«Οι δε τελώναι και αι πόρναι προάγουσιν υμάς εις την βασιλείαν του Θεού»!

27 Απριλίου 2021

«Οι δε τελώναι και αι πόρναι προάγουσιν υμάς εις την βασιλείαν του Θεού»
(Ματθ. 21, 31)

Σκέφτομαι αυτό το ανατρεπτικό για την τρέχουσα λογική και την στερεότυπη κοινωνική ηθική γεγονός, αυτό τον λόγο του Κυρίου, ένα λόγο δωρεάς και χάριτος και ελπίδος, που έρχεται να υπονομεύσει τον καθωσπρεπισμό μας και την κακία μας, και την αδιέξοδη δικανική και νομική πρόσληψη από μέρους μας της κρίσεως του Θεού και της δυνατότητος σωτηρίας μας. Κι ακόμη την αγάπη του Θεού, που μας ακολουθεί, κατά τον λόγο του Ψαλμωδού:

«Το έλεός σου, Κύριε, καταδιώξει με πάσας τας ημέρας της ζωής μου». (Ψαλμός κβ΄, στ. 6).

Αυτό το παράδοξον της σωτηρίας, σκέφτομαι. Το σκάνδαλον της σωτηρίας πάντων ημών των εκπεπτωκότων και παγιδευμένων στα πάθη και στη ματαιότητα του κόσμου τούτου, έτσι όπως αδυνατούμε να αγαπήσουμε τον Κύριο και να αγαπήσουμε και τον αδελφό μας.

Και σκέφτομαι, ακόμη, πως, τελευτούσης σχεδόν της Σαρακοστής, η Ορθόδοξος εκκλησία μας εορτάζει τη μνήμη της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας. Και πως ο Ματθαίος ο τελώνης γίνεται εις εκ των τεσσάρων Ευαγγελιστών. Εις πείσμα της στερεότυπης κοινωνικής προκατάληψης. Και της βουλητικής αυτοκατάφασης του Φαρισαίου. Και στέκομαι στο Μηνολόγιον της Μεγάλης Τετάρτης:

«Τη αγία και Μεγάλη Τετάρτη, της αλειψάσης τον Κύριον μύρω πόρνης γυναικός μνείαν ποιείσθαι οι θεότατοι πατέρες εθέσπισαν, ότι προ του σωτηρίου πάθους μικρόν τούτο γέγονε».

Και σκέφτομαι, ακόμα, σε σχέση με το «μύρον» και το άλλο περιστατικό του Ευαγγελίου, με την Μαρία αυτή τη φορά, την αδελφήν του τετραημένου Λαζάρου, που άλλοτε «την αγαθήν μερίδα εξελέξατο, ήτις ουκ αφαιρεθήσεται απ’ αυτής» (Λουκ. 10, 41-42), όταν η Μάρθα, η αδελφή της, εμεριμνούσε και ετυρβάζετο περί πολλά, αγνοώντας εκείνο το ένα, «ου εστίν χρεία». Ένα περισταστικό, που συμβαίνει προ της θριαμβευτικής Εισόδου του Κυρίου εις Ιεροσόλυμα, και που το ακούμε στο Ευαγγέλιο της Κυριακής των Βαΐων, και το καταγράφει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης. (ιβ’ 1-8):

«Προ εξ ημερών του πάσχα ήλθεν ο Ιησούς εις Βηθανίαν, όπου ην Λάζαρος ο τεθνηκώς, ον ήγειρεν εκ νεκρών. εποίησαν ουν αυτώ δείπνον εκεί, και η Μάρθα διηκόνει· ο δε Λάζαρος εις ην των ανακειμένων συν αυτώ. Η ουν Μαρία, λαβούσα λίτραν μύρου νάρδου πιστικής πολυτίμου, ήλειψε τους πόδας του Ιησού και εξέμαξε ταις θριξίν αυτής τους πόδας αυτού· η δε οικία επληρώθη εκ της οσμής του μύρου. λέγει ουν εις εκ των μαθητών αυτού, Ιούδας Σίμωνος Ισκαριώτης, ο μέλλων αυτόν παραδιδόναι· διατί τούτο το μύρον ουκ επράθη τριακοσίων δηναρίων και εδόθη πτωχοίς; είπε δε τούτο ουχ ότι περί των πτωχών έμελεν αυτώ, αλλ’ ότι κλέπτης ην, και το γλωσσόκομον είχε και τα βαλλόμενα εβάσταζεν. είπεν ουν ο Ιησούς· άφες αυτήν, εις την ημέραν του ενταφιασμού μου τετήρηκεν αυτό. Τους πτωχούς γαρ πάντοτε έχετε μεθ’ εαυτών, εμέ δε ου πάντοτε έχετε…».

Και σκέφτομαι αυτή την κένωση, το απόλυτο δόσιμο αγάπης στον Κύριο. Γιατί χωρίς αυτά σωτηρία δεν υπάρχει. Αλλά κι εκείνο τον σπαρακτικό λόγο του Κυρίου, ως κατακλείδα: «άφες αυτήν, εις την ημέραν του ενταφιασμού μου τετήρηκεν αυτό. Τους πτωχούς γαρ πάντοτε έχετε μεθ’ εαυτών, εμέ δε ου πάντοτε έχετε…»

Έτσι, λοιπόν, και στον «Οίκο» του Όρθρου της Μεγάλης Τετάρτης ακούμε:

«Η πρώην άσωτος Γυνή, εξαίφνης σώφρων ώφθη, μισήσασα τα έργα, της αισχράς αμαρτίας, και ηδονάς του σώματος, διενθυμουμένη την αισχύνην την πολλήν, και κρίσιν της κολάσεως, ην υποστώσι πόρνοι και άσωτοι, ων περ πρώτος πέλω, και πτοούμαι, αλλ’ εμμένω τη φαύλη συνηθεία ο άφρων, η Πόρνη δε γυνή, και πτοηθείσα, και σπουδάσασα ταχύ, ήλθε βοώσα προς τον Λυτρωτήν· Φιλάνθρωπε και οικτίρμον, εκ του βορβόρου των έργων μου ρύσαί με».

Και στέκομαι στο συνακόλουθο μνημείο ποιητικού λόγου, στο Ποίημα Κασσιανής Μοναχής. Σ’ εκείνο το εξαίρετο Δοξαστικόν των αποστίχων του Όρθρου της Μεγάλης Τετάρτης, σε Ήχο πλ. δ’, που ψάλλουμε κατανυκτικώς και «μεγαλοπρεπώς», και κάποτε «θριαμβευτικώς», το βράδυ της Μεγάλης Τρίτης:

«Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις, περιπεσούσα γυνή,
την σην αισθομένη Θεότητα, μυροφόρου αναλαβούσα τάξιν,
οδυρομένη μύρα σοι, πρό του ενταφιασμού κομίζει.
Οίμοι! λέγουσα, ότι νυξ μοι υπάρχει, οίστρος ακολασίας,
ζοφώδης τε και ασέληνος, έρως της αμαρτίας.
Δέξαι μου τας πηγάς των δακρύων,
ο νεφέλαις διεξάγων, της θαλάσσης το ύδωρ·
κάμφθητί μοι, προς τους στεναγμούς της καρδίας,
ο κλίνας τους ουρανούς, τη αφάτω σου κενώσει·
καταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας,
αποσμήξω τούτους δε πάλιν, τοις της κεφαλής μου βοστρύχοις·
ων εν τω Παραδείσω, Εύα το δειλινόν,
κρότον τοις ωσίν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη.
Αμαρτιών μου τα πλήθη, και κριμάτων σου αβύσσους,
τις εξιχνιάσει, ψυχοσώστα Σωτήρ μου;
Μη με την σην δούλην παρίδης, ο αμέτρητον έχων το έλεος».

Και σε Νεοελληνική απόδοση«υπό Φωτίου Κόντογλου Κυδωνιέως»:

«Κύριε, η γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες,
σαν ένοιωσε τη θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα
και σε ἄλειψε με μυρουδικά πρίν από τον ενταφιασμό σου
κι έλεγε οδυρόμενη: αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου νύχτα θολή
και δίχως φεγγάρι, η μανία της ασωτείας κι ο έρωτας της αμαρτίας.
Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων,
ἐσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας.
Λύγισε στ᾿ αναστενάγματα της καρδιάς μου,
εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γης.
Θα καταφιλήσω τα άχραντα ποδάρια σου,
και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου·
αυτά τα ποδάρια, που σαν η Εύα κατά το δειλινό,
τ᾿ άκουσε να περπατούνε, από το φόβο της κρύφτηκε.
Των αμαρτιών μου τα πλήθη και των κριμάτων σου την άβυσσο,
ποιος μπορεί να τα εξιχνιάση, ψυχοσώστη Σωτήρα μου;
Μην καταφρονέσης τη δούλη σου, εσύ που έχεις τ᾿ αμέτρητο έλεος».

Δεν ξέρω, τι να σχολιάσω από αυτή την ποιητική μεγαλοσύνη. Εκείνες τις εικόνες της μεταμέλειας και της συγγνώμης: «Δέξαι μου τας πηγάς των δακρύων», «κάμφθητί μοι, προς τους στεναγμούς της καρδίας», το «Αμαρτιών μου τα πλήθη, και κριμάτων σου αβύσσους, τις εξιχνιάσει, ψυχοσώστα Σωτήρ μου;» ή την εικόνα εκείνη του Δημιουργού Θεού, όπως την βρίσκουμε και στον «Προοιμιακό Ψαλμό», (Ψαλμός, 103), αυτή την συγκλονιστική εικόνα του Θεού και του κόσμου; «Ο νεφέλαις διεξάγων, της θαλάσσης το ύδωρ·» «ο κλίνας τους ουρανούς, τη αφάτω σου κενώσει·»;

Αλλά είναι κι εκείνη η συγκλονιστική έξοδος, με την εικόνα του παραδείσου και την Ευα, που πάει να χαθεί από προσώπου του Θεού:

«ων (δηλ, των ποδών του Θεού) εν τω Παραδείσω, Εύα το δειλινόν,
κρότον τοις ωσίν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη».

Να η εσπέρα και το δειλινόν και το τέλος της ημέρας, κι εκείνο το «αρκετόν τη ημέρα η κακία αυτής».

Και σκέφτομαι ακόμα εκείνο τον επιλύχνιο ύμνο, το «Φως ιλαρόν» και εκείνο το «ελθόντες επί την ηλίου Δύσιν, ιδόντες φως εσπερινόν υμνούμεν Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα Θεόν».

Να, η μεγαλοσύνη της Βυζαντινής υμνογραφίας και του Έλληνος λόγου!

Να, η συνέχεια και η μαγεία του Βυζαντίου και ο λόγος ο μυστικός της ποιήσεως.

Και η μεγαλοσύνη της εκκλησίας.

Και η σωτηρία μας. Διά του αμετρήτου μόνον ελέους του Σωτήρος Χριστού.

 

Νίκου Ορφανίδη, «Πορεία προς την Ζωηφόρον Ανάστασιν, Δώδεκα κείμενα για την Αγία και Μεγάλη Εβδομάδα και την Ανάσταση του Κυρίου».