Θεολογική και ηθική προσέγγιση των κατά Λουκάν μακαρισμών

21 Μαΐου 2021

Στους τέσσερις, κατά Λουκάν, Μακαρισμούς ορίζεται ποιοι αποτελούν τον νέο  λαό του Θεού‧ αυτοί είναι οι «πτωχοί», είναι οι «πεινῶντες», οι «κλαίοντες» και εκείνοι οι οποίοι, επειδή θ΄ ακολουθήσουν τον Ιησού, θα υποφέρουν από την κακία του κόσμου. Παραθέτουμε το πρωτότυπο κείμενο, διότι πάντοτε υπερτερεί κάθε μετάφρασης.

«..καί  αὐτός ἐπάρας τούς ὀφθαλμούς αὐτοῦ εἰς τούς μαθητάς αὐτοῦ ἔλεγε· μακάριοι οἱ πτωχοί, ὅτι ὑμετέρα ἐστίν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. μακάριοι οἱ πεινῶντες νῦν, ὅτι χορτασθήσεσθε. μακάριοι οἱ κλαίοντες νῦν, ὅτι γελάσετε. μακάριοί ἐστε ὅταν μισήσωσιν ὑμᾶς οἱ ἄνθρωποι, καί ὅταν ἀφορίσωσιν ὑμᾶς καί ὀνειδίσωσι καί ἐκβάλωσι τό ὄνομα ὑμῶν ὡς πονηρόν ἕνεκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου. χάρητε ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ καί σκιρτήσατε· ἰδού γάρ ὁ μισθός ὑμῶν πολύς ἐν τῷ οὐρανῷ· κατά τά αὐτά γάρ ἐποίουν τοῖς προφήταις οἱ πατέρες αὐτῶν…»[1].

Τα αρχικά ερωτήματα που πρέπει να τεθούν για λόγους μεθοδολογίας είναι τα εξής: α) με ποια οπτική θα προσεγγίσει κάποιος το περιεχόμενο των μακαρισμών του Λουκά και β) οι μακαρισμοί ποιον σκοπό εξυπηρετούν και σε ποιους απευθύνονται. Όσον αφορά στο πρώτο, έχει επιλεγεί η θεολογική-ηθική προσέγγιση, ενώ για το δεύτερο επιχειρείται η απάντηση περισσότερο μέσω των εκκλησιαστικών συγγραφέων, που είτε σχολίασαν είτε ερμήνευσαν τους συγκεκριμένους μακαρισμούς.

Πράγματι, ο Λουκάς από θεολογικής θεώρησης εμφανίζει, σε σύγκριση με τους άλλους δύο Συνοπτικούς, μια οικουμενική διάσταση στα κείμενά του, απόρροια πιθανόν της Παύλειας και Ιωάννειας επίδρασης. Η έμφαση δίδεται στον αποφασιστικό ρόλο της διάδοσης του σωτηριολογικού μηνύματος έως τα πέρατα του κόσμου. Υπό την άποψη αυτή, η σωτηρία ως έργο του τριαδικού Θεού, καθίσταται μεν θεμελιώδης έννοια στην οικονομία της Τριάδος, εκδηλώνεται δε ως κύρια αποστολή εντός του κοινωνικού-ιστορικού σώματος. Η δυναμική θεολογία του Λουκά εκφέρεται συγκεκριμένα ως ένας σκοπός, ο οποίος θα καθορίσει την πορεία του κόσμου προς τον τελικό σκοπό της θείας Οικονομίας. Από την άλλη πλευρά, ο τελικός σκοπός της θείας Οικονομίας, της ερχόμενης Βασιλείας δεν είναι μονοσήμαντος‧ ο Λουκάς θα του προσδώσει τα σημαίνοντα, που αφορούν την χριστολογική και εκκλησιολογική διάσταση, όπως, επίσης, και το σπουδαίο εσχατολογικό βάθος[2].  Το Πνεύμα της Πεντηκοστής, το ίδιο Πνεύμα που απεκαλύφθη στην Βάπτιση του Κυρίου, το Πνεύμα που λαμβάνουν οι Απόστολοι, διαπιστώνεται ότι διακατέχει όλο το έργο του Λουκά. Επιπλέον, όταν ο Ευαγγελιστής έγραφε το Ευαγγέλιό του, είχε υπόψη τις παραδόσεις της κοινότητας των Ιεροσολύμων και φαίνεται να απευθύνεται, κυρίως, σε εθνικούς χριστιανούς. Οι πιστοί και αναγνώστες τού κατά Λουκάν Ευαγγελίου κατανοούσαν τον Ιησού Χριστό περισσότερο ως τον Αναστάντα Κύριο, ο οποίος με το απολυτρωτικό έργο Του θα σηματοδοτούσε το πλαίσιο της σωτηρίας[3].

Μία επιχείρηση θεολογικής αποτίμησης από τους Πατέρες της Εκκλησίας, τους αρχαίους εκκλησιαστικούς συγγραφείς και τους σύγχρονους ερμηνευτές θα δείξει το βαθμό κατανόησης της χριστιανικής κοινότητας σχετικά με το νόημα της Βασιλείας του Θεού, την οποία οραματίζονται οι μακαρισμοί. Ο Ωριγένης, σε ένα πρώτο παράδειγμα, στο υπόμνημα τού κατά Λουκάν Ευαγγελίου, αναφερόμενος στη Βασιλεία του Θεού θέτει ορισμένα ερωτήματα: τι σημαίνει κάποιος να ιδεί τον Υιό του ανθρώπου ερχόμενον , και τι σημαίνει η Βασιλεία του Θεού «εν δυνάμει». Αφού πρώτα εξάρει την αναμάρτητο φύση του Κυρίου και την υπεροχή του λόγου ως προς το κριτήριο της αληθείας, καταλήγει στη θέση ότι η Βασιλεία του Θεού βρίσκεται «εν δυνάμει» εντός τού κάθε ανθρώπου, «εν ενεργεία» όμως μόνο εντός των τελείων[4].  Δεν χωρά εδώ αμφιβολία ότι πρόκειται περί αριστοτελικής επίδρασης στον στοχασμό του Ωριγένους. Πιθανολογείται ότι ο όρος «τέλειος» αφορά στον προορισμό και όχι στην αφετηρία της ανθρώπινης υπόστασης. Άλλωστε, σε διαφορετικό κείμενο ο Ωριγένης είναι σαφής‧ κάθε άνθρωπος είναι σκολιός και ο βίος του διακρίνεται για την τραχύτητά του. Μόνον η έλευση του Κυρίου, και κυρίως η ευθυγράμμιση προς Αυτόν, θα επιφέρει άξιους καρπούς του πνεύματος[5].

Ο Κύριλλος Αλεξανδρείας, στον εκτενή υπομνηματισμό των μακαρισμών του Λουκά ακολουθεί την ερμηνευτική γραμμή παραλληλισμού του περιεχομένου με το κείμενο του Ματθαίου.  Προπαντός, οι μακαρισμοί για τον Κύριλλο αποτελούν ένα τυπικό παράδειγμα του χριστιανικού τρόπου ζωής. Η ευαγγελική ευζωία[6] που επικαλείται στην ερμηνεία, ιδιαίτερα του τέταρτου μακαρισμού, ίσως αποτελεί το απαύγασμα τού όλου ερμηνευτικού εγχειρήματος. Η οδός της ευαγγελικής ευζωίας ωστόσο προσκρούει στις αφιλόθεες και ανόσιες ενέργειες όλων εκείνων, οι οποίοι έχουν ταχθεί να διώκουν την ευσέβεια. Η ακηδία, επίσης, για τον Κύριλλο καθίσταται ο μεγάλος πολέμιος της μακαριότητας, η αιτία να μη κατακτά ο άνθρωπος τον στέφανο της νίκης εν Χριστώ[7]. Η καινότητα της ευαγγελικής ζωής, επισημαίνει ο μεγάλος Αλεξανδρινός Θεολόγος, έχει την απαίτηση ορισμένων πνευματικών προϋποθέσεων. Ως τέτοιες ορίζονται καταρχάς, η μετριοφροσύνη και ο συνεσταλμένος νους. Οι δύο αυτές πνευματικές αρετές είναι τα απαραίτητα εφόδια ενός πραγματικού αγώνα, ο οποίος αφενός θ΄ αναδείξει την διά τον Θεό πτωχεία και αφετέρου θα καταστήσει τον άνθρωπο γνώριμο του Θεού[8]. Επικαλούμενος μάλιστα λόγους του προφήτη Δαβίδ, ο Κύριλλος θα προσθέσει δύο ακόμα αρετές στη σύνθεση της μακαριότητας: την ταπεινότητα και την πραότητα. Πάντως, τα νοητά και πνευματικά αγαθά που διακρίνουν τους μακάριους πτωχούς ο Κύριλλος τα συνδέει μεν με τον αφιλάργυρο βίο, επισημαίνει, όμως, ταυτόχρονα ότι τα συμβαίνοντα της πραγματικής πτωχείας οφείλουν να μην οδηγήσουν τον άνθρωπο στην μικροψυχία[9]. Το κέλευσμα της πτωχείας συσχετίζεται με το ταυτόχρονο «μίσος» των κοσμικών φρονημάτων, των οποίων η παραίτηση θα παράσχει τη δυνατότητα μετοχής στη μακαριότητα. Ούτως η άλλως, η απαίτηση της δικαιοσύνης, γράφει ο Κύριλλος, γεννά τις θλίψεις των δίκαιων ανθρώπων, αλλά ο πραγματικός, όμως, γέλως θα προκύψει μέσω της οδύνης του κόσμου αυτού.  Τις οδύνες του αφιλόπλουτου βίου στον παρόντα κόσμο παρομοιάζει με τις οδύνες του πτωχού Λαζάρου, ο οποίος τελικά κατέστη εισηγητής της ουράνιας μακαριότητας. Η απαίτηση της δικαιοσύνης ανευρίσκεται μονίμως στην εθελούσια αγάπη της πτωχείας, της ικανής συνθήκης, ώστε ο πιστός να διανύσει τον δρόμο της μακαριότητας[10].

Για την οδό της μακαριότητας αναφέρεται και ο G. Meadors, όταν επισημαίνει ότι ο Λουκάς εμφανίζει ένα πλαίσιο ζωής, μίας μεταβατικής ζωής σε σύγκριση με την εσχατολογική ελπίδα. Παρά ταύτα, οι δυσκολίες της πραγματικής ζωής δεν πρέπει να εξαρτώνται από την προσδοκία των εσχάτων. Ωστόσο, η άρνηση ενός «προγράμματος» του Θεού για τον άνθρωπο και η επιμονή σε κοσμικές φιλοδοξίες θα έχει καταστροφικές συνέπειες. Αυτή η αντιπαράθεση είναι εμφανής σε όλο το Ευαγγέλιο του Λουκά με τη σήμανση ότι οι γήινοι ηγέτες του ιουδαϊκού λαού εμπόδιζαν το ευαγγελικό μήνυμα να καρποφορήσει.  Για τον λόγον αυτόν το έργο Λουκάς-Πράξεις εδέχθη τη σφοδρότερη πολεμική από τους ιουδαϊκούς κύκλους[11].

Για τον Ευσέβιο Καισαρείας, ο πρώτος ανιών βαθμός μακαριότητας παραμένει η «διά τον Θεόν πτωχεία».  Οι πτωχεύοντες εδώ είναι οι άνθρωποι της μετριοφροσύνης, της ακτημοσύνης, εκείνοι που τυγχάνουν μέτοχοι της «κατά Θεόν φιλοσοφίας»[12]. Αυτή η θεολογική πρόταση ευρίσκει την παραδειγματική υπόστασή της, υποστηρίζει ο Ευσέβιος, στα πρόσωπα των παρόντων ακροατών του Κυρίου και, κυρίως, εκείνων που θα καταστούν συμβασιλείς της εξαγγελθείσης ουράνιας Βασιλείας. Είναι όλοι αυτοί, οι οποίοι θα υποστασιάσουν τη δικαιοσύνη του Θεού στον κόσμο με συνέπεια ο βίος τους να χαρακτηρίζεται θεοφιλής. Είναι, επιπλέον, οι οικήτορες της άνω πόλης, που θα απολαύσουν τον κορεσμό της ουσιώδους αρετής, εφόσον ο φωτισμός της ψυχής θα ορισθεί από τη σοφία του Θεού. Η καθαρή και ειρηνοποιός διάνοια είναι η προϋπόθεση της θέασης των θείων πραγμάτων, όλων όσων ορίζει η εξαγγελία  των μακαρίων[13]. Η μαρτυρία της Βασιλείας του Θεού από κοινού με τον «άκρον δικαιοσύνης» βίο θα αποτελέσουν τα γενεσιουργά αίτια, ώστε οι φορείς των ανωτέρω αξιών να υποστούν διώξεις και δυσφημήσεις,  λοιδορίες, ύβρεις και ονειδισμούς από την πλευρά των δυνάμεων του κακού. Για τον λόγο αυτόν, γράφει ο Ευσέβιος, ο Κύριος προμακάριζε όσους θα μείνουν στερεοί στις εξαγγελίες των μακαρισμών, επειδή οι τελευταίοι θα τύχουν μεν «άξιων» παθημάτων του νυν καιρού, όπως οι προφήτες, θα υπογράψουν, όμως, την ελπίδα και τη χαρά της μέλλουσας Βασιλείας[14].

Η πτωχεία, επισημαίνει επιπλέον ο H. Klein, δεν είναι μια ποιότητα ζωής, αλλά μια ευκαιρία για εκλογή μέσα στη επιμελητεία του Θεού.  Ούτως ή άλλως, η Βασιλεία του Θεού είναι ένας αντί-κόσμος με την έννοια ότι δεν είναι συγκρίσιμη με τα επίγεια στοιχεία. Επιπρόσθετα, η κατάσταση των επίγειων δεν θα παραμείνει στάσιμη.  Οι κλαίοντες είναι έμπλεοι χαράς εκ βαθέων, επειδή γνωρίζουν ότι είναι στην υπηρεσία του Υιού του Θεού, η προκήρυξη του Οποίου είχε δώσει τη δική της υπόσχεση για την αλλαγή του κόσμου. Η πρόσκληση χαράς, γράφει ο H. Klein, έρχεται σε άμεση αντίθεση με ό, τι οι μαθητές του Κυρίου, πολλώ μάλλον οι απλοί πιστοί, έβλεπαν ως εμπειρία του κόσμου. Η πρόσκληση χαράς είναι ένα σημείο εκλογής και η εγγύηση για την εσχατολογική πλήρωση[15].

Τον ρυθμιστικό χαρακτήρα των μακαρισμών για τον επίγειο και ουράνιο βίο παρουσιάζει και ο Θεοφύλακτος Βουλγαρίας, στην ερμηνεία του κατά Λουκάν Ευαγγελίου.  Καταρχάς η πνευματική «ρύθμιση», όπως την χαρακτηρίζει, απευθύνεται στους Μαθητές του Κυρίου και, κατ’ επέκταση, σε ολόκληρο το πλήρωμα της Εκκλησίας, ώστε να οδηγηθούν σε μια περισσότερο πνευματική κατάσταση[16]. Όπως και αν θελήσει κάποιος να εννοήσει τους μακάριους, εκείνο που συνιστά τη διδαχή των μακαρισμών είναι ότι η κατάκτηση της τελειότητας θα διέλθει από τις οδούς της ευτέλειας της εξουδένωσης και του ονειδισμού του κόσμου της αισθητής εμπειρίας. Ταυτόχρονα αυτοί οι ευγενείς στρατιώτες και μέτοχοι της μακαριότητας θα παρατηρούν την ευφροσύνη, τον γέλωτα, την τρυφή, τον έπαινο και τον ύμνο των ευπόρων της γης, εκείνων που απολαμβάνουν τα αγαθά της επίγειας ζωής[17].

Ο Ευθύμιος Ζιγαβηνός, ευθύς εξαρχής επισημαίνει ότι οι μακαρισμοί του Λουκά διαφέρουν από τους αντίστοιχους του Ματθαίου και χωρεί σε μία επιμελή σύγκριση της λεκτικής διατύπωσης των δύο μακαρισμών. Ως προς το νόημα του περιεχομένου, όμως, δεν αφίσταται των άλλων ερμηνειών που παρέδωσαν οι αρχαιότεροί του[18]. Οι εκούσιοι πτωχοί είναι και εδώ οι αφιλόπλουτοι, οι οποίοι διακρίνονται για την υπομονή των στερήσεων που δεν τους προκαλούν λύπη, αλλά αντίθετα ευχαρίστηση και προσμονή της αιώνιας ζωής. Οι κλαίοντες, επίσης, είναι εκείνοι που συνειδητοποιούν όχι μόνο τα οικεία τους αμαρτήματα, αλλά και τις κακοπάθειες των άλλων. Οι κλαίοντες κατά Θεόν θα γελάσουν κατά τον μέλλοντα αιώνα, όταν και θα ευφρανθούν πνευματικά[19]. Η πνευματική αγαλλίαση συμβολίζεται ως πνευματικός γέλωτας, όντας ο τελευταίος και σύμβολο της ευφροσύνης. Η ουράνια χαρά έχει με το μέρος της τους πτωχούς, τους πεινώντες, τους κλαίοντες, τους μισούμενους, τους αφοριζόμενους, τους ονειδιζόμενους και λοιδορούμενους και όλους εκείνους, οι οποίοι για την αλήθεια του Κυρίου υφίστανται την αθλιότητα της ζωής, ώστε να κερδίσουν τον ουράνιο έπαινο. Οι μακάριοι πάντοτε έρχονται σε διαλεκτική αντίθεση με τους κορεσμένους αυτού του κόσμου, διότι μονίμως άδικα υβρίζονται, ενώ οι άλλοι μονίμως άθλια ευφημούνται[20].

Ωστόσο, το απόσπασμα των μακαρισμών, επισημαίνει ο F.W Horn,  δεν απευθύνεται μόνο για πτωχούς και περιθωριοποιημένους, αλλά για όλους όσοι θα ήθελαν να ακολουθήσουν την οδό του Κυρίου. Άλλωστε, η Βασιλεία του Θεού την οποία ο Χριστός κηρύττει, διαφέρει ριζικά από το να είναι μία ανθρώπινη κοινωνική υπόσταση, πολύ περισσότερο να περιλαμβάνει όλη την κοινωνική διαστρωμάτωση.  Κατά συνέπεια, το περιεχόμενο των μακαρισμών δεν περιγράφει την απάντηση για το ποιος θα λάβει ευλογίες βάσει κοινωνικών κριτηρίων και ποιος θα καταγγελθεί[21].  Όμως, εκείνο που με σχετική βεβαιότητα συμβαίνει και το οποίο περιγράφεται με έμφαση στους λόγους μακαρισμών του Λουκά είναι ότι οι πρόθυμοι να ακολουθήσουν τη ζωή εν Χριστώ θα υπομείνουν κακουχίες εξαιτίας της σύγκρουσης με τις αντίθεες δυνάμεις του κόσμου.  Το ζεύγος ευλογίας / αναθέματος είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον, τονίζει ο F. Bovon, επειδή η υπόσχεση της αντιστροφής της τρέχουσας κατάστασης θα λάβει την πλήρωσή της. Η μελλοντική αντιστροφή της σημερινής περίστασης θα επέλθει, εφόσον οι άνθρωποι του περιθωρίου της γης θα γίνουν δεκτοί όχι εξαιτίας της κοινωνικής κατάστασης τους, αλλά διότι επέλεξαν να φροντίσουν για τη χριστιανική αλήθεια. Η φροντίδα αυτή δεν είναι μια υψηλή ασχολία για την επίτευξη ενός πρότυπου κοινωνικού καθεστώτος, αλλά κυρίως είναι η έμπρακτη φροντίδα προς τον συνάνθρωπο[22].  Αντίθετα, οι κορεσμένοι της βασιλείας του κόσμου έχουν ήδη λάβει την πλήρωσή τους, συνήθως σε βάρος των συνανθρώπων τους, οπότε δεν έχουν να περιμένουν τίποτε περισσότερο. Ο F. Bovon υποστηρίζει ότι στον κόσμο του ιστορικού γίγνεσθαι υπάρχει πλήρωση του πόνου (πείνα, δυστυχία, εκμετάλλευση) και η αιτία βρίσκεται σ΄ εκείνους που εγωιστικά έχουν ορμήσει έτι σε μείζονα βαθμό από ό, τι χρειάζεται‧ αντίθετα όμως, στην πλήρωση της μελλοντικής Βασιλείας του Θεού οι μέτοχοι αυτής θα είναι μακάριοι σε αφθονία αγαθού, επειδή την υπόσχεση θα έχει δώσει ο ίδιος ο Κύριος[23].

O J.B. Green, από την άλλη πλευρά, θέτει ορισμένα επιχειρήματα που προσπαθούν να ερμηνεύσουν την κοινωνική κατάσταση της εποχής του Κυρίου. Επισημαίνει ότι ο Ιησούς αντιτίθεται στο κοινωνικό status και στα πρότυπα συμπεριφοράς των Φαρισαίων, επειδή τα τελευταία εξαντλούνται στο επίπεδο των κοινωνικών κυρώσεων και των διακρίσεων. Μάλιστα όσοι δεν  προέβησαν σε διακρίσεις είχαν χαμηλό σεβασμό και ορίζονται ως ξένοι στην κοινότητα. Ο Ιησούς ουδέν πλέον πράττει από τον επαναπροσδιορισμό του κόσμου, θέτοντας τις νέες συνθήκες ύπαρξης και συμπεριφοράς στις  αρθρώσεις του[24].  Ο Ιησούς ορίζει θετικά τις συνθήκες λειτουργίας της κοινότητας και, μολονότι απευθύνεται στους Μαθητές Του ή ακόμη και σε έναν  ευρύτερο κύκλο ακροατών είναι πέραν του προφανούς ότι δεν εργάζεται μόνο για τη μεταμόρφωση της γενικής κοσμοθεωρίας, αλλά και για την ακρόαση του λαού και το πώς οι άνθρωποι θα γίνουν άνθρωποι της προοπτικής. Ωστόσο, ο Ιησούς, γράφει ο J.B. Green, καλεί τους ανθρώπους όχι μόνο ν΄ ακούν, αλλά και να ενεργούν σύμφωνα με τους λόγους Του. Όλοι είναι ευπρόσδεκτοι, αλλά, για ν΄ ακολουθήσουν τις νέες συνθήκες ζωής μέσα στις συνθήκες χάριτος του Θεού, πρέπει να αποδεχθούν την πρόσκληση και να υπακούσουν στους λόγους Του[25]. Και συνεχίζει‧ επειδή οι παλαιοί τρόποι λαμβάνουν μια υποτιθέμενη θεϊκή  κύρωση, ο Χριστός καλεί σε μία μετατόπιση παραδείγματος κολοσσιαίων αναλογιών. Οι Μακαρισμοί είναι μεν λόγοι ελπίδας, ταυτόχρονα όμως ενσαρκώνουν ένα καινούργιο κόσμο. Στους Μακαρισμούς δεν υπάρχει κανενός είδους εξιδανίκευση, λόγου χάρη, της πτωχείας. Αντίθετα στη Βασιλεία του Θεού θ΄ απουσιάζει η πτωχεία και όλα τα συμπαρομαρτούντα‧ εν τέλει, ο νέος κόσμος θ΄ αλλάξει απροσδόκητα για όσους μετρούν τη ζωή τους με την αίσθηση της ευημερίας και της αυτοπεποίθησης σε ψευδείς αξίες[26].

Φωτίζοντας μία ακόμη ερμηνευτική οπτική στο ζήτημα, ο L.T. Johnson θεωρεί ότι οι μακαρισμοί του Λουκά στερούνται εξ ολοκλήρου το χαρακτηριστικό υλικό του Ματθαίου, το οποίο αντικατοπτρίζει σαφώς την κατάσταση της Εκκλησίας έναντι της αναπτυσσόμενης ραββινικής παράδοσης. Ως εκ τούτου, ο Λουκάς έδωσε έτι περαιτέρω έμφαση και επικέντρωσε την απόπειρά του στο ηθικό επιχείρημα του λόγου και στην έννοια της εκούσιας παράδοσης του πιστού στην αλήθεια του Ευαγγελίου[27]. Το άνοιγμα της μακαριότητας του Λουκά, σημειώνει ο L.T. Johnson, προσανατολίζεται στο μέτρο της ζωής ενώπιον του Θεού, στη ζήτηση για περαιτέρω κοινωνική παρουσία και δράση κάθε πιστού. Ο πιστός εδώ ενθαρρύνεται να αφομοιώσει τον λόγο του Κυρίου και μετέπειτα να αρχίσει το ευαγγελικό ταξίδι ως πρόταση ζωής[28].

Στον σχολιασμό των μακαρισμών του Λουκά ο H. Marshall υπογραμμίζει ότι η πορεία τής κατά Χριστόν ζωής δεν είναι συμβατή με την εξάσκηση των επίγειων αγαθών, ενώ τα δεινά του κόσμου προκαλούν συνεχώς πόνο. Ο γέλωτας του χριστιανού είναι ασύμβατος ενώ παρατηρεί τον πόνο των άλλων, εκείνων που έχουν υποστεί με πραγματικούς και οδυνηρούς τρόπους το αποτέλεσμα της περιθωριοποίησης τους. Πράγματι, όσοι γελούν στον παρόντα καιρό, ενδεχομένως, να είναι άτομα που οικοδόμησαν την αυτοπεποίθησή τους αναφορικά με την αδιαφορία και τις ανάγκες των άλλων[29]. Στους μακαρισμούς εξαγγέλλεται ότι δεν θα υπάρξει περισσότερο περιθωριοποίηση στη βασιλεία του Θεού, εκεί όπου όσοι γελούν τώρα θα κλάψουν και δεν θα είναι σε θέση πλέον να το επιτύχουν σε βάρος των άλλων. Επομένως, είναι ζήτημα ευθύνης του χριστιανού στον τρόπο δια του οποίου εξυπηρετεί το ατομικό συμφέρον του και παραμελεί την αλήθεια του ευαγγελικού λόγου. Πραγματική απόλαυση του χριστιανού είναι η επιμέλεια της ευθύνης έναντι του Θεού[30].

Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, το κυρίαρχο στοιχείο μίας θεολογικής προσέγγισης των μακαρισμών είναι η εσχατολογική προοπτική και η θεώρηση του περιεχομένου τους ως το τυπικό παράδειγμα οράματος του Ευαγγελίου για τη Βασιλεία του Θεού. Από την άλλη πλευρά, η προοπτική των εσχάτων δεν απαλλάσσει το παρόν από τις στρεβλώσεις του, τις οποίες επιτακτικά θέτει ενώπιον της χριστιανικής μαρτυρίας και διαρκώς επανεκτιμά τη θέση του χριστιανικού μηνύματος έναντι των δεινών του κόσμου.  Η ταυτότητα των μακαρισμών του Λουκά είναι μία θεμελιώδης εκκλησιαστική ταυτότητα, η οποία ορίζει και ταυτόχρονα υποστηρίζει την ικανοποίηση συγκεκριμένων προϋποθέσεων, ώστε η χριστιανική κοινότητα να καταστεί μέτοχος της αληθινής μακαριότητας, η οποία υψώνει τον ίδιο το Θεό[31]. Η απόπειρα των εκκλησιαστικών συγγραφέων, μέσω των υπομνημάτων τους, αλλά και των σύγχρονων μελετητών τού κατά Λουκάν Ευαγγελίου καταδεικνύει ότι οι μακαρισμοί δεν δύναται να νοηθούν ως ένα αυστηρό σύστημα καθηκοντολογίας, πολλώ δε μάλλον, ως ένα κοινωνικό σύστημα άρσης των αντιθέσεων. Το ασυμβίβαστο των μακαρισμών τίθεται κατά παράδοξο τρόπο σε διαλεκτική αντίθεση με την ιδέα του αγαθού, όπως αυτό συνήθως πραγματώνεται εντός της κοσμικής σφαίρας. Αυτή η παραδοξότητα προκύπτει, επειδή οι μακαρισμοί δοκιμάζουν τη σταθερότητα της κοινωνικής κατάστασης και εκζητούν με επίταση να μεταβληθεί η όλη πορεία του ανθρώπου, ως προσώπου, και ως κοινωνίας, στην προοπτική της χάρης του Θεού. Ο προορισμός αυτός θα φέρει εκ των πραγμάτων σε δευτερεύουσα θέση την όποια κοινωνική ή ατομική παρουσία του υποκειμένου και θα τη θέσει ενώπιον του Θεού, ακόμη δε και με την προϋπόθεση των απολεσθέντων αγαθών της παρούσας ζωής[32].

[1]Λκ. 6,20-23

[2] Χρ. Οικονόμου, «Ο Αγιοπνευματικός χαρακτήρας του Ευαγγελίου του Λουκά», στο Θεολογία 71(2000) 522 κ. ε

[3] J.A. Fitzmyer, A Christological Catechism. New Testament answers. New revised edition (New York-Mahwah: Paulist Press 1991)28 κ. ε

[4] «..Τί δέ δηλοῦται ἐν τῷ ἰδεῖν τόν Υἱόν τοῦ ἀνθρώπου ἐρχόμενον ἐν τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ, καί ἐν τῇ δόξῃ αὐ τοῦ; καί τί σημαίνει τό, Ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει[..] ὡς οὐδαμῶς ἔτι ὑπό ἁμαρτίας βασιλευόμενος, τῆς βασιλευούσης ἐν θνητῷ σώματι τῶν ἁμαρτανόντων, ἀλλἀεί τεταγμένος ὑπό βασιλεῖ τῷ τῶν ὅλων Θεῷ· οὗ βασιλεία δυνάμει μέν ἐντός ἡμῶν ἐστιν, ἐνεργείᾳ δέ, ὡς ὠνόμασεν Μάρκος, ἐντός τῶν τελείων μόνον..»  Ωριγένους,  Scholia in Lucam, στο J.-P. Migne, Patrologiae cursus completus (series Graeca) (MPG) 17, Paris: Migne, 1857-1866: 312-369, εδώ 341,48-51.

[5] «..Ἕκαστος γάρ ἡμῶν σκολιός ἦν· ἐν μέν τοίνυν τῇ Χριστοῦ ἐπιδημίᾳ τῇ γενομένῃ εἰς τήν ψυχήν γίνεται «τά σκολιά εἰς εὐθεῖαν». Καί πάλιν τραχύς ἦν ἡμῶν βίος καί ἀνώμαλος λόγος· ἐλθών δέ  κύριος ἡμῶν λεῖα πάντα πεποίηκεν.» Ωριγένους, ό. π., (MPG)17, εδώ 329,37-40.

[6] «.. ἵνα τῆς εὐαγγελικῆς εὐζωΐας εἰδεῖεν τήν ὁδόν,..», Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Commentarii in Lucam (in catenis (MPG)72, 476-949, εδώ 592,34-35.

[7]«..Ἵνα τοίνυν ἐνστάντος τοῦ καιροῦ, καθὃν ἔμελλεν ἔσεσθαι ταῦτα παρά τινων, μή εἰς ἀνοήτους ἐμπίπτωσιν ἀκηδίας,προαπαγγέλλει χρησίμως..» Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Ό. π., (MPG)72, 592,39-42

[8] Κυρίλλου Αλεξανδρείας, ό. π.,  (MPG)72, 589,10-12.

[9] Κυρίλλου Αλεξανδρείας, ό. π.,  (MPG)72, 529, 1-9.

[10] Κυρίλλου Αλεξανδρείας, ό. π.,  (MPG)72, 593, 25-30.

[11]G. Meadors, «The “Poor” in the Beatitudes of Matthew and Luke», στο Grace Theological Journal 6.2 (1985)314.

[12]«..οἱ πτωχεύοντες τῇ μετριοφροσύνῃ, οἱ καί εἰς ἄκρον ἐλάσαντες ἀκτημοσύνης διά τήν κατά Θεόν φιλοσοφίαν, τοῦ σωτηρίου μακαρισμοῦ τεύξονται» Ευσέβιου Καισαρείας, Fragmenta in Lucam., στο J.-P. Migne, Patrologiae cursus completus (series Graeca) (MPG) 24, Paris: Migne, 1857-1866: 529-605, εδώ 533,35-45.

[13] Ευσέβιου Καισαρείας, (MPG) 24, ό. π., 536, 1-17.

[14] «..διώκεσθαι καί πολεμεῖσθαι μέλλοιεν, δυσφημούμενοι καί πάσας ὑπομένοντες λοιδορίας καί ὕβρεις καί ὀνειδισμούς, οὐ δι’οἰκείας πλημμελείας, διά δέ τόν ἐνάρετον καί ἄκρον ἐν δικαιοσύνῃ βίον αὐτῶν·..»Ευσέβιου Καισαρείας, (MPG) 24, ό. π., 540, 1-16.

[15]H. Klein, Das Lukasevangelium. Kritisch-exegetischer Kommentar über das Neue Testament. (Vandenhoeck & Ruprecht 2006) 243 κ. ε

[16] Θεοφυλάκτου Αρχιεπισκόπου Βουλγαρίας, Ερμηνεία εις το κατά Λουκάν Ευαγγέλιο, (MPG) 123, 772.

[17] Θεοφυλάκτου Αρχιεπισκόπου Βουλγαρίας Ό. π., (MPG) 123, 773.

[18] «..ἕτεροι εἰσί  οἱ μακαρισμοί οὗτοι παρά τους ἀναγεγραμμένους ἐν τῷ κατά Ματθαῖον..» Ευθυμίου Ζιγαβηνού, Τό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, (MPG) 129, 924, 32-33.

[19] Ευθυμίου Ζιγαβηνού, ό. π., (MPG) 129, 925, 1-20.

[20] Ευθυμίου Ζιγαβηνού, ό. π., (MPG) 129, 924, 21-38.

[21] F.W. Horn, Glaube und Handeln in der Theologie des Lukas, (Göttingen: Vandenhoeck & Ruprecht 1986) 122 κ. ε

[22] F. Bovon και T.Η. Koester, Luke 1: A Commentary on the Gospel of Luke 1:1-9:50 (Augsburg: Fortress Publishers, 2002)220.

[23] Ό. π., 224.

[24] J.B. Green, The Gospel of Luke. The New International Commentary on the New Testament (Michigan/Cambridge: William B. Eerdmans Publishing Company Grand Rapids 1997)261.

[25]J.B. Green, The Gospel of Luke, ό. π., 262.

[26] Ό. π., 266.

[27] L.T. Johnson, The Gospel of Luke. Sacra Pagina Series Volume 3, J. Daniel, J.S Harrington Editor (Minnesota:The Liturgical Press 1991)110.

[28]Ό. π., 111.

[29] I. H. Marshall, The Gospel of Luke. A Commentary on the Greek Text (Michigan:Eerdmans Publishing Company Grand Rapids, 1978)252.

[30] I. H. Marshall, The Gospel of Luke, Ό. π., 255.

[31] «.. μέν οὖν σπεύδων μετἐπιστήμης ἐπί τήν μακαριότητα ὑψοῖ τόν Θεόν· δέ τήν ἐναντίαν τρεπόμενος, μηδέ θέμις εἰπεῖν, τό ὅσον ἐφἑαυτῷ τόν Θεόν ταπεινοῖ…» Βασιλείου Καισαρείας, Homiliae super Psalmos (MPG) 29, 308, 23-26

[32] I. H. Marshall, The Gospel of Luke, Ό. π., 257.