Προσβάσιμη σελίδα

Λοιμός υμνογραφούμενος

Ἡ  ἀναμέτρηση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους μέ τόν λοιμό ἀποτελεῖ μία ὄχι συχνή ἀλλά σταθερά ἐπαναλαμβανόμενη ἀπειλή στόν ροῦ τῆς ἱστορίας. Μπροστά σ᾿ αὐτήν τήν ἄνιση μάχη ὁ μέν ἀνίσχυρος ἄνθρωπος στρέφει τελικῶς τήν ἐλπίδα σωτηρίας του πρός τόν Θεό, τόν ἰατρό ὄχι μόνο τῶν ψυχῶν ἀλλά καί τῶν σωμάτων, ἡ δέ ἐπιστήμη τῆς ἰατρικῆς δέχεται σέ κάθε τέτοια περίπτωση αἰφνίδια ἐκμηδένιση, ἀδημονώντας μέ τά ἀνεπαρκῆ διαθέσιμα μέσα νά ἀντιμετωπίσει ἕνα κάθε φορά πρωτόγνωρο θανάσιμο κίνδυνο, ὁ ὁποῖος πάντοτε τήν κατατροπώνει ἀφήνοντας στό πέρασμά του δυσαρίθμητα ἄπνοα θύματα.

Τό μέγα τραῦμα τοῦ λοιμοῦ ἀποτυπώθηκε σέ κάθε πτυχή τοῦ ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ καί ἔτσι διασῴζεται σέ πλεῖστα τεκμήρια διαθέσιμα πρός ἔρευνα. Τέτοιες ἄκρως ἐνδιαφέρουσες περί λοιμοῦ μαρτυρίες ἀνευρίσκονται ἀκόμη καί στήν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως στόν ᾀσματικό κανόνα «εἰς ἀπειλήν λοιμικῆς ἀσθενείας» (Goar I., Rituale Graecorum, Venetiis, 1730, σ. 627 κἑξ.), ὅπου διεκτραγῳδεῖται ἡ φρικτή ἐπέλαση τοῦ λοιμοῦ ἀπό τήν ἐμφάνιση τῶν πρώτων συμπτωμάτων τοῦ πυρετοῦ («Φλογίζει ἡ κάμινος, ἀμέτρων πόνων, καί κατακαίει με· πυρετοῦ λοιμικῆς τε, ἡ φλόξ ἀπαύστως ἡ ἀναιδέστατος») μέχρι τόν τελικό οἰκτρό θάνατο τῶν ἀβοήθητων ἀσθενῶν, οἱ ὁποῖοι ἐκλιπαροῦν τόν Θεό γιά τό πολυτιμότατο ἀγαθό τῆς σωματικῆς ὑγείας («Ὀδυνηρῶς στενάζομεν, ἀπό κλίνης ὀδύνης ἡμῶν, καί ἀπό λοιμώδους, ἀσθενείας κράζομεν, πρός σέ τόν φιλάνθρωπον· τά τῆς καρδίας ὄμματα, νῦν ἀναπετῶντες, τήν ὑγείαν αἰτοῦμεν»).

Κατωτέρω θά ἀναφερθεῖ ἐνδεικτικά πῶς ἀποτυπώνεται ἡ ἐπέλαση τοῦ λοιμοῦ, οἱ προσομοιάζουσες σέ πόλεμο περιγραφές,  ἡ κοινωνική ἀποστασιοποίηση ἀλλά καί οἱ ἀπεγνωσμένες ἐνέργειες τοῦ ἀνθρώπου πρός σωτηρία μέσα ἀπό ἕνα παρακλητικό κανόνα (στόν ἅγιο Χαράλαμπο [βλ. Συναξαριστής δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, ΙΙ, Βενετία, 1819, σ. 168-172]) ἑνός ἁγίου καί σοφοῦ μοναχοῦ ἀπό τήν Νάξο, τοῦ Νικοδήμου Καλιβούρτζη (1749-1809).

Ὁ ὑμνογράφος περιγράφει τήν τάχιστη μεταδοτικότητα τοῦ λοιμοῦ σημειώνοντας κατά τίς ἀντιλήψεις τῆς ἐποχῆς του ὅτι ὁ μολυσμός ἐπελαύνει ἀκόμη καί διά τοῦ ἀέρος («τόν διεφθαρμένον ἀέρα λοιμοῦ…, ὃν ἀναπνέοντες, τήν γῆν οἱ ταύτην οἰκοῦντες, θάνατον ἐπώδυνον τάχος λαμβάνουσιν.») καί ἔχει ὡς χαρακτηριστικό σύμπτωμα τόν φλογερό πυρετό («Ὁ φλογίζων πανώλης, καί τήν φλογεράν προσλαβόμενος ἔξωθεν, ὥραν τήν τοῦ θέρους, Βαβυλῶνος ὡς κάμινος γέγονεν, ἐμπιπρῶν αὐτίκα, τούς ὑπ᾿ αὐτοῦ κατεχομένους.»). Εἶναι τόσο ἀπρόβλεπτη ἡ μετάδοση τοῦ θανατηφόρου λοιμοῦ, ὥστε οἱ ἄνθρωποι περιδεεῖς ἀντιλαμβάνονται νά τούς περικυκλώνει ἀβοήθητους ὁ ἰός, ὥστε μόνος σύμμαχος νά τούς ἀπομένει ὁ φόβος («Πολλοῖς ἐν κακοῖς, κυκλούμεθα οἱ τάλανες, ἐντεῦθεν λοιμοῦ, τῷ φόβῳ συνεχόμενοι»).

Αὐτός δέ ὁ τρόμος εἶναι ἀπολύτως δικαιολογημένος, ἀφοῦ ἡ λοιμική ἀσθένεια ἐπιτίθεται ἀοράτως σέ ἀνθρώπους κάθε ἡλικίας καί δέν σπλαγχνίζεται οὔτε κἂν τά ἔφηβα παιδιά («…μάχαιραν…, τήν ἡβηδόν τούς πάντας ἀποσφάττουσαν, ἤδη ἀοράτως…»). Ἡ ἐπιδρομή τοῦ αἱμοδιψοῦς καῖ ἀνθρωποφάγου λοιμοῦ («…ὁ λοιμός ὡς πάνθηρ…») ἔχει ἀμέτρητα θύματα, τά ὁποῖα θρηνολογοῦν οἱ ἐναπομείναντες στήν ζωή («...τῶν κοπετῶν… καί τῶν θρήνων, οὕσπερ οἱ οἰκέται σου, ἐπί νεκροῖς ποιοῦσιν αὑτῶν»), ἂν καί συχνά ὡς τραγικό θέαμα μένουν ἀκήδευτα καί ἄταφα πτώματα παραδομένα στά ἄγρια θηρία καί τά σαρκοβόρα ὄρνεα («πτώματα γάρ τούτων, πολλάκις μένουσιν ἄταφα, ὀρνέοις καί θηρίοις, οἴμοι κείμενα βρῶσις· συμφοράν…»).

Παντοῦ βασιλεύει ὁ θάνατος καί ἡ ἀπειλή του ἐνεδρεύει σέ ἰδιωτικά ἢ δημόσια μέρη, σέ ἀνοικτούς ἢ κλειστούς χώρους, σέ πυκνοκατοικημένες ἢ ἀραιοκατοικημένες περιοχές («Θάνατος γάρ ἐν οἴκοις, θάνατος ἐν πλατείαις, καί ἐν πόλει καί κώμῃ νῦν θάνατος.»). Μόνος λοιπόν τρόπος προλήψεως καί διαφυγῆς τοῦ θανάτου ἀναδεικνύεται ὁ πρόσκαιρος ἀποχωρισμός καί ἡ ἀπομόνωση τῶν ἐπιζώντων («Ἔχωρίσθημεν -οἴμοι!- ἀναστροφῆς… καί ἐπιμιξίας ἁπάσης ἀλλήλων εἴρχθημεν, πανώλους δείματι…»), οἱ ὁποῖοι προσμένουν τήν ἀποπομπή τοῦ κακοῦ καί τήν μεταξύ τους ἐπανασύνδεση («…πανώλους δείματι· σύ οὖν ἐκ μέσου ποιήσας, τοῦτον ἡμᾶς ἕνωσον αὖθις...»). Ἔτσι, ἀναγκάζονται ἐκ τῶν πραγμάτων νά ἐφαρμόσουν κατ᾿ οἶκον περιορισμό καί διακοπή κάθε εἴδους ἐργασίας ἢ ἄλλης δραστηριότητας, μέ ἀποτέλεσμα νά φθάνουν στό ἔσχατο σημεῖο ἐξαθλίωσης στερούμενοι χρημάτων, καθώς καί τῶν ἀπολύτως ἀναγκαίων πρός τό ζῆν («…λοιμοῦ, τῷ φόβῳ συνεχόμενοι· ἐκεῖθεν δέ κατεχόμενοι, συγκλεισμῷ καί στερούμενοι, τῶν ἀναγκαίων…»).

Ὁ λοιμός ἔχει ἐπιφέρει συνταρακτική ἀναστάτωση ὄχι μόνο στόν προσωπικό βίο ἀλλά καί γενικότερα στήν κοινωνικοπολιτική ὀργάνωση τῶν ἀνθρώπων («Ἠρημώθη, ἡ πόλις ἡμῶν πᾶσα, καί αἱ κῶμαι, ἐγένοντο νῦν πόλεις καί ἐρημίαι, κατοικίαι ὤφθησαν, τοῦ λοιμοῦ τῷ φόβῳ»), οἱ ὁποῖοι ἐγκαταλείπουν  τίς κατοικίες τους καί περιπλανώμενοι προσπαθοῦν νά ἀναζητήσουν σωτηρία σέ ἀκατοίκητους καί ἔρημους τόπους μακριά ἀπό τόν πολιτισμό καί τούς συνανθρώπους τους («ἰδού γάρ πάντας ὁ νῦν λοιμός, ἀοίκους πλανήτας, ἀνέδειξε καί ἀπόλιδας»). Ὅλη βέβαια αὐτή ἡ τραγῳδία, πού βιώνει ἡ ἀνθρωπότητα, ἐκλαμβάνεται ὡς ἐπιβολή ποινῆς καί ἀπότιση προστίμου γιά τήν ἀσέβεια, ἡ ὁποία ἐπλεόνασε μεταξύ τῶν ἀνθρώπων καί ἤγειρε τοῦ Θεοῦ τήν παιδευτική ὀργή μεταμορφούμενη σέ λοιμική ἐπιδημία («διά τοῦτο πρόστιμον καί ποινήν, τόν θάνατον νῦν εὕρομεν, καί τήν τοῦ πανώλους διαφθοράν»).

Τά ἀνωτέρω θά μποροῦσαν ὡστόσο νά ἐπαληθευτοῦν καί νά συμπληρωθοῦν μέ πληροφορίες ἀρυόμενες ἀπό μία «εὐχή εἰς πληγήν θανατικοῦ» (Goar, σ. 629-630) φερομένη ὑπό τό ὄνομα τοῦ πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Φιλοθέου Κοκκίνου (1353-1355 καὶ 1364-1376). Ἐκεῖ  περιγράφεται μέ τά μελανότερα χρώματα τό πέπλο τῆς τρομοκρατίας τοῦ λοιμικοῦ θανάτου («Φόβος καί τρόμος ἦλθεν ἐφ᾿ ἡμᾶς, καί σκότος ζοφερός τοῦ φοβεροῦ τούτου θανάτου πάντας ἐκάλυψεν.»), πού ἔχει κάνει τῶν ἀνθρώπων τόν βίο ἀβίωτο κατά τήν ἀρχαία παροιμία (βλ. Ἀριστοφάνης, Πλοῦτος, 969: «ἀβίωτον εἶναί μοι πεποίηκε τόν βίον»), μέ ἀποτέλεσμα νά παρωθοῦνται κάποιοι στόν θάνατο ὄχι ἀπό τήν σωματική ἀσθένεια ἀλλά ἀπό μόνη τήν ψυχολογική πίεση ἐνώπιον τοῦ φόβου, μήπως τυχόν ἀσθενήσουν καί τότε ὑποβληθοῦν σέ αὐτήν τήν φρικτή δοκιμασία, ἕως ὅτου ξεψυχήσουν («Οὐδέ οἱ ζῶντες καί φαινόμενοι ζῆν ἤδη νομίζομεν· τῷ φόβῳ τῆς φοβερᾶς ταύτης πληγῆς μικροῦ καί ἑαυτοῖς ἀπιστοῦμεν· τό τοῦ θανάτου σύμβολον καί πληγήν ἔχειν ἕκαστος ἐν ἑαυτῷ φανταζόμενος, καί πρό τοῦ θανάτου τῷ δέει τοῦ θανάτου χαλεπῶς ἀποθνῄσκοντες.»).

Μέσα σέ τέτοια γενική κατάρρευση ἀκόμη καί τῶν βασικῶν ἀρχῶν τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς καί ἀξιοπρέπειας δέν προφθαίνουν οἱ ζωντανοί νά θρηνήσουν τούς νεκρούς καί χωρίς πρόθεση, ἐκφορά, ἐξόδιο ἀκολουθία καί τά καθιερωμένα ἐπιτελεύτια ἔθη τά θύματα τοῦ λοιμοῦ στοιβάζονται σωρηδόν σέ ὁμαδικούς τάφους  («Οὐ φθάνομεν… τούς τελευτῶντας ὡς ἔθος θρηνεῖν οἱ προσήκοντες, καί τό τέλος ἡμῶν φθάνει, καί ἄλλους ἐπιζητοῦμεν τούς θρηνοῦντας, καί κοινῷ τῷ τάφῳ παραδιδόμεθα.»). Ἐφόσον παντοῦ καραδοκεῖ ἡ ἀπειλή τοῦ λοιμοῦ, οἱ ἄνθρωποι ἀπέλπιδες ἔχουν φύγει ἀπό τίς ἑστίες τους ἀφήνοντας ἕρημες τίς πόλεις, ἔχουν ἐγκαταλείψει τίς ἐργασίες τους καί ἡ οἰκονομική καί πολιτική ζωή ἔχει παραλύσει, ὡς πρός δέ τόν θρησκευτικό τομέα ἔχουν σχεδόν παύσει οἱ ἑορτές καί οἱ ἀκολουθίες, ἀφοῦ τό ποίμνιο μέ τούς ποιμένες του ἔχει διασκορπισθεῖ («Ἐξηρήμωνται πόλεις, ἠφανίσθησαν ἀγοραί, ἱεραί πανηγύρεις καί τελεταί καί θείων ὕμνων συστήματα τῷ πλείονι μέρει κατεσιγάσθησαν»).

Μέσα λοιπόν ἀπό μία ἁπλῆ σταχυολόγηση πληροφοριῶν ἀπό τήν ὑμνογραφία ἀλλά καί μέ τήν βοήθεια εὐχολογιακῶν κειμένων διαφαίνεται ὅτι ὁ λοιμός σκορπίζει ἀφειδῶς τόν ὄλεθρο στό χριστεπώνυμο πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, τό ὁποῖο ἀνίκανο νά ἀντιμετωπίσει τόν θάνατο δαπανᾷ τίς ἐλάχιστες δυνάμεις του ἐξαιτούμενο τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἐπιποθώντας τήν ἀνάσχεση τοῦ λοιμοῦ καί τήν ἐπιστροφή στήν εἰρηνική ζωή.

Πηγή: https://monologoi.gr/?p=101

Πρόσφατες
δημοσιεύσεις
Λόγος και Μέλος: Άρθρο Θωμά Αποστολόπουλου «Δέκα λεπτομέρειες για τη βυζαντινή μουσική»
Μνήμη Μανόλη Κ. Χατζηγιακουμή: σκαπανέας, διασώστης, κιβωτός
«Το ευ ζην μου εδίδαξε ο Λυκούργος Αγγελόπουλος»
«Θα ανοίξω το στόμα της ψυχής μου και θα γεμίσει από Άγιο Πνεύμα»
Λόγος και Μέλος: «Κεχαριτωμένη χαίρε»