Το λαθεμένο και το ουσιαστικό ερώτημα

19 Μαΐου 2021

Αναφέρεται στη Φιλοκαλία, ότι ο όσιος Νικηφόρο ο «Μονάζων», διηγείται το εξής περιστατικό από το βίο του οσίου Αντωνίου:

Πήγαιναν κάποτε στον Αββά Αντώνιο δύο αδελφοί. Και επειδή τους έλειψε στο δρόμο το νερό, ο ένας πέθανε κι ο άλλος κινδύνευε να πεθάνει. Μην μπορώντας να βαδίσει άλλο, έπεσε κατά γης περιμένοντας το θάνατο. Ο δε Αντώνιος, που καθόταν στο όρος, κάλεσε γρήγορα δύο Μοναχούς που έτυχε να είναι εκεί και τους είπε:

πάρετε μια στάμνα νερό και τρέξτε στο δρόμο της Αιγύπτου. Έρχονταν δύο κατά εδώ και ο ένας μόλις πέθανε, ενώ ο άλλος κινδυνεύει, αν δεν βιαστείτε. Τούτο μου φανερώθηκε εκεί που προσευχόμουν.
Πήγαν λοιπόν οι Μοναχοί και βρήκαν τον ένα νεκρό και τον έθαψαν, ενώ τον άλλον τον συνέφεραν με το νερό και τον πήγαν στον Γέροντα. Η απόσταση ήταν μιας ημέρας δρόμος.

Και σχολιάζει ο όσιος Νικηφόρος:

«Αν τώρα ρωτήσει κανείς, γιατί δεν το είπε πριν πεθάνει ο άλλος Μοναχός, δε ρωτάει σωστά. Γιατί η κρίση για το θάνατο δεν είναι του Αντωνίου, αλλά του Θεού, ο οποίος αποφάσισε για τον ένα και αποκάλυψε για τον άλλον»[1].

Είναι στη φύση του ανθρώπου να προβληματίζεται, να ρωτά και να μαθαίνει. Αυτό, άλλωστε, φαίνεται κι από την παιδική ηλικία. Υπάρχουν, ερωτήματα ουσιαστικά, επιπόλαια, περιέργειας. Ανάλογα με τις προτεραιότητες του προσώπου είναι και τα ερωτήματά του. Ωστόσο, υπάρχουν και ερωτήματα που από τη βάση τους είναι λάθος, όπως και στο πιο πάνω περιστατικό, που, τελικά, δεν μπορείς να έχεις τη σωστή απάντηση. Δεν είναι ασέβεια να θέτει οποιοδήποτε ερώτημα που έχει σχέση με το Θεό, αν η πρόθεση είναι αγαθή. Όμως, δεν μπορεί να περιμένει σε όλα απάντηση. Είτε γιατί δεν υπάρχει είτε γιατί είναι ανέτοιμος να τη δεχτεί. Είναι δείγμα σοβαρότητας και ταπείνωσης να αναγνωρίζουμε τα όρια μας. Παντογνώστης και πάνσοφος είναι μόνο ο Θεός. Ο άνθρωπος, ως εικόνα Του, έχει λογική, γνωρίζει τον εαυτό του, τον κόσμο του, το Θεό του, όχι τέλεια αλλά αρκετά και ανάλογα με τις δυνατότητες του καθενός.

Είναι ωραίο και δείγμα ζωντάνιας να προβληματιζόμαστε, να ρωτούμε και ν’ αναζητούμε. Να μαθαίνουμε όσα μπορούμε να μάθουμε. Αυτό μας ανανεώνει και μας ωριμάζει.

Όταν ο προβληματισμός, τα ερωτήματα και η αναζήτηση ανάγονται στην πνευματική ζωή, τότε χρειάζεται ν’ απευθυνόμαστε σε πνευματικούς ανθρώπους που έχουν πνεύμα άγιο και μαρτυρείται από τη ζωή και τα λόγια τους. Οι απαντήσεις τους, σύμφωνα με την Πατερική πρακτική, θα πρέπει να θεωρούνται ως προερχόμενες από το Θεό που ανταποκρίνεται με βάση την ειλικρίνεια και τον πόθο του ερωτώντος.

Στο Γεροντικό διαβάζουμε για την πεζοπορία ημερών που έκαμναν παλαιότερα για να συναντήσουν στην έρημο κάποιο σοφό και άγιο άνθρωπο που θα του έθεταν το προσωπικό τους ερώτημα: «Τι να κάνω για να σωθώ;». Εμείς σήμερα μπορούμε πολύ εύκολα να θέσουμε το ερώτημα επισκεπτόμενοι ή τηλεφωνώντας σε πνευματικούς πατέρες αλλά, φαίνεται, πολύ δύσκολα είμαστε έτοιμοι ν’ ακούσουμε την απάντηση, είτε γιατί δεν υπάρχει ο πόθος είτε γιατί δεν υπάρχει η όρεξη για εφαρμογή της απάντησης.

Η πληθώρα των «λόγων Κυρίου», ως άκουσμα κι ως ανάγνωσμα, εκφυλίζει το ουσιαστικό ερώτημα που συνίσταται σ’ αυτό των παλαιοτέρων: «τι να κάνω για να σωθώ;». Η απάντηση δίνεται στην καρδία και η εφαρμογή της φέρνει πληρότητα, χαρά, εμπειρία Ζωής αιωνίου.

 

[1] Φιλοκαλία, Τόμος Δ΄, Έκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 1987, σ. 162.

isagiastriados.com