν πτωχεία, να καταλάβει ότι η πτωχεία της ήταν η ομορφιά της, ήταν η θεότητά της, ήταν ο προθάλαμος για τον ουρανό.

Θα κάνει επιστροφική κίνηση. Ας το πω διαφορετικά: θα κάνει μίαν κυκλική κίνηση.
Τι σημαίνει κυκλική; Γιατί λέγω κυκλική; Μία κίνησις μπορεί να είναι ευθεία. Μία ευθεία όμως είναι μεν ταχυτέρα πάσης οδού, αλλά σε απομακρύνει. Μπορεί επίσης να είναι μία τεθλασμένη κίνησις. Μπορεί να είναι μία κυκλική, που σε φέρνει πάλι στον εαυτό σου. Σε κυκλώνει. Οπότε η κίνησις αυτή η κυκλική, αφ’ ενός μεν έχει την τάση της ψυχής προς τα έξω, αφ’ ετέρου όμως σε επαναφέρει πάλι σε σένα.

Επομένως, έχομε την κίνηση της επιστροφής, της απωθήσεώς μας, για να ξαναπάμε εκεί απ’ όπου είχαμε εκτιναχθεί, και γι’ αυτό είμεθα πάλι μέσα στον εαυτόν μας. Δεν ξεφεύγομε από τον εαυτόν μας. Όπως είναι η απώθησις, που λέγαμε προηγουμένως, όπως είναι υποκατάστασις όλα εκείνα τα μέσα που χρησιμοποιούμε, όπως είναι η ένδυσις δι’ άλλων πραγμάτων: της σοφίας, της δυνάμεως, της γνώσεως, των σχεδίων μας, της αρετής μας. Όλα αυτά είναι επικαλύμματα, είναι φυγή από τον εαυτόν μας.

Η κυκλικότης μάς κρατάει μέσα στο πλαίσιο του Θεού και ταυτόχρονα είμεθα πάλι μέσα στην δική μας την ζωή. Γι’ αυτό την ονόμασα επιστρεπτική, διότι μας επιστρέφει. Και κυκλική, διότι μένομε στον πραγματικό εαυτόν μας, μένομε στο δικό μας το είναι.

Αρχίζομε από εκεί που μας ενδιαφέρει. Η ψυχή μένει καθ’ εαυτήν. Μένει – προσέξτε – μόνη της, χωρίς τον Θεόν. Όταν κάνει κυκλική στροφή, έχεις την τάση να φύγεις προς τα έξω – φυγόκεντρος κίνησις -, από εκεί απ’ όπου είχες εκτιναχθεί. Τελικώς, όμως επειδή είσαι γερά δεμένος, παραμένεις εκεί πάλι , γύρω από τον εαυτόν σου.

Αυτό μας ενδιαφέρει: μακριά από τον Θεόν, να μείνω με τον εαυτόν μου, για να ιδώ την γύμνωσίν μου, την οποίαν, όπως λέγαμε, πρέπει να κατανοήσω προηγουμένως.

Αυτή τώρα η τάσις της επαναστροφής στον εαυτόν μου, αυτή η επιστρεπτική κίνησις, αυτή η κυκλική κίνησις, αυτή η πορεία της αναγνωρίσεως της γυμνότητός μου, ας το πούμε έτσι, μου δημιουργεί μίαν άλλη τάση: την τάση της φυγής. Δηλαδή όταν στέκομαι στον εαυτόν μου, θέλω να τον περιποιηθώ πλέον, να απασχοληθώ μαζί του. Πού απασχολείσαι καλύτερα, μέσα στον θόρυβο ή μέσα στην ησυχία; Όταν σε κοιτάζουν όλα τα μάτια ή όταν είσαι μόνος σου; Προφανώς μέσα στην απομόνωση.

Η ψυχή, λοιπόν, η οποία φθάνει στο στάδιο αυτό και επιθυμεί την επιστροφή δια μιας φυγής, έχει μίαν ισχυρά τάση προς την φυγή. Έχει μίαν ισχυρά έλξη από έναν άλλον πόλο.
Η φυγή αυτή μας πάει στο χαρακτηριστικό της ξενιτείας. Για να φύγω από εδώ μέσα, πρέπει να σας ξεχάσω, να γίνω ξένος από εσάς.

Οπότε το αίσθημα, η έλξις, η διάθεσις, η ροπή, η τάσις της φυγής μάς φέρνουν στην ανάγκη της ξενιτείας, διότι δεν γίνεται άνευ ξενιτείας, όπως αντιλαμβάνεσθε καμία φυγή. Η αίσθησις, η ανάγκη, η τάσις πάλι της ξενιτείας θα με οδηγήσει στην αίσθηση της μονώσεως. Της μονώσεως όχι της ψυχικής αλλά της πραγματικής, της πνευματικής. Διότι η ψυχική απομόνωσις είναι πλασματική απομονώσις.

Όταν είμαι στην ψυχική απομόνωση, λέγω ότι κανείς δεν με αγαπά, κανείς δεν με σκέπτεται, κανείς δεν με προσέχει κτλ. Είμαστε όλοι μαζί και εσύ σκέπτεσαι: «Είδες; Καθόλου δεν κοίταξε εμένα. Ενώ κοιτούσε συνεχώς τις άλλες». Ψυχική απομόνωσις. Είναι μία κατάστασις, είναι μία ψευτιά, είναι μία ψευδαίσθησις. Με ψευδαισθήσεις δεν μπορεί να τραφεί η ψυχή. Διότι η ψευτιά είναι πάλι μία απόκρυψις του πραγματικού μας εαυτού. Είναι ένα φύλλον συκής.

Η πραγματική απομόνωσις είναι η πνευματική, μόνος εγώ με μόνον τον Θεόν. Παύεις να έχεις για μένα εσύ σημασία. Μα δεν με ενδιαφέρει αν δεν με σκέπτεσαι, αν με αγαπάς. Δεν με ενδιαφέρει καν αν υπάρχεις πλάι μου εσύ. Με ενδιαφέρει μόνον ο εαυτός μου, όχι με την έννοια που λέγαμε στην αρχή, αλλά με την έννοια την πραγματική: για να ανακαλύψω την γυμνότητά μου.

Εγώ ενώπιον του Θεού. Εγώ και συ, Θεέ μου. Αλλά για να επιτύχω αυτήν την πραγματική απομόνωση, που είναι βασικό στοιχείο πνευματικής ζωής – δεν μπορώ να γίνω άγιος, άμα δεν γίνω μόνος, απομονωμένος -, πρέπει να κάνω μίαν φυγή, πρέπει να πετύχω την αποξένωση, όπως λέγαμε προηγουμένως, την ξενιτεία. Ο σκοπός μας είναι να γνωρίσω τον Θεόν και να μείνω μόνος μόνω τω Θεώ.

Αλλά αυτό δεν είναι κάτι το εύκολο, διότι έχομε μάθει να ζώμεν με αισθήσεις σωματικές και πρέπει τώρα να ζώμεν και να νοιώθωμε με αισθήσεις νοερές, πνευματικές. Αυτό για να γίνει, για να γίνει δηλαδή μία μετάνοια, μία ανακαίνισις, ένα ξανακαινούργωμα, μία πέρα για πέρα αλλαγή μέσα στην ψυχή μου, εγώ ο ίδιος να γίνω κάτι το άλλο, ένα καινόν πράγμα, πρέπει να νοιώσω τον Θεόν.

Όταν λέμε τώρα – προσέξτε – φυγή, είπαμε ότι η φυγή αυτή είναι κάτι το ουσιαστικό, δεν είναι κάτι το τοπικό. Αλλά ο άνθρωπος επειδή είναι αισθητός, έχει και την τάση της αισθητής φυγής, διότι νοιώθει ότι, όταν τον βλέπουν, όταν γίνεται θόρυβος, όταν είναι με άλλους, είναι πιο δύσκολο να νοιώσει μόνος.

Οπότε, αφού είναι αυτό πιο εύκολο στην απομόνωση την τοπική, μέσα στην ερημία, θα πει: «Διατί ουχί μάλλον αναχωρώ δια την ερημίαν και ησυχίαν; Διατί, λοιπόν, αφού είναι πιο εύκολο εκεί, να μην πάω εις την ησυχίαν;». Εντεύθεν η τάσις της μοναστικής ζωής, που έρχεται τόσο αυθόρμητα σε μίαν ψυχή, όταν σκεφθεί τον Θεόν.

 

Απόσπασμα από το βιβλίο του Αρχιμανδρίτη Αιμιλιανού, Καθηγουμένου Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας, «Κατηχήσεις και λόγοι 2 – Ζωή εν πνεύματι», εκδόσεις Ορμύλια 2003.