Η άλωση της Κωνσταντινούπολης Μέρος Γ΄-Τα γεγονότα που προηγήθηκαν

28 Μαΐου 2021

Οι δύο τελευταίες ημέρες πριν από την Άλωση ήταν από τις πιο τραγικές στη χιλιόχρονη ιστορία του Βυζαντινού κράτους.Ο τελευταίος αυτοκράτορας με το ήθος και τη γενναιότητα που ταιριάζει σ’ αυτόν που ανέλαβε να διοικήσει τη Βασιλεύουσα ανεβαίνει το δικό του Γολγοθά, γράφοντας μία μοναδική σελίδα στην παγκόσμια ιστορία.

Τα γεγονότα που προηγήθηκαν αυτής της τραγικής ημέρας ήταν τα ακόλουθα:

Η ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ

Γνωρίζοντας άριστα την κατάσταση ο Παλαιολόγος άρχισε να προετοιμάζεται για την επικείμενη επίθεση εναντίον της πόλης.

Άρχισε να συγκεντρώνει μεγάλες ποσότητες τροφίμων για να καλύψει τις ανάγκες του πληθυσμού και του στρατού που θα αντιμετώπιζε τον τουρκικό στρατό.

Εξασφάλισε με κάθε τρόπο μεγάλο αριθμό όπλων και υγρού πυρός που θα μπορούσε να ωφελήσει τους αμυνόμενους.

Ζήτησε τη συνδρομή των πλουσίων της Πόλης αλλά συνάντησε την έντονη άρνηση. Για τον σκοπό αυτό έκανε υποχρεωτικό δάνειο προς το κράτος και πήρε από τις εκκλησίες και τα μοναστήρια όλα τα πολύτιμα σκεύη και χρήματα που διέθεταν από δωρεές πιστών, προκειμένου να κόψει νόμισμα και να καλύψει τις πληρωμές που ήταν αναγκαίες κατά την άμυνα της πόλης. Περιόρισε στο ελάχιστο τις κρατικές δαπάνες και αναδιοργάνωσε τα ελάχιστα τμήματα του στρατού, ενώ ενίσχυσε όσο ήταν δυνατόν , με λαϊκή συμμετοχή τα μέρη του τείχους που είχαν υποστεί καταστροφές και την τάφρο που περιέβαλλε το εξωτερικό τείχος. Τέλος στρατολογήθηκαν όλοι όσοι ήταν σε θέση να φέρουν όπλα.

Ένα πολύ σημαντικό γεγονός ήταν ότι στο τέλος Μαρτίου του 1453 κατορθώνει να κλείσει τον Κεράτιο Κόλπο με μεγάλη αλυσίδα, ώστε να είναι αδύνατη η είσοδος πλοίων του τουρκικού στόλου και να είναι διασφαλισμένη, τουλάχιστον από τα θαλάσσια τείχη της πόλης άμυνα της πόλης. Έγινε δηλαδή σε ελάχιστο χρόνο αυτά που δεν είχαν γίνει τα προηγούμενα 50 χρόνια στην οργάνωση και την άμυνα της πόλης.

Τέλος κατόρθωσε να εξασφαλίσει την έλευση ενός μικρού μέρους μαχητών από τα νησιά του Αιγαίου, περίπου 200 άτομα και τη βοήθεια του Ιωάννη Τζουστινιάνι ο οποίος έφθασε στην πόλη με δύο πλοία και 700 μαχητές , τα έξοδα των οποίων ανέλαβε ο ίδιος. (φωτ.)

Ο συνολικός αριθμός των αγωνιστών κατά τον χρονογράφο Κωνσταντίνο Δούκα ανέρχονταν, σύμφωνα με τους επίσημους στρατιωτικούς καταλόγους σε 7853 στρατιώτες.

Σε αυτά περιλαμβάνονταν και 25 δρόμωνες, πολεμικά πλοία.

Ο ΣΤΡΑΤΟΣ ΤΟΥ ΜΩΑΜΕΘ

Αντίθετα ο στρατός του Μωάμεθ που θα φθάσει στην πόλη ανέρχονταν σε 253.000 άνδρες.

Ωστόσο άλλες πηγές αναφέρουν ότι ο σουλτάνος κινητοποίησε εναντίον της Πόλης 160.000 στρατιώτες και περίπου 150 πλοία.

Στη δύναμη αυτή περιλαμβάνονταν 12000 γενίτσαροι, τεράστιος αριθμός ιππικού, τοξότες, χιλιάδες βοηθητικοί στρατιώτες και κατασκευαστές υπονόμων, για να ανατινάξουν τα τείχη.

Με το μέρος επίσης του σουλτάνου πολεμούσαν 25.000 στρατιώτες από την Ελλάδα και ανάλογος αριθμός από τη Σερβία, τη Βουλγαρία και τα θέματα της Μακεδονίας και του Ιλλυρικού.

Εκτός από αυτούς όμως στη δύναμη του Μωάμεθ συμπεριλαμβάνονταν πολύ μεγάλος αριθμός βοηθητικών στρατιωτών, εργατών, τειχοποιών, τεχνιτών κάθε είδους, αρτοποιών, οπλουργών, υπονομευτών και, πάσης φύσεων συνοδών του στρατεύματος κα.

Στον εξοπλισμό του ο στρατός του Μωάμεθ διέθετε τεράστιο αριθμό πυροβόλων όπλων για την καταστροφή των τειχών, καθώς και το τεράστιο κανόνι, η μπομπάρδα, βάρους 25 τόνων, δημιούργημα του Ούγγρου Ουρβανού. Για τη μεταφορά του τεράστιου αυτού κανονιού χρειάστηκαν 60 ζευγάρια βόδια και τετρακόσιοι άνδρες, διακόσιοι στην κάθε πλευρά.

Τέλος τη δύναμη αυτή ακολουθούσαν στρατιωτικοί ακόλουθοι των περισσοτέρων δυνάμεων της Ευρώπης, ως παρατηρητές της μεγαλύτερης πολεμικής επιχείρησης που είχε γίνει στην ιστορία της Ευρώπης.

ΤΑ ΤΕΙΧΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ

Σε όλες τις χρονικές περιόδους που η Κωνσταντινούπολη αντιμετώπισε επιδρομές και εξωτερικά προβλήματα τα τείχη ήταν το βασικότερο μέσον για την απόκρουσή τους. Από την περίοδο του Μεγάλου Κωνσταντίνου μέχρι τον 13ο αιώνα τα τείχη ήταν σε άριστη κατάσταση και απέτρεπαν με την έκταση και το ύψος τους κάθε επίδοξο κατακτητή.

Στην τριγωνική χερσόνησο που εκτείνονταν η πόλη υπήρχαν τρία τείχη. Το χερσαίο τείχος που εκτείνονταν από τη θάλασσα του Μαρμαρά μέχρι τον Κεράτιο κόλπο, έκτασης 7 περίπου χιλιομέτρων, από την περιοχή του Στουδίου μέχρι την περιοχή των Βλαχερνών. Το τείχος αυτό περιβάλλονταν από μεγάλη τάφρο και εκτείνονταν σε δύο σειρές, σε εξωτερικό και εσωτερικό τείχος που ενισχύονταν με υψηλούς πύργους που αποτελούσαν και τα βασικά σημεία αντίστασης των πολιορκημένων.

Τα τείχη κατά μήκος του Κεράτιου ήταν μονά και εκτείνονταν σε έκταση 5,5 περίπου χιλιομέτρων. Το τείχος αυτό περιείχε δύο οχυρωμένα λιμάνια και ένδεκα πύλες και εξασφάλιζε την άμυνα της πόλης από τη θάλασσα, η οποία σε όλο το μήκος του Κεράτιου κόλπου ήταν κλειστή και φράσσονταν από την μεγάλη αλυσίδα, που εμπόδιζε την είσοδο κάθε πλοίου προς το εσωτερικό του κόλπου.

Το τρίτο τείχος εκτείνονταν κατά μήκος της Προποντίδας και μέχρι την είσοδο του Κεράτιου κόλπου, μήκους 9 χιλιομέτρων.

Η ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ

Η επίθεση των Τούρκων εναντίον της Πόλης ξεκίνησε με σφοδρό βομβαρδισμό προς την Πύλη του Αγίου Ρωμανού, όπου βρίσκονταν το αυτοκρατορικό επιτελείο και η στρατιωτική δύναμη του Γιουστινιάνι, με τρεις περίπου χιλιάδες άνδρες. Απέναντί τους βρίσκονταν η σκηνή του Σουλτάνου με το επιτελείο του που επιστατούσαν κάθε επιθετική κίνηση εναντίον της κεντρικής πύλης άμυνας των Βυζαντινών.

Ο βομβαρδισμός ωστόσο παρά τις τεράστιες πέτρινες οβίδες που εκτόξευαν εναντίον του τείχους δεν είχαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, διότι η κάθε βολή απείχε χρονικά από την άλλη περίπου 8 ώρες, διάστημα στο οποίο οι αμυνόμενοι είχαν τη δυνατότητα να επισκευάζουν τα τείχη και να κάνουν αδύνατη κάθε προσπέλαση στο εσωτερικό του τείχους. Σ’ αυτή την προσπάθεια σημαντική ήταν η συμβολή του άμαχου πληθυσμού που εργάζονταν νυχθημερόν για την αποκατάσταση των ζημιών.

Ωστόσο στις 18 Απριλίου μετά από σφοδρό βομβαρδισμό οι Τούρκοι κατόρθωσαν να γκρεμίσουν ένα μέρος των εξωτερικών τειχών και δύο πύργους του εσωτερικού τείχους. Μετά την επιτυχία αυτή θεώρησαν ότι θα μπορούσαν να επιτύχουν την κατάληψη της πόλης. Δύο ώρες μετά τη δύση του Ηλίου ο σουλτάνος έδωσε εντολή να κάνουν γενική επίθεση. Η επίθεση όμως αυτή αποκρούστηκε και επέφερε μεγάλες απώλειες στους Τούρκους, ενώ αντίθετα οι υπερασπιστές αναθάρρησαν και επιδόθηκαν σε επισκευές των τειχών, εφόσον πίστευαν ότι οι επιθέσεις θα συνεχίζονταν.

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

Την ίδια περίοδο που εξελίσσονται οι επιθέσεις στα εξωτερικά τείχη και ιδιαίτερα στην πύλη του Αγίου Ρωμανού και στην Πύλη της Αδριανούπολης συνέβη ένα απρόβλεπτο γεγονός που αναθάρρησε τους αμυνόμενους και τους έκανε να πιστέψουν ότι θα έρχονταν τελικά βοήθεια από τη Δύση.

Στις αρχές Απριλίου τρεις γαλέρες Γενοβέζικες που μετέφεραν όπλα και πολεμοφόδια με εντολή του πάπα από τη Γένοβα προς την Πόλη αναγκάστηκαν να σταματήσουν στη Χίο επειδή ο άνεμος ήταν βόρειος και δε μπορούσαν να πλεύσουν προς την πόλη. Εκεί συναντήθηκαν με μία αυτοκρατορική γαλέρα που οδηγούσε ο πλοίαρχος Φλαντανελάς, που μετέφερε σιτάρι στην Κωνσταντινούπολή. Όταν όμως λίγες ημέρες αργότερα ο άνεμος έγινε Νότιος τα πλοία άνοιξαν πανιά και κινήθηκαν προς τα Δαρδανέλια που ήταν αφύλακτα, επειδή όλα τα τουρκικά πλοία είχαν μεταφερθεί στην Κωνσταντινούπολη και είχαν αγκυροβολήσει στην περιοχή του Διπλοκιονίου, όπου βρίσκεται το ανάκτορο του Τοπ Καπί, μέχρι την είσοδο του Κεράτιου Κόλπου.

Τα τέσσερα πλοία που κατευθύνονταν στην Κωνσταντινούπολη πλησίαζαν στην πόλη όταν έγιναν αντιληπτά από τα τουρκικά, τα οποία κινήθηκαν αμέσως εναντίον τους. Η δύναμη των Τούρκων ήταν τουλάχιστον δεκαπλάσια και ζήτησαν την παράδοση και το κατέβασμα των ιστίων τους. Αντί όμως γι’ αυτό δέχτηκαν μαζική επίθεση από τα έμπειρα ελληνικά και Γενοβέζικα πληρώματα και η ναυμαχία εξελίχτηκε όπως λέει ο Κριτόβουλος σε πεζομαχία αφού τα πλοία είχαν σχεδόν κολλήσει το ένα στο άλλο. Η σύγκρουση πήρε δραματικές διαστάσεις και οι πολιορκημένοι που αντιλήφθηκαν την κατάσταση παρατάχθηκαν επάνω στα τείχη από όπου παρακολουθούσαν την εξέλιξη της άνισης μάχης. Εκατοντάδες ήταν τα θύματα που επέφεραν το ελληνικό και τα γενοβέζικα πληρώματα στους Τούρκους, οι οποίοι δε φαίνονταν ανίκανοι να ανακόψουν την πορεία των τεσσάρων πλοίων προς τον Κεράτιο κόλπο.

Ο Σουλτάνος που παρακολουθούσε από την ξηρά έφιππος τη ναυμαχία είχε γίνει έξαλλος που πάνω από πενήντα πλοία δε μπορούσαν να ανακόψουν την πορεία των «βυζαντινών» και μάλιστα με εκατόμβες νεκρών. Μπήκε μάλιστα έφιππος μέσα στη θάλασσα ωρυόμενος, προσπαθώντας να εμφυσήσει πολεμικό πνεύμα στα πληρώματα των πλοίων του .

Τελικά μετά από ώρες σκληρής μάχης, με τη βοήθεια τριών πλοίων που βγήκαν από τον Κεράτιος, για να απασχολήσουν τα τουρκικά πλοία, ο Φλαντανελάς και τα τρία Γενοβέζικά πέρασαν την αλυσίδα και ασφαλή αγκυροβόλησαν στο ένα από τα δύο πολεμικά λιμάνια του κόλπου.

Ήταν τόση η οργή του σουλτάνου, ώστε την επόμενη ημέρα, 21Απριλίου, καθαίρεσε τον ναύαρχο και τον τιμώρησε με εκατό ραβδισμούς.

Ο Μωάμεθ κατάλαβε όμως ότι όσο ο Κεράτιος κόλπος είναι κλειστός δε θα μπορούσε να πιέσει τους αμυνόμενους από τη θάλασσα. Γι’ αυτό σκέφθηκε να βρει τρόπο να βάλει τα τουρκικά πλοία μέσα, για να διασπάσει τους αμυνόμενους και να εξασθενίσει την αντίσταση που πρόβαλλαν στα χερσαία τείχη.

Για το λόγο αυτό διέταξε να κατασκευάσουν ξύλινη δίολκο επάνω από το λόφο του Γαλατά και να σύρουν 70 πλοία μέσα στον κόλπο.

Η επιχείρηση αυτή, πραγματικά αξιοθαύμαστη και μοναδική σε σύλληψη έδειξε ότι ο Μωάμεθ ήταν πραγματικά μία μεγάλη στρατηγική μορφή. Η επιτυχία αυτή έφερε σε δύσκολη θέση την άμυνα των βυζαντινών, καθώς ο Μωάμεθ με γέφυρα που δημιούργησε με μεγάλα ξύλινα βαρέλια κατόρθωσε να προωθήσει στα θαλάσσια τείχη μεγάλο μέρος των στρατευμάτων του τα οποία πίεζαν πλέον και από τη μεριά της θάλασσας.

Στις 23 Μαΐου αντιπροσωπεία του σουλτάνου ζήτησε να συναντηθεί με τον αυτοκράτορα και του πρότεινε την παράδοση της πόλης με την παραχώρηση του δικαιώματος να εγκαταλείψουν την πόλη με όλα τα υπάρχοντά τους και να πάνε όπου ήθελαν. Η απάντηση όμως του Κωνσταντίνου ήταν περήφανη και απηχεί το πνεύμα των πολιορκημένων , αλλά και του ίδιου:

«Το να σου παραδώσω την Πόλη ούτε δικό μου δικαίωμα είναι ούτε κανενός άλλου από τους κατοίκους της• γιατί όλοι με μια ψυχή προτιμούμε να πεθάνουμε με τη θέλησή μας και δε λυπόμαστε για τη ζωή μας».