Πίστη, αυτονομία και ετερονομία στον Έριχ Φρομ

11 Απριλίου 2021

Ο Φρόμ αν και υπέρμαχος της αυτονομίας δεν στέκεται αρνητικά στην ετερονομία, διότι δεν πιστεύει ότι τα όρια μεταξύ των δύο αυτών καταστάσεων είναι απόλυτα. Αντίθετα διακρίνει μια ρευστή κατάσταση ανάμεσα σε αυτά.

Εξ αιτίας αυτής της ασάφειας δέχεται σαν φυσική την συνύπαρξη της αυτονομίας και της ετερονομίας. Στην πραγματικότητα είναι δυνατή η συνύπαρξη των δύο αυτών αντιθέτων καταστάσεων μέσα στο ίδιο πρόσωπο. Η εκδήλωση της μιας ή της άλλης εξαρτάται από το πως θα εκληφθούν οι ηθικοί νόμοι και από το βαθμό της εξέλιξης της συνείδησης του προσώπου. Η πραγματικότητα της συνύπαρξης της ετερονομίας και της αυτονομίας στην ηθική αλλά και στη πίστη του ατόμου παρατηρείται κυρίως στις θρησκείες.

Κατά τον Φρόμ η πίστη είναι αυτόνομη και ετερόνομη. Η ετερόνομη πίστη είναι παράλογη, επειδή η πηγή της είναι η συναισθηματική υποταγή του προσώπου στην παράλογη εξουσία και όχι η αισθητική και νοητική αντίληψη της πραγματικότητας. Αυτή η πίστη είναι δυνατόν να καταλήξει σε φανατισμό σε αντίθεση με την εκπορευόμενη από την αυτόνομη συνείδηση πίστη η οποία είναι ενέργεια της λογικής. Στη λογική πίστη ο οραματισμός του μέλλοντος οδηγείται από τη λογική και είναι επομένως «λογικός οραματισμός». Η βασική συνιστώσα της αυτόνομης (λογικής) πίστης είναι η αποσύνδεση της ελευθερίας του υποκείμενο της πίστης από το αντικείμενό της. Η επίδραση του Διαφωτισμού κλόνισε στην Δυτική σκέψη την αξία της πίστης την οποία αντικατέστησε με τον ορθό λόγο. Ο Φρόμ μη συμμεριζόμενος απόλυτα την αντίληψη των Διαφωτιστών δέχθηκε υπό όρους, την αξία της πίστης σε ατομικό αλλά και σε κοινωνικό επίπεδο. Η πίστη βοηθά τον άνθρωπο στην ολοκλήρωση του μόνο όταν κινείται στα πλαίσια της λογικής και της εμπειρίας και όχι στον ασαφή χώρο του υπερβατικού. Η πηγή της πίστης όταν βρίσκεται στο υπερβατικό είναι παράλογη για τον άνθρωπο διότι αντίκειται στην εμπειρία του και κατά συνέπεια είναι ετερόνομη. (Κόιος, 2004: 77-79)

Ο ασφυκτικός περιορισμός της ελευθερίας από τις θρησκείες, δεν εμπόδισε την ανάπτυξη μέσα στους κόλπους τους αυτόνομων δράσεων οι οποίες χρησιμοποίησαν σαν εφαλτήριο την προσωπική εμπειρία του ανθρώπου η οποία αποκτάται από την σχέση του ατόμου με τον Θεό. Το υψηλότερο από αυτά τα κινήματα είναι ο μυστικισμός. Ο μυστικισμός αναπτύχθηκε και στις τρείς μονοθεϊστικές θρησκείες καθώς στον Ζεν-Βουδισμό. (Κόιος, 2004: 77-79)Το μυστικιστικό κίνημα επιδιώκει την άμεση ομοίωση και ένωση του ανθρώπου με τον Θεό ή το θείο τα οποία προσεγγίζει μέσα από το διαισθητικό βίωμα, με την τελειοποίηση της λογικής πίστης και με την αποκάλυψη του νοήματος των θρησκευτικών συμβολισμών. Ο μυστικισμός ασκείται με προσευχή, αυτοσυγκέντρωση, θεωρία, απάθεια, θεωρία και έκσταση. Ο μυστικιστής είναι ελεύθερος, διότι, πλησιάζει το Θεό όχι από φόβο ή υποταγή αλλά μέσα από μια αίσθηση οικειότητας και αγάπης (φιλίας). Ο Φρόμ από την μέχρι τώρα στάση του στο θέμα της πίστης φαίνεται ότι δέχεται την θρησκευτική πίστη μόνο σαν στάση και όχι σαν περιεχόμενο. Αποδεχόμενος την αυτονομία στην πίστη (λογική πίστη) και απορρίπτοντας την ετερονομία (παράλογη πίστη) δείχνει μια ομοιότητα μεταξύ του ελεύθερου πιστού στο Θεό, του μυστικιστή και του άθεου ο οποίος πιστεύει στην ανθρωπότητα, κοινό σημείο και των δύο είναι η ελευθερία στην πίστη τους . Απεναντίας ο χριστιανός μυστικιστής λειτουργεί εντελώς αντίθετα από ένα χριστιανό καλβινιστή, ο οποίος πιστεύει από φόβο. Την ετερονομία ο Φρόμ την θεωρεί ως αναγκαίο κακό και γι’ αυτό δε κατακρίνει εκείνη της ετερονομία η οποία γίνεται αποδεκτή ασυνείδητα ή εκείνη η οποία πέρασε στον άνθρωπο με την εκπαίδευση από την παιδική του ακόμα ηλικία. (Κόιος, 2004: 77-79)

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ