Ωδή ακροτελεύτιος στον αγαθό λευίτη του Πολυγύρου, Αρχιμ. Ιωακείμ Μπιτούνη (1938-†2021)

13 Μαρτίου 2021

Το ξημέρωμα της 6ης Μαρτίου 2021, μια εμβληματική πνευματική μορφή του Πολυγύρου, αλλά και πέραν των ορίων αυτού, μετέστη ἀπό τῶν λυπηροτέρων, ἐπί τά χρηστότερα καί θυμηδέστερα, όπου ἀνάπαυσις καί χαρά, κατά τον απόστολο Παύλο.

Ο Αρχιμανδρίτης π. Ιωακείμ Μπιτούνης, ο αγαπημένος »πάτερ Ιωακείμ» των Πολυγυρινών, σκόρπισε, άθελά του, για πρώτη και μοναδική φορά, αυτός που ήταν πάντοτε πηγή χαράς και ιλαρότητας, θλίψη και πόνο στις ψυχές των ανθρώπων που τον γνώρισαν,  τον αγάπησαν, τον εμπιστεύτηκαν και προσέτρεχαν στο πετραχήλι του για να αφήσουν το δάκρυ και τον στεναγμό τους, και να λάβουν δύναμη, παρηγορία, στηριγμό και πνευματική καθοδήγηση από τον καλοκάγαθο πνευματικό πατέρα. Αυτή είναι η εντύπωση και η εικόνα που αποκόμιζε όποιος γνώριζε τον πατέρα Ιωακείμ: Ἴδε ἀληθῶς ᾿Ισραηλίτης, ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστι (Iω. Α΄, 44-52).

Γεννήθηκε στη Ζάτουνα της ορεινής Αρκαδίας το 1938, γόνος ευσεβούς πολύτεκνης οικογένειας. Τα παιδικά του χρόνια, στη σκιά των πελώριων βουνών της γενέτειράς του, ανάμεσα στο θρόισμα των μύθων και των θρύλων που αντηχούσαν ακόμη στα φαράγγια και στις πλαγιές, όπου ο μικρός Αντώνιος έμαθε να τρέχει και να σκαρφαλώνει, αετόπουλο κι αυτός στα βήματα και τα χνάρια των γιγάντων της νεώτερης ιστορίας μας, που διέτρεχαν και περιδιάβαιναν στα ίδια μέρη δυο αιώνες νωρίτερα. Τόπος καταγωγής του αγίου Γρηγορίου E’ (1746-1821), του Παλαιών Πατρών Γερμανού (1771-1826), πολλών Φιλικών και αγωνιστών, η ευρύτερη περιοχή της ορεινής Αρκαδίας διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο κατά την Επανάσταση του 1821 ως κέντρο εφοδιασμού των αγωνιστών και έμεινε γνωστή ως η «μπαρουταποθήκη» του Aγώνα. Αυτές οι θρυλικές μορφές, οι συντοπίτες και όμαιμοί του ήρωες του Γένους, εντυπώνονται βαθειά στην παιδική ψυχή του. Πάντοτε θα αναφέρεται σ’εκείνους με σεβασμό και τιμή στις όμορφες διηγήσεις του.

Παιδί της κατοχής, μάρτυς και θύμα ο ίδιος και η πολυμελής οικογένειά του της φρικτής εκείνης δοκιμασίας των Ελλήνων, αλλά και του αδελφικού σπαραγμού που ακολούθησε, αναγκάστηκε από νωρίς να εγκαταλείψει την πατρογονική εστία στην αγαπημένη του Ζάτουνα και να μετοικίσουν οικογενειακώς στην Αθήνα.

Εκεί ο νεαρός Αντώνιος ανδρώθηκε, συνδεόμενος με τις πνευματικές προσωπικότητες και τα θεολογικά κινήματα που σημάδεψαν την μετακατοχική Ελλάδα, σε μια προσπάθεια επιστροφής στις ρίζες του ελληνορθόδοξου πολιτισμού, της ρωμαίικης παράδοσης και της πνευματικής αναγέννησης από τις στάχτες που άφησαν οι σκληρές δοκιμασίες των πολέμων και της δυστυχίας που ακολούθησε. Αναφερόταν πάντοτε με βαθειά εκτίμηση και σεβασμό στις πνευματικές κινήσεις που δρούσαν τότε στην μεταπολεμική Αθήνα, στις ομιλίες του Παναγιώτη Τρεμπέλα που με ενθουσιασμό παρακολουθούσε, και στην ωφέλεια που αποκόμισε από τη σχέση του με χριστιανικές κινήσεις και ομάδες που συνέβαλαν στην πνευματική του ωρίμανση.

Ολοκληρώνοντας την εγκύκλια μόρφωσή του, εγγράφεται στη Ριζάρειο Σχολή, σπουδαίο πνευματικό ίδρυμα της εποχής, με τα βήματα του Αγίου Νεκταρίου να αντηχούν ακόμη στους διαδρόμους της, και την πνευματική παρακαταθήκη του ως Σχολάρχου και προστάτου της να παραμένει ζωηρή. Μετά την αποφοίτησή του, η γνωριμία του με τον μακαριστό Μητροπολίτη Κασσανδρείας κυρό Συνέσιο, θα καθορίσει την μετέπειτα πορεία και διακονία του στην Εκκλησία και στον λαό του Θεού.

Χειροτονήθηκε από εκείνον διάκονος και πρεσβύτερος. Ο μακαριστός Επίσκοπος, εκτιμώντας τα ψυχικά χαρίσματα και τις ικανότητες του νεαρού Ιωακείμ, τον διορίζει Πρωτοσύγκελό του, θέση στην οποία παρέμεινε επί πολλά έτη, αποχωρώντας κατ’ανάγκην μετά από το πρώτο σοβαρό ατύχημα που είχε με το πόδι του και το οποίο τον καθήλωσε επί μακρόν στο κρεβάτι.

Ως Πρωτοσύγγελος διεκρίνετο για το πνεύμα καταλλαγής και συμβιβασμού των διεστώτων, οποτεδήποτε προέκυπτε πρόβλημα διοικητικής ή πνευματικής φύσεως. Μαθητεύοντας πλησίον του μεγάλου εκείνου και σοφού Ιεράρχου, του Κασσανδρείας Συνεσίου, πολλά έμαθε και ωφελήθηκε, κατά δική του ομολογία, επάνω στην τέχνη των τεχνών και επιστήμη των επιστημών, την ποιμαντική. Προέκρινε πάντοτε το πνεύμα, όχι το γράμμα του νόμου, εφαρμόζοντας πιστά το του Κυρίου λόγιον, το Σάββατον δια τον άνθρωπον, ουχ ο άνθρωπος δια το Σάββατον.

Ποτέ δεν επέτρεψε στην σκληρή και άχαρη φύση των διοικητικών ευθυνών και καθηκόντων του να επισκιάσουν την ποιμαντική και πατρική του στοργή και μέριμνα, ούτε αλλοίωσαν στο ελάχιστο την παιδική απλότητα και χάρη που ακτινοβολούσε στη συναναστροφή του με τους ανθρώπους που περνούσαν από τα γραφεία της Μητροπόλεως. Υποδεχόταν τους πάντες με το πλατύ εκείνο χαμόγελο που φώτιζε τα εκφραστικά μάτια του και όλο το πρόσωπό του, καταδεκτικός και πρόθυμος να εξυπηρετήσει, χωρίς να υποκύπτει σε στείρες εθιμοτυπίες και δήθεν συμπεριφορές απόμακρου μεγαλοκαθωσπρεπισμού, ασυμβίβαστες με το πράον και γλυκύ του χαρακτήρος του αλλά και τα πρότυπα συμπεριφοράς που έβλεπε στο πρόσωπο του Ιεράρχου τον οποίο πιστά διακονούσε.

Υπήρξε λειτουργός άριστος, σοβαρός, λιτός, απλός και ιεροπρεπής στις κινήσεις του, σιωπών πάντοτε στο ιερό κατά την ώρα των ακολουθιών, με πολύ σεβασμό και προσοχή ακροώμενος τα γράμματα της ημέρας και το μέλος που εψάλετο. Γλυκύτατος ψάλτης και εγκρατής της βυζαντινής μουσικής, κοσμούσε το ψαλτήρι αποδίδοντας εμμελέστατα τα ψάλματα των καθημερινών ακολουθιών με την ωραία καθαρή φωνή του, ενώ υπέροχες ήταν οι αναγνώσεις από άμβωνος των ευαγγελικών αναγνωσμάτων, με το ηχόχρωμα της ιεροπρεπούς και εκφραστικής φωνής του να αποδίδει εξαιρετικά τα νοήματα και τα διδάγματα του θείου λόγου. Με την ίδια αυτήν στεντόρεια και εκφραστική φωνή είχε αναγνώσει με κάθε μεγαλοπρέπεια που άρμοζε στην ιερή στιγμή, στο Ιερό Κοινόβιο του Ευαγγελιστού Ιωάννου της Σουρωτής, την Πατριαρχική Πράξη αγιοκατατάξεως του ιερού Αρσενίου του Καππαδόκου στις Δέλτους των εορταζομένων αγίων της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Η ιερατική του παράσταση ήταν πάντοτε ιεροπρεπής, λιτή, ανεπιτήδευτη, απαλλαγμένη από περιττές και σκανδαλώδεις πολυτέλειες ή επιδεικτικούς κομπασμούς. Τα λειτουργικά άμφιά του ήταν απλούστατα, συνήθως άμφια από το βεστιάριο του Μητροπολιτικού ναού του αγίου Νικολάου, όπου και υπηρέτησε. Ο επιστήθιος σταυρός που φορούσε πάντοτε ήταν ο ίδιος, τίποτε ιδιαίτερο και τίποτε εξεζητημένο. Κατά δε τις επίσημες λειτουργίες, συνήθιζε να φοράει με καμάρι τα επιμάνικα και την ζώνη του Μητροπολίτου Κασσανδρείας Ειρηναίου, τα οποία του είχε χαρίσει ο μακαριστός Συνέσιος. Αυτή ήταν άλλωστε η μόνη πολυτέλεια, τρόπον τινά, που επέτρεπε στον εαυτό του για την ιερατική του αμφίεση ως λειτουργού. Αλησμόνητες θα μείνουν οι βραδυνές ακολουθίες της Μεγάλης Πέμπτης στον άγιο Νικόλαο Πολυγύρου, όταν έσβηναν τα φώτα του Ναού και έβγαινε ο πατήρ Ιωακείμ, ως άλλος Κυρηναίος, από την βόρεια πύλη του Βήματος, βαστάζοντας τον Τίμιο Σταυρό και ψάλλοντας με τόση κατάνυξη και μελαγχολική γλυκύτητα το τροπάριο, ‘’Σήμερον κρεμάται επί Ξύλου ο εν ύδασι την γην κρεμάσας…’’

Το μικρό και ταπεινό κελάκι του, ένα δωμάτιο 2×2, χωρούσε ολόκληρη την περιουσία του: μια βιβλιοθήκη με παλιά βιβλία θεολογικά, ιστορικά, λογοτεχνικά, πολλές κασέτες με βυζαντινή μουσική και τα προσωπικά του είδη. Πάντοτε ανοιχτό και φιλόξενο για κάθε επισκέπτη ή προσκυνητή, δεχόταν τις εξομολογήσεις και τα προβλήματα των ανθρώπων, παρηγορούσε, νουθετούσε, στήριζε, θεράπευε. Κανείς δεν έφευγε απογοητευμένος ή λυπημένος από το κελί εκείνο. Η θλίψη, οι μέριμνες και τα κάθε είδους προβλήματα έμεναν εκεί, και ο επισκέπτης έφευγε ελαφρύς, χαρούμενος, ενισχυμένος.

Απαράμιλλη υπήρξε η αοργησία, η πραότητα και η ηρεμία του μακαριστού πατρός. Ποτέ, κανείς δεν τον θυμάται θυμωμένο, κατηφή, άκεφο, συννεφιασμένο. Πάντοτε το βλέμμα του ήταν ιλαρό, η ματιά του ευφρόσυνη και γελαστή, ο καλός λόγος στα χείλη του έτοιμος για τον καθένα. Ποτέ ο τόνος της φωνής του δεν ήταν αυστηρός, ποτέ δεν αποπήρε ούτε κακοκάρδισε κανέναν. Απευθυνόταν σε όλους με προσήνεια, γλυκύτητα και σεβασμό.

Παροιμιώδης ήταν η άρνησή του να σχολιάζει ή να κατακρίνει ή έστω να κρίνει τους ανθρώπους. Αυτή υπήρξε κατά κοινή ομολογία μια από τις μεγαλύτερες αρετές του πατρός Ιωακείμ, με την οποία δίδασκε και παραδειγμάτιζε πολλούς. Όσες φορές του ζητήθηκε να εκφέρει γνώμη ή κρίση ή να διαχωρίσει τη θέση του για κάποιο πρόσωπο, όσο προφανής κι αν ήταν η ενοχή του συγκεκριμένου προσώπου και οι ενοχοποιητικές σε βάρος του αποδείξεις συντριπτικές και αδιαμφισβήτητες, ο πατήρ Ιωακείμ θα σιωπούσε, ήρεμα και αποφασιστικά, και εάν οι επίμονες οχλήσεις συνεχίζονταν, τότε το μόνο που θα έλεγε ήταν: ‘’Ουδέν σχόλιον’’, και εκεί τελείωνε η κουβέντα.

Η σχέση του με τα παιδιά όλων των ηλικιών, από βρέφη και νήπια μέχρι εφήβους και νεαρά άτομα κάθε κοινωνικής προέλευσης και μορφωτικού επιπέδου, ήταν εγκάρδια και ειλικρινής. Ο τρόπος του να πλησιάζει τα παιδιά, να κερδίζει την εμπιστοσύνη τους και να τα σαγηνεύει με απίθανες διηγήσεις και ιστορίες, πραγματικές ή φανταστικές, υπήρξε μοναδικός. Ο πατήρ Ιωακείμ ήταν ο αγαπημένος ‘’παππούλης’’ τους, που ήξερε να ανοίγει την αγκαλιά και την καρδιά του και να τα δέχεται με στοργή και αγάπη, όσο ζωηρά ή δύστροπα κι αν ήταν. Μαζί του και για κείνον ήταν τα καλά του παιδιά. Άλλωστε η θητεία του στο μαθητικό Οικοτροφείο της Μητροπόλεως Κασσανδρείας, έργο εμπνευσμένο του μακαριστού Συνεσίου, το οποίο λειτούργησε επί τρεις σχεδόν δεκαετίες και γαλούχησε γενιές παιδιών από τα χωριά της επαρχίας Κασσανδρείας, υπήρξε το άλλο σημαντικό τεκμήριο της ποιμαντικής διακονίας του πατρός Ιωακείμ ως παιδαγωγού εις Χριστόν της νεολαίας της Χαλκιδικής.

Τα τελευταία χρόνια η υγεία του είχε επιβαρυνθεί, πολλά προβλήματα τον ταλαιπωρούσαν και δεν του επέτρεπαν πλέον να λειτουργεί. Ωστόσο παρέμενε στη διάθεση των πνευματικών του παιδιών ως εξομολόγος και πνευματικός πατήρ, η πόρτα του κελιού του ήταν πάντοτε ανοιχτή σε όποιον είχε ανάγκη να τον δει, το τηλέφωνό του ήταν πάντα διαθέσιμο για τους εγγύς και τους μακράν. Μέχρι πρόσφατα εκκλησιαζόταν κάθε Κυριακή και μεγάλη γιορτή, και κοινωνούσε των Αχράντων Μυστηρίων, παρά τις σοβαρές κινητικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε, ενώ ήταν συγκινητικό να τον βλέπει κανείς κάθε βράδυ, στην ακολουθία του Αποδείπνου, που επί πολλά έτη ανελλιπώς τελείται στον μικρό ναό της αγίας Μαγδαληνής, να βγαίνει υποβασταζόμενος από το πλησιόχωρο κελάκι του, στηριζόμενος στην μεταλλική περπατούρα του, με πολύ κόπο βηματίζοντας αργά, για να πάει στο ναύδριο και να τελέσει ή να παρακολουθήσει το Απόδειπνο. Ανδρείο και ακατάβλητο το φρόνημά του μέχρι τέλους, τύπος και υπογραμμός κληρικού ανυποχώρητου από τις επάλξεις του ιερού καθήκοντος και της ευθύνης που ανέλαβε έναντι Θεού και ανθρώπων.

Και νυν, τέρπου, χόρευε και αγάλλου, πολυσέβαστε και πολυαγαπητέ πάτερ Ιωακείμ, στην χαρά του Κυρίου σου, Τον οποίο πιστά και θυσιαστικά υπηρέτησες εκ νεότητός σου, ως καλός οικονόμος των Μυστηρίων Του. Ο μισθός σου πολύς εν τοις ουρανοίς.  Η μνήμη σου θα μείνει ανεξίτηλη στην δεύτερη πατρίδα σου, τον Πολύγυρο και την Χαλκιδική. Τα δε πνευματικά σου τέκνα, απορφανισμένα του φιλόστοργου πατέρα των, θα εύχονται υπέρ μακαρίας μνήμης και αιωνίου αναπαύσεώς σου εις χώραν ζώντων, όπου ζωή ατελεύτητος και ήχος αναστάσιμος και εόρτιος. Καλήν Ανάσταση, αγαθέ λευίτα και φιλόστοργε πάτερ Ιωακείμ.