Γρηγόριος Παλαμάς: Θα σας αποκαλύψω κάτι που αναφέρεται συγκεκαλυμμένα από τους Ευαγγελιστές…

16 Μαΐου 2021

Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης.

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Αγίου Γρηγορίου Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης του Παλαμά: Ομιλία εις την Κυριακήν των Μυροφόρων

(Όπου και αναφέρεται ότι πρώτη η Θεοτόκος είδε τον Κύριο μετά την εκ νεκρών ανάστασί του)

Η ανάστασις του Κυρίου είναι ανανέωσης της ανθρωπινής φύσεως. Και για τον πρώτο Αδάμ, που λόγω της αμαρτίας καταπόθηκε από τον θάνατο και δια του θανάτου επέστρεψε στην γη, από οπού πλάσθηκε, είναι αναζώωσις και ανάπλασης και επάνοδος προς την αθάνατη ζωή.

Εκείνον λοιπόν στην αρχή κανένας άνθρωπος δεν τον είδε να πλάθεται και να παίρνει ζωή (αφού κανένας άνθρωπος δεν υπήρχε ακόμη εκείνη την ώρα). Όταν όμως έλαβε την πνοή της ζωής με το θείο εμφύσημα, πρώτη από όλους τους άλλους τον είδε μια γυναίκα (διότι η Εύα στάθηκε ο πρώτος άνθρωπος μετά από εκείνον).

Με τον ίδιο τρόπο λοιπόν και τον δεύτερο Αδάμ, δηλαδή τον Κύριο, όταν ανίστατο από τους νεκρούς, κανένας άνθρωπος δεν τον είδε (αφού κανείς δικός του δεν παρευρισκόταν εκεί και οι στρατιώτες που φύλαγαν το μνήμα, ταραγμένοι από τον φόβο, είχαν γίνει ωσεί νεκροί).

Μετά την ανάσταση όμως, πρώτη από όλους τους άλλους τον είδε μία γυναίκα, όπως ακούσαμε να μας ευαγγελίζεται σήμερα ο Μάρκος. Διότι λέγει: αναστάς ο Ιησούς πρωί πρώτη Σαββάτου εφάνη πρώτον Μαρία τη Μαγδαληνή.

Βέβαια ο Ευαγγελιστής φαίνεται σαν να δήλωσε σαφώς και την ώρα που αναστήθηκε ο Κύριος, δηλαδή το πρωί, και ότι πρώτα εμφανίσθηκε στην Μαρία την Μαγδαληνή και ότι εμφανίσθηκε την ίδια την ώρα της αναστάσεως. Όμως δεν λέει έτσι, όπως θα γίνει φανερό αν προσέξουμε λίγο.

Διότι λίγο πιο πάνω και σε συμφωνία με τους άλλους Ευαγγελιστές λέγει κι αυτός ότι αυτή η ίδια Μαρία έχοντας μαζί της και τις άλλες Μυροφόρες ήλθε και νωρίτερα στον τάφο και τον είδε αδειανό και έφυγε.

Άρα ο Κύριος αναστήθηκε πολύ νωρίτερα από το πρωί που τον είδε αυτή. Επισημαίνοντας μάλιστα και την ώρα εκείνη ο Ευαγγελιστής, δεν είπε απλώς πρωί, όπως εδώ, αλλά λίαν πρωί. Επομένως ανατολή ηλίου ονομάζει εκεί το αμυδρό φως που πρωτοεμφανίζεται στον ορίζοντα, το οποίο υπονοώντας και ο Ιωάννης λέγει ότι η Μαρία η Μαγδαληνή ήλθε πρωί σκοτίας έτι ούσης εις το μνημείων και είδε τον λίθον ηρμένον εκ του μνημείου.

Και κατά τον Ιωάννη, αυτή τότε δεν ήλθε μόνο προς το μνήμα, άλλα και έφυγε από το μνήμα, χωρίς να έχη δει ακόμη τον Κύριο. Διότι τρέχει και έρχεται προς τον Πέτρο και τον Ιωάννη και αναγγέλλει όχι ότι αναστήθηκε ο Κύριος, αλλά ότι τον πήραν από τον τάφο.

Άρα δεν γνώριζε ακόμη την ανάστασι. Συνεπώς η Μαρία δεν ήταν άπλα η πρώτη στην οποία εμφανίσθηκε ο Κύριος, αλλά η πρώτη μετά την πλήρη έλευση της ημέρας.

Υπάρχει λοιπόν κάτι που αναφέρεται συγκεκαλυμμένα από τους Ευαγγελιστές, το όποιο και θα αποκαλύψω στην αγάπη σας. Διότι το ευαγγέλιο της αναστάσεως του Κυρίου, πρώτη από όλους τους άλλους ανθρώπους, όπως ήταν και πρέπον και δίκαιο, η Θεοτόκος το δέχθηκε από τον Κύριο και αυτή πριν από όλους τον είδε αναστημένο και απόλαυσε τη θεία του ομιλία.

Και όχι μόνο τον είδε με τα μάτια της και τον άκουσε με τα αυτιά της, αλλά και άγγισε, πρώτη αυτή και μόνη, τα άχραντα πόδια του, έστω κι αν δεν τα λένε φανερά όλα αυτά οι Ευαγγελιστές, μη θέλοντας να παρουσιάσουν την μητέρα σαν μάρτυρα της αναστάσεως και δώσουν έτσι αφορμή υποψίας στους απίστους.

Εμείς όμως τώρα με την χάρι του Αναστάντος ομιλούμε σε πιστούς και η υπόθεσης της εορτής μας αναγκάζει να διευκρινίσουμε τα σχετικά με τις Μυροφόρες. Γι’ αυτό, αφού μας παρέχει την άδεια του λόγου Εκείνος που είπε ουδέν κρυπτόν ο ου φανερό γεννήσετε, θα κάνουμε ώστε και αυτό το κρυπτόν να φανερωθή.

Μυροφόρες είναι λοιπόν οι γυναίκες που ακολουθούσαν μαζί με την Μητέρα του Κυρίου και παρέμειναν μαζί της κατά τον καιρό του σωτηρίου πάθους και φρόντισαν να αλείψουν με μύρα το σώμα του Κυρίου. Τον καιρό δηλαδή που ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος ζήτησαν και έλαβαν από τον Πιλάτο το δεσποτικό σώμα, το ξεκρέμασαν από τον σταυρό, το περιέκλεισαν σε σάβανα μαζί με πολύ παχύρρευστα αρώματα, το τοποθέτησαν μέσα σε λαξευτό μνημείο κι έβαλαν μία μεγάλη πέτρα πάνω στη θύρα του μνημείου, παρευρίσκονταν εκεί κατά τον Ευαγγελιστή Μάρκο και παρακολουθούσαν η Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία καθήμενοι απέναντι του τάφου.

Με την φράση και η άλλη Μαρία υποδηλώνεται αναμφίβολα η Θεομήτωρ. Διότι αυτή εκαλείτο και Ιακώβου και Ιωσή μήτηρ, επειδή εκείνοι ήταν γιοι του Ιωσήφ του Μνήστορος. Δεν παρευρίσκονταν δε μόνο αυτές εκεί παρατηρώντας, όταν ενταφιάζονταν ο Κύριος, άλλα και άλλες γυναίκες, όπως εξιστόρησε ο Λουκάς γράφοντας: κατακολουθήσασαι δε γυναίκες, αίτινες ήσαν συνεληλυθυίαι ούτω εκ της Γαλιλαίας, εθεάσαντο το μνημείον και ως ετέθη το σώμα αυτού ήσαν δε η Μαγδαληνή Μαρία και Ιωάννα και Μαρία Ιακώβου και αι λοιπαί συν αυταίς.

Αφού δε επέστρεψαν, λέει, αγόρασαν αρώματα και μύρα. Διότι ακόμη δεν είχαν καταλάβει ακριβώς ότι Αυτός είναι στ’ αλήθεια η οσμή της ζωής για όσους τον πλησιάζουν με πίστη (όπως ακριβώς είναι και οσμή θανάτου για όσους μένουν έως τέλους απειθείς), και οσμή ιματίων αυτού, δηλαδή του ιδίου του σώματος Του, είναι όπερ πάντα τα αρώματα και μύρον εκκενωθέν όνομα αυτώ, με το οποίο και γέμισε από θεία ευωδία την οικουμένη.

Άλλα ετοιμάζουν μύρα και αρώματα, αφ’ ενός μεν για να τιμήσουν τον κείμενο νεκρό, αφ’ ετέρου δε επινοώντας με το άλειμμα αυτό και κάποια παρηγοριά γι’ αυτούς που θα ήθελαν να παραμείνουν κοντά στο σώμα, καθώς αυτό θα ανέδιδε την δυσωδία της σήψεως.

Αφού λοιπόν ετοίμασαν τα μύρα και τα αρώματα, το μεν Σάββατο ησύχασαν κατά την εντολή. Διότι ακόμη δεν είχαν καταλάβει τα αληθινά Σάββατα ούτε είχαν γνωρίσει εκείνο το υπερευλογημένο Σάββατο που μεταβιβάζει την ανθρώπινη φύση μας από τα σπήλαια του Άδη στο ολόφωτο και θείο και ουράνιο ύψος.

Τη δε μια των Σαββάτων, όρθρου βαθέως, όπως λέγει ο Λουκάς, ήλθον επί το μνήμα, φέρουσα ετοίμασαν αρώματα. Ο δε Ματθαίος λέγει: οψέ δε Σαββάτων, τη επιφωσκούση εις μίαν Σαββάτων και ότι δύο ήταν αυτές που προσήλθαν· ενώ ο Ιωάννης: πρωί σκοτίας έτι ούσης και ότι μία, η Μαγδαληνή Μαρία, ήταν αυτή που προσήλθε· ο δε Μάρκος: λίαν πρωί της μιας Σαββάτων και ότι τρεις ήταν αυτές που προσήλθαν.

«Μίαν Σαββάτων» λοιπόν ονομάζουν όλοι οι ευαγγελιστές την Κυριακή. «Οψέ Σαββάτων» δε και «όρθρον βαθύν» και «λίαν πρωί» και «πρωί σκοτίας έτι ούσης» ονομάζουν περίπου τον χρόνο του όρθρου, όταν το φως είναι ανάμικτο με το σκοτάδι. Είναι δε όρθρος από την στιγμή που θα αρχίσει να φωτίζει το ανατολικό μέρος του ορίζοντος προαναγγέλλοντας έτσι τον ερχομό της ημέρας. Αυτό το σημείο παρατηρώντας κανείς από μακριά, μπορεί να το δη να αρχίζει να ροδίζει με φως γύρω στην ενάτη ώρα της νυκτός, έτσι ώστε μέχρι την πλήρη ήμερα να υπολείπονται άλλες τρεις ώρες.

Βέβαια κατά κάποιο τρόπο, οι ευαγγελιστές φαίνονται να διαφωνούν μεταξύ τους, τόσο για την ώρα, όσο και για τον αριθμό των γυναικών. Κι αυτό, γιατί όπως είπα, και πολλές ήταν οι Μυροφόρες, και ήλθαν στον τάφο όχι μια φορά, άλλα και δεύτερη και τρίτη, και καθ’ ομάδας μεν, αλλ’ όχι πάντοτε οι ίδιες, και όλες μεν κατά τον όρθρο, όχι όμως την ίδια ακριβώς στιγμή· η Μαγδαληνή δε ξεχώρισε και ήλθε και πάλι μόνη της και έμεινε περισσότερο. Λοιπόν κάθε ευαγγελιστής αναφέρει μία προσέλευση κάποιας ομάδος και παραλείπει τις άλλες.

Όπως δε εγώ αναμετρώ και συμπεραίνω από όλους τους ευαγγελιστές και όπως το είπα και προηγουμένως, πρώτη από όλες τις άλλες ήλθε στον τάφο του Υιού και Θεού της η Θεοτόκος, έχοντας μαζί της και την Μαγδαληνή Μαρία.

Και αυτό κυρίως το συμπεραίνω από τον ευαγγελιστή Ματθαίο. Διότι αυτός λέγει: ήλθε η Μαγδαληνή Μαρία και η άλλη Μαρία (η οποία ασφαλώς ήταν η Θεομήτωρ) θεωρείσαι τον τάφον. Και ιδού σεισμός εγένετο μέγας άγγελος γαρ Κυρίου καταβάς εξ ουρανού προσελθών απεκύλισε τον λίθον εκ της θύρας του μνημείου και εκάθητο επάνω αυτού ην δε η ιδέα αυτόν ως αστραπή και το ένδυμα αυτού λευκόν ωσεί χιών από δε του φόβου αυτού εσείσθησαν οι τηρούντες και εγένοντο ωσεί νεκροί.

Όλες λοιπόν οι άλλες γυναίκες ήλθαν μετά τον σεισμό και την φυγή των φυλάκων και βρήκαν τον τάφο ανοιγμένο και τον λίθο παραμερισμένο. Ενώ η Παρθενομήτωρ ήταν εκεί την στιγμή που γινόταν ο σεισμός και παραμεριζόταν ο λίθος και ανοιγόταν ο τάφος και παρευρίσκονταν οι φύλακες (αν και συγκλονισμένοι βέβαια από τον φόβο· γι’ αυτό και μετά τον σεισμό, μόλις συνήλθαν, κοίταξαν αμέσως πώς να φύγουν και έτσι η Θεομήτωρ απολάμβανε πιο άφοβα τη θέα).

Έμενα δε μου φαίνεται ακόμη ότι γι’ αυτήν πρώτη ανοίχθηκε εκείνος ο ζωηφόρος τάφος (διότι γι’ αυτήν πρώτη και δι’ αυτής όλα μας ανοίχθηκαν, όσα είναι επάνω στον ουρανό και όσα είναι εδώ κάτω στη γη) και ότι γι’ αυτήν έλαμψε έτσι ο άγγελος· ώστε αυτή δηλαδή, αν και ήταν ακόμη σκοτεινά, με πλούσιο το φως του αγγέλου, όχι μόνο τον τάφο να δη κενό, άλλα και τα εντάφια τακτοποιημένα, έτσι που να μαρτυρούν με κάθε τρόπο την έγερση του ενταφιασθέντος.

Συνεχίζεται

 

Από την περιοδική έκδοση της Ιεράς Μονής Ξηροποτάμου Αγίου Όρους, «Αγιορείτικη Μαρτυρία», τεύχος 6. Από την ιστοσελίδα http://www.pigizois.gr/kiriakodromio/apo_pateres/kiriaki_miroforon.htm