Η θυσία του Αθανασίου Διάκου

24 Μαρτίου 2021

 Ήταν Απρίλης του 1821. Η φωτιά του Μεγάλου Ξεσηκωμού απλωνόταν  από το τρίτο δεκαήμερο του Μάρτη, μέρα με τη μέρα, από το Μοριά, στη Ρούμελη και  σε άλλα μέρη.

Ο Ομέρ Βρυώνης με 8-10 χιλιάδες στρατό κινήθηκε από τα Γιάννενα προς την ανατολική νότια Ελλάδα, για να αποκαταστήσει τα πράγματα και τελικά να φτάσει στην Τριπολιτσά και να αποτρέψει την άλωσή της.

Για να τον ανακόψουν οι Δυοβουνιώτης, Πανουργιάς και Διάκος, με 1500 άντρες, έπιασαν ο πρώτος  το γεφύρι του ποταμού Δύρου, ο δεύτερος τη Χαλκομάτα και ο Διάκος στο μέσον, τη Δαμάστα, και τη γέφυρα του Σπερχειού Αλαμάνα.    Στις 22 Απρίλη ο εχθρός προσέβαλε τις θέσεις του Δυοβουνιώτη και Πανουργιά, που δεν άντεξαν την άνιση αναμέτρηση και αποσύρθηκαν από τις θέσεις τους και την επομένη τις θέσεις του Διάκου.

Ο Διάκος παρότι έμεινε μόνο με 18 παλληκάρια και είχε μέχρι την τελευταία ώρα τη δυνατότητα να αποχωρήσει από τη θέση με ασφάλεια, αποφάσισε να αναμετρηθεί μέχρι το τέλος.

Με ηρωισμό πολέμησε τον εχθρό μέχρι που το σπαθί του έσπασε και έπεσε ζωντανός στα χέρια των τυράννων.

Από εκείνη τη στιγμή αρχίζει το μαρτύριο του Μεγάλου Ανδρός του Γένους μας. Ο τύραννος επιχαίρει γιατί έχει αιχμάλωτο ένα μεγάλο ανάστημα των επαναστατημένων σκλάβων. Ακολουθείται η πεπατημένη οδός, δηλαδή ο ίδιος ο Ομέρ Βρυώνης  προτείνει στον αιχμάλωτό του, αλλαξοπιστία και σωτηρία.

«Γίνεσαι Τούρκος, διάκο μου, την πίστη σου ν΄αλλάξης;

Να προσκυνάς εις το τζαμί, την εκκλησιά ν΄αφήσης;».

Δεν είχε καταλάβει όμως με ποιον μιλούσε και σε ποιον έκανε αυτή την πρόταση.

Η απάντηση ήρθε αμέσως και ήταν αποστομωτική:

«Πάτε και σεις κ΄η πίστις σας μουρτάτες , να χαθήτε.

Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θελ΄αποθάνω».

Τον Διάκο τότε πήρανε και στο σουβλί τον βάλαν.

Ο Παπαρρηγόπουλος κάνει μια υπέροχη αναφορά στο πρόσωπο του Διάκου:  «…. Διεπράχθη εις Δαμάσταν και Αλαμάναν έργον το οποίον μάτην θέλομεν επιχειρήσει να περιγράψωμεν μετά την εξυμνήσασαν αυτό δημώδη ποίησιν..» και συνεχίζει: «…. Ο Διάκος ήτο νέος. Ήτο ωραίος. Επέτειλεν ως μετέωρον λαμπρόν εν τη αυγή της επαναστάσεως.. εν ακαρεί άφαντος γενόμενος κατέλιπεν όπισθεν αυτού την μνήμην μάρτυρος άμα και μαχητού, ώστε ανήκει εις την παράδοσιν άμα και την ιστορίαν και είναι του λαού μάλλον κτήμα ή της επιστήμης..».

Στο σημείο αυτό εύλογα αναρωτιέται κανείς. Σε τι διαφέρουν από το Διάκο τα αμέτρητα νέφη των μαρτύρων της Πίστης μας των πρώτων χριστιανικών αιώνων, που  τα φρικτά μαρτύρια δεν τους κλόνιζαν την πίστη ώστε ν΄ απαρνηθούν το Χριστό και να προσκυνήσουν τα είδωλα ή τους ειδωλολάτρες ηγεμόνες; Τα αμέτρητα αυτά πλήθη των αγίων μας με το αίμα της θυσίας τους εντάχθηκαν, άνευ ετέρου, στους αγίους μάρτυρες.

Ο Διάκος ακόμα και την εσχάτη ώρα αρνήθηκε να εγκαταλείψει τη θέση του. Όταν πιάστηκε ζωντανός και του έγινε πρόταση ν΄αλλάξει την πίστη του και να προσκυνήσει στο τζαμί για να σωθεί, απάντησε με θυμό, αποφασιστικότητα και καταφρόνια αρνητικά, μένοντας μέχρι θανάτου πιστός στο Χριστό. Ο τρόπος της θανάτωσης με το φρικτό  παλούκωμα δεν τον πτόησε. Ο χρόνος των βασανιστηρίων είχε διάρκεια και δεν κλονίστηκε να αλλάξει πλεύση, παρά το νεαρόν της ηλικίας του και την μαγεία της Άνοιξης, που ομόρφαινε γύρω την πλάση και καλούσε σε ζωή, (…όποιος πεθαίνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει!…).

Πιστός λοιπόν άχρι θανάτου στην Πίστη και την Πατρίδα.

Το παλούκωμα (ανασκολοπισμός), ήταν από τα φρικωδέστερα βασανιστήρια. Ήταν ο φόβος και ο τρόμος του λαού. Εχρησιμοποιείτο από τον τύραννο για παραδειγματισμό και καταστολή του Απελευθερωτικού Αγώνα. Παράλληλα για εξευτελισμό και διαπόμπευση του υποβαλλόμενου σε αυτό.

Στο Διάκο για την σθεναρή απάντησή του και για μεγαλύτερο διασυρμό εφάρμοσαν και ένα άλλο μαρτύριο, που δεν το χωράει νούς ανθρώπου. Καθώς λοιπόν ήταν στο σουβλί, άναψαν φωτιά και τον έψηναν, σαν να ήταν οβελίας!

Το αποτρόπαιο αυτό έγκλημα δεν είναι ευρύτερα γνωστό. Το αποκαλύπτει στα απομνημονεύματά του ο Κανέλλος Δεληγιάννης. Γράφει λοιπόν σχετικά: Τα Χριστούγεννα του 1822 ο Ομέρ Βρυώνης πολιορκεί το Μεσολόγγι. Το εγχείρημά του να αιφνιδιάσει τους πολιορκημένους τη νύχτα των Χριστουγέννων, αποτυγχάνει, χάρις στην σωτήρια πληροφορία του Γιάννη Γούναρη. Λύνει λοιπόν την πολιορκία  άδοξα και αποσύρεται.

Τις μέρες εκείνες στρατιώτες του Κανέλλου συλλαμβάνουν σε μια τάφρο έναν γιγαντόσωμο εχθρό, τον μπαϊρακτάρη του Ομέρ Βρυώνη. Ο Κανέλλος τον αλυσοδένει και τον ανακρίνει, εξετάζοντας και το ενδεχόμενο να τον πάρει μαζί του στα Λαγκάδια για να τον χρησιμοποιήσει στον Απελευθερωτικό Αγώνα.

Ο άνθρωπος αυτός ήταν εκείνος που έπιασε και παλούκωσε το Διάκο και τον έβαλε να τον ψήσει ως «óβελία». Ας ακούσουμε τον ίδιο τον Κανέλλο να περιγράφει  το περιστατικό αυτό:

«….τον δε άλλον γιουρούκ μπαϊρακτάρην του Ομέρ Βρυώνη, τον συνελάβομεν ζώντα, εισπηδήσαντα εντός των εδικών μου οχυρωμάτων…. Εκεί είδον αυτοί τον πελώριον εκείνον γίγαντα, τον μπαϊρακτάρην του Ομέρ πασιά, δεμένον τας χείρας….. και τον έστειλα εις την οικίαν του Χριστάκη Άρτης με σίδηρα εις τους πόδας και διέμενεν εκεί φυλασσόμενος από δύο στρατιώτας…..Αλλά προτού αναχωρήσωμεν (από το Μεσολόγγι), ομιλών μίαν ημέραν με τον γιουρούκ μπαϊρακτάρην εκείνον, όστις με εδιηγείτο όσα είχε πράξει εις τας διαφόρους εκστρατείας και μάχας, προς τον οποίον είχον υποσχεθεί πρότερον ότι εάν δεν γίνει η ανταλλαγή θα τον πάρω μαζί μου να τον έχω ωσάν τον Μουχαρέμην αρχισημαιοφόρον και ήτον ευχαριστημένος, τον είπον ότι έφυγε το τουρκικόν στρατόπεδον και απήλθεν εις την Άρταν και ότι ο Ομέρ πασιάς δεν εφρόντισεν διαυτόν κλπ. Τούτο ακούσας έγινε έξω φρενών φρυάττων κατά του Ομέρ Βρυώνη με ύβρεις και κατάρας δια την αγνωμοσύνην του και αφού μετ΄ολίγην ώραν εξεθύμανε , τον ηρώτησα διατί αδημονει τόσον, τότε μ΄εδιηγήθη τας εκδουλεύσεις τας οποίας έκαμε εις τον Ομέρ πασιάν, ότι του έσωσε πολλάκις την ζωήν με κίνδυνον της εδικής του και ότι ούτος συνέλαβε ζώντα τον περιβόητον εκείνον διάκον της Λεβαδείας και τον Ησ…Σόλων….. και τον διέταξε και τους έψησε ζώντας, ωσάν αρνία και έλαβον θάνατον οδυνηρόν από αυτόν. Τον ηρώτησα και εκ δευτέρου αν τω όντι τους έψησεν και είπε μεθ΄όρκου ότι αυτός τους έψησεν ιδίαις χερσί.

Τότε οργισθείς και καταντήσας έξω φρενών διέταξα τους στρατιώτας (με λύπην μου το γράφω) και του έδωκαν τον πλέον τραγικόν και σκληρότατον θάνατον και την αυτήν στιγμήν ανεχώρησα δια την πατρίδα μου».

Με τα δεδομένα αυτά, που επιγραμματικά διατυπώνονται, φρονούμε ότι επέστη ο χρόνος να προχωρήσει χωρίς καθυστέρηση η αποκατάσταση της αδικίας και να γίνει κατά το τρέχον εορταστικό έτος των 200 ετών από την Παλιγγενεσία μας, η αγιοκατάταξη του Αθανασίου Διάκου. Επί τέλους να παραμεριστούν μεμψίμοιροι και αναιμικοί ισχυρισμοί και πενιχρές αντιρρήσεις και να επικρατήσει το ορθό και δίκαιο, που θα έχει θερμή απήχηση στο φιλάγιο και φιλόπατρη λαό μας.