Η έννοιες Θέληση – Βούληση στην χριστιανική παράδοση κατά τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

7 Μαΐου 2021

Ο Ιωάννης Δαμασκηνός για να συλλάβει αλλά και για να αναλύσει την λειτουργία της ανθρώπινης ύπαρξης τη διαίρει σε δύο μέρη το σωματικό (ύλη) και το ψυχικό (πνεύμα). Αυτό το επινοημένο διμερές το προσαρμόζει και στον ανθρώπινο ψυχισμό. Αντιλαμβάνεται τις ανθρώπινες ψυχικές δυνάμεις σαν μια διττή οντότητα: τη γνωστική και τη ζωτική .

Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν ο νους, η διάνοια, η φαντασία, η αίσθηση, ενώ στις ζωτικές ή ορεκτικές δυνάμεις εντάσσει την βούληση και την προαίρεση, Η ψυχή, για να παραμείνει ενιαία, διαθέτει από την δημιουργία της και ζωτική ή ορεκτική δύναμη εκτός από πνευματική. Αυτή η δύναμη είναι η θέληση η οποία επιτυγχάνει την συνεκτικότητα της κατά φύση οντότητας της ψυχής , συνέχοντας όλες τις ουσιαστικές φυσικές ιδιότητες της. Η διατήρηση της πλήρους οντότητας είναι, επιπλέον, θεληματική επιθυμία της ουσίας της ύπαρξης, της ζωής ,και της κίνησης «κατά τον νου και την αίσθηση». Το θέλημα είναι φυσική όρεξη ενταγμένη στο λογικό και ζωτική εξαρτώμενη από την φυσική πραγματικότητα. Κατά συνέπεια η αιτία του θελήματος η θέληση, δηλαδή, είναι μια απλή δύναμη, η οποία εκφράζει τη φύση και την λογική της όρεξης. Η όρεξη από την οποία απουσιάζει η λογική δεν είναι θέληση, όπως η όρεξη των άλογων όντων. Η βούληση είναι φυσική θέληση, φυσική και λογική όρεξη, δηλαδή, για κάτι. Άρα η βούληση είναι μια δυνητική κατά φύσει και κατά λόγω κίνηση της ανθρώπινης επιθυμίας. Η βούληση προκύπτει από το γεγονός ότι η ψυχή του ανθρώπου διαθέτει φυσική δύναμη η οποία θέτει την επιθυμία σε λογικά πλαίσια. Η βούληση επεκτείνεται και σε πράγματα που είναι αδύνατα για μας και όχι μόνο στα δυνατά. Καλύπτει, δηλαδή, την σφαίρα του εφικτό και του ανέφικτου.(Δαμασκηνός, 2009:175-177 )

Η βούληση δηλώνει το σκοπό και όχι τα μέσα επίτευξης του, διότι αναφέρεται στο αντικείμενο της θέλησης . Ο σκοπός επομένως, είναι το θελητό και τα μέσα επίτευξης του είναι οι διάφοροι τρόποι στοχευμένης δράσης μας. Ύστερα από τον εντοπισμό του θέλω αρχίζει σκέψη και συζήτηση για την πραγματοποίηση του. Αν το προς υλοποίηση πράγμα εμπίπτει στην σφαίρα του εφικτού τότε η αρχική βούληση μετατρέπεται σε βούλευση, δηλαδή, σε βουλή. Η βουλή είναι και αυτή όρεξη η οποία γεννιέται για την πραγμάτωση του δυνατού και ονομάζεται έτσι επειδή πριν προβεί κάποιος σε μια αποφασισμένη δραστηριότητα σκέφτεται εκ των προτέρων αν πρέπει να τη πράξει ή όχι. Από την ανωτέρω διαδικασία θα διακριθεί το καλλίτερο και η βουλή γίνεται κρίση. Μόλις πάρει θέση στην επιλογή της βουλής και προτιμήσει το επιλεγμένο από αυτή, τότε γίνεται γνώμη, Αν, όμως, κάποιος κρίνει μεν αλλά δεν προτιμήσει εκείνο το οποίο έκρινε αλλά κάποιο άλλο τότε η απόφαση του δεν είναι γνώμη. Μετά τη θέση ακολουθεί η επιλογή, η προαίρεση, δηλαδή. Η προαίρεση είναι η εκλογή αρχικά και η προτίμηση στη συνέχεια ανάμεσα από δύο πράγματα. Η προαίρεση ρέπει ή ορμά προς τη πράξη, αυτή η κίνηση είναι η ορμή, στη συνέχεια περνάει στην χρήση, στην επόμενη κατάσταση. Χρησιμοποιεί, δηλαδή, το επιλεγμένο αντικείμενο. Η χρήση είναι το τέλος του σκοπού και αυτόματα η παύση της όρεξης. Στα άλογα όντα, επειδή, ακριβώς απουσιάζει ο λόγος από την εκδήλωση της επιθυμίας γεννιέται αυτόματα η ορμή για την εκτέλεση της πράξης, παραβλέποντας όλες τις ενδιάμεσες λογικές διαδικασίες. Στους έλλογους οργανισμούς όπως ο άνθρωπος η φυσική όρεξη ελέγχεται και οδηγείται από το λογικό και όχι το αντίθετο. Ο άνθρωπος επιτυγχάνει τον έλεγχο των φυσικών ορέξεων του γιατί δρα λογικά και αυτεξούσια. Διότι κάτω από τη συνοχή της λογικής ενεργούν και είναι ενωμένες όλες οι γνωστικές και ζωτικές του δυνάμεις. Όπως προκύπτει από τα πιο πάνω οι κατά φύση λογικές υπάρξεις διεκπεραιώνουν αυτεξούσια όλα τα στάδια της διαδικασίας από την όρεξη μέχρι την χρήση που αναφέρθηκε πάρα πάνω. Επομένως ο άνθρωπος σαν έλλογο κατά φύση ον επιθυμεί, ενεργοποιεί τη βούληση, ερευνά και σκέφτεται, επεξεργάζεται τις σκέψεις του, κρίνει, παίρνει θέση στη κρίση, εκλέγει, ορμά και πράττει, αυτεξούσια.(Δαμασκηνός, 2009:177-179 )

Ο Θεός έχει βούληση, αλλά στερείται βουλής και προαίρεσης, επειδή, σαν ανώτερο όν γνωρίζει τα πάντα και επομένως δεν χρίζει ανάγκης η επεξεργασία η σκέψη Του .Διότι η βουλή και η προαίρεση είναι χαρακτηριστικό των θνητών όντων. Η επεξεργασία των σκέψεων η οποία οφείλεται στην άγνοια είναι ίδιον των κατώτερων όντων. Βουλή ή προαίρεση δεν υπάρχει στην ψυχή του Θεού εξ αιτίας της παντογνωσίας του, αν και υπήρχε στη φύση του άγνοια. Αλλά αυτή η θεϊκή φύση επειδή ενώθηκε με τον Θεό Λόγο καθ’ υπόσταση και όχι κατά χάρη, όπως λέγεται, είχε την γνώση των πάντων. Έγινε αυτή η καθ’ υπόσταση ένωση διότι ο ίδιος (ο Θεός) ήταν θεός και άνθρωπος, είχε και τις δύο φύσεις, δηλαδή. Εξ’ αιτίας αυτής της διπλής υποστασίας ο Θεός δεν είχε μεν θέλημα γνωμικό είχε όμως φυσική ανθρώπινη θέληση. Αλλά η γνώμη και το θέλημα Του ήταν θεϊκά, ήταν, δηλαδή, ταυτόσημα με το θείο θέλημα. Ο Δαμασκηνός για να γίνει πλήρως κατανοητή η θέση του στο παραπάνω θέμα αποσαφηνίζει τις εννοιολογικές διαφορές μεταξύ της θέλησης, της βούλησης, του θελητού, του θελητικού, και τέλος του θέλοντος . Η θέληση ορίζεται σαν μια δύναμη του θέλειν, η οποία είναι απλή. Η βούληση είναι η θέληση για κάτι, το αντικείμενο, δηλαδή, του θέλειν,. Το θελητό είναι εκείνο που θέλουμε, ο στόχος της θέλησης. Το θελητικό είναι το όν που έχει τη δύναμη της θέλησης, ο άνθρωπος π.χ.. Τέλος ο θέλων, αυτός που θέλει, που επιθυμεί είναι και ο χρήστης της θέλησης. Επιπλέον πρέπει να σημειώσουμε, ότι το θέλημα, η ζωτική και λογική όρεξη, δηλαδή, η οποία εξαρτάται αποκλειστικά από την φυσική πραγματικότητα, έχει διπλή σημασία. Άλλοτε σημαίνει την θελητική δύναμη, την θέληση και καλείται θέλημα φυσικό και άλλοτε το θελητό και καλείται θέλημα γνωμικό.(Δαμασκηνός, 2009: 179- 181)

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ