Στρατηγός Μακρυγιάννης, «τζιβαϊρικός» και «πολυτίμητος» θησαυρός Απομνημονευμάτων
13 Μαρτίου 2021Ο Ιωάννης Τριανταφύλλου, γνωστός ως Ιωάννης Μακρυγιάννης γεννήθηκε το 1797 στον Αβορίτη του Κροκυλείου Δωρίδας. Το Μακρυγιάννης προήλθε από παρατσούκλι. Ο πατέρας του Δημήτριος, φονεύτηκε υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες σε συμπλοκή με Τούρκους όταν ο Μακρυγιάννης ήταν ενός έτους. Οι λόγοι της δολοφονίας του είναι άγνωστοι.
Σε ηλικία τεσσάρων ετών μετά από επιδρομή των Τούρκων, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το χωριό του μαζί με τη μητέρα του, Βασιλική και τα αδέρφια του και να εγκατασταθεί στη Λιβαδειά. Το 1811 οικογένειά του τον έστειλε στη Φωκίδα στην υπηρεσία του συγγενή τους Παναγιώτη Λιδωρίκη, που ήταν χωροφύλακας στη Δεσφίνα και έπειτα στον αδερφό του Θανάση Λιδωρίκη στην Άρτα. Εκεί από το 1817 άρχισε να ασχολείται με το εμπόριο.
Το 1820, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Από την Άρτα έφυγε στις 13 Μαρτίου 1821 και με ενδιάμεσο σταθμό το Μεσολόγγι, έφτασε στην Πάτρα με σκοπό να πραγματοποιήσει εμπορικό ταξίδι αλλά κυρίως να πληροφορηθεί την όλη κατάσταση για λογαριασμό των Φιλικών της Άρτας. Στην Πάτρα έγινε αντιληπτός και κινδύνεψε να συλληφθεί. Επέστρεψε στην Άρτα αλλά οι Τούρκοι τον φυλάκισαν και τον βασάνισαν, δένοντας του σίδερα στα πόδια για 70 ημέρες για να τους μαρτυρήσει πού έκρυβε το βιός του. Ο Μακρυγιάννης απελευθερώθηκε με τη βοήθεια του Ισμαήλ μπέη από την Κόνιτσα, Αλβανού αξιωματούχου και εξαδέλφου του Αλή πασά.
Τον Αύγουστο του 1821, σε συνεργασία με το ένοπλο σώμα του Γώγου Μπακόλα, πήρε μέρος στη Μάχη του Σταυρού στα Τζουμέρκα, στη νικηφόρα μάχη του Πέτα (11 Σεπτεμβρίου 1821), όπου τραυματίσθηκε ελαφρά στο πόδι και στην πολιορκία της Άρτας (Νοέμβριος 1821). Πολέμησε με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο στην κατάληψη της Αθήνας, ενώ με την απελευθέρωση της πόλης, του προσφέρθηκε το αξίωμα του πολιτάρχη, δηλα δή δημάρχου. Το 1823 συνεργαζόμενος με τον Νικηταρά, συμμετείχε σε μία σειρά επιτυχημένων στρατιωτικών επιχειρήσεων στη Στερεά Ελλάδα, σε μάχη εναντίον του Ιμπραήμ και του Κιουταχή. Μέσα στο 1825, νυμφεύτηκε την Αικατερίνη Σκουζέ, με την οποία απέκτησε 12 παιδιά. Εν συνεχεία, η κυβέρνηση Κουντουριώτη τον έκανε αντιστράτηγο για τις υπηρεσίες που είχε προσφέρει.
Τον Απρίλιο του 1828 ο Μακρυγιάννης διορίστηκε από την κυβέρνηση Καποδίστρια στρατιωτικός διοικητής της Πελοποννήσου. Εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στο Άργος, όπου έμεινε από το 1829 έως το 1832, όταν λόγω του εμφυλίου μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια μετακόμισε στο Ναύπλιο. Ο Μακρυγιάννης, επηρεασμένος από την όλη αντιπολιτευτική φημολογία – ότι ο Κυβερνήτης είχε συμβιβαστεί με την προοπτική περιορισμού του νέου κράτους στην Πελοπόννησο – ήλθε σταδιακά σε ρήξη με τον Καποδίστρια. Τον Μάιο του 1830 αντικαταστάθηκε από τον Νικηταρά, στη θέση του αρχηγού της εκτελεστικής δύναμης. Τελικά του απονεμήθηκε ο βαθμός του χιλίαρχου και ορίστηκε μέλος του στρατιωτικού δικαστηρίου στο Άργος.
Την εποχή του Όθωνα, έδειξε θερμό ενδιαφέρον για τους αγωνιστές του 1821 και υποστήριξε τα δίκαιά τους. Μάλιστα ο Όθωνας θα προσφερθεί να βαφτίσει το τέταρτο παιδί του -που πήρε το όνομα Όθωνας- δείχνοντας την βασιλική του εύνοια. Διορίστηκε ταγματάρχης στα τέλη Μαρτίου του 1833, όμως οι βασιλικοί τον κατηγόρησαν για συνωμοσία και τον φυλάκισαν. Στις αρχές του 1840 συμμετείχε στις κινήσεις για την απελευθέρωση της Μακεδονίας και της Κρήτης. Τα επόμενα χρόνια εντάσσεται στις συνωμοτικές κινήσεις των αντιφρονούντων. Κατηγορούμενος για προετοιμασία κινήματος στην Αθήνα, τίθεται υπό στενή παρακολούθηση από τις Αρχές. Στις δημοτικές εκλογές του Μαΐου 1841 εκλέγεται δημοτικός σύμβουλος. Αργότερα, συμμετέχει ενεργά στην Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843.
Στα 1852 φημολογείται πως ο Μακρυγιάννης συνωμοτεί σε βάρος του Όθωνα και το 1853 καταδικάστηκε σε θάνατο από το στρατοδικείο, ενώ η ποινή του μετατράπηκε σε φυλάκιση και τέλος αποφυλακίστηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 1854, με εντολή του Δημητρίου Καλλέργη. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του είχε καταληφθεί από βαθιά θρησκευτικότητα και προσευχόταν συνεχώς σε μία σπηλιά κοντά στη γειτονιά του που είχε μετατρέψει σε ερημητήριο. Στις 17 Οκτωβρίου 1862 η προσωρινή κυβέρνηση τον αποκατέστησε στο βαθμό του υποστρατήγου και στις 20 Απριλίου 1864 προβιβάστηκε σε αντιστράτηγο. Πέθανε σε ηλικία 67 ετών, στις 27 Απριλίου του 1864, στην Αθήνα.
Απομνημονεύματα
Στις 26 Φεβρουαρίου 1829, στο Άργος, άρχισε να γράφει τα «Απομνημονεύματα» του «για να μην τρέχω εις τους καφενέδες και σε άλλα τοιούτα που δεν τα συνηθώ». Αν και εντελώς αγράμματος, μας κληροδότησε ένα έργο μεγάλης πνοής και αυθεντικότητας, το οποίο ο Κωστής Παλαμάς χαρακτήρισε «ασύγκριτο στο είδος του, αριστούργημα του αγράμματου, μα γερού και αυτόνομου μυαλού», ενώ ο Γιώργος Σεφέρης τον αναδεικνύει ως έναν από τους κορυφαίους νεοέλληνες πεζογράφος. Τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη είναι ένα είδος προφορικής αυτοβιογραφίας. Σε αυτά αποτυπώνει τις σκέψεις για τη δράση του, ενώ το έργο του είναι ένα από τα πρώτα δείγματα του είδους στη νεοελληνική λογοτεχνία.
Ενδεικτική βιβλιογραφία :
Κωνσταντάρας Κ., Τα πρόσωπα του 1821, 2021
Μακρυγιάννης Ι., Στρατηγού Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα, τ. Α’, Β’ Γ’, 2011
Μακρυγιάννης Ι., Οράματα και Θάματα, 2002
Παπαρρηγόπουλος Κ., Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ΣΤ’ τόμος, σ. 186, 195