Αρχ. Ανανίας Κουστένης: Ο Μ. Κωνσταντίνος εστέφθη εκ Θεού. Γι’ αυτό λέγεται Θεόστεπτος!

24 Μαΐου 2021

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Συνέχεια από εδώ: http://www.pemptousia.gr/?p=311726

Ο Άγιος Κωνσταντίνος ήτο άπλός, ήτο αγαθός, ήτο αθώος, ήτο ευθύς, ήτο άδολος. Ήτο άνθρωπος Του Θεού. Και γι’ αυτό το πνεύμα Του Θεού τον εφώτισε και τον εδίδαξε και τον οδήγησε. Όμως οι κάτοικοι εκεί και οι συγκλητικοί οι περισσότεροι αντέδρασαν, παρότι είδαν την περίλαμπρη νίκη του Κωνσταντίνου. Δεν είναι εύκολο κανείς να πιστέψει, ότι δεν έχει τις προϋποθέσεις κι αν δεν έχει έλθει και η ώρα του.

«Ου γαρ πάντων η πίστις», αναφωνεί ο Μέγας Απόστολος Παύλος. Γι’ αυτό, κι όπως λέει ο σερ Στήβεν Ράνσιμαν, τότε ο Κωνσταντίνος εστράφη κατ’ ανατολάς για να συνεννοηθεί – πολύ σπουδαίο – και για να ζήσει. Και μετέφερε την πρωτεύουσα στην Ανατολή, οδηγημένος από άγγελον Κυρίου και την έκτισε εκεί που βρίσκεται μέχρι σήμερα και που φέρει και θα φέρει ακόμη κατ πάντοτε το όνομά του. Κωνσταντίνου Πόλις.

Και ο Χριστός τον οδήγησε πώς να την κτίσει και τι να κάνει. Κι ακόμη του είπε να την αφιερώσει στην Παναγία. Γι’ αυτό από τότε η Κωνσταντινούπολις και μέχρι σήμερα είναι της Θεοτόκου η πόλις. Κι εκείνη είναι η Υπέρμαχος Στρατηγός. Γι’ αυτό η Πόλις είναι και Θεοσκέπαστη και Θεοφρούρητη.

Και όταν ο Κύριος εβουλήθη να τουρκέψει η Πόλις, είπε στην Παναγιά και στους Αγίους ότι είναι θέλημά του η Πόλις να τουρκέψει. Κι είπε στην Παναγιά να μην την προστατεύει, κι η Παναγία, ξέρετε τι κανε; Κάθησε κι έκλαιγε. «Κλαίει πικρά η Παναγιά», λέει και το τραγουδάκι το δημοτικό, «Κι ο Μιχαήλ κι ο Γαβριήλ την επαρηγορούσαν:

«Σώπασε κυρά Δέσποινα και μην πολλά δακρύζεις πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θα ‘ναι».

Ήταν θέλημα του Κυρίου. Να τουρκέψει η Πόλις. Και πού ξέρομε, τότε, αν πάλι δεν θα ‘ναι θέλημα Θεού να ξετουρκέψει; Οι Τούρκοι το ξέρουν, οι ταλαίπωροι κι αυτοί, ότι η Πόλις δεν είναι δική τους. Την έχουν υφαρπάσει. Δεν τους την παρέδωκε κανείς. Δεν τους την παρέδωκε. Δεν τους την παρέδωκε.

Όταν ο Άμιλτον, ο Άγγλος ναύαρχος στο μεγάλο εικοσιένα, που ήταν με τα πλοία του στ’ Ανάπλι, είπε στον Κολοκοτρώνη να τα βρείτε με τους Τούρκους, να τα φτιάξετε με τους Τούρκους – το ίδιο μας λένε οι Φράγκοι και σήμερα και όχι μόνο οι Φράγκοι – και τι του λέει ο Θεοδωράκης; «Άκουσε, ναύαρχέ μου, ο τελευταίος βασιλιάς μας, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, έπεσε μαχόμενος. Και δεν παρέδωκε την Πόλη. Ο πόλεμος συνεχίζεται».

Πού είν’ αυτοί οι άνθρωποι; Πού είν’ αυτοί οι άνθρωποι; Ο πόλεμος συνεχίζεται. Κι αν δεν μας έτρωγε η διχόνοια, κι αν δεν μας χάλαγαν οι μπαρμπέρηδες που ‘ρθαν απ’ έξω, οι Μαυροκορδάτοι και οι υπόλοιποι, κι αν δεν εγίνοντο και κάποια άλλα ατυχήματα, για τις αμαρτίες μας και πάλι, όπως λέει ο Θοδωράκης ο Κολοκοτρώνης, θα είχαμε πάρει και τη Βασιλεύουσα.

Γιατί ήταν θέλημα Θεού η ελευθερία της πατρίδος στα 1821. Αφού τίποτε, μα τίποτε, δεν προοιώνιζε την ελευθερία. Ιερά συμμαχία, οθωμανική αυτοκρατορία, φίλοι άσπονδοι, διχασμοί των Ελλήνων, κοτζαμπάσηδες, και υπόλοιποι – που αρκετοί από τους κοτζαμπάσηδες τα ‘χανε χαλά με τους Τούρκους, αλλά οι περισσότεροι δεν τα ‘χανε καλά και βοήθησαν στην επανάσταση, — διχόνοιες, ίντριγκες, φατρίες, φιλοχρηματίες, ατιμίες και το ‘να και τ’ άλλο επικρατούσαν και ήταν εκ των πραγμάτων και ανθρωπίνως αδύνατον να ελευθερωθεί η γλυκυτάτη πατρίς μας.

Γι’ αυτό και το μεγάλο τέκνο της, ο Ιωάννης Καποδίστριας, είπε ότι «ο Θεός έσωσε διά θαυμάτων την Ελλάδα». Κι ο μεγάλος άλλος της Επαναστάσεως, ο Θοδωράκης Κολοκοτρώνης, είπε «ο Θεός έβαλε την υπογραφή του για την ελευθερία της πατρίδος και δεν την παίρνει πίσω».

Κι είχε ο Θοδωράκης ιδιαιτέρα του, όπως και οι αυτοκράτορες οι Βυζαντινοί, την Παναγία μας. Εκείνη συμβουλευότανε, σ’ αυτήν έλεγε τα βάσανά του, αυτήν παρακαλούσε, αυτή τον επεσκέπτετο και καθ’ ύπνον και καθ’ ύπαρ – και όταν ήταν και ξύπνιος, δηλαδή – αυτό σημαίνει το καθ’ ύπαρ με ύψιλον – και του έλεγε το ‘να και τ’ άλλο και τον εμψύχωνε και στη συνέχεια εκεινος εμψύχωνε τους στρατιώτες κι έκαμαν μάχη και νικούσαν.

Γιατί ήταν Υπέρμαχος Στρατηγός η υπεραγία Θεοτόκος. Κι ο άχραντος υιός της. Και οι άγιοι της εκκλησίας. Κι ο άγιος Γεώργιος και ο άγιος Κοσμάς κι ο άγιος Δημήτριος. Και όλοι οι άγιοι. Γι’ αυτό και στα χρόνια της σκλαβιάς έλεγαν οι υποδουλωμένοι Έλληνες: «Βοήθα άγιε μου Γιώργη και συ Άγιε Κοσμά να πάρουμε την Πόλη και την Αγιά Σοφιά».

Ευτυχώς, για να επανέλθω, που μας έβαλε ο Μέγας και Άγιος Κωνσταντίνος και η αγιοτάτη μητέρα του στην ορθόδοξη εκκλησία. Αυτοί είδαν που πρέπει να πάνε. Κατά που να τραβήξουν. Τι πρέπει να κάνουν. Ο δρόμος γι’ αυτούς ήτο μονόδρομος. Ήτο ο δρόμος της εκκλησίας, ο δρόμος της ορθοδοξίας. Κι εδώ είναι ακριβώς η μεγάλη νίκη της εκκλησίας.

Στο γεγονός ότι έπεισε τον Καίσαρα και έγινε Χριστιανός. Ο αυτοκράτωρ, που πριν ήταν διώκτης και τύραννος και αιμοβόρος και το να και τ’ άλλο, τώρα γίνεται Χριστιανός. Και θέτει την αλουργίδα του, το αξίωμά του, το στέμμα του, τη διακονία του, στη διάθεση της εκκλησίας. Αυτό λεν οι ύμνοι που διαβάζομε σήμερα στη γιορτή του.

Και έγινε υπηρέτης. Στη Σύνοδο την πρώτη της Νίκαιας είπε στους πατέρες, στους αρχιερείς και λοιπούς κληρικούς που ήταν σύνεδροι: «Εσείς είσθε αίτιοι της των εθνών σωτηρίας. Και έχετε αναλάβει τα πνευματικά, τη σωτηρία των ευχών των ανθρώπων. Σ’ εμένα θα ήθελα να επιτρέπετε να αναλάβω τα βιοτικά. Τα κοσμικά. Τα έξω της εκκλησίας. Για να μαι κι εγώ ένα είδος επισκόπου. Ένα είδος ποιμένος. Ένα είδος προστάτου. Ένα είδος οδηγού.

Γι’ αυτό και προηγουμένως, όπως ακούσατε και το πρωί στη λειτουργία, στον όρθρο, είπαμε το ευαγγέλιο που διαβάζομε στους Ιεράρχας: «Εγώ ειμί ο ποιμήν ο Καλός, εγώ ειμί η θύρα», τ’ ακούσατε πριν λίγο. Αυτό διαβάζεται, και στη λειτουργία διαβάζεται, αλλά σήμερα, επειδή ήτανε της Μεσοπεντηκοστής, διαβάσαμε της δεσποτικής εορτής το ευαγγέλιο.

Αν τύχει άλλη ημέρα του Αγίου και Μεγάλου Κωνσταντίνου καθημερινή, διαβάζομε και στον όρθρο και στη λειτουργία το ευαγγέλιο που διαβάζομε στους Ιεράρχες. Στους ποιμένες της Εκκλησίας. Στους πατέρες και διδασκάλους. Γιατί ο Κωνσταντίνος εστέφθη εκ Θεού. Γι’ αυτό λέγεται Θεόστεπτος. Εχρίσθη εκ Θεού. Γι’ αυτό λέγεται και Ιερεύς και βασιλεύς με την ευρύτερη έννοια, με το «βασίλειον Ιεράτευμα».

Γι’ αυτό και στη συνέχεια όλοι οι αυτοκράτορες εχρίοντο υπό του Πατριάρχου. Κατά κάποιο τρόπο εχειροτονούντο. Kι ήσαν χριστοί Κυρίου. Και οι χειρότεροι ακόμη είχαν αυτή τη χάρη. Σήμερα πια φύγαμε απ’ αυτό τελείως. Είμαστε στους δαιμονισμένους του Ντοστογιέφσκυ. Είμαστε στου Αντιχρίστου τη δράση. Αλλά οι άγιοι μάς έκαμαν τόσο μεγάλο καλό, τους φώτισε ο Χριστός μας και μας έβαλαν στην εκκλησία.

 

Απόσπασμα από την λόγο του μακαριστού, Γέροντα, Αρχιμανδρίτη, π. Ανανία Κουστένη «Μέγας Κωνσταντίνος ο Γενάρχης της Ρωμιοσύνης» ο οποίος περιέχεται στο βιβλίο του «Βυζαντινοί Λόγοι» των εκδόσεων Ακτή.