Η Ανάσταση του Χριστού ως υπέρβαση του φόβου του θανάτου

5 Μαΐου 2021

Ο άνθρωπος  γεννιέται με το φόβο του θανάτου. Είναι το μόνο έμβιο όν που γνωρίζει ότι κάποια στιγμή θα πεθάνει και αυτός ο φόβος διαποτίζει όλες τις ενέργειές του. Αυτή είναι και η κληρονομιά του προπατορικού αμαρτήματος.

Ο αείμνηστος π. Ιωάννης Ρωμανίδης στο βιβλίο του «Το προπατορικόν αμάρτημα, Αθήνα 1989» αναφέρει ότι ο σατανάς κυριαρχεί στον κόσμο (Εβρ. 2:15) δια μέσου του φόβου που έχουν οι άνθρωποι για το θάνατο, καθώς μέσω αυτού παρασέρνει τον κόσμο στην αμαρτία (Ρωμ. 5:21) διότι, όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, «ο τόν θάνατον δεδοικώς, δούλος εστί, καί πάντα ύφίσταται ύπέρ τού μή αποθανείν» (Βλ. Ομιλία εις τήν πρός Εβραίους, PG 63, 41), δηλαδή αυτός που φοβάται τον θάνατο μη έχοντας πραγματική πίστη προς το Θεό ανησυχεί για τα πάντα και κυριαρχείται από σωματική και ψυχολογική ιδιοτέλεια οδηγούμενος στην αμαρτία…

Εγκλωβισμένος μέσα στο σύντομο χωροχρονικό πλαίσιο της επίγειας ζωής η οποία διαρκεί ολίγα έτη, ο φόβος του θανάτου εγείρει το άγχος, την αγωνία και το ένστικτο της αυτοσυντηρήσεως. Ως αντιστάθμισμα σε αυτά ο άνθρωπος ζει μέσα στην φιλαυτία, τη λατρεία του εγώ, στην υπερηφάνεια, στην θρησκευτική και ηθική αυτοδικαίωση. Εκπίπτει στην ειδωλολατρία θεοποιώντας τα υλικά αγαθά αλλά και τον ίδιο τον εαυτό του. Αναζητεί την ασφάλεια και την ευδαιμονία στα πλούτη, τη δόξα, τις σωματικές απολαύσεις. Αδυνατεί να αγαπά ανιδιοτελώς και ελεύθερα. Αγαπά τους αγαπώντες αυτόν και μισεί τους μισούντας αυτόν διότι απειλούν, όπως νομίζει, τη βιολογική του συνέχεια. Ενδέχεται μάλιστα να τον ενθουσιάζουν κάποιες ιδεολογικές αρχές περί αγάπης προς την ανθρωπότητα γενικά και αόριστα, παρά το γεγονός ότι στην καρδιά του φωλιάζει το συμφέρον και η ιδιοτέλεια. Ένεκα της αγωνίας και του φόβου ο άνθρωπος καθίσταται ατομιστής, υπακούοντας στο αρχαίο ρητό «φάγωμεν, πίωμεν, αύριον γάρ αποθνήξωμεν».

Όπως επισημαίνει ο καθηγητής Νικόλαος Κόϊος, ο άνθρωπος, συνειδητοποιώντας μετά την πτώση ότι είναι φθαρτός και ότι κάποια στιγμή θα πεθάνει υποτάσσεται στο φόβο του θανάτου που οδηγεί στην ιδιοτέλεια και προσπαθεί να απολαύσει όσα περισσότερα μπορεί (Βλ. Επ’ ελευθερία εκλήθητε. Αυτονομία και ετερονομία στην Ηθική, Αθήνα 2004, σελ. 100). Με αυτόν τον τρόπο, όπως λέγει ο Απ. Παύλος, η αμαρτία βασιλεύει «εν τω θνητώ σώματι» (Ρωμ. 6:12) διότι το κέντρον του θανάτου είναι η αμαρτία (Α΄Κορ. 15:56). Ο άνθρωπος λοιπόν θλίβεται, στενοχωρείται, απογοητεύεται, προσπαθεί να αγκιστρωθεί από τα εφήμερα του παρόντος κόσμου και αναπόφευκτα πέφτει σε απόγνωση επειδή φοβάται ότι θα οδηγηθεί και πάλι στην ανυπαρξία χωρίς να έχει απολαύσει όσο δυνατόν περισσότερα. Η ζωή του καθίσταται άνευ νοήματος.

Εφόσον ο φόβος του θανάτου είναι το κατεξοχήν πρόβλημα της ανθρώπινης ύπαρξης, διά τούτο ο Θεός έγινε άνθρωπος και υπέμεινε το θάνατο όχι για να μας παραδώσει απλώς μια ηθική διδασκαλία όπως ισχυρίζονται οι διάφοροι φιλόσοφοι, αλλά «ίνα διά του θανάτου καταργήση τον το κράτος έχοντα του θανάτου, τούτ’ έστι τον διάβολον, και απαλλάξη τούτους, όσοι φόβω θανάτου διά παντός του ζην ένοχοι ήσαν δουλείας» (Εβρ. 2:14 – 15).

Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στο έργο του «Η κατά σάρκα του Χριστού Οικονομία» αναφέρει τα εξής: «Και όπως ο διάβολος, ο παμπάλαιος φονιάς του ανθρώπου, ξεσηκώθηκε εναντίον μας από φθόνο και μίσος, έτσι κι ο ζωοδότης μπήκε στη μάχη με το μέρος μας από άπειρη αγαθότητα κι αγάπη για τον άνθρωπο. Και όπως εκείνος, χωρίς να του έχει παρασχεθεί το δικαίωμα, έβαλε σκοπό του να καταστρέψει το πλάσμα του Θεού, έτσι κι ο πλάστης, έχοντας αντίθετα, κάθε δικαίωμα, αποφάσισε να σώσει το δημιούργημά του». Ο Θεός δεν γίνεται απλά ό,τι εμείς είμαστε αλλά και υποφέρει ό,τι υποφέρουμε εμείς, ως όντα υποταγμένα στη φθορά και το θάνατο. Σχετικά επισημαίνει ο επίσκοπος Κάλλιστος Γουέαρ στο έργο του «Ο Χριστός ως άνθρωπος»: «Ο Χριστός μετέχει στο θάνατό μας, κι εμείς μετέχουμε στη ζωή του. Μόνο Αυτός μπορεί να μας σώσει διότι αποκτά εμπειρία εκ των έσω, σαν ένας από εμάς, για όλα αυτά που υποφέρουμε εσωτερικά καθώς ζούμε σε έναν κόσμο αμαρτωλό. Η κάθοδος του Θεού καθιστά δυνατή την άνοδο του ανθρώπου».

«Ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, αλλ’ έχη ζωήν αιώνιον» (Ιωαν. 3:16)

Αποκορύφωμα της θεϊκής αυτής αγάπης είναι ο θάνατος του Ιησού Χριστού επί του Σταυρού, για να νεκρώσει το θάνατο και την αμαρτία, «θανάτω θάνατον πατήσας», και να μας προικίσει μέσω της ενώσεώς μας μ’ Αυτόν ώστε με τη δύναμή Του και εμείς να νικήσουμε το φόβο του θανάτου. Πράγματι, η κατά του φόβου του θανάτου και του σατανά μάχη  προς επίτευξη της εν Χριστώ ελευθερίας από κάθε ιδιοτέλεια και ανάγκη κατέχει ουσιαστική θέση στους βίους  των αγίων οι οποίοι είναι ποτισμένοι από αυτό το αγωνιστικό και ηρωικό φρόνημα. Οι άγιοι ως κοινωνοί του αγίου Πνεύματος δεν φοβούνται τίποτα, ούτε το θάνατο, ούτε την στέρηση, ούτε την πτώχεια ούτε τον διάβολο.

Εάν μελετήσουμε την ιστορία της σωτηρίας μας, τους βίους των αγίων μας, των μαρτύρων μας, των Οσίων και των ασκητών θα διαπιστώσουμε ότι αυτά τα ιερά πρόσωπα ακολουθώντας τον αρχηγό της σωτηρίας μας (Εβρ. 2:10), Ιησού Χριστό, υπερέβησαν τον φόβο του θανάτου σε όλες τις μορφές του ο οποίος οδηγεί στην ιδιοτέλεια και στην αγκίστρωση με το εφήμερο. Έτσι μικρά παιδιά και νέοι δεν φοβήθηκαν το μαρτύριο όπως η αγία Μαρίνα, η αγία Παρασκευή, η αγία Βαρβάρα και τόσοι άλλοι, όπως και ο άγιος Ιγνάτιος Αντιοχείας δεν δέχτηκε να φυγαδευτεί από τους χριστιανούς και υπέμεινε το μαρτύριο.

Οι Μάρτυρες αγάπησαν και συγχώρησαν ακόμη και τους διώκτες τους διότι αυτός που δεν φοβάται το θάνατο μπορεί να αγαπήσει ακόμη και τον εχθρό του. Αλλά αν και πολλοί άγιοι δεν υπέμειναν το μαρτύριο του αίματος, εν τούτοις υπέμειναν το μαρτύριο της συνειδήσεως επειδή όλη η βιοτή τους ήταν μια συνεχής νέκρωση του εγώ, του ιδίου θελήματος, του ατομικού φρονήματος, της προσκόλλησης στο εφήμερο. Έτσι πώλησαν τα υπάρχοντά τους και τα έδωσαν στους πτωχούς, όπως ο Μέγας Αντώνιος, ελεύθεροι από τον εναγκαλισμό των υλικών αγαθών, όπως ο άγιος Παΐσιος ο αγιορείτης ο οποίος οτιδήποτε υλικό αγαθό τού προσφερόταν δεν το κρατούσε για τον εαυτό του αλλά το προσέφερε φιλανθρωπία, ενώ οαββάς Μεγέθιος το μόνο υλικό αγαθό που κατείχε ήταν μία βελόνα που τη χρειαζόταν για το εργόχειρό του. Απομακρύνθηκαν από συγγενείς και φίλους και ασκήτεψαν «υστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, … εν ερημίαις πλανώμενοι και όρεσι και σπηλαίοις και ταίς οπαίς της γης» (Εβρ. 11:37 – 38), όπως έζησαν η Οσία Μαρία η Αιγυπτία, ο Όσιος  Ιωσήφ ο Ησυχαστής, ο όσιος Εφραίμ ο Κατουνακιώτης ζώντας με αμεριμνησία και πτωχεία. Ενθυμούμενοι τον βιβλικό λόγο «ένεκά σου θανατούμεθα όλην την ημέραν· ελογίσθημεν ως πρόβατα σφαγής» (Ρωμ. 8:36), αρνήθηκαν την οποιαδήποτε ανθρώπινη δικαίωση όπως ο άγιος Νεκτάριος όταν συγχώρεσε τους συκοφάντες του και ο άγιος Διονύσιος ο εν Ζακύνθω που συγχώρεσε τον φονιά του αδελφού του.

Όντας  ελεύθεροι από το φόβο του θανάτου αψήφησαν ακόμη και τα αδιάβλητα πάθη (πείνα, δίψα, πόνο κ.α.) όπως ο Δανιήλ ο στυλίτης που ζούσε εν μέσω του χειμώνα σκεπαζόμενος με χιόνι, αψήφησαν ακόμη και αυτό το ένστικτο της αυτοσυντηρήσεως, όπως η οσία Σοφία της Κλεισούρας η οποία, εν μέσω τρικυμίας στη θάλασσα προσευχόταν στην Παναγία να αποθάνει αυτή στη θέση των άλλων καθώς η τελεία αγάπη η οποία απορρέει από την υπέρβαση του φόβου του θανάτου,  είναι  υπεράνω παντός εν τω κόσμω συμφέροντος ακόμη και πάνω από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, ώστε ο χριστιανός «την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού» (Ιω. 15:13). Ποιό ήταν όμως το στοιχείο εκείνο που έδωσε και δίνει τη δύναμη να υπερνικήσουμε το φόβο του θανάτου; Ασφαλώς η πίστη στην Ανάσταση του Ιησού Χριστού η οποία δίνει μια νέα προοπτική στη ζωή του ανθρώπου: την οδηγεί προς την αιωνιότητα. Γι’ αυτό μας συμβουλεύει ο άγιος Πορφύριος: «Σε κάθε θλίψη σου, σε κάθε αποτυχία σου να συγκεντρώνεσαι μισό λεφτό στον εαυτό σου και να λες αργά – αργά το τροπάριο “θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν”. Θα βλέπεις ότι το μεγαλύτερο πράγμα στη ζωή σου – και στη ζωή του κόσμου όλου – έγινε. Η Ανάσταση του Χριστού, η σωτηρία μας. Και θα συνειδητοποιείς ότι η αναποδιά που σου συμβαίνει είναι πολύ μικρή για να χαλάσει τη διάθεση σου».

Είναι αποκαλυπτικός και πάλι ο λόγος του αγίου Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτου: «Ο Χριστός με την Ανάσταση Του δεν μας πέρασε απέναντι από ένα ποτάμι, από ένα ρήγμα γης, από μία διώρυγα, από μία λίμνη ή από την Ερυθρά θάλασσα. Μας πέρασε απέναντι από ένα χάος, από μία άβυσσο, που ήταν αδύνατο να την περάσει ο άνθρωπος μόνος. Αιώνες περίμενε αυτό το πέρασμα, αυτό το Πάσχα. Ο Χριστός μας πέρασε από τον θάνατο στη ζωή. Γι’ αυτό σήμερα “θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν, άδου την καθαίρεσιν”. Χάθηκε ο θάνατος. Σήμερα γιορτάζουμε την “απαρχή” της “άλλης βιοτής, της αιωνίου” ζωής κοντά Του. Τώρα δεν υπάρχει χάος, θάνατος, νέκρωση, άδης. Τώρα όλα χαρά, χάρις στην Ανάσταση του Χριστού μας. Αναστήθηκε μαζί του η ανθρώπινη φύση. Τώρα μπορούμε και μείς να αναστηθούμε, να ζήσουμε αιώνια κοντά Του… Τι ευτυχία η Ανάσταση! “Και σκιρτώντες υμνούμεν τον αίτιον”. Έχεις δει τα κατσικάκια τώρα την άνοιξη να χοροπηδούν πάνω στο γρασίδι, να τρώνε λίγο από τη μάνα τους και να χοροπηδούν ξανά; Αυτό είναι το σκίρτημα, το χοροπήδημα. Έτσι έπρεπε και μείς να χοροπηδούμε από χαρά ανείπωτη για την Ανάσταση του Κυρίου μας και τη δική μας».

Αυτή η χαρά που αναφέρει ο άγιος Πορφύριος είναι η χαρά των Μυροφόρων όταν εκείνο το ευλογημένο πρωινό συνάντησαν τον αναστημένο Κύριο, είναι η χαρά των Αποστόλων οι οποίοι εφώνησαν: «εωράκαμεν τον Κύριον» (Ιωαν. 20:25), είναι  η χαρά των Μαρτύρων που αψηφούσαν τις μεθοδείες των διωκτών τους, είναι η χαρά των ασκητών και των Οσίων οι οποίοι μάχονταν τον διάβολο, είναι η χαρά που πρέπει να έχει ο κάθε πιστός όταν συναντά δυσκολίες, αποτυχίες και ασθένειες, διότι  «τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; θλίψις ή στενοχωρία ή διωγμός ή λιμός ή γυμνότης ή κίνδυνος ή μάχαιρα;» (Ρωμ. 8:35). Είναι η χαρά των χριστιανών  που δεν φοβούνται το θάνατο διότι η ζωή δεν είναι απλώς αυτά τα ολίγα έτη της βιολογικής μας ύπαρξης αλλά η αιωνιότητα.

Το αδιαμφισβήτητο γεγονός της Αναστάσεως του Ιησού Χριστού δεν αποδεικνύεται μέσα από περίτεχνους σοφιστικούς και θεωρητικούς συλλογισμούς, αλλά μέσα από το βίωμα και την εμπειρία των Αγίων που υπερέβησαν το φόβο του θανάτου έχοντας εγκολπωμένη τη χαρά των Μυροφόρων και των Αποστόλων που συνάντησαν τον Αναστάντα Ιησού.

Σκοπός λοιπόν της πνευματικής ζωής όλων που πιστεύουμε στον νικητή του θανάτου είναι η καταπολέμηση του σατανά και της εν τω θανάτω βασιλευούσης αμαρτίας προς επίτευξη της εσωτερικής ελευθερίας από κάθε ανάγκη, κάθε ιδιοτέλεια και βέβαια το φόβο του θανάτου. Πριν την Ανάσταση του Ιησού εμείς οι άνθρωποι ξέραμε μόνο τον θάνατο και ο θάνατος εμάς. Κάθε τι το ανθρώπινο ήταν διαποτισμένο από το θάνατο. Η γη ήταν μια φρικτή φυλακή του θανάτου και εμείς ανίσχυροι δέσμιοι και δούλοι του. Η ζωή μας ήταν τα ολίγα έτη της βιολογικής μας ύπαρξης. Μόνο με την Ανάσταση του Ιησού η ζωή εφανερώθη. Προσεγγίζοντας λοιπόν το μέγα μυστήριο της σωτηρίας μας εν Χριστώ Ιησού ευγνωμονούμε και ευχαριστούμε το Θεό από τα βάθη της καρδιάς μας διότι εξαιτίας της αφάτου και αμετρήτου φιλανθρωπίας Του, μας μετέστησε από τη χώρα του σκότους της αμαρτίας και του θανάτου στη χώρα του φωτός και της Ζωής (Α΄Ιωάν. 3:14).

Ο Λυτρωτής μας Ιησούς Χριστός, με το ζωοποιό θάνατο και τη νικηφόρα Ανάστασή του, δεν μας δίνει απλώς τη δυνατότητα να γίνουμε πάλι οικήτορες του παραδείσου αλλά σημαδεύει την αρχή ενός ουσιαστικά νέου σταδίου στην ιστορία του ανθρώπου, ανεβάζει τον άνθρωπο σε ένα καινούριο επίπεδο και η τελευταία κατάσταση είναι υψηλότερη από την πρώτη διότι όπως λέγει ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος, ο Ιησούς «κατελθών εις τον Άδην και αναστήσας αυτούς (ενν. τους προπάτορες), ουχί εις τον παραδείσον, όθεν εξέπεσον, αποκατέστησε πάλιν αυτούς», αλλά τους ανήγαγε έως του ουρανού «καθίσας εκ δεξιών του Πατρός».

    ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ    ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ