Το ζήτημα της ιχνηλάτησης των επαφών των ασθενών από την πανδημία

23 Απριλίου 2021

Ένα πολύ σημαντικό νομικό ζήτημα που τίθεται προς συζήτηση στην περίοδο του κορονοϊού και κατά την προσπάθεια περιορισμού της εξάπλωσής του, είναι ποια μέθοδος πρέπει να εφαρμοστεί για να ιχνηλατηθούν οι επαφές όσων βρέθηκαν θετικοί στον ιό, ώστε στη συνέχεια αυτοί να εντοπιστούν, να ενημερωθούν και να τους επιβληθεί να μπουν σε καραντίνα για κάποιες μέρες.

Άλλη λύση θα ήταν μετά τον εντοπισμό τους να υποβληθούν κι εκείνοι σε τεστ, ώστε να διαπιστωθεἰ άμεσα αν έχουν μολυνθεί ή όχι. Χώρες εκτός ΕΕ, όπως η Κίνα, η Ταϊβάν, η Ιαπωνία και το Ισραήλ, έχουν ήδη υιοθετήσει «επιθετικές» τακτικές παρακολουθήσεως των κινήσεων των ασθενών, μέσω συστημάτων εντοπισμού, καμερών, παρακολουθήσεως συναλλαγών μέσω τραπεζικών καρτών κλπ[44]. Πιο συγκεκριμένα, η Κίνα άρχισε να παρακολουθεί τα κινητά των πολιτών της, εγκατέστησε εκατοντάδες εκατομμύρια κάμερες με εφαρμογές αναγνωρίσεως προσώπου και υποχρέωσε τους κατοίκους να ελέγχουν τακτικά τη θερμοκρασία του σώματός τους και την ιατρική τους κατάσταση και να τα αναφέρουν στην αρμόδια Αρχή. Με τακτικές σαν αυτές η Κίνα είναι πλέον σε θέση να εντοπίσει άμεσα όσους ενδεχομένως είναι φορείς κορονοϊού, αλλά και τις κινήσεις τους, καθώς και όσους ήρθαν σε επαφή μαζί τους[45].

Στην ελληνική νομοθεσία όμως απαγορεύεται η παρακολούθηση όλων των παραπάνω (ν. 3471/2006, άρθρο 4), εκτός εάν υπάρχει ειδική νομοθετική πρόβλεψη[46]. Την ανάγκη ειδικής ρυθμίσεως έχει τονίσει και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων. Θα μπορούσε, λοιπόν, μια τέτοια ρύθμιση να συμπεριλάβει τις εφαρμογές ιχνηλάτησης που προαναφέραμε. Ωστόσο, το γεγονός ότι διαβιούμε σε καιρό πανδημίας δεν είναι αρκετό για να επιτραπεί από τη νομοθεσία η παρακολούθηση των κινήσεων των πολιτών, αλλά πρέπει ταυτοχρόνως να κριθεί αν υπό το πρίσμα της πανδημίας η παρακολούθηση εναρμονίζεται με το δικαίωμα προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ειδικότερα με την συνταγματική αρχή της αναλογικότητας που πρέπει να διέπει κάθε περιορισμό των ατομικών δικαιωμάτων. Έτσι, η εφαρμογή του μέτρου της παρακολούθησης πρέπει να επιτραπεί μόνο σε έκτακτη περίπτωση, μόνο αν ελλείπει άλλη εναλλακτική δυνατότητα. Πιο σωστό κρίνεται να επιτραπεί μόνο η πλήρης, ακριβής και εμπιστευτική καταγραφή των παρεχομένων από τους ασθενείς πληροφοριών σχετικά με τις κινήσεις και τις επαφές τους το κρίσιμο χρονικό διάστημα. Η επεξεργασία και η χρήση των δεδομένων αυτών υπόκεινται στη νομοθεσία σχετικά με τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. Τέλος, αν οι πληροφορίες που κοινοποιεί κάποιος ασθενής περιλαμβάνουν προσωπικά δεδομένα τρίτου προσώπου, πρέπει ο ασθενής να ενημερώνεται γι’ αυτό σύμφωνα με το άρθρου 13 του ΓΚΠΔ[47].

Σ’ αυτό το σημείο μπορούμε να αναλογιστούμε αν το δικαίωμα από τη μεριά της Πολιτείας να παρακολουθεί την ιδιωτική ζωή του ανθρώπου, έστω και για λόγους προστασίας του δημοσίου συμφέροντος, συμβαδίζει με τις επιταγές του θεσμού που ονομάζεται «κοινωνία δικαίου». Μια τέτοια κοινωνία στηρίζεται στους κοινωνικούς θεσμούς, όπως ονομάζεται το σύνολο από δραστηριότητες και πρακτικές που αποβλέπουν στην εξυπηρέτηση των κοινωνικών αναγκών, οι οποίες αποτελούν τμήμα της έννοιας των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Η καθιέρωση των κοινωνικών θεσμών είναι αποτέλεσμα σκληρών αγώνων είτε των μαζών είτε συγκεκριμένων πολιτικών ή πνευματικών ηγετών, οι οποίοι ενέπνευσαν πλήθη ανθρώπων, ανέτρεψαν παραδοσιακά συστήματα αξιών και εγκαθίδρυσαν νέα.

Αυτός ο προβληματισμός σχετικά με την επίδραση των θεσμών πάνω στην ανθρώπινη φύση και στις ανθρώπινες κοινωνίες, αγγίζει και το Δίκαιο σαν ένα κανονιστικό οικοδόμημα, το οποίο έχει στόχο την εξυπηρέτηση των βασικών ανθρώπινων αναγκών. Οι ανάγκες αυτές δεν αλλάζουν με αποτέλεσμα οι θεσμοί να ισχυροποιούνται, αναπαράγονται και τελικά διαιωνίζονται[48].

Στο πλαίσιο, λοιπόν, των θεσμών που προστατεύουν τις ανθρώπινες ανάγκες, η παρακολούθηση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν επιτρέπεται για κανέναν απολύτως λόγο. Το άτομο – φορέας των δεδομένων είναι το μόνο κυρίαρχο στον τομέα αυτό και χωρίς την άδειά του δεν μπορεί να εισέλθει κανένα τρίτο πρόσωπο σ’ αυτόν.

Ανάμεσα σ’ αυτές τις ανθρώπινες ανάγκες που υπόκεινται στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ξεχωριστή θέση κατέχει το δικαίωμα των πολιτών να ασκούν τη θρησκευτική λατρεία που επιθυμούν. Το δικαίωμα αυτό, το οποίο τους παλιότερους αιώνες καταπατήθηκε βάναυσα από θρησκευτικούς πολέμους, τελικά κατακτήθηκε μετά από σκληρούς και γεμάτους θυσίες αγώνες μεταξύ των οποίων ήταν η Αμερικανική και η Γαλλική Επανάσταση[49].

Στα χρόνια μας τα Συντάγματα πολλών χωρών έχουν κατοχυρώσει το δικαίωμα των πολιτών να συμμετέχουν στις λατρευτικές εκδηλώσεις της θρησκείας τους χωρίς να είναι υπόλογοι σε κανέναν. Ανάμεσά τους το Ελληνικό Σύνταγμα έχει κατοχυρώσει το δικαίωμα αυτό στο άρθρο 13, §2[50].

Στις μέρες της πανδημίας του Covid-19 όμως το δικαίωμα στη θρησκευτική ελευθερία περιορίστηκε, καθώς η Πολιτεία απαγόρευσε τις λειτουργίες με τη συμμετοχή κόσμου στις Εκκλησίες, στα Μοναστήρια και στα Ησυχαστήρια. Από τον περιορισμό εξαιρέθηκαν οι κηδείες και η ατομική προσευχή[51].

Όπως ήταν φυσικό, προκλήθηκαν αντιδράσεις ανάμεσα στους πιστούς (κληρικούς και λαϊκούς) για την απαγόρευση αυτή. Αντίθετα από τη μεριά της ηγεσίας της Εκκλησίας οι αντιδράσεις ήταν ισχνές, με εξαίρεση λίγους Μητροπολίτες, οι οποίοι αντέδρασαν σθεναρά προτείνοντας εναλλακτικές λύσεις. Αναλογιζόμενοι, λοιπόν, όσα αναφέραμε παραπάνω για την προστασία του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η απαγόρευσή του συνιστά παραβίαση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Βεβαίως η Πολιτεία, για να δικαιολογήσει την επιβολή του, επικαλέστηκε ότι η χώρα τελεί υπό καθεστώς εκτάκτου ανάγκης εξαιτίας της πανδημίας του Covid-19. Σύμφωνα με τη λογική αυτή, η επιβολή των μέτρων είναι απαραίτητη για τον περιορισμό της πανδημίας. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν ευσταθεί, γιατί αντί για την απαγόρευση θα μπορούσαν να ληφθούν μέτρα, ανάλογα με αυτά που εφαρμόζονται στις δημόσιες υπηρεσίες ή στα σουπερμάρκετ, όπου κανείς δεν σκέφτηκε να απαγορεύσει την είσοδο. Δηλαδή να υπάρχει ελεγχόμενη είσοδος των πιστών και τοποθέτησή τους σε απόσταση μεταξύ τους, ώστε να μην υπάρξει ο κίνδυνος συγχρωτισμού.

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ

[44] I.Α. Hamilton, (2020). 10 countries are now tracking phone data as the coronavirus pandemic heralds a massive increase in surveillance. In https://www.businessinsider.com/countries-trackingcitizens-phones-coronavirus-2020-3.
[45] Y.N. Harari, (2020). Τhe world after coronavirus, Financial Times, υποσ. 2. In https://www.ft.com/content/19d90308-6858-11ea-a3c9-1fe6fedcca
[46] D. Busvine, (2020). EU privacy rules no obstacle to coronavirus fight; smartphone tracking a no-no. In https://www.reuters.com/article/us-health-coronavirus-privacy-explainer/eu-privacyrules-no-obstacle-to-coronavirus-fight-smartphone-tracking-a-no-no-idUSKBN20X1MP.
[47] Φ. Παναγοπούλου-Κουτνατζή., ό.π., σελ. 10-11.
[48] Α. Τσαούση, (2018). Θεσμοί, Δίκαιο και Κοινωνία: Κρίσιμιες διατομές υπό το φως μιας βιωματικής θεώρησης. Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, σελ. 62-75.
[49] Κ.Γ. Παπαγεωργίου., (2019). Εκκλησιαστικό δίκαιο. Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, σελ. 107-108.
[50] Κ.Γ. Παπαγεωργίου., ό.π., σελ. 121.
[51] Κοινή Υπουργική Απόφαση Δια/ΓΠ.οικ.23093/2020 – ΦΕΚ 1178/Β/6-4-2020.