Το καταλόγι της Παναγίας

30 Απριλίου 2021

Η διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας για την ματαιότητα των εγκοσμίων και την συνεχή αναφορά στην αληθινή αιώνια ζωή, τη μοναδική ατελεύτητο, ουδέποτε εκμηδένισε τον πόνο, ούτε απέτρεψε το θρήνο, ο οποίος τα παλαιότερα χρόνια συνηθιζόταν στα χωριά κατά την πρόθεση του νεκρού και τη στιγμή του ενταφιασμού του. Ιδιαιτέρως δε, τη νύχτα που το νεκρό τον μοιρολογούσαν στην πατρική οικία του.  Τα μοιρολόγια αυτά διαρκούσαν για ένα χρόνο ή και περισσότερο σε διάφορα μέρη του ελληνισμού.

Εάν κάποιος πέθαινε στην ξενιτιά, οι μοιρολογίστρες στο σπίτι του τοποθετούσαν σ’ ένα κάθισμα τα ρούχα του,  φωτογραφία του και καθετί προσωπικό του αντικείμενο απευθύνοντάς του το θρήνο. Ο λαός μας πιστεύει στη μετά θάνατο ύπαρξη της ψυχής από αρχαιοτάτων χρόνων, όμως αντιμετωπίζει πάντοτε με θλίψη το χωρισμό του σώματος απ’ αυτή.  «Πώς ψυχή εκ του σώματος βιαίως χωρίζεται εκ της αρμονίας και της συμφυΐας ο φυσικότατος δεσμός θείω βουλήματι αποτέμνεται» ψάλλουμε στην εξόδιο ακολουθία. Ο εκκλησιαστικός υμνωδός δίνει το σύνθημα αναρωτώμενος θρηνολογώντας για την αρμονία της ενότητας ψυχής σώματος που κάποια στιγμή αυτός ο φυσικός δεσμός σπάει. Θρηνώ και οδύρομαι, όταν εννοήσω τον θάνατον βλέποντας την εικόνα του Θεού άμορφον, άδοξον μη έχουσαν είδος. Ο θρήνος προέρχεται από το ρήμα θρηνώ που σημαίνει κλαίω, οδύρομαι, θρηνωδώ.  Η ρίζα του ρήματος βρίσκεται στο παθητικό θρέομαι = ξεφωνίζω »θρ» ηχοποίητος ( θρούς, θόρυβος κ.α.).

Στην Ελλάδα δείγματα μοιρολογιών έχουμε από τα χρόνια του Ομήρου. Οι μοιρολογίστρες της Τροίας μαζί με τον βασιλιά Πρίαμο θρηνολογούν τον σκοτωμένο Έκτορα. Το ίδιο και η σύζυγός του Ανδρομάχη και η μητέρα του Εκάβη « άδινοϋ εξήρχε γόοιο» σημειώνεται στην Ιλιάδα (ραψωδία Χ στ. 430). Παρατηρούμε πως ο θρήνος λέγεται γόος. Οι γόοι -θρήνοι της αρχαίας εποχής είναι τα αντίστοιχα μοιρολόγια της βυζαντινής περιόδου και της τουκοκρατούμενης Ελλάδος αφού μοιάζουν κατά πολύ ως προς τα στοιχεία δομής. Την υπερβολή που είναι κύριο χαρακτηριστικό τους, θέλησε να «περιορίσει» ο Πλάτωνας στους Νόμους. Παρά τη θεωρητική αντίθεση ο θρήνος είναι συνήθης σε όλες τις εποχές. Συγκεκριμένα στην αρχαιότητα, οποιοδήποτε γεγονός ενθουσίαζε ή συγκινούσε τους ανθρώπους, αμέσως αφομοιωνόταν ως βίωμα κι εκδηλωνόταν αναλόγως την περίσταση. Τις περισσότερες φορές γινόταν με το μέσο επικοινωνίας, τον έμμετρο λαϊκό λόγο. Αργότερα, στους βυζαντινούς χρόνους εξέχουσα θέση κατέχουν τα λαϊκά στιχουργήματα στον Διγενή Ακρίτα ορμώμενα από τα κατορθώματα και άλλων ακριτών που σημειώνονται σε μυθιστορήματα και άλλα κείμενα. Σε θρηνητικούς λόγους τους, οι βυζαντινοί, εκδηλώνουν παράπονα προς το νεκρό, γιατί δεν ομιλεί προς τους συγγενείς και γιατί εγκαταλείπει τη ζωή σε νεαρή ηλικία. Ανάλογη εικόνα παρουσιάζει ο Λουκιανός στο «Περί πένθους» με τα εξής λόγια: Τέκνον ήδιστονοίχη μοι, και τέθνηκας, και προ ώρας ανηρπάσθηςμόνον εμε έτι τον άθλιον καταλιπώνου γαμήσαςου παιδοποιησάμενοςου στρατευσάμενος, ου γεωργήσας, ουκ εις γήρας ελθών, ου κωμάση πάλιν ουδ’ ερασθήση, τέκνον, ουδ’ εν συμποσίω μετά των ηλικιωτών μεθυσθήση. Ο ίδιος χειρισμός απαντάται σε μοιρολόι της στεριανής Ελλάδας:

          Πού πας γαϊτάνι να σαπείς, γκόλφι μου ν’ αραχνιάσεις

          γαρούφαλλο βενέτικο ν’ αλλαξομουσουδιάσεις;

Εδώ εμφανίζεται η διαφορά του επάνω κόσμου με τον κάτω. Ο φωτεινός και καλός κόσμος είναι ο επάνω ενώ ο κάτω κόσμος είναι ο αραχνιασμένος και ο σκοτεινός. Επίσης σε άλλο μοιρολόι απαντάται η μάνα που ρωτά το νεκρό γιο της πού ακριβώς να τοποθετήσει τον πόνο του. Απάντηση δε δίνεται όμως:

          Παιδάκι μου τον πόνο σου πού να τον απιθώσω;

          να τονε ρίξω τρίστρατα τον παίρνουν οι διαβάτες

          να τονε ρίξω στα κλαριά τον παίρνουν τα πουλάκια

          θα τονε βάλω στην καρδιά να τον καταριζώσω

          να περπατώ να με πονεί να στέκω να με σφάζει

Όλες αυτές οι συγκινήσεις είναι κύρια χαρακτηριστικά που ξεδιπλώνονται αναλυτικότατα στο εκτενώς διαδεδομένο λόγιο και λαϊκό στιχούργημα το καταλόγι της Παναγίας. Το μακροσκελές αυτό δημιούργημα παρουσιάζει τη βαθειά πίστη του λαού και τον εθνικό χαρακτήρα του. Είναι θεμελιωμένο πάνω στο εθνικό μας μέτρο τον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, ομοιοκατάληκτο ως επί το πλείστον, με ποιητικές και μουσικές παραλλαγές κατά τόπους, το οποίο αφηγείται τη μαρτυρική πορεία των παθών του Κυρίου έχοντας επίκεντρο την σταυρική θυσία.

Σήμερο μαῦρος Οὐρανός, σήμερο μαύρη μέρα,
σήμερο ὅλοι θλίβονται καὶ τὰ βουνὰ λυποῦνται.
Σήμερο ἔβαλαν βουλὴ οἱ ἄνομοι Ὁβραῖοι,
οἱ ἄνομοι καὶ τὰ σκυλιὰ κι οἱ τρισκαταραμένοι
γιὰ νὰ σταυρώσουν τὸ Χριστό, τὸν πρῶτον Βασιλέα.

Ὁ Κύριος ἠθέλησε νὰ μπεῖ σὲ περιβόλι
νὰ λάβῃ δεῖπνον μυστικόν, νὰ μεταλάβουν ὅλοι.
Κι᾿ ἡ Παναγιὰ ἡ Δέσποινα καθόταν μοναχή της,
τὰς προσευχάς της ἔκανε γιὰ τὸ μονογενῆ της.
Φωνὴ τῆς ἦρθ᾿ ἐξ Οὐρανοῦ ἀπ᾿ Ἀρχαγγέλου στόμα:
-Φτάνουν κυρά μου οἱ προσευχές, φτάνουν κι᾿ οἱ μετάνοιες,
τὸ γυιό σου τὸν ἐπιάσανε καὶ στὸ φονιὰ τὸν πᾶνε
καὶ στοῦ Πιλάτου τὴν αὐλή, ἐκεῖ τὸν τυραννᾶνε.

-Χαλκιᾶ-χαλκιᾶ, φτιάσε καρφιά, φτιάσε τρία περόνια.
Καὶ κεῖνος ὁ παράνομος βαρεῖ καὶ φτάχνει πέντε.
-Σὺ Φαραέ, ποὺ τὰ ᾿φτιασες πρέπει νὰ μᾶς διδάξεις.
-Βάλε τὰ δύο στὰ χέρια του καὶ τ᾿ ἄλλα δύο στὰ πόδια,
τὸ πέμπτο τὸ φαρμακερὸ βάλε το στὴν καρδιά του,
νὰ στάξει αἷμα καὶ νερὸ νὰ λιγωθεῖ ἡ καρδιά του.
-Ἄντε μωρὲ ἀτσίγγανε, στάχτη νὰ μὴ ποτάξῃς,
μηδὲ διπλὸ πουκάμισο στὴ ράχη σου μὴ βάλῃς.

Κι᾿ ἡ Παναγιὰ σὰν τἄκουσε ἔπεσε καὶ λιγώθη,
σταμνὶ νερὸ τῆς ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο
γιὰ νὰ τῆς ἔρθ᾿ ὁ λογισμός, γιὰ νὰ τῆς ἔρθ᾿ ὁ νοῦς της.
Κι᾿ ὅταν τῆς ἦρθ᾿ ὁ λογισμός, κι᾿ ὅταν τῆς ἦρθ᾿ ὁ νοῦς της,
ζητᾶ μαχαίρι νὰ σφαγῇ, ζητᾶ φωτιὰ νὰ πέσῃ,
ζητᾶ γκρεμὸ νὰ γκρεμιστῇ γιὰ τὸ μονογενῆ της.
-Μὴν σφάζεσαι, Μανούλα μου, δὲν σφάζονται οἱ μανάδες
Μὴν καίγεσαι, Μανούλα μου, δὲν καίγονται οἱ μανάδες.
Λάβε, κυρά μ᾿ ὑπομονή, λάβε, κυρά μ᾿ ἀνέση.
-Καὶ πῶς νὰ λάβω ὑπομονὴ καὶ πῶς νὰ λάβω ἀνέση,
ποὺ ἔχω γυιὸ μονογενῆ κι᾿ ἐκεῖνον Σταυρωμένον.

ἡ Μάρθα κι᾿ ἡ Μαγδαληνὴ καὶ τοῦ Λαζάρου ἡ μάνα
καὶ τοῦ Ἰακώβου ἡ ἀδερφή, κι᾿ οἱ τέσσερες ἀντάμα,
ἐπῆραν τὸ στρατὶ-στρατί, στρατὶ τὸ μονοπάτι
καὶ τὸ στρατὶ τοὺς ἔβγαλε μέσ᾿ στοῦ ληστῆ τὴν πόρτα.
-Ἄνοιξε πόρτα τοῦ ληστῆ καὶ πόρτα τοῦ Πιλάτου.
Κι᾿ ἡ πόρτα ἀπὸ τὸ φόβο της ἀνοίγει μοναχή της.
Τηράει δεξιά, τηράει ζερβά, κανέναν δὲν γνωρίζει,
τηράει δεξιώτερα βλέπει τὸν Ἅη-Γιάννη,
Ἅγιε μου Γιάννη νεαρὲ καὶ μαθητὰ τοῦ γυιοῦ μου,
μὴν εἶδες τὸν ὑγιόκα μου καὶ σε διδάσκαλόν σου;
-Δὲν ἔχω στόμα νὰ σοῦ πῶ, γλώσσα νὰ σοῦ μιλήσω,
δὲν ἔχω χεροπάλαμα γιὰ νὰ σοῦ τόνε δείξω.
Βλέπεις Ἐκεῖνον τὸ γυμνό, τὸν παραπονεμένο,
ὁποὺ φορεῖ πουκάμισο στὸ αἷμα βουτηγμένο,
ὁποὺ φορεῖ στὴν κεφαλὴ ἀγκάθινο στεφάνι;
Αὐτὸς εἶναι ὁ γυιόκας σου καὶ μὲ διδάσκαλός μου!

Κι᾿ ἡ Παναγιὰ πλησίασε γλυκὰ τὸν ἀγκαλιάζει.
-Δὲ μοῦ μιλᾶς παιδάκι μου, δὲ μοῦ μιλᾶς παιδί μου;
-Τί νὰ σοῦ πῶ, Μανούλα μου, ποὺ διάφορο δὲν ἔχεις·
μόνο τὸ μέγα-Σάββατο κατὰ τὸ μεσονύχτι,
ποὺ θὰ λαλήσει ὁ πετεινὸς καὶ σημάνουν οἱ καμπάνες,
τότε καὶ σύ, Μανούλα μου, θἄχης χαρὰ μεγάλη!
Σημαίνει ὁ Θεός, σημαίνει ἡ γῆ, σημαίνουν τὰ Οὐράνια,
σημαίνει κι᾿ ἡ Ἁγιὰ-Σοφιὰ μὲ τὶς πολλὲς καμπάνες.
Ὅποιος τ᾿ ἀκούει σώζεται κι᾿ ὅποιος τὸ λέει ἁγιάζει,
κι᾿ ὅποιος τὸ καλοφουγκραστῇ, Παράδεισο θὰ λάβει,
Παράδεισο καὶ λίβανο ἀπ᾿ τὸν Ἅγιο Τάφο.
         

 

Λαϊκή και λόγια φαντασία ορμώνται από την εκκλησιαστική υμνογραφία του όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου (που ψάλλεται στους ναούς τη Μεγάλη Παρασκευή εσπέρας), δημιουργούν έναν εκτενή θρήνο, αφηγηματικού χαρακτήρος, εστιάζοντας στους συναισθηματισμούς της Παναγίας μας που είναι και το τραγικό πρόσωπο. Πιο συγκεκριμένα, όποιος ανατρέξει στις τρεις στάσεις των εγκωμίων του επιταφίου θρήνου, θα δει κοινά στοιχεία-εικόνες με τους στίχους του μοιρολογιού.  Επί παραδείγματι:

          »Έρραναν τον τάφο, αι μυροφόραι μύρα λίαν πρωί ελθούσαι»

          (από την τρίτη στάση των εγκωμίων)

 (από το Μοιρολόι)

          Σταμνιά νερό της ρίξανε τρία κανάτια μόσχο

          και τρία με ροδόσταμο για να ρθει ο λογισμός της

Άλλη ομοιότητα

Γιέ μου τα μάτια τα γλυκά πώς είναι δακρυσμένα

γιε μου τα χέρια τα χρυσά πώς τα ‘χεις σταυρωμένα;

Γιόκα μου πού ‘ναι τα κάλλη σου πού ‘ναι η ομορφιά σου;

πού ‘ναι τα μάτια τα γλυκά που ‘χε η αφεντιά σου

γιέ μου γλυκύτατέ μου γιέ που σ’ έθρεψα με γάλα

πολλά έπαθα για σένανε τούτα είν’ τα πιο μεγάλα

(θρήνος από την Κάτω Παναγιά της Μικράς Ασίας)

 

»Οίμοι φως του κόσμου οίμοι φως το εμόν…..

και

»Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατο μου τέκνο πού έδει σου το κάλλος» 

Ως προς τα στοιχεία δομής συμπεραίνουμε πως ακολουθείται η ίδια γραμμή με την αρχαία εποχή αν ρίξουμε μια ματιά στον προαναφερθέν Τέκνον ήδιστονοίχη μοι, και τέθνηκας, και προ ώρας ανηρπάσθης… στο «περί πένθους» του Λουκιανού.

Τα εγκώμια είναι ποιητικά αντίφωνα που προέρχονται από τον Άμωμο (ψαλμός 117). Γι’ αυτό ψάλλονται πριν τον κανόνα του όρθρου συνοδευόμενα με τη στιχολογία του Αμώμου. Η λέξη άμωμος σημαίνει άμεμπτος, χωρίς ψεγάδι.

Ο Κύριος επάνω στο σταυρό αναθέτει στον Ιωάννη τον Ευαγγελιστή, μαθητή του κι επιστήθιο φίλο του τη φροντίδα της Παναγίας λέγοντας το: Γύναι ιδέ ο υιός σου….. Μήπως την ίδια εικόνα δε βλέπουμε και στο μοιρολόι στους στίχους:

Ἅγιε μου Γιάννη νεαρὲ καὶ μαθητὰ τοῦ γυιοῦ μου,
μὴν εἶδες τὸν ὑγιόκα μου καὶ σε διδάσκαλόν σου;

Στους συγκεκριμένους στίχους ο λαός θέλει τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο ν’ ακολουθεί τον Κύριο στο σταυρό. Όμως η παράδοση αυτή δεν υφίστανται στην ουσία και προέρχεται από άγνοια.

Άγιε μου Γιάννη Πρόδρομε και βαπτιστή του γιού μου

μην είδες τον υγιόκα μου και σε διδάσκαλόν σου;

Ο Ιωάννης ο Πρόδρομος έχει ήδη αποκεφαλισθεί από τον Ηρώδη Αντύπα εξαιτίας της Σαλώμης.

Σε διάφορες περιοχές του ελληνισμού εμφανίζονται ποιητικές και μουσικές παραλλαγές χωρίς ν’ αλλάζει η θεματική. Τα στοιχεία τραγικότητας είναι εμφανή και συγκεντρώνονται στο πρόσωπο της Παναγίας που θρηνεί γοερά. Μαρτυρία ο Κυπριακός θρήνος που λέγεται  μετά το πέρας της ακολουθίας του επιταφίου παρασύροντας σε βαθειά συγκίνηση μετά δακρύων, εκείνους που συμμετείχαν στον πόνο της Υπεραγίας Θεοτόκου. 

Ἄρκοντες ἀφιγκρᾶστε μου τῆς Δέσποινας τὸν θρῆνον
ποὺ κλαίει τὸν μονογενὴν εἰς τὸν Σταυρὸν ἐκεῖνον.

Ἀδὲ μαντάτον σκοτεινὸν τζιαὶ μέρα λυπημένη
ποὺ ἦρτεν σήμερον σ᾿ ἐμέν᾿ τὴν πολλοπικραμένην.

Ποὺ πκιάσαν τὸν Υἱούλην μου κι ἔμεινα ὀρφανεμένη
κι ὁ κόσμος κλαίει οὐρανὲ κι ἡ γῆ σκοτεινιασμένη.

Ὁ ἥλιος ἐσκοτίστηκεν κι ὅλον τὸ φῶς ἐχάθη
καὶ τὸ φεγγάριν τ᾿ οὐρανοῦ κατὰ πολλὰ ἐπικράνθη.

Ὄρη ἀναστενάξετε καὶ πέτρες ῥαϊστεῖτε
καὶ ποταμοὶ στραγγίσετε καὶ δένδρα μαραθεῖτε.

Ἀδὲ χαρὰν ποὺ δκιάβασα τζιαὶ ἐγέννησα τὸν ἥλιον,
τὸν φόβον ποὺ ἐπέρασα στῆς γέννησης τὸν σπήλιον,
γιὰ τὸν Ἡρώδην τὸν πικρὸν μὲν χάσει τὸ βασίλειον.

Γρυσὸν δεντρὸν ἐβλάστησεν ὁ εὔσπλαγχνος υἱός μου,
τζ᾿ ἔβκαλεν κλώνους δώδεκα γιὰ σιεπασμὸν τοῦ κόσμου.

Τώρα οἱ κλῶνοι κόπηκαν τὰ φύλλα μαραθῆκαν
τζι᾿ ἡ βρύση ἐσταμάτησεν, ὅλα ἐξερανθῆκαν.

Ἰούδας τὸν ἐπρόδωσεν ἀργύρια τριάντα
τζι᾿ ἐνόμισεν ὁ μιαρὸς πὼς θὰ τὰ ἔσιει πάντα.

Τζι᾿ ὁ κωμοδρόμος ἄνομος ἀποὺ νὰ δκιακονήσει,
μήτε ψουμὶν νά ῾βρῃ νὰ φά᾿, μὲ ροῦχον νὰ φορήσῃ.

Εἶπαν του κόψε τέσσερα, τζιαὶ τζιεῖνος κόφκει πέντε,
νῆεν κοποῦν τὰ γρόνια του, νὰ μείνουν μέρες πέντε.

Πέντε καρ(φ)κιὰ ἐβάλασιν ἐπάνω στὸν υἱόν μου,
τζι᾿ ἐκάμαν Τον τζι᾿ ἐφύρτηκεν τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου.

Ὦ! Πανσεβάσμιε Σταυρέ, ξύλον εὐλογημένον
ὁποὺ βαστάζῃς τὸν Θεὸν πάνω σου κρεμασμένον.

Σκύψε Σταυρὲ νὰ δυνηθῶ, νὰ τὸν καταφιλήσω
τὸν Ποιητήν μου καὶ Θεὸν νὰ τὸν ποσιαιρετήσω.

Ὄρη ἀναστενάξετε καὶ πέτρες ραγιστεῖτε
Καὶ ζωντανοὶ τὲς λύπες μου κλάψετε καὶ θρηνεῖτε.

Κλάψετε χῆρες κι ὀρφανά, ὅλοι τὴν συντροφιά σας,
κλάψετε τὸν διδάσκαλον καὶ τὴν παρηγοριάν σας.

Τζιαὶ ποὺ μασιέριν νὰ σφαῶ, τζιαὶ ποὺ κρεμὸν νὰ δώσω,
τζιαὶ ποὺ ποτάμιν σύθθολον νὰ μπῶ νὰ παραδώσω.

Τζι᾿ ἡ Δέσποινα ποὺ τό ῾βκαλεν προφήτισσα λοᾶτε,
τζιείνης πρέπει ἡ δόξασις τζι᾿ ἐμέναν τ᾿ ὡς πολλά ῾τε.

Σε πολλά χωριά της Κρήτης συνηθίζεται το παρακάτω μοιρολόι: 

Κάτω στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ στοῦ Κυρίου τὸν τάφο
κάθετ᾿ ἡ Κερὰ Παναγιά, τὴν προσευχή της κάνει.
Θωρεῖ τὸν Ἰωάννη τζη κι εἶναι βαργιὰ κλαμένος.
Ἴντά ῾χῃς Ἰωάννη μου κ᾿ εἶσαι βαργιὰ κλαμένος;
Ὁ Δάσκαλός σου σ᾿ ἔδειρε γιὰ τὸ χαρτί σου χάνεις;
Δὲν ἔχω στόμα νὰ σοῦ πῶ, στόμα νὰ σοῦ μιλήσω
δὲν ἔχω χεροπάλαμα τὸν τόπο νὰ σοῦ δείξω.
Θωρεῖς το ῾κεῖνο τὸ βουνό, τὸ μαυροφορεμένο;
Ἐκειὰ τὸν ἔχουν τὸ Χριστό, μπιστάγκωνα δεμένο.
Κι ἡ Παναγιὰ ὡς τ᾿ ἄκουσε ἔπεσε λιγωμένη,
ῥοδόσταμο τῆς χύσανε ὥστε νὰ συνεφέρει.
Κι ἀπήτις ἐσυνήφερε κι ἔφερεν τὰ σωστά τζη,
καλεῖ τσὶ δύο γειτόνισσες δίδει τσῆ μιᾶς λιβάνι
καὶ τσ᾿ ἄλλης δίδει θυμιατὸ νὰ πά᾿ νὰ ῾δεῖ ἴντα κάνει.
Δῶστε μου μένα θυμιατό, δῶστε μου τὸ λιβάνι
καὶ ῾γὼ ποὺ τὸν ἐγέννησα θὰ πά᾿ νὰ δῶ ἴντα κάνει.
Στὴ στράτα ποὺ πηγαίνανε, στὴ στράτα ποὺ διαβαίνουν
θωρεῖ τσὶ πόρτες σφαλιχτὲς καὶ τὰ κλειδιὰ παρμένα.
Ἄνοιξε πόρτα τοῦ σπιτιοῦ καὶ πόρτα τοῦ Τζελάτη
κι ἡ πόρτα ᾿ποὺ τὸ φόβο τζη ἄνοιξε μοναχὴ τζη.
Θωρεῖ τσ᾿ Ἀγγέλους ἐκειδὰ καὶ τὸ Μονογενῆ τζη.
– Κατέβα γιέ μου ἀπ᾿ τὸ Σταυρὸ νὰ σὲ γλυκοφιλήσω.
– Δὲν κατεβαίνω μάνα μου, γιατὶ εἶμαι σταυρωμένος·
σέρσου μάνα στὸ σπίτι σου, σέρσου καὶ στὴ δουλειά σου,
μὰ ῾γὼ τὸ Μέγα Σάββατο, θὰ ἔρθω μὲ τσ᾿ Ἀγγέλους,
ποὺ λειτουργοῦνε οἱ ἐκκλησὲς καὶ ψάλλουν οἱ παπάδες,
ποὺ βάνουν οἱ γραμματικοὶ νερὸ στὰ καλαμάρια.
-Ποὖναι ἀγκρεμὸς νὰ γκρεμιστῶ, ποὖναι ἀγκρεμὸς νὰ δώσω·
ποὖναι μαχαίρι νὰ σφαγῶ, ν᾿ ἀδικοθανατώσω.
– Μάνα, μὴ σύρῃς στὸ σφαγμὸ νὰ σφάζουνται οἱ μανάδες,
καὶ κάμε τὴν παρηγοριὰ νὰ τήνε κάμουν κι ἄλλες.

Πήγαινε μάνα σπίτι μας νὰ στρώσεις τὸν σοφρᾶ σου,
νὰ φᾶνε οἱ πεινασμένοι μας, νὰ πιοῦν οἱ διψασμένοι,
νὰ φᾶς καὶ σὺ μανούλα μου ποὔχεις καρδιὰ καμένη.
Ὅποιος τὸ λέει σώνεται, ὅποιος τ᾿ ἀκούει ἁγιάζει,
κι ὅποιος τὰ κολοφουγκράζεται, παράδεισο θὰ λάβει,
παράδεισο καὶ λίβανο ἀπὸ τὸν Ἅγιο Τάφο,
ποὺ τὸν ἀφέντη τὸν Χριστὸ κι ὅπου πονεῖ θὰ γιάνει.

Στην εθιμοτυπία του μοιρολογήματος ανήκει, η επικρατούσα σε πολλά μέρη συνήθεια, να αποδίδεται από γυναίκες με το στόλισμα του επιταφίου, το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης μέχρι τα ξημερώματα της Μεγάλης Παρασκευής. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι γυναίκες έσωσαν το μοιρολόι ολοκληρωμένο όπως και πολλά δημοτικά τραγούδια. Έπρεπε να γνωρίζουν ολόκληρο το μοιρολόι. Συνήθεια άλλης εποχής ήταν το κάλεσμα γυναικών που μοιρολογούσαν, από άλλες περιοχές ώστε να αποδοθεί σωστά και να διδαχθεί στις νεότερες. Στην απόδοσή του έπρεπε να βιώνεται τόσο πολύ ώστε να τονίζεται κάθε στίχος. Πρωταγωνίστρια η ίδια η φύση που πενθεί παρόλο που βρίσκεται στην εποχή της άνθησής της, την άνοιξη.

          Σήμερο μαῦρος Οὐρανός, σήμερο μαύρη μέρα,

          σήμερο εσταυρώσασι των πάντων βασιλέα

Σε παραλλαγή της Μυτιλήνης εμφανίζεται η Αγία Καλή. Πιθανότατα να γίνεται ταύτιση με την αδερφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου που είναι προστάτιδα των πονηρών πνευμάτων. Κατά τη λαογραφία ο Χριστός επάνω στο σταυρό προτρέπει τη μητέρα του να γυρίσει σπίτι της και να ετοιμάσει δείπνο με κρασί και παξιμάδια, παράδοση που έχει αφομοιωθεί μέχρι σήμερα στην εκδημία προσφιλούς προσώπου. Με τον ερχομό της Αγίας Καλής στο σπίτι της Παναγίας η Θεοτόκος διακατέχεται από οργή λόγω του άδικου θανάτου του Κυρίου. Μέσα στο θρήνο για τον Μονογενή της υπάρχει μετατροπή συναισθημάτων. Εκφράζεται με θυμό και καταριέται την Αγία Καλή.  Αυτή η αντιστροφή δείχνει την ανθρώπινη φύση της Παναγίας. Έτσι τη θέλει ο λαός τη χρονική αυτή στιγμή γιατί έτσι νιώθει ο ίδιος. 

Πηγαίνει στὸ σπιτάκι της καὶ στρώνει τὸ τραπέζι
κι ἔκατσε καὶ περίμενε τὸν ἐρχομὸ τοῦ γιοῦ της.
Πέρασε καὶ ἡ ἁγιὰ Καλὴ καὶ τὴν καλησπερίζει.

Ποιὸς εἶδε γιὸ εἰς τὸ σταυρὸ καὶ μάνα στὸ τραπέζι.
– Ἄντε καὶ σὺ ἁγιὰ Καλή, νὰ ‘σαι καταραμένη,
παπὰς νὰ μὴ σὲ λειτουργά, διάκος νὰ μὴ σὲ ψέλνει,
μόνο στὴν ἄκρη τοῦ γιαλοῦ τὸ κύμα νὰ σὲ δέρνει.
Τὸ λόγο δὲν απόσωσε κι ἀνοῖξαν τὰ οὐράνια,
βλέπει τὸ γιό της κι ἔρχεται σᾶ φῶς καὶ σὰ λαμπάδα.

 Όπως είδαμε σε διάφορες περιοχές, ο λαός δημιούργησε πολλές παραλλαγές χωρίς να αλλοιώσει το κεντρικό θέμα. Είναι ένα σημαντικό στοιχείο που επιβεβαιώνει τη συναισθηματική φόρτισή του. Συμπάσχει στον πόνο της Παναγίας. Η συντριβή της ψυχής και η μαζική συγκίνηση είναι τόσο μεγάλη όσο και η συμμετοχή αυτής (της ψυχής δηλαδή) στον επιτάφιο θρήνο. Τέλειος Άνθρωπος και αυτός, νέος, ωραίος, δοκίμασε την αναπόφευκτη μοίρα του θανάτου. Αλλά ως τέλειος Θεός έδωσε τη χαριστική βολή με την Ανάστασή Του, που με τη σειρά του ο άνθρωπος δύναται να έχει.

«Προσκυνοῦμέν σου τά πάθη, Χριστέ,
δεῖξον ἡμῖν καί τήν ἔνδοξόν σου Ἀνάστασιν»

Καλή Ανάσταση!