Η ανάπτυξη του Πόντου

18 Μαΐου 2021

Μία από τις μεγαλύτερες εθνικές τραγωδίες που γνώρισε ο ελληνισμός κατά τον 20ο αιώνα ήταν η γενοκτονία του ποντιακού ελληνισμού, που αποτέλεσε μομφή για την παγκόσμια κοινότητα που αποδέχτηκε χωρίς αντιδράσεις την εξόντωση 350.000 Ελλήνων του Πόντου και υποχρεωτική εγκατάλειψη των εστιών του, στις οποίες ζούσε αδιάκοπα από δύο χιλιετηρίδες.

Έχοντας ζήσει τα χρόνια των φοιτητικών χρόνων μου υπό την προστασία της Ευξείνου Λέσχης Θεσσαλονίκης, αλλά και την αγάπη των ποντιακής καταγωγής φίλων μου και των οικογενειών τους, θεωρώ υποχρέωση να κάνω την ανάρτηση αυτή με την ευκαιρία της μαύρης επετείου της Γενοκτονίας του Ποντιακού ελληνισμού τις 19 Μαΐου.

Η ανάπτυξη του Πόντου

Ο χώρος στον οποίο αναπτύχθηκε ο ποντιακός ελληνισμός βρίσκεται στο Νοτιοανατολικό μέρος του Ευξείνου Πόντο και φθάνει μέχρι τα όριο της Αρμενίας και του Καυκάσου. Ο πληθυσμός του που συνολικά ανέρχονταν σε πάνω από 700.000 χιλιάδες ψυχές εξελίχτηκε, πέρα από την ποιότητα και την εργατικότητα των κατοίκων του από το πλεονέκτημα που του έδωσε η ευρύτερη περιοχή στην οποία βρίσκονταν.

Και τούτο γιατί στην Τραπεζούντα κατέληγε προς Βορρά ο δρόμος του Μεταξιού που διέσχιζε όλη την Ασία, από την Κίνα μέχρι τις ακτές του Ευξείνου Πόντου. Ήταν φυσικό επομένως η πόλη να εξελιχτεί σε βασικό εμπορικό κέντρο που ενισχύονταν από το γεγονός ότι αποτελούσε τη φυσική κατάληξη του δρόμου που ένωνε την Μαύρη θάλασσα με τις πετρελαιοφόρες περιοχές της Μοσούλης και του Κιρκούκ και οι οποίες αποτελούσαν το μήλο της έριδας για όλους τους λαούς της λαούς της Ευρώπης που αναζητούσαν πρόσβαση στα πετρέλαια του Ιράκ και της περιοχής του Καυκάσου, αλλά και του Βατούμ.

Λέγεται μάλιστα ότι το 40% της εμπορικής κίνησης, αλλά και των κεφαλαίων που διακινούνταν στη Μαύρη θάλασσα ελέγχονταν από την Τραπεζούντα, στην οποία δημιουργήθηκαν τέσσερες τράπεζες, για να καλύψουν τον όγκο των συναλλαγών που εκτελούνταν στην περιοχή.

Παράλληλα όμως αναπτύχθηκαν σε σημαντικά εμπορικά κέντρα και άλλες πόλεις όπως η Σαμσούντα, η Κερασούντα, τα Κωτύορα, η Μπάφρα, η Αμισός, η Σινώπη, που απόκτησαν μεγάλη οικονομική δυνατότητα εξαιτίας της άψογης εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων της περιοχής και ιδιαίτερα της ξυλείας από τα πλούσια δάση της περιοχής.

Χιλιάδες άνθρωποι απασχολήθηκαν στην βιομηχανική εκμετάλλευση της ξυλείας, καθώς τα εργοστάσια που δημιουργήθηκαν διέθεταν πλέον ατμοκίνητα πριόνια που παρήγαγαν εμπόρευμα που ήταν περιζήτητο σε όλη την Ευρώπη. Με τον τρόπο αυτό για τις ορεινές κυρίως περιοχές η ξυλεία αποτέλεσε την πηγή, από όπου εξασφαλίστηκε ένα υψηλό επίπεδο διαβίωσης για τους κατοίκους, που στερούνταν άλλους πόρους.

Στον γεωργικό τομέα το πλούσιο έδαφος της πεδινής περιοχής που διέσχιζαν πολλά ποτάμια, αλλά και τα εύφορα οροπέδια επέτρεψαν μεγάλης έκτασης παραγωγικές καλλιέργειες δημητριακών, αραβοσίτου, οσπρίων, πατάτας, πορτοκαλιών και τα εξαιρετικής ποιότητας καπνά της Μπάφρας και της Αμισού, που ήταν περιζήτητα στις αγορές της Κωνσταντινούπολης και της Ευρώπης.

Τέλος εξαιρετικά σημαντικό για την άνοδο της περιοχής ήταν το πλούσιο σε μεταλλεύματα έδαφος του Πόντου, όπου εξορύσσονταν άργυρος, χαλκός, μόλυβδος και άλλα μεταλλεύματα. Τα μεταλλεία που δημιουργήθηκαν με ενέργειες της κυβέρνησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επέτρεψαν στους κατοίκους, να απολαμβάνουν ένα ειδικό καθεστώς εύνοιας από τον Σουλτάνο που είχε ανάγκη το σύνολο της παραγωγής για την κάλυψη των αναγκών της Αυτοκρατορίας.

Με τον τρόπο αυτό η περιοχή του Πόντου γνώρισε μεγάλη εξέλιξη και απέκτησε με την πάροδο του χρόνου, άριστους τεχνίτες χαλκού και σιδήρου, αργυροχόους, ξυλουργούς και ναυπηγούς, καθώς και πολλά αστικά επαγγέλματα, στα οποία στηρίζονταν σε ένα μεγάλο βαθμό η οικονομική ισχύς του τουρκικού κράτους.