Στον Απόστολο της Γ’ Κυριακής των Νηστειών. (Αγίου Γρηγορίου του Ε’, Πατριάρχου Κων/λεως)

3 Απριλίου 2021

«Αδελφοί αφού, λοιπόν, έχουμε μεγάλο αρχιερέα, που έχει υπερβεί τους ουρανούς, τον Ιησού τον Υιό του Θεού, ας κρατούμε σταθερά την πίστη που ομολογούμε. Διότι δεν έχουμε αρχιερέα που να μην μπορεί να δείξει συμπάθεια στις αδυναμίες μας, αλλά έχει δοκιμαστεί σε όλα όμοια με εμάς, χωρίς όμως να αμαρτήσει. Ας πλησιάζουμε, λοιπόν, με θάρρος τον θρόνο της χάριτος, για να μας ελεήσει και να μας δώσει τη χάρη του, που θα μας βοηθήσει όταν την χρειαστούμε.»

Απευθυνόμενος ο Απόστολος προς τους Εβραίους απέδειξε ότι τρεις «σαββατισμούς» περιέχει η Παλαιά Διαθήκη, δηλαδή τρεις «καταπαύσεις». Μία της δημιουργίας, κατά την οποίαν «κατέπαυσε», δηλαδή σταμάτησε ο Θεός από τα έργα του, δεύτερη στη γη της επαγγελίας, στην οποία σταμάτησαν οι Εβραίοι αφού λυτρώθηκαν από τη δουλεία στην Αίγυπτο, και τρίτη τη βασιλεία των ουρανών. Οι Εβραίοι πίστευαν δύο μόνο «σαββατισμούς» και καταπαύσεις, αυτήν της δημιουργίας και της γης της επαγγελίας, εμείς δε οι πιστοί ελπίζουμε και Τρίτη κατάπαυση, την αιώνια βασιλεία, η οποία είναι αληθινή, σίγουρη και χωρίς τέλος, κατά την οποίαν πρόκειται να σταματήσουμε από τα έργα μας, δηλαδή από τους κόπους και θλίψεις της παρούσης ζωής, από τους διωγμούς και πειρασμούς και να ξεκουραστούμε με παντοτινή χαρά και αγαλλίαση, όπως και ο δημιουργός Θεός σταμάτησε στην πρώτη κατάπαυση και ξεκουράστηκε από τα έργα του. Την τρίτη κατάπαυση βεβαιώνει προφητικά ο ψαλμωδός λέγοντας, «σήμερον εάν της φωνής αυτού ακούσητε μη σκληρύνητε τας καρδίας ημών, ως εν τω παραπικρασμώ, μέχρις ου εισελεύσομαι εις την κατάπαυσίν μου», επειδή είχε τελειώσει η κατάπαυση της επαγγελίας, όταν ο Δαβίδ προφήτευε για την κατάπαυση. Λέγοντας «σήμερον» προλέγει στον λαό του Θεού, δηλαδή σ’ αυτούς που πίστεψαν στον Χριστό, την τρίτη αληθινή κατάπαυση.

Αφού δε απέδειξε ο Απόστολος στους Εβραίους με την μαρτυρία την τρίτη κατάπαυση, τους παρακίνησε να φροντίσουν να μπουν στην κατάπαυση με καλά έργα και χριστιανική ζωή και όχι μόνο με την πίστη, γιατί η πίστη χωρίς τα έργα είναι νεκρή, για να μη καταδικαστούν όπως οι προπάτορές τους, των οποίων τα κόκκαλα βρίσκονται στην έρημο εξαιτίας της απιστίας τους. Επειδή δεν θα στερηθούν τη γη αλλά την βασιλεία των ουρανών και θα κληρονομήσουν την αιώνια κόλαση. Ο λόγος του Θεού είναι αιώνιος και παντοδύναμος, «ερευνά καρδίας και νεφρούς και ενθυμήσεις», στον οποίον εμείς θα απολογηθούμε, εκείνος δε ως κριτής της οικουμένης θα αποδώσει στον καθένα σύμφωνα με τα έργα του. Επειδή προηγουμένως τους προέτρεψε με συντομία, τους συμβουλεύει στο σημερινό ανάγνωσμα να μην απογοητεύονται, γιατί έχουμε αρχιερέα, όχι μικρό, αλλά μεγάλο και ύψιστο τον Υιό του Θεού, ο οποίος βρίσκεται στους ουρανούς και κάθεται στα δεξιά του Πατέρα και μπορεί να χαρίσει σε μας την είσοδο στους ουρανούς και την αιώνια κατάπαυση, όχι σαν τον Μωυσή, που ούτε αυτός μπήκε στην κατάπαυση της επαγγελίας, ούτε τον λαό του οδήγησε εκεί.

Γι’ αυτό ας φυλάττουμε την πίστη μας σ’ Αυτόν, ελπίζοντας χωρίς δισταγμό στην κοινή ανάσταση και την απόλαυση των μελλόντων, ακολουθώντας και τις εντολές της πίστεως, όπως υποσχεθήκαμε στο ιερό Βάπτισμα. Γιατί αυτός ο μεγάλος και ύψιστος αρχιερέας στον οποίον εμείς πιστέψαμε, γνωρίζει τα δικά μας, γιατί μπροστά του είναι όλα γυμνά και φανερά, βλέπει τις θλίψεις μας και μπορεί να μας συμπαθήσει ως παντοδύναμος και επειδή δοκίμασε παρόμοια, διώχθηκε, τον έφτυσαν, συκοφαντήθηκε και στο τέλος σταυρώθηκε για τη δική μας σωτηρία, αν και ήταν αναμάρτητος. Σ’ αυτόν λοιπόν, τον θρόνο της χάριτος που νίκησε τον κόσμο, ας πλησιάζουμε χωρίς δισταγμό με καθαρή συνείδηση, επειδή σ’ αυτή τη ζωή σε κάθε ευκαιρία όταν προσερχόμαστε, τον βρίσκουμε πολυεύσπλαχνο αρχιερέα που μας συμπαθεί και μας συγχωρεί. Στο μέλλον τον συναντούμε να κάθεται στο θρόνο της κρίσεως και όχι πλέον της συγχωρήσεως. Χρησιμοποίησε ο Απόστολος την λέξη «θρόνος» για να αποδείξει τον Κύριο αρχιερέα, σύμφωνα με τα ανθρώπινα, με δόξα θεϊκή και όχι αρχιερέα, όπως οι υπόλοιποι που στέκονται όταν προσφέρουν στον Θεό τις προσευχές και τις θυσίες.

 «Κάθε αρχιερέας που προέρχεται από ανθρώπους, εγκαθίσταται για να υπηρετεί τον Θεό, για χάρη των ανθρώπων και να προσφέρει δώρα και θυσίες για τις αμαρτίες.   Μπορεί να δείχνει συμπάθεια σε όσους ζουν στην άγνοια και στην πλάνη, επειδή και αυτός έχει ανθρώπινη αδυναμία. Εξαιτίας της οφείλει να προσφέρει, όπως για τον λαό, έτσι και για τον εαυτό του, θυσία για τη συγχώρηση τον αμαρτιών. Και κανένας δεν παίρνει μόνος του αυτή την τιμή, αλλά όταν καλείται από τον Θεό, όπως ακριβώς και ο Ααρών. Έτσι και ο Χριστός, δεν τίμησε ο ίδιος τον εαυτό του με το να γίνει αρχιερέας,  αλλά εκείνος που του είπε: “Εσύ είσαι ο Υιός μου, εγώ σήμερα σε γέννησα”. Όπως και σε άλλο σημείο λέει: “Εσύ είσαι ιερέας αιώνιος όπως ο Μελχισεδέκ”.»

Θέλοντας ο θειος Παύλος να δείξει, ότι η Καινή Διαθήκη είναι ανώτερη από την Παλαιά, αρχίζει πρώτα να συγκρίνει την ιερωσύνη της Παλαιάς με την ιερωσύνη τού Χριστού και αποδεικνύει την υπεροχή της ιερωσύνης του Χριστού. Απαριθμεί λοιπόν, πρώτα όσα κοινά έχουν, ο Χριστός και οι αρχιερείς, έπειτα αναφέρει εκείνα στα όποια υπερέχει η αρχιερωσύνη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, λέγοντας αυτά: Κάθε αρχιερέας προέρχεται από τους ανθρώπους, για να προσφέρει θυσίες στον Θεό, για τις αμαρτίες των ανθρώπων και για να ανέχεται όσους έκαναν αμαρτίες, που προέρχονται από άγνοια και πλάνη του διαβόλου, αν και γνωρίζουν το κακό, αλλά σκοτίζονται και παρασύρονται τον καιρό της πράξεως. Αυτούς τους ανέχεται ο αρχιερέας επειδή και αυτός είναι ομοιοπαθής και επηρεάζεται από αμαρτίες, για τις οποίες οφείλει να προσφέρει θυσίες στον Θεό, όπως προσφέρει και για τις αμαρτίες του λαού. Όπως οι αρχιερείς είναι άνθρωποι, έτσι και ο Χριστός έγινε άνθρωπος. Εκείνοι προσφέρουν στον Θεό θυσίες, ο Χριστός πρόσφερε τον εαυτό του, το οποίο είναι και ανώτερο. Εκείνοι έχουν αδυναμίες και οφείλουν να προσφέρουν θυσίες και για τους εαυτούς τους. Ο Χριστός σ’ αυτό υπερέχει από εκείνους γιατί είναι αναμάρτητος, «αμαρτίαν ουκ εποίησεν, ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι αυτού». Εκείνοι προσκαλούνται από τον Θεό στην ιεροσύνη, όπως ο Θεός κάλεσε διά του Μωυσέως τον Ααρών και τον χειροτόνησε, έτσι και ο Χριστός δοξάσθηκε από τον Πατέρα, όταν είπε σ’ αυτόν «υιός μου ει συ, εγώ σήμερον γεγέννηκά σε και συ ει ιερεύς εις τον αιώνα κατά την τάξιν Μελχισεδέκ». Αυτές οι προφητείες του Προφήτη και Βασιλέα Δαβίδ φανερώνουν τον Κύριό μας Ιησού Χριστό να μεσιτεύει πάντοτε για μας στο Θεό και Πατέρα και με τα πανάχραντα μυστήρια, των οποίων προτύπωση είναι ο Μελχισεδέκ. Επειδή αυτή η θυσία η οποία προσφέρθηκε για μας μια φορά από τον Χριστό και πραγματοποιείται από τους λειτουργούς του Θεού, έχει αρχιερέα και ιερέα τον ίδιο τον Κύριο και θύμα που αγιάζει τον εαυτό του για μας, διαμοιραζόμενο και διαδιδόμενο στους πιστούς, όπως παρήγγειλε στους θείους Αποστόλους «οσάκις τον άρτον τούτον εσθίετε και το ποτήριον τούτο πίνετε, τον θάνατον τον εμόν καταγγέλετε».

Ότι σ’ αυτή τη ζωή πρέπει να αγωνίζονται όσοι θέλουν να σωθούν και για τη συνεχή μελέτη των θείων Γραφών.

Αυτό πρέπει να πούμε σήμερα, αδελφοί, στους εαυτούς μας. Ας πλησιάζουμε με παρρησία και πίστη στον θρόνο της χάριτος για να μη σταθούμε μετά φοβισμένοι στο θρόνο της κρίσεως. Τώρα είναι ο καιρός του ελέους και της συμπάθειας, και κανένας ας μην απελπίζεται. Τότε δε θα είναι καιρός απογνώσεως, όταν ο νυμφώνας κλείνει και οι υιοί του νυμφώνα που είχαν ένδυμα γάμου, μπήκαν στον νυμφώνα και απόλαυσαν στους κόλπους του Αβραάμ την αιώνια ανάπαυση και ξεκούραση. Τώρα η πανήγυρη υπάρχει, οι αγώνες γίνονται, τα βραβεία δεν δόθηκαν. Ας φροντίσουμε, λοιπόν, όπως μας συμβουλεύει ο Απόστολος Παύλος, και όπως ο ίδιος τρέχει με ενδιαφέρον λέγοντας, «ούτω τρέχω ουκ αδήλως». Υπάρχει πολύς δρόμος και εκείνος που τρέχει δεν βλέπει εδώ και εκεί, δεν παρατηρεί τα λιβάδια, δεν σκέφτεται πλούσιους θεατές ή φτωχούς, αλλά μόνο το βραβείο. Είτε τον βρίζουν, είτε τον επαινούν, είτε του πετούν πέτρες, είτε του κλέβουν το σπίτι, δεν δίνει σημασία. Είτε έχει παιδιά ή γυναίκα ή συγγενείς, δεν τους σκέφτεται, αλλά τρέχει και βιάζεται για να πάρει το βραβείο. Δεν σταματά καθόλου, γιατί αν λίγο σταματήσει, τα χάνει όλα. Εκείνος που τρέχει, όταν πλησιάζει στο τέλος, τότε περισσότερο βιάζεται, όχι όπως εκείνους που λένε, ότι στην νεότητά μας νηστέψαμε και τώρα γεράσαμε. Επειδή τώρα πρέπει να αυξήσουν την ευλάβεια που βρίσκονται στα γηρατειά και τα πάθη έχουν μαρανθεί και βρίσκονται πιο κοντά στον θάνατο. Εάν δε στα γεράματα παριστάνουν τους νέους, πώς μπορούμε να τους ονομάσουμε; Γέροντες, όταν αυτοί δεν ντρέπονται την ηλικία τους; Πώς δεν είναι σωστό να ακούεται ότι ο γέροντας κάθεται στην ταβέρνα, ότι κάνει αταξίες και πηγαίνει στα θέατρα; Αν τον βρίσει κανένας προβάλλει τα άσπρα του μαλλιά και αυτός πρώτος δεν τα σέβεται. Αν ο Θεός σε τίμησε με τα άσπρα μαλλιά, σου έδωσε πρωτοκαθεδρία, γιατί προδίδεις την τιμή; Πώς να σεβαστεί ο νεώτερος όταν εσύ κάνεις ασελγείς πράξεις; Αυτοί οι γέροντες είναι πιο ανόητοι από τους νέους και χωρίς τιμή, όπως το παρουσιάζει η Γραφή «γήρας γαρ τίμιον ου το πολυχρόνιον και ηλικία γήρως, βίος ακηλίδωτος». Γιατί οι άνθρωποι τιμούν τον γέροντα, όχι για τα άσπρα του μαλλιά, αλλά για τη συνετή ζωή του. Οι νέοι πάλι στον καιρό της νεότητας πρέπει να κοπιάζουν για την αρετή, στους αγώνες, στις νηστείες, στην εγκράτεια των παθών, στην μελέτη των Γραφών, για να έχουν από τη συνεχή ακρόαση και την εμπειρία των Γραφών εξασκημένα τα αισθητήρια τους να ξεχωρίζουν τους ευσεβείς από τους ασεβείς, τους ορθόδοξους από τους αιρετικούς, το καλό από το κακό, την αλήθεια από την πλάνη, τα χριστιανικά βιβλία από τα αιρετικά, τα ωφέλιμα από τα βλαβερά, τα γνήσια από τα νόθα, για να μένουν σταθεροί στα δόγματα της ορθόδοξης πίστεώς μας και να μην πέφτουν στην πλάνη των ετερόδοξων, μάλλον δε να προσελκύουν τους πλανεμένους και να τους ελευθερώνουν από τους κινδύνους. Εκείνοι που δεν προσέχουν στην ανάγνωση των Γραφών, παρασύρονται από τις παγίδες του διαβόλου και πέφτουν σε πολλά λάθη, όπως λέει ο Κύριος, «πλανάσθε μη ειδότες τας Γραφάς». Αντίθετα εκείνοι που ασχολούνται με την ανάγνωση των θείων Γραφών, παίρνουν παρηγοριά και σωτηρία, όπως ο Παύλος διαβεβαιώνει «δια της παρακλήσεως των Γραφών, την ελπίδα της σωτηρίας έχομεν, ότι πάσα γραφή θεόπνευστος και ωφέλιμος». Και προς τον Τιμόθεο δίνει αυτή την εντολή, «πρόσεχε τη αναγνώσει, ταύτα μελέτα, εν τούτοις ίσθι». Και ο προφήτης Μωυσής τα ίδια συμβουλεύει, «μελετήσεις εν αυτοίς διαπαντός ανιστάμενος, καθεζόμενος, κοιταζόμενος». Αλλά όμως ύστερα από τόσες γραφές, τόσες παραγγελίες, τόσες διδασκαλίες και εξηγήσεις και ερμηνείες των θείων Γραφών από τους θεοφόρους Πατέρες, υπάρχουν μερικοί που δεν γνωρίζουν ότι υπάρχουν Γραφές, πολύ περισσότερο να τις διαβάσουν. Και οι μεν πατέρες, τα παιδιά τους τα εκπαιδεύουν σε άλλα βλαβερά μαθήματα, και στην εξωτερική μόρφωση ξοδεύουν πολλά χρήματα, στις θείες δε γραφές της πίστεως και τα συγγράμματα των θείων Πατέρων δεν τα πλησιάζουν καθόλου. Τα δε παιδιά τους, όλα τα ενδιαφέροντά τους αφιέρωσαν στις βιοτικές ασχολίες, γι’ αυτό φοβούνται να ακούσουν Ευαγγέλιο, Προφήτες, που τα προσκαλούν «δεύτε τέκνα ακούσατέ μου, φόβον Κυρίου διδάξω υμάς», και τους διδάσκουν να «παύσουν την γλώσσαν των από κακού και χείλη των του μη λαλήσαι δόλον» και να ξεφύγουν από το κακό και να κάνουν το αγαθό, να αφαιρέσουν τις πονηρίες από τις ψυχές τους. Γι’ αυτό και οι υποθέσεις της ζωής με τις οποίες ασχολούνται, δεν γίνονται όπως το θέλουν, άλλα και πολλές δυσκολίες και κινδύνους συναντούν, γιατί δεν προτίμησαν τα πνευματικά, δεν αγάπησαν όσα αφορούν την σωτηρία τους, αλλά διάλεξαν αυτά που οδηγούν στην απώλειά τους. Δεν ζήτησαν πρώτα την βασιλεία των ουρανών, για να ευλογηθούν από τον Θεό τα γήινα αγαθά, γι’ αυτό και όλα τα στερήθηκαν.

Ας επιθυμήσουμε, λοιπόν, τα μελλοντικά, ας προτιμήσουμε την σωτηρία μας, για να πετύχουμε και τα ανθρώπινα με την θεϊκή βοήθεια, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου μας, «αιτείτε την βασιλείαν του Θεού και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν», στον οποίον ανήκει η δόξα και η δύναμη σε όλους τους αιώνες. Αμήν.

(Μεταφορά στη νεοελληνική: Αλέξανδρος Χριστοδούλου, Θεολόγος)