Το ξόδι του Γέροντα Ανανία

20 Μαΐου 2021

Ἐξόδιος στήν Καρκαλού 17/5/21

Ἐκεῖ λοιπόν στό προαύλιο χῶρο της Παναγίας Βλαχερνῶν πού κτήτορας ἦταν ὁ Γέροντας Άνανίας ἔγινε καί το ξόδι του ἀπό τον Ἅγιο Ὕδρας Έφραίμ καί πλῆθος Ἱερέων καί μοναχῶν /μοναζουσῶν καί του στενοῦ του οἰκογενειακοῦ κύκλου.

Ο Σεβασμιότατος μίλησε ἀπό καρδιᾶς καί λίαν συγκινητικά ἔσπασε κάμποσες φορές καί ἡ φωνή του ἀφοῦ καί αὐτός εἶχε γνωρίσει την πατρική ἀγάπη καί στοργή του Ἅγιου πνευματικοῦ μας. Ἀνάμεσα σέ έλάτινες βουνοπλαγιές ἡ τελευταῖα κατοικία, δίπλα στό πατρικό σπίτι πού γεννήθηκε καί στό τεμάχιο ἀπό την Ἁγία Ζώνη πού εὐωδιάζει ἀπό το Ἱερό της ἐκκλησίας.

Ἄν καί ἐκεῖ ὅλα εὐωδιάζουν, κάπως ἔτσι σκέφτομαι θά εἶναι καί ἡ ὀμορφιά του Παραδείσου. Ἐδῶ πού ἔκανε το θαῦμα της ἡ Παναγία μας καί ἀπίθωσε με ἀσφάλεια τον πατέρα του στό ἔδαφος ὅταν γκρεμοτσακίστηκε ἀπό ἕνα δέντρο. Ἐδῶ την ἔβλεπαν νά κυκλοφορεῖ σάν μαυροφορεμένη γυναικεία παρουσία καί νά τους προστατεύει. Ἐδῶ της ἔκτισε πανέμορφο ναό “Παναγία Βλαχερνῶν”.

Η εἰκονογράφηση διά χειρός του ἀνιψιοῦ του Δημήτρη Κουστένη. Χαιρότανε ο Γέροντας με τίς φωτογραφίες των Ἁγιογραφιῶν καί ἔδινε ὁδηγίες. Χάρηκα σάν ἀντίκρυσα τίς τελευταῖες ἁγιογραφίες κοντά στήν εἴσοδο, τους ἥρωες Ἁγίους καί μάρτυρες του 21.

Ο Θοδωράκης Κολοκοτρώνης μές την μέση καί ὁ ἀνιψιός του Νικηταράς Σταματελόπουλος πού πέθανε ζητιάνος στά ἀριστερά του καί δεξιά του ὁ Ἅγιος της πολιτικῆς καί μάρτυρας του ἔθνους μπάρμπα Γιάννης Καποδίστριας καί ὁ Διονύσιος Σολωμός. Ο Γέροντας του Γέροντα μας Ανανία, Ὅσιος Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης, προστάτης καί πνευματικός παπποῦς μας, τούς εἶχε δεῖ μές τον Παράδεισο σάν Ἁγίους μας διηγήθηκε πολλές φορές με θαυμασμό καί καμάρι.

 

Καί γύρω τους ὅλοι οἱ ἀγαπημένοι του ἀπό τον Μεγαλέξανδρο, τον Πλάτωνα, τον Ὅμηρο μέχρι τον Κωνσταντῖνο Παλαιολόγο, τον Παῦλο Μελα, τον παλαιῶν Πατρῶν Γερμανό καί τον κυρ Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη καί τον ὑμνογράφο Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη. Ὅλους τους μάζεψε κοντά του γιά παρέα ὁ Παπούλης μας, κοντά στό μνῆμα του, κοντά καί στόν οὐρανό παρέα.

Προτίμησα καί ἔριξα χῶμα πολύ, πῆρα το φτυάρι ἀπό τα χέρια του Νίκου του Κουστένη καί ἔριξα τουλάχιστον το μισό πού τώρα πιά θά τον σκεπάζει, μέχρι πού πιάστηκαν τα ἀμάθητα μου χέρια.