Ιερ. Χρυσοστόμου, «Λόγος Κατηχητικός»: Το μήνυμα της χαράς, της αγάπης, της σωτηρίας και της συγχωρητικότητος!

3 Μαΐου 2021

Δεν ξέρω να υπάρχει σπουδαιότερο θεολογικώς και εορταστικώς κείμενο για την ανάσταση και την αγάπη και τη χαρά του Κυρίου μας από τον Κατηχητικό Λόγο του ιερού Χρυσοστόμου, που διαβάζουμε τη νύχτα της αναστάσεως, στο τέλος της Θείας Λειτουργίας.

«Του εν Αγίοις Πατρός ημών Ιωάννου αρχιεπισκόπου Κωσταντινουπόλεως του Χρυσοστόμου, «Λόγος Κατηχητκός», εις την αγίαν και λαμπροφόρον ημέραν της ενδόξου και σωτηριώδους Χριστού του Θεού ημών, αναστάσεως».

Έτσι επιγράφεται ο Λόγος του ιερού Χρυσοστόμου που αναφέρεται -και είναι σημαντικό αυτό- «Εις την αγίαν και λαμπροφόρον ημέραν της ενδόξου και σωτηριώδους Χριστού του Θεού ημών, αναστάσεως». Η ανάστασις του Κυρίου είναι και Αγία και λαμπροφόρος και ένδοξος και σωτηριώδης. Και όσα γνωρίσματά της αναφέρονται, δεν είναι θεολογικώς τυχαία. Είναι εξόχως σημαντικά. Και κρίσιμα.

Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος.

Σκέφτομαι αυτό το μήνυμα της χαράς και της αγάπης και της σωτηρίας και της συγχωρητικότητος, που αναδεικνύει και προβάλλει ο Ιερός Χρυσόστομος. Αυτή την πρόσκληση εις το δείπνο της χαράς. Και η πρόσκληση απευθύνεται σε όλους.

Η εκκλησία μας μας προσκαλεί να εισέλθουμε στον λαμπροφόρο τόπο της αναστάσεως του Κυρίου, που είναι τόπος χαράς. Και ευλογίας. Και αγάπης. Και αποδοχής. Γιατί εδώ όλοι χωρούμε μαζί. Συν-χωρούμε. Γιατί είναι η αγκαλιά του Κυρίου μας το Δείπνο και η χαρά της Αναστάσεώς Του.

«Ει τις ευσεβής και φιλόθεος απολαυέτω της καλής ταύτης και λαμπράς πανηγύρεως,
Ει τις δούλος ευγνώμων, εισελθέτω χαίρων εις την χαράν του Κυρίου αυτού,
Ει τις έκαμε νηστεύων, απολαυέτω νυν το δηνάριον,
Ει τις από της πρώτης ώρας ειργάσατο, δεχέσθω σήμερον το δίκαιον όφλημα,
Ει τις μετά την τρίτην ήλθεν, ευχαρίστως εορτασάτω,
Ει τις μετά την έκτην έφθασε, μηδέν αμφιβαλλέτω, και γαρ ουδέν ζημιούται,
Ει τις υστέρησεν εις την ενάτην, προσελθέτω, μηδέν ενδοιάζων,
Ει τις εις μόνην έφθασε την ενδεκάτην, μη φοβηθή την βραδύτητα, φιλότιμος γαρ ων ο Δεσπότης, δέχεται τον έσχατον, καθάπερ και τον πρώτον, αναπαύει τον της ενδεκάτης, ως τον εργασάμενον από της πρώτης, και τον ύστερον ελεεί, και τον πρώτον θεραπεύει, κακείνω δίδωσι, και τούτω χαρίζεται, και τα έργα δέχεται, και την γνώμην ασπάζεται, και την πράξιν τιμά, και την πρόθεσιν επαινεί, ουκούν εισέλθετε πάντες εις την χαράν του Κυρίου ημών, και πρώτοι και δεύτεροι τον μισθόν απολαύετε,
Πλούσιοι και πένητες μέτ’ αλλήλων χορεύσατε,
Εγκρατείς και ράθυμοι την ημέραν τιμήσατε,
Νηστεύσαντες και μη νηστεύσαντες, ευφράνθητε σήμερον, η τράπεζα γέμει τρυφήσατε πάντες, ο μόσχος πολύς μηδείς εξέλθη πεινών, Πάντες απολαύετε του συμποσίου της πίστεως.
Πάντες απολαύσατε του πλούτου της χρηστότητος,
Μηδείς θρηνείτω πενίαν· εφάνη γαρ η κοινή βασιλεία,
Μηδείς οδυρέσθω πταίσματα, συγγνώμη γαρ εκ του τάφου ανέτειλε,
Μηδείς φοβείσθω θάνατον, ηλευθέρωσε γαρ ημάς του Σωτήρος ο θάνατος,
Έσβεσεν αυτόν, υπ’ αυτού κατεχόμενος, εσκύλευσε τον Άδην, ο κατελθών εις τον Αδην, επίκρανεν αυτόν, γευσάμενον της σαρκός αυτού, και τούτο προλαβών Ησαΐας, εβόησεν, ο Αδης, φησίν, επικράνθη συναντήσας σοι κάτω, επικράνθη, και γαρ κατηργήθη, επικράνθη, και γαρ ενεπαίχθη, επικράνθη, και γαρ ενεκρώθη, επικράνθη, και γαρ καθηρέθη, επικράνθη, και γαρ εδεσμεύθη,
Έλαβε σώμα, και Θεώ περιέτυχεν,

Έλαβε γην, και συνήντησεν ουρανώ,
Έλαβεν, όπερ έβλεπε, και πέπτωκεν, όθεν ουκ έβλεπε,
Πού σου θάνατε το κέντρον; πού σου Άδη το νίκος;
Ανέστη Χριστός, και συ καταβέβλησαι,
Ανέστη Χριστός και πεπτώκασι δαίμονες,
Ανέστη Χριστός, και χαίρουσιν Άγγελοι,
Ανέστη Χριστός, και ζωή πολιτεύεται Ανέστη Χριστός, και νεκρός ουδείς επί μνήματος, Χριστός γαρ εγερθείς εκ νεκρών απαρχή των κεκοιμημένων εγένετο, Αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων, αμήν».

 

Διαβάζοντας αυτή τη σωτηριολογική πρόσκληση, στέκομαι σε εκείνο το κυριολεκτικό, αλλά και ιδιαζόντως αλληγορικό: «Νηστεύσαντες και μη νηστεύσαντες, ευφράνθητε σήμερον, η τράπεζα γέμει τρυφήσατε πάντες…» Να, η απόλυτη αγάπη και δωρεά του Κυρίου. Γιατί «συγγνώμη γαρ εκ του τάφου ανέτειλε».

Έτσι η δικανική εκείνη αντίληψη της σωτηρίας αφήνεται οπίσω. Σκέφτομαι εκείνο το «εξ έργων νόμου ου δικαιωθήσεται πάσα σαρξ ενώπιον αυτού» («Προς Ρωμαίους 3, 20).

Αλλά και όλα εκείνα τα εκπληκτικά περί θανάτου, με το «Πού σου θάνατε το κέντρον; πού σου Άδη το νίκος; Ανέστη Χριστός, και συ καταβέβλησαι, Ανέστη Χριστός και πεπτώκασι δαίμονες, Ανέστη Χριστός, και χαίρουσιν Άγγελοι, Ανέστη Χριστός, και ζωή πολιτεύεται, Ανέστη Χριστός, και νεκρός ουδείς επί μνήματος, Χριστός γαρ εγερθείς εκ νεκρών απαρχή των κεκοιμημένων εγένετο, Αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων, αμήν».

Να, το χαρμόσυνο μήνυμα της αναστάσεως και της κατανίκησης του Θανάτου. Αυτό κι αν είναι η πλήρης ανατροπή της ιστορίας και της κατάστασης της Πτώσεως, υπό την οποία τελούσε ο άνθρωπος, με τον κυρίαρχο εκείνο φόβο του Θανάτου. Τώρα, όμως, ο Θάνατος συνετρίβη και κατενικήθη και εξέλιπε, καθώς οδηγούμεθα πλέον εις «Ανάστασιν ζωής».

Είναι και εκείνο το «Ανέστη Χριστός και πεπτώκασι δαίμονες, Ανέστη Χριστός, και χαίρουσιν Άγγελοι, Ανέστη Χριστός, και ζωή πολιτεύεται». Και ο Άδης «επικράνθη συναντήσας σοι κάτω, επικράνθη, και γαρ κατηργήθη, επικράνθη, και γαρ ενεπαίχθη, επικράνθη, και γαρ ενεκρώθη, επικράνθη, και γαρ καθηρέθη, επικράνθη, και γαρ εδεσμεύθη…» Να ο θριαμβευτικός λόγος της κατανίκησης του Θανάτου. Ο θριαμβευτικός λόγος της αναστάσεως.

Κλείνω, λοιπόν, αυτά τα ελάχιστα με το «Ότε κατήλθες προς τον θάνατον».

Απολυτίκιον. Ήχος β’.

«Ότε κατήλθες προς τον θάνατον, η Ζωή η αθάνατος, τότε τον Άδην ενέκρωσας τη αστραπή της θεότητος, ότε δε και του τεθνεώτας εκ των καταχθονίων ανέστησας, πάσαι αι Δυνάμεις των επουρανίων εκραύγαζον, Ζωοδότα Χριστέ ο Θεός ημών δόξα σοι».

 

Νίκου Ορφανίδη, «Πορεία προς την Ζωηφόρον Ανάστασιν, Δώδεκα κείμενα για την Αγία και Μεγάλη Εβδομάδα και την Ανάσταση του Κυρίου».