Η ουμανιστική ηθική και η ηθική αυτονομία κατά τον Έριχ Φρομ

5 Απριλίου 2021

Ο Φρομ συνδέει άρρηκτα τη ηθική με την ανθρωπολογία . Πιστεύει ότι με τη μελέτη της φύσης του ανθρώπου  ανακαλύπτουμε από τη στάση του στη ζωή τους όρους με τους οποίους πρέπει να ζει. Αυτοί οι όροι μπορούν να χαρακτηριστούν σαν « τέχνη ζωής». Όταν αυτή η τέχνη γίνει αντικείμενο της επιστήμης έχουμε την γέννηση της ηθικής. Ο Κάντ θέτει την ηθική  στη σφαίρα  της υπερβατικότητας ορίζοντας την σαν καθήκον και σαν εκ των προτέρων αξιώμα. Αντίθετα ο Φρόμ την κρατά   στη γη και την κάνει προσιτή στον άνθρωπο, επειδή, θεωρεί ότι η ηθική συνάδει με την ανθρώπινη φύση και μπορεί να τον  οδηγήσει στην επίτευξη του  σκοπού του. Η ηθική την οποία εισηγείται ο Φρόμ στα πλαίσια του προοδευτικού ουμανισμού είναι η «ουμανιστική ηθική» και είναι αυτόνομη. Η αυτονομία της  αναβάθμισε βασικές ανθρώπινες αξίες η εγκυρότητα των οποίων βασίζεται στην λογική. Ο Φρόμ εξαρτώντας απόλυτα την ηθική  από την ανθρωπογνωσία, θεωρεί  ότι η γνώση του καλού ή του κακού εξαρτάται αποκλειστικά από τη γνώση της ουσίας του ανθρώπου, ιδωμένου σαν ενιαίο σύνολο. Η ουμανιστική ηθική αυτονομία διαθέτει δύο καθοριστικές αρχές οι οποίες την κάνουν διακριτή  από το αντίθετο της  την ετερόνομη ηθική. Η πρώτη είναι η θέση ότι μόνο ο άνθρωπος μπορεί να καθορίζει τα ηθικολογικά δεδομένα της αρετής και της αμαρτίας και όχι κάποια εξωγενής  εξουσία. Η δεύτερη είναι το αξίωμα το οποίο θεωρεί καλό  οτιδήποτε είναι καλό για τον άνθρωπο. Είναι φανερό ότι η ουμανιστική ηθική είναι ανθρωποκεντρική. Ο ουμανιστικός ανθρωποκεντρισμός δε θέτει τον άνθρωπο στο κέντρο του κόσμου, αλλά θεωρεί ότι οι κρίσεις και οι αντιλήψεις του έχουν επίκεντρο τον ίδιο τον άνθρωπο και υφίστανται μόνο σε σχέση με την ύπαρξη  του. Με αυτόν τον ορισμό  ο άνθρωπος είναι μέτρο των πάντων  με την έννοια ότι τίποτα δεν είναι υπέρτατο από την ανθρώπινη οντότητα.(Κόιος, 2004:64-67)

Η ηθική αυτονομία σύμφωνα με τον Φρομ

Η ηθική αυτονομία είναι κατά τον Φρόμ συνυφασμένη με τη γνώση του Θεού, του Θεού των Ιουδαίων στην προκειμένη περίπτωση. Οι επιταγές του Θεού, όπως αποδίδονται από την θρησκεία αποτελούν ένα σύστημα ηθικών αξιών. Ο Φρόμ δεν θεωρεί ότι όλες οι ενέργειες του Θεού είναι ικανές να οδηγήσουν τον άνθρωπο στην ελευθερία του αλλά μόνο οι ενάρετες τις οποίες όταν μιμηθεί γίνεται ομοιώνεται προς το Θεό. Ο άνθρωπος θα ελευθερωθεί μόνο όταν στους κόλπους του Θεού είναι ενάρετος και όχι όταν είναι ολοκληρωτικά υποταγμένος σε μια αυταρχική αυθεντία. Διότι η αυταρχική ηθική την οποία επιβάλλει η αυθεντία συνεπάγεται ετερόνομη ηθική και κατά συνέπεια τη δημιουργία ετερόνομης συνείδησης. Για την ουμανιστική συνείδηση καλό είναι οτιδήποτε προάγει τη ανάπτυξη της ζωής και κακό τα πράγματα τα οποία την εμποδίζουν. Η αυτόνομη ουμανιστική συνείδηση είναι η εσωτερική φωνή του εαυτού μας η οποία αντιδρά όταν αποκλίνουμε από τον σκοπό μας, από το να γίνουμε, δηλαδή, αυτό που έχουμε την δύναμη, τη δυνατότητα να γίνουμε. Η συνειδησιακή αντίδραση γίνεται για να μας επαναφέρει στον εαυτό μας. Η εσωτερική φωνή γίνεται εσωτερικευμένη εξουσία από την στιγμή που επιβάλλεται στον εαυτό μας. Παρόλα αυτά ο άνθρωπος του οποίου η αυτονομία στη συνείδηση έχει παγιωθεί είναι ελεύθερος και από την εσωτερική εξουσία. Διότι οι καλές πράξεις του εφορμούν από την ευχαρίστηση του και από το γεγονός ότι τις νιώθει σαν μέρος του εαυτού του και δεν επιβάλλονται από καμιά εσωτερική εξουσία. Ο θεωρητικός διαχωρισμός των δύο ηθικών είναι αδύνατο να έχει απόλυτη πρακτική εφαρμογή. Σε αυτή τη περίπτωση λειτουργεί η μέθοδος της σύνθεσης των δύο ηθικών με το αποτέλεσμα να γέρνει προς τη μία ή την άλλη πλευρά. (Κόιος, 2004: 62-64)

Η αυτονομία έχει σαν ιδανικό της την τροπή του ανθρώπου στην παραγωγικότητα, να γίνει, δηλαδή, παραγωγικός. Σαν ηθική παραγωγικότητα ορίζει ο Φρόμ την ολοκληρωτική αξιοποίηση και ανάπτυξη όλων των δυνατοτήτων του ανθρώπου στα πλαίσια των νόμων της φύσης του. Καθίσταται έτσι η παραγωγικότητα μια στάση ζωής την οποία μπορούν να κρατήσουν όσοι άνθρωποι δεν κωλύονται από κάποια πνευματική ή συναισθηματική αναπηρία. Επομένως ο προκύπτων από την παραγωγικότητα ανθρώπινος τύπος είναι ο ιδανικός άνθρωπος. Η παραγωγικότητα σαν ευθύνη του ατόμου έναντι στον εαυτό του αποτελεί υψίστη ηθική αρετή και συμπίπτει τέλεια με την ευτυχία. Η ευτυχία, η επίτευξη της οποίας είναι το μοναδικό κριτήριο της αρετής στην ουμανιστική ηθική, δεν χαρίζεται από κάποια εξωγενή αυθεντία αλλά αποκτάται με αγώνα από τον ίδιο τον άνθρωπο. Η παραγωγικότητα είναι το λίκνο κάθε επιμέρους αρετής. Αντίθετα από την αρετή η οποία συνέχει όλες τις ανθρώπινες δυνατότητες, το κακό εκλαμβάνεται σαν η τάση απαξίωσης, διαμελισμού και εκφυλισμού αυτών των ικανοτήτων. Το κακό είναι στην ουσία μια ετερόνομη αντιμετώπιση από τον ανθρώπου του ίδιου του εαυτό του. Η κακία ως αντιπροσωπευτική δύναμη της ετερονομίας και ως διάσταση του ανθρώπου με τον κόσμο, στην ουμανιστική ηθική δεν αποτελεί στόχο εξάλειψης, το αντίθετο μάλιστα, είναι ένας «αντιστόχος». Ένας νοητός «σκόπελος», δηλαδή, η αποφυγή του οποίου δείχνει τον σωστό δρόμο στον άνθρωπο. Η ύπαρξη της κακίας τον βοηθά στη μετάβαση του από την ετερονομία στην αυτονομία αξιοποιώντας κάθε ικμάδα των εσωτερικών του δυνάμεων . Τελικά η όλη αυτή διαδικασία αποβαίνει προς όφελός του ανθρώπου, διότι τον βελτιώνει συνεχώς του οποίου ο βαθμός τελειοποίησης εξαρτάται από τον ρυθμό της βελτίωσης του. (Κόιος, 2004: 67-69)

Η ουμανιστική αγάπη δεν είναι ούτε υπερφυσική δύναμη ή ενέργεια η οποία εκπορεύεται υπερβατικά, ούτε αναγκαστική υποχρέωση του ανθρώπου. Η αγάπη στην ουμανιστική θεωρία είναι η έμφυτη εσωτερική δύναμη η γέφυρα του ανθρώπου με τον κόσμο τον οποίο μέσω αυτής κατακτά. Η αγάπη για να παραμείνει αξιακά αλώβητη και για να μη εκπέσει σε καταθλιπτικό πάθος, στηρίζεται σε τέσσερα βασικούς ηθικούς σπονδύλους: τη φροντίδα, την ευθύνη, το σεβασμό και τη γνώση του αγαπώμενου. Ιδιαίτερα απαραίτητη είναι η ύπαρξη αυτών των ιδιοτήτων στη σχέση του ανθρώπου με τους συνανθρώπους του, διότι η έλλειψη όλων ή μερικών οδηγεί την αγάπη σε απορία (αδιέξοδο), αντί σε αναζωογονική δημιουργία. Η Αρετή, η οποία φύεται από την παραγωγικότητα έχει λάβει στρεβλό νόημα στη σύγχρονη κοινωνία, διότι έχουν εισχωρήσει μέσα της ετερόνομες δυνάμεις. Αυτή η παρά φύση διείσδυση μετέτρεψε την αρετή σε υπηρέτρια της αυταπάρνησης και της υπακοής, δράσεις οι οποίες μετατρέπουν το άτομο σε ένα απομονωμένο και άβουλο πλάσμα. Διότι εμποδίζεται από εξωτερικούς παράγοντες η από μέρους του ανάδειξη όλων των κατά φύση ικανοτήτων του. Η απομόνωση είναι ξένη προς την ουμανιστική ηθική επειδή δεν συνάδει με την αρχή ότι ο άνθρωπος, ως φύσει κοινωνικό όν βρίσκει την ευτυχία του αλλά και τον εαυτό του μόνο μέσα από την συναναστροφή του με άλλους ανθρώπους. Η αντίληψη του αγαθού από τον Φρόμ είναι πολύ κοντά στην ουμανιστική ηθική εκτός από την μελέτη της ιδιοτέλειάς την οποία συμπλήρωνε. Κατά τους ουμανιστές το ηθικό αγαθό ορίζεται σαν την εκπλήρωση του ανθρώπινου συμφέροντος. Η έννοια του ηθικού συμφέροντος στην εν λόγω ηθική διαφέρει από την επιδίωξη του ατομικού συμφέροντος. Το ουμανιστικό συμφέρον δεν είναι υποκειμενική έννοια αλλά αντικειμενική, διότι ανθρώπινο συμφέρον θεωρείται κάθε ενέργεια ή πράξη η οποία ικανοποιεί την ανθρώπινη φύση, την βοηθάει, δηλαδή, στην σφαιρική ανάπτυξη της. Αρωγός στην αναζήτηση του αληθινού συμφέροντος είναι η ιδιοτέλεια. Ο Φρόμ αναπτύσσοντας περεταίρω τη έννοια της ιδιοτέλειας δέχεται ότι εκτός από την κακή ιδιοτέλεια ( την φιλαυτία), υπάρχει και η καλή, η οποία αποτελεί μάλιστα το κύριο ιδίωμα της αυτόνομης ηθικής. (Κόιος, 2004: 68-69)

Η ύπαρξη της θετικής ιδιοτέλειας ελευθερώνει τον ανθρώπινο αυθορμητισμό, το κλειδί της φυσικής τελείωσης του. Επιπλέον ο Φρόμ ταυτίζει την καλή ιδιοτέλεια με την αγάπη προς τον άνθρωπο και ειδικά και προς τον εαυτό του, διότι είναι και αυτός άνθρωπος. Η αυτόνομη ηθική ως έχουσα πηγή της ύπαρξης της τον άνθρωπο κατηγορήθηκε για έλλειψη αντικειμενικής εγκυρότητας. Ο Φρόμ υπερασπίστηκε την αυτονομία της ηθικής ισχυριζόμενος ότι αυτός ο χαρακτηρισμός είναι προϊόν σύγχυσης των εννοιών «αντικειμενικά έγκυρο» με την έννοια του «απολύτου», η οποία ανήκει στην θεολογική ορολογία. Επομένως αν αποσυνδεθεί η ηθική από την θρησκεία και τη θεολογία θα ελευθερωθεί, διότι δεν θα θεωρείται πλέον εκφραστής του θεολογικού απόλυτου. Αυτή η αποδέσμευση εκκινεί την διαδικασία της ηθικής αυτονομίας. Ο ανηλεής πόλεμος στην αυτόνομη ηθική έχει δημιουργήσει μια σύγχυση ως προς την μορφή και τους σκοπούς της, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένας φόβος για αυτή. Ο φόβος του ανθρώπου μπροστά στην ελευθερία (αυτονομία) εκφράζεται με την άρνηση του να εγκαταλείψει την ανελεύθερη και ετερόνομη ασφάλεια της προστασίας του Θεού στην οποία με δόλο εντάχθηκε υποχρεωτικά. Το κύριο φόβητρο είναι η επίπλαστη λογική ότι όταν πεθάνει ο Θεός τότε θα καταρρεύσει κάθε ηθικό όριο με ολέθρια αποτελέσματα για τον άνθρωπο και τη φύση. Η άλλη πηγή η οποία εντείνει τη δημιουργηθείσα ασάφεια είναι οι ομάδες των σχετικοκρατών και των καιροσκόπων οι οπαίοι αρνούνται την ύπαρξη έγκυρης ηθικής αρχής. Η αυτόνομη ηθική του ουμανισμού επειδή βρίσκεται ανάμεσα στις δύο ακρότητες αποτελεί μια ηθική μεσότητα, η οποία μπορεί να δώσει διέξοδο στα δύο αντίθετα συστήματα με το κύριο αξίωμά της «αν ο άνθρωπος είναι ζωντανός, γνωρίζει τι επιτρέπεται».(Κόιος, 2004:67-72)

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ