Ποιητική απόδοσις αγιότητος

9 Μαΐου 2021

Ποιητικὴ ἀπόδοσις ἁγιότητος

Ἡγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Μαχαιρᾶ, Ἐπισκόπου Λήδρας Ἐπιφανίου

Τὰ ἱστορικὰ γεγονότα τοῦ 1821 ἐν Κύπρῳ,μὲ ἀποκορύφωμα τὰ φοβερὰ διαδραματισθέντα κατὰ τὴν 9ην Ἰουλίου στὴν πλατεία τοῦ Σεραγιοῦ, ὅπου κατατέθηκε τὸ μαρτύριο καὶ ἡ μαρτυρία Ἰησοῦ Χριστοῦ μὲ προεξάρχοντα τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Κυπριανό, ἀπετέλεσαν τὸ ἔναυσμα, τὴν παρότρυνση καὶ τὴν ἔμπνευση στοὺς καλλιτέχνεςγιὰ νὰ ἀποδώσουν τὰ τραγικὰ γεγονότα, ὁ καθένας μὲ τὸ τάλαντο καὶ τὴν δύναμη ποὺ τοῦ χαρίσθηκε ἄνωθεν, μέσω τοῦ δημιουργικοῦ τουςχαρίσματος.

Στὴν παροῦσα μελέτη θὰ ἐπικεντρωθοῦμε στὴν ὁμάδα τῶν δημιουργῶν τῶν ποιημάτων, Αὐτοί, ἐκφράζοντας τὸ λαϊκό αἴσθημα καὶ τὴν περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα τῆς ἐποχῆς τους καὶ τῶν προγόνων τους, ποὺ φθάνει μέχρι τὶς μέρες μας, κατέθεσανμὲ παρρησία τὰ γεγονότα ποὺ ἐκτυλίχθηκαν κατὰ τὴν 9ην Ἰουλίου, ἀποδίδοντας ποιητικὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κυπριανοῦ καὶ τῶν σὺν αὐτῷ μαρτυρησάντων. Σὲ αὐτὴν συγκαταλέγονται ὁ Γεώργιος Κηπιάδης, καταθέσας τὴν ἱστοριογραφία του καὶ ποιητικῶς, ὁ Ἰωάννης Περδίος μὲ τὰ ποιήματά του «Εἰς τὸ κενοτάφιον τοῦ Κυπριανοῦ»[1], «Εἰς τὸν Κυπριανόν»[2], «Τὰ κόκκαλα τῶν Ἐθνομαρτύρων μας» καὶ «Στὸν Ἐθνομάρτυρά μας»[3], ὁ Δημήτρης Λιπέρτης μὲ τὰ ποιήματα «Στοὺς Τζυπριῶτες Μάρτυρες τῆς 9ης Ἰουλίου 1821» καὶ «Στὸ Σεράγιο», ὁ Κύπρος Χρυσάνθης μὲ τὸ ποίημα «Ἀκολουθία τοῦ Ἐθνομάρτυρα Κυπριανοῦ»[4]καὶ ὁ Βασίλης Μιχαηλίδης[5]μὲ τὸ ποίημά του «Ἡ 9η Ἰουλίου 1821 ἐν Λευκωσία [Κύπρου]». Ἐκτὸς αὐτῶν νὰ σημειώσουμε τοὺς λαϊκοὺς ποιητάρηδες, τὸν Διάκον ἐκ Τάλας Πάφου, μὲ τὸ ποιητάρικο «Περὶ τῆς καρατομῆς τῶν ἀρχιερέων 1821» καὶ τὸν Χριστόδουλο Τζιαπούρα μὲτὸ «Ὁ ἀποκεφαλισμὸς τῶν δεσποτάδων».

Ὅλοι οἱ προαναφερθέντες καταθέτουν τὸ ποιητικό τους τάλαντο στὸ κοινὸν ἐθνικὸ πολιτιστικὸ ταμεῖοτοῦ πνεύματος, καὶ ὅλοι τους παραθέτουν, ὁ καθένας ἀνάλογα μὲ τὸ τάλαντό του, τὰ γεγονότα τῶν φρικτῶν ἐκείνων ἡμερῶν. Τέσσερεις ὅμως ἐξ αὐτῶν δὲν ἀρκοῦνται στὴν ἁπλὴ ἔμμετρη ποιητικὴ παράθεση ὅσων συνέβησαν, ἀλλὰ προχωροῦνκαὶ ἔτι περισσότερον, ἀποδίδοντας στὸνἈρχιεπίσκοπο Κυπριανὸ καὶ τοὺς σὺν αὐτῷ μαρτυρήσαντες τὸν μαρτυρικὸ στέφανο τῆς ἁγιότητος.

Παραθέτουμε ἀμέσως κατωτέρω ἀποσπάσματα τῶν ποιημάτων ἑνὸς ἑκάστου πρὸς ἐπικύρωση τῆς ἀνωτέρω θέσεως.

Γεωργίου Κηπιάδου,«Ἀπομνημονεύματα»:

Πρῶτος τῶν ἄλλων εἰς τοῦ τοπάρχου

θῦμα πρωτόλειον μαρτυρίου,

φέρετ᾽ ὁ Κύπρου Κυπριανός.

Ὁ μύστης οὗτος δὲ τοῦ Ἀνάρχου

δένετ᾽ ὑψοῦται διὰ σχοινίου

ἐπὶ τοῦ δένδρου, ὥσπερ ἀμνός.

 

Πικρῶς ἀγόμενος κατηράσθη

τὸ θηριῶδες τῆς καταδίκης,

ὑψώσας ὄμμα ᾽ς τὸν οὐρανόν.

Ὡς μέγας μάρτυς καθηγιάσθη

ὁ γεραρώτατος ἀρχιθύτης,

καθότι στέφανον φαεινόν,

 

Περιεβλήθη ὁ θεῖος ἥρως,

ὁ μέχρι τέλους ἐγκαρτερήσας

εἰς τὰς βασάνους τὰς ἀλγεινάς.

Ὡς πιστὸς δοῦλος δὲ τοῦ Σωτῆρος,

τὰς ἐπιγείους περιφρονήσας

τιμὰς καὶ δόξας μηδαμινάς.

Μετὰ δὲ τοῦτον ᾽ς τοῦ μαρτυρίου

τὴν θέσιν φέρουν συλλειτουργούς του

τρεῖς ἄλλους ἔτι ἀρχιερεῖς·

τὸν Πάφου πρῶτον, εἶτα Κιτίου,

καὶ Κυρηνείας συνοδικούς του

καὶ ἡγουμένους καὶ ἱερεῖς.

Ἄλλοι μὲν τούτων ἐκ τοῦ τραχήλου

σφάγια ἤρτηνται τοῦ Ὑψίστου

ἐπὶ πλατάνων κατὰ σειράν.

Ὡς θαρσαλέως καὶ μετὰ ζήλου

ὑποστηρίξαντες τοῦ Ἀκτίστου

ὕπαρξιν, δόξαν ὑπερφυᾶ.

Ἄλλοι δὲ ἔκειντο ἐσφαγμένοι

καὶ πορφυρόχροοι ἀπὸ αἷμα,

μετὰ μαρτύριον ἱκανόν·

ἀλλ᾽ ὅλοι ἔφερον δοξασμένοι

τὸ φαεινότατον θεῖον στέμμα

τοῦ βασιλέως τῶν οὐρανῶν.

Σέβας δὲ μέγα ἔτι παρεῖχεν

εἰς ὅλους τ᾽ ἅγια λείψανά των,

Χάρις δὲ θεία καὶ ἱερά

ἄνωθεν ἤρχετο, καὶ κατεῖχεν

οὐράνιόν τι τὰ πρόσωπά των

κ᾽ ἡ ὄψις ὅλων ἦτο φαιδρά.

Ὄψιν τοιαύτην καὶ μεγαλεῖον

δίδει ὁ Πλάστης τῆς ἀληθείας

εἰς πάντας ὅσους καρτερικῶς,

ὑπὲρ δογμάτων του τῶν ἁγίων,

καὶ τῆς πατρίδος καὶ τῆς θρησκείας

μάχονται, πίπτουν μαρτυρικῶς.

Τρεῖς ὅλας ἦσαν ἐκτεθειμένοι

ἡμέρας οὗτοι ᾽ς τοῦ μαρτυρίου

τὴν θέσιν ταύτην πρὸς ἐμπαιγμόν.

Ἀλλ᾽ ἡ ψυχή των δεδοξασμένη,

ἐντὸς τῶν κόλπων τοῦ Αἰωνίου

φέρει τὸν ἄφθαρτον στολισμόν[6].

Χαραλάμπους Παπαδοπούλλου, «Μαρτύρων Στεφάνωμα»:

«Γαλήνιον τὸ ἄπειρον μ’ ἀδάμαντας στρωμένον

τὴν αἰθερίαν πύλην του ἐκράτει ἀνοικτὴν

μ’ ἕνα στεφάνι ἄστρινον ἀγγελοκαμωμένον

καὶ τῶν ἀγγέλων ὁ στρατὸς μὲ θείαν προσοχὴν

τὸν στέφανον ἐκράτει.

Ἀνέβαινον οἱ μάρτυρες τὰς κυανὰς βαθμίδας,

τὸν δρόμον τὸν ἀστρόστρωτον ἐπάτουν τοὐρανοῦ

καὶ φθάσαντες διέβησαν τὰς ὑψηλὰς ἁψίδας

καὶ μεταξὺ ἐτάχθησαν τἀγγελικοῦ στρατοῦ

ἐν ὄψει λευκοτάτῃ.

Εὐθὺς εἰς μέλος ἄφραστον ἐψάλη ὕμνος νέος

καὶ τοὐρανοῦ ἀντήχησαν τὰ ὕψη τἀχανῆ:

-“Κυπριανοῦ αἰώνιον καὶ ἄυλον τὸ κλέος!

Ἔχει ἰσάγγελος αὐτὸς φωνὴν θεοπειθῆ…

ὡς ἄγγελος ἄς ψάλλῃ”.

Ἄπλετον φῶς ἐξήστραψαν τῶν οὐρανῶν οἱ θόλοι

καὶ γίνεται φωτόλουστος ὁ μάρτυς τοῦ Χριστοῦ.

Κ’ εὐθὺς οἱ ἄγγελοι καταβιβάζουν ὅλοι

τὸν στέφανον τὸν ἄστρινον στὴν κεφαλὴν αὐτοῦ,

μεγάλου οἱ μεγάλοι!»[7].

Δημητρίου Λιπέρτη,«Στοὺς Τζυπριῶτες Μάρτυρες τῆς 9ης Ἰουλίου 1821»:

«Μάρτυρες τρισμακάριστοι,δόξα δκιαλαλημένη …

Ψυσιὲς ποὺ μαρτυρήσετετζι ἔσιετε τέθκοιαν χάριν,

ππέσετε στ᾽ ἀχναρόποδατοῦ Πλάστη μας τζιαὶ πέτε,

νὰ κάμῃ τζιαὶ δαμέσα δὰμέραν τζιαὶ καλοτάριν …

Νὰ δροσιστεῖ κάθε ψυσιὴὅπου πλαστεῖ τζι ἂν ἔνι,

τζι ἐσεῖς οἱ μάρτυρες τζι ἐμεῖς,οἱ λὰς οἱ σκλαβωμένοι»[8].

Χριστόδουλου Τζιαπούρα, «Ὁ ἀποκεφαλισμὸς τῶν δεσποτάδων»:

Μόνον ὁ γιὸς τοῦ Κιόρογλου ἦταν γιὰ νὰ μαλλώσει,

τὸν ἅγιον Κυπριανὸν γιὰ νὰ τὸν ι-γλυτώσει.

Ἐγονατίσαν τους ἐμπρὸς τοὺς τρεῖς τοὺς δεσποτάδες,

ἤθελαν νὰ γλυτώσουσιν, ἂν ἦταν μὲ παράδες.

Φέρνουσιν τρεῖς τζελλάττηδες μὲ τὸ σπαθὶν στὸ χέρι,

καρτζίν τους νὰ γυμνάζουνται μετὰ τὸ μεσομέρι.

Ἦρτεν ἡ ὥρα ἡ πικρὴ μετὰ τὸ μεσομέρι,

ὁ Πλάστης μου ἔτσι καιρὸν ξανὰ νὰ μὴν τὸν φέρει.

Ἐπέφταν τὰ κεφάλια τους χαμαὶ στὴν γῆν τὴν μαύρη,

ἐν ἄδικον ὁ ἄνθρωπος νὰ μὴν κάμει καὶ νά ᾽βρει.

Ὁ Πάφοςἦταν Χρύσανθος, Μελέτιος Κιτίος,

Λαυρέντιος ὁ Κυρηνεὺς καὶ πᾶσιν αἰωνίως.

Ὁ ἅγιος Κυπριανὸς βλέπει τοὺς δεσποτάδες,

γονατισμένους στὴν γραμμὴν μὲ δίχα κεφαλάδες[9].

Θεωροῦμε ὅτι ἡ κατάθεση αὐτῶν τῶν στοιχείωνδὲν εἶναι τυχαία οὔτε ἀσήμαντη, καὶ ὁ λόγος ποὺ μᾶς ἐπιβάλλει νὰ ὑποστηρίζουμε αὐτὴ τὴν θέση εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ τρεῖς ἐκ τῶν τεσσάρων ποιητῶν, ὁΓεώργιος Κηπιάδης,ὁ Δημήτρης Λιπέρτηςκαὶ ὁΧριστόδουλος Τζιαπούρας, εἶναι ἀπόγονοι ἀνθρώπων ποὺ ἔζησαν τὰ γεγονότα τοῦ 1821 ὡς αὐτόπτες καὶ αὐτήκοοι μάρτυρες.

Ξεκινώντας ἀπὸ τὸν πρῶτο, τὸνΓεώργιο Κηπιάδη, νὰ σημειώσουμε ὅτι πρόγονός του ἦταν ὁ Δημήτριος Θεμιστοκλῆς, ὁ διευθυντὴς τῆς Ἑλληνικῆς Σχολῆς Λεμεσοῦ τὸ 1819, γνωστὸς καὶ συνεργάτης τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κυπριανοῦ, ἀφοῦ τὸν ἐκθειάζει σὲ ἐπιστολή του[10].

Τοῦ Δημήτρη Λιπέρτη[11] πρόγονοι ἦταν ὁ ὁμώνυμός του,Δημήτριος Λιπέρτης,[12]μαζὶ μὲ τὸν πατέρα του Χατζηγιαννάκη Λιπέρτη[13], ποὺ ἦταν ἐπίτροπος τοῦ ἱεροῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Σάββα ἐντὸς των τειχῶν τῆς Λευκωσίας.

Τοῦ Χριστόδουλου Τζιαπούρα συγγενὴς ἦταν ὁ μάρτυρας Πιεράκης Κορέλλας Δημητρίου καὶ ὁ διασωθεὶς υἱὸς αὐτοῦ, Δημήτρης Πιερίδης[14].

Περὶ τοῦ Χαραλάμπους Παπαδοπούλλου δὲν ἔχουμε ἀκριβῆ γενεαλογικὰ στοιχεῖα, ὥστε νὰ καταθέσουμε τὸν αὐτόπτη ἢ αὐτήκοο μάρτυρα τῶν γεγονότων τοῦ 1821 πρόγονό του. Στὴν δική του περίπτωση εἰκάζουμε  ὅτι ὁ ἔνθεος ζῆλος, ἡ ἔνθερμος φιλοπατρία, ἡ καρδιακὴ εὐαισθησία, ἡ ἐσωτερικὴ πληροφορία καὶ ἡ ἀγάπη τῆς φιλομάθειας καὶ τῆς ἀλήθειας νὰ ἦταν τὰ κίνητρα ποὺ τὸν ὤθησαν νὰ ἀσχοληθεῖ καὶ τελικὰ νὰ τοποθετηθεῖ ἐσωτερικὰ θεωρώντας τοὺς πρωταγωνιστὲς τῶν γεγονότων τοῦ 1821 ἁγίους Μάρτυρες τῆς Πίστεως καὶ τῆς Πατρίδος. Γιὰ τοὺς προηγουμένους τρεῖς, ποὺ ἔχουν προγόνους αὐτόπτες καὶ αὐτηκόους μάρτυρες τῶν γεγονότων τοῦ 1821, θεωροῦμε ὅτι ἐξ οἰκογενειακῆς προφορικῆς παραδόσεωςἐδιδάχθησαν τὰ ἀνωτέρω, καθὼςἀπὸ γενεὰν σὲ γενεὰν διεδίδοντο τὰ διαδραματισθέντα καὶ ἐκθειάζετο ὁ ἥρωας τῆς Πίστεως καὶ τῆς Πατρίδος ὡς Ἅγιος καὶ Μεγαλομάρτυρας. Γι΄ αὐτὸ καὶ τὰ εὐαίσθητα καλλιτεχνικὰ αἰσθητήρια τῆς ψυχῆς δὲν προσπέρασαν μὲ ἀδιαφορία τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἀνδρός, τοῦ προέξαρχου τῆς ἑκατόμβης τῶν μαρτύρων, Ἀρχιεπισκόπου Κυπριανοῦ, ἀλλὰ ἀντιθέτως, τὸ κατέθεσαν καὶ τὸ διακήρυξαν μετὰ παρρησίας.

Ὡς ἐκ τούτου, μαζὶ μὲ αὐτοὺς τοὺς ἐπιφανεῖς ποιητές, τιμοῦμε καὶ ἐγκωμιάζουμε τοὺς δικούς τους ἀφανεῖς συγγενεῖς, γονεῖς, παπποῦδες καὶ γιαγιάδες, ποὺ κράτησαν ζωντανὸ μέσα τους τὸν σπόρο τῆς Πίστεως μέσα ἀπὸ τὸ παράδειγμα αὐτῶν τῶν Ἁγίων Μαρτύρων, τὸ μεταλαμπάδευσαν στοὺς ἀπογόνους τους καὶ ἐκεῖνοι τὸ παρέδωσανμέχρι τὶς μέρες μας σὲ μᾶς ὡς προίκα ἀληθινὴ καὶ παρακαταθήκη τετιμημένη.

Βαθυσεβάστως καὶ εὐγνωμόνως εὐχαριστοῦμε τοὺς ἁγίους Μάρτυρες τιμώντας τὴν μνήμη τους κατὰ τὴν διακοσιετηρίδα τῆς ἐπετείου τους, καὶ ἀφιερώνουμε τὴν παροῦσα ἐργογραφία εἰς μνημόσυνον αἰώνιον τῶν ἐπωνύμων καὶ ἀνωνύμων, γνωστῶν καὶ ἀφανῶν ἐργατῶν ποὺ κοπίασαν ὁ καθένας μὲ τὸν δικό του τρόπο, ὥστε σήμερα νὰ καυχώμαστε ποὺ ἔχουμε ἁγίους νέους Μάρτυρες τοῦ 1821, πρέσβεις εὐπροσδέκτους πρὸς Κύριον τὸν Θεὸν ἠμῶν. Ἀμήν.

 

Παραπομπές:

[1]Ιωαννου Περδιου, Κυπριακὴ Μοῦσα, τύποις Λευκωσίας Ε. Κ. Πετρίδου καὶ σίας, Λευκωσίᾳ (Κύπρου) 1907, σ. 37.

[2] Αὐτόθι, σσ. 64-67.

[3] Τοῦ αὐτοῦ, Νέα Σχολικὴ Μοῦσα, τύποις Χρυσοστόμου Γ. Σταυρινίδου, Λευκωσία 1931, σσ. 15-16 καὶ 18-20. Τοῦ αὐτοῦ, Νέα Σχολικὴ Μοῦσα, ἐπανέκδ. ὑπὸ Νίκου Ὀρφανίδου, Ἑλληνομνήμων 15, Λευκωσία 2008, σσ. 31-32 καὶ 34-36.

[4]Κυπρου Χρυσανθη, «Ἡ ἀκολουθία τοῦ ἐθνομάρτυρα Κυπριανοῦ», Θρησκευτικὸς Λόγος, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου, Λευκωσία 1993, σσ. 44-56.

[5]Βασιλη Μιχαηλιδη, Ποιήματα, Λεμεσός 1911 (φωτοτυπ. ἀνατύπωση ἐκδ. Κ. Ἐπιφανίου, Λευκωσία 1998), σσ. 15-33.

[6]Γεωργιου Κηπιαδου, Ἀπομνημονεύματα τῶν κατὰ τὸ 1821 ἐν τῇ νήσῳ Κύπρῳ τραγικῶν σκηνῶν, Ἀλεξανδρείᾳ 1888, σσ. 32-34.

[7]Ἡ ἑκατόμβη τῆς 9ης Ἰουλίου, ὅ.π., σ. 287 (στροφὲς 13 καὶ 14 τοῦ ποιήματος Μαρτύρων Στεφάνωμα τοῦ Χαραλάμπους Παπαδοπούλλου).

[8]Δημητρη Λιπερτη, «Στοὺς τζυπριώτες μάρτυρες τῆς 9ης Ἰουλίου 1821», Ἄπαντα, Κύπρος 1961, σσ. 271-272.

[9]Χρ. Τζιαπουρα, Ἅπαντα, ἔκδ. Κέντρου Ἐπιστημονικῶν Ἐρευνῶν, XXXVI, Λευκωσία 2001, σσ. 244-245. Κ. Γιαγκουλλη, «Ἐπιστροφὴ στὸν ποιητάρη Χριστόδουλο Τζιαπούρα», Λαογραφικὴ Κύπρος, τεῦχ. 32 (1974) 88-94. Τοῦ αὐτοῦ, «Ἡ 9η Ἰουλίου στὴν ποίηση τῆς Κύπρου», Ἡ Κύπρος μας, τεῦχ. 66 (1997) 27-34. Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός, ὁ μάρτυρας τῆς πίστεως καὶ τῆς πατρίδος, Ἀρχεῖον Κειμένων, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Μαχαιρᾶ, Κύπρος 2009, σσ. 429-431.

[10]«Ἀπάντηση πρὸς τοὺς κατοίκους τῆς Λεμεσοῦ στὴν αἴτησή τους γιὰ ἵδρυση Ἑλληνικῆς Σχολῆς», Ἀρχεῖον Κειμένων, ὅ.π., σσ. 261-262.

[11]Πετρου Παπαπολυβιου, «Δημήτρης Λιπέρτης: 150 χρόνια ἀπὸ τὴ γέννησή του», Ψηφῖδες Ἱστορίας. Σημειώματα γιὰ τὴν ἱστορία τῆς Κύπρου στὴν ἐφημερίδα «ὁ Φιλελεύθερος», 2006-2016, ἐκδ. Ρίζες, Λευκωσία 2017, σσ. 235-236.

[12]Ι. Κ. Περιστιανη, Γενικὴ ἱστορία τῆς νήσου Κύπρου, Λευκωσία 1911 (φωτοτ. ἀνατ. ἐκδ. Κ. Ἐπιφανίου, Λευκωσία 1995), σ. 739. Ι. Α. Γ. Συκουτρη, «Κυπριακὴ βιβλιογραφία», Κυπριακὰ Χρονικά, ἔτος Α΄, τεῦχ. Ι΄ (Ὀκτώβριος 1923), σσ. 305-308. Νεοκλη Κυριαζη, «Ναογραφία Λευκωσίας. Δ) Ναὸς Τρυπιώτου», Κυπριακὰ Χρονικά, ἔτος Θ΄, τεῦχ. Γ΄ (Ἰούλιος – Σεπτέμβριος 1933), σ. 206.

[13]Ἀρχεῖον Κειμένων, ὅ.π., Λευκωσία 2009, σσ. 158, 176, 208, 226. Ἡ ἑκατόμβη τῆς 9ης Ἰουλίου. Ἱστοριογραφική – ποιητική – ἐκκλησιαστικὴ τεκμηρίωσις, ἐπιμ. Θεοδώρου Παπαδοπούλλου, Κυπριολογικὴ Βιβλιοθήκη 20, Λευκωσία 2013, σσ. 76, 104. Ι. Κ. Περιστιανη, Γενικὴ ἱστορία τῆς νήσου Κύπρου, ὅ.π., σ. 740.

[14]Αριστειδου Λ. Κουδουναρη, Μερικαὶ Παλαιαὶ Οἰκογένειαι τῆς Κύπρου, Λευκωσία 1972, σσ. 87-108.