Ὁ ἐμὸς Παῦλος, Μαζὶ μὲ τὸν ἅγιο καὶ ἀπόστολο τοῦ Χριστοῦ Παῦλο ὁδοιπορῶ…

25 Ιουνίου 2021

Απόστολος Παύλος. Εικόνα διά χειρός αγίου Ανδρέα Ρουμπλιόφ.

(Επιμέλεια αφιερώματος Στέλιος Κούκος)

Σκέφτομαι συχνὰ τὸν ἅγιο καὶ ἀπόστολο τοῦ Χριστοῦ Παῦλο, ποὺ πῆρε τοὺς δρόμους τοῦ κόσμου, γιὰ νὰ ὁμολογήσει καὶ νὰ κηρύξει, σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη, Χριστὸν Ἐσταυρωμένον καὶ Ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν. Μεταφέροντας λόγον καινὸν Ἀναστάσεως καὶ ἐλπίδος σὲ ἕνα κόσμο ἀπελπισμένο, ὅπως καὶ σήμερα, χαμένο μέσα στὴν ἀθλιότητα καὶ τὴν ἀπελπισία καὶ τὸν κενὸ βίο καὶ τρόπο τοῦ Ρωμαϊκοῦ οἰκουμενισμοῦ. Πῶς ἀφοσιώθηκε καὶ δόθηκε στὸν Χριστό, ὕστερα ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ «Σαούλ, Σαούλ, τί μέ διώκεις; σκληρόν σοι πρός κέντρα λακτίζειν», τοῦ πράου Ἰησοῦ, γιὰ νὰ συντελεσθεῖ μυστικῶς καὶ ἀκαριαίως ἡ μεταστροφή του στὸν Κύριο. Μέσα στὸ ἀπέραντο, μυστικὸ καὶ ἄκτιστο φῶς τοῦ Χριστοῦ. Καὶ στὴν τυφλότητα ποὺ τὸν ἀκολούθησε ὣς τὴ Δαμασκό, ὣς τὸν ἀπόστολο τοῦ Χριστοῦ Ἀνανία.

Στέκομαι σὲ ἐκείνη τὴ συγκλονιστική του ἀφήγηση τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ποὺ τὴ βρίσκουμε στὶς «Πράξεις Ἀποστόλων»:

…ἐνῷ προχωροῦσα στὸν δρόμον μου, βασιλεῦ, τὸ μεσημέρι εἶδα φῶς ἀπὸ τὸν οὐρανὸν λαμπρότερον ἀπὸ τὸν ἥλιον, νὰ λάμπῃ γύρω μου καὶ γύρω ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἐβάδιζαν μαζί μου. Ἐπέσαμεν ὅλοι κάτω εἰς τὴν γῆν καὶ τότε ἄκουσα φωνὴν νὰ μοῦ λέγῃ εἰς τὴν ἑβραϊκὴν γλῶσσαν, «Σαούλ, Σαούλ, γιατὶ μὲ καταδιώκεις; Εἶναι σκληρὸν γιὰ σὲ νὰ κλωτσᾷς τὸ βούκεντρον».
Ἐγὼ δὲ εἶπα, «Ποιός εἶσαι, Κύριε;», καὶ ὁ Κύριος εἶπε, «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Ἰησοῦς, τὸν ὁποῖον σὺ καταδιώκεις. Ἀλλὰ σήκω καὶ στάσου στὰ πόδια σου, διότι γι’ αὐτὸν τὸν σκοπὸν ἐμφανίσθηκα σ’ ἐσέ: διὰ νὰ σὲ καταστήσω ὑπηρέτην καὶ μάρτυρα καὶ γιὰ ὅσα εἶδες τώρα καὶ γιὰ ὅσα θὰ ἰδῇς ἀπὸ ἐμέ. Θὰ σὲ ἐλευθερώνω ἀπὸ τὸν λαὸν αὐτὸν καὶ ἀπὸ τοὺς ἐθνικούς, εἰς τοὺς ὁποίους ἐγὼ σὲ στέλλω διὰ νὰ ἀνοίξῃς τὰ μάτια τους ὥστε νὰ ἐπιστραφοῦν ἀπὸ τὸ σκοτάδι εἰς τὸ φῶς καὶ ἀπὸ τὴν ἐξουσίαν τοῦ Σατανᾶ εἰς τὸν Θεόν, διὰ νὰ λάβουν διὰ τῆς πίστεως σ’ ἐμὲ ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ μερίδα μεταξὺ ἐκείνων ποὺ ὁ Θεὸς ἔκανε δικούς του».

Κατόπιν τούτου, βασιλεῦ Ἀγρίππα, δὲν ἔγινα ἀπειθὴς εἰς τὴν οὐράνιον ὀπτασίαν, ἀλλ’ ἐκήρυττα πρῶτα εἰς τοὺς κατοίκους τῆς Δαμασκοῦ καὶ ὕστερα εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ εἰς ὅλην τὴν χώραν τῆς Ἰουδαίας καὶ εἰς τοὺς ἐθνικοὺς νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ ἐπιστρέψουν εἰς τὸν Θεόν, ἀποδεικνύοντες τὴν μετάνοιάν τους μὲ ἔργα. (Πράξεις Ἀποστόλων, κστ΄ 1, 12-20)

Στοὺς δρόμους τοῦ κόσμου, λοιπόν, ὁ ἅγιος καὶ ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ Παῦλος, ὁ ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν, ὁ πρώην διώκτης Του, σκόνη πολλὴ καὶ δίψα καὶ κόσμος πολύς, καὶ ἀγριότητα καὶ πάθη καὶ λύσσα καὶ κατατρεγμοὶ καὶ διωγμοί. Καὶ μαρτύρια. Καὶ θάνατος. Γιὰ νὰ μιλήσει γιὰ τὴ σωτηρία καὶ τὴ λύτρωση τῶν ψυχῶν μας σὲ ἕνα κόσμο ἀθλιότητος καὶ τυραννίας. Ἕνα λόγο ἐλευθερίας καὶ Λύτρωσης καὶ Ἀναστάσεως.

Η κολώνα του αποστόλου Παύλου και ο ναός της Αγίας Κυριακής στην Πάφο.

Μαζὶ μὲ τὸν ἅγιο καὶ ἀπόστολο τοῦ Χριστοῦ Παῦλο ὁδοιπορῶ, λοιπόν, ἔτσι ὅπως ἔφτασε πρῶτα στὴν Κύπρο, νὰ κηρύξει καὶ νὰ μιλήσει γιὰ τὸν Χριστό. Τὸ καινὸν Εὐαγγέλιο. Τὸν σκέφτομαι, λοιπόν, ἔτσι ὅπως φτάνει μὲ τὸ πλοῖο ἀπὸ τὴ Σελεύκεια στὴ Σαλαμίνα κι ὕστερα τὸν ἀκολουθῶ ὥς τὴν Πάφο, μὲ τὸ θαῦμα ποὺ ἔκανε τιμωρώντας τὸν μάγο Ἐλύμα καὶ μὲ τὸν ἄρχοντα τῶν Ρωμαίων, διοικητὴ τῆς πόλεως Σέργιο Παῦλο νὰ δέχεται τὸν Χριστὸ καὶ τὴ Σωτηρία Του. Μαζὶ καὶ ἐκεῖνο τὸ μαστίγωμά του, μὲ σαράντα παρὰ ἕνα ραβδισμούς, ποὺ λέει ἡ παράδοση. Κι ἐκείνη τὴν κολόνα σκέφτομαι, ποὺ τὴν προσπερνοῦμε ἀδιάφοροι μὲς στὰ χαλάσματα τῆς τουριστικῆς Πάφου.

Απόστολος Βαρνάβας.

Σκέφτομαι νὰ ἀναζητήσω τὸ ὁδοιπορικό του, καὶ ξαφνικὰ αἰσθάνομαι πὼς λίγα ἕως ἐλάχιστα τὸ ξέρω, κι ἂς ὑπάρχουν ἀκόμα τὰ ἀποτυπώματα τῶν ποδῶν πάνω στὰ χαλάσματα τῶν ρωμαϊκῶν δρόμων καὶ τὰ σημεῖα τῆς πορείας του μὲ τοὺς ἁγίους ἐπισκόπους ποὺ χειροτόνησε, Κίτιον καὶ Ἀμαθοῦντα καὶ Πάφο. Ἀλλὰ καὶ στὴν κυπριακὴ ἐνδοχώρα, μὲ τὸν ἅγιο Ἡρακλείδιο στὴν ἀρχαία Τεμέση τοῦ Ὁμήρου. Τόσα καὶ τόσα, ποὺ σώζει ἠ παράδοση τῆς ἁγιασμένης καὶ μαρτυρικῆς Κύπρου.

Κι ὁ Παῦλος γίνεται ξαφνικὰ καὶ πάλι ὁ δικός μας ἐν Κύπρῳ ἅγιος ἀπόστολος. Ἔτσι τὸν ἔβρισκα στὸν ἐρειπωμένο νότιο τοῖχο τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἀνδρονίκου τῆς Κυθρέας, στὴ μεγάλη ἐκείνη λαϊκότροπη γιὰ τοὺς Βυζαντινοὺς ἀρχαιολόγους τοιχογραφία, μὲ τὸν ἀπόστολο Πέτρο νὰ κρατᾶνε στὰ χέρια τὴν πόλη τῆς Ιερουσαλήμ.

Ἔτσι τὸν ξαναβρῆκα, λίγα χρόνια πρίν, ἀναζητώντας τὸν μάρτυρα τοῦ Χριστοῦ Ἀλύπιο, ποὺ μαρτύρησε τὶς μέρες τῆς τουρκικῆς εἰσβολῆς τοῦ 1974 στοὺς ἐλαιῶνες τῆς Κυθρέας. Ἔτσι τὸν βρῆκα ἀκόμη διαβάζοντας παλιὰ συναξάρια μὲ τὸν ὑποτακτικὸ τοῦ ἁγίου Δημητριανοῦ Χύτρων Παῦλο, σὲ ἐκείνη τὴ σπηλιὰ ποὺ κρύφτηκε ὁ ἅγιος, θέλοντας νὰ ἀποφύγει τὰ ἐκκλησιαστικὰ ἀξιώματα καὶ τὴν ἀρχιερατεία. Γιὰ νὰ πάρει κι αὐτὸς ὡς ὁδοιπόρους τοὺς δρόμους τοῦ κόσμου ἐξόριστος, φτάνοντας ὣς τὸν ἀμιρᾶ τῆς Βαγδάτης.

Η Ιερά Μονή Αποστόλου Βαρνάβα στην κατεχόμενη από τους Τούρκους Αμμόχωστο.

Τὸν ἀπόστολο Παῦλο τὸν βρίσκω, ὅμως, καὶ στὶς μαθητικὲς ἐκδρομές μας στὴ Σαλαμίνα καὶ στὸ μοναστήρι τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα, τότε ποὺ πηγαίναμε τὰ καλοκαίρια, τὸ ’64 καὶ τὸ ’65 καὶ τὸ ’66, καὶ σκέφτομαι πῶς πῆραν μαζὶ τοὺς δρόμους, πῶς ἔφτασαν στὴν Κύπρο, γιὰ νὰ μείνει πιὰ ὁ ἀπόστολος Βαρνάβας ὁριστικὰ στὴν Κύπρο, ὅπου ἐκοιμήθη, ἐκεῖ ὁ τάφος του καὶ τὰ σκαλάκια ποὺ κατεβαίναμε ἀνάβοντας τὸ κεράκι μας.

Πιάνω, λοιπόν, ξανὰ τὸ νῆμα, καὶ σκέφτομαι πὼς τὸ ὁδοιπορικό του τὸ κατέγραψαν πολλοί, ὅπως καὶ σὲ ἐκεῖνα τὰ παλιὰ μαθητικά, τὰ σχολικά μας βιβλία, ἔτσι ὅπως μαθαίναμε τὴν πρώτη καὶ δεύτερη καὶ μαζὶ ὅλες τὶς περιοδεῖες του, σχεδὸν μηχανικὰ καὶ ἄψυχα μὲ τοὺς αὐστηροὺς θεολόγους μας στὸ Παγκύπριο Γυμνάσιο.

Ἕνα ἄλλο ὁδοιπορικὸ θέλω νὰ πάρω, μέχρι ποὺ μαρτύρησε ὁ ἅγιος, μαζὶ κι ἐκείνη ἡ δοκίμασία στὴ θάλασσα, ἔτσι ὅπως ναυάγησαν στὴ Μάλτα καὶ τὰ θαύματά του. Κι ὕστερα πῶς τὸν ὑποδέχτηκαν στὴ Ρώμη μέχρι ποὺ μαρτύρησε γιὰ τὸν Χριστό.

Βήμα αποστόλου Παύλου στην Κόρινθο. Φωτογραφία Αρχαιολογικό Μουσείο Αρχαίας Κορίνθου.

Τὸν σκέφτομαι ὅμως καὶ ὡς σκηνοποιὸ στὴν Κόρινθο, ἀφοῦ πρῶτα τὰ εἶπε στοὺς Ἀθηναίους στὴν Πνύκα, ἔτσι καθόμουνα και διάβαζα τὸ πρωτότυπο κείμενο στὴν πλάκα ποὺ στήθηκε κι ἔλεγα πὼς εἴμαστε προνομιοῦχοι οἱ Ἕλληνες ποὺ διαβάζουμε στὸ πρωτότυπο τὸ λόγο καὶ τὶς ἐπιστολές του κι ἐκεῖνο τὸν διαχρονικὸ χαιρετισμό του «Ἡ Χάρις του Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς καὶ ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἴη μετὰ πάντων ἡμῶν.»

Δὲν ξέρω νὰ ὑπάρχει σπουδαιότερος λόγος στὴν Ἑλληνικὰ ἀπὸ τὴ γλῶσσα τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ποὺ μᾶς συνοδεύει κάθε Κυριακὴ στὰ ἀποστολικὰ Ἀναγνώσματα.

Ὅμως στέκομαι καὶ σὲ ἐκείνη τὴν ἀφήγηση τοῦ βίου του καὶ τὸ παράπονο καὶ τὸν καημό του ποὺ ἀνέβηκε ἕως τρίτου οὐρανοῦ κι ὅμως κουβαλοῦσε τὰ ἀνθρώπινα καὶ τὸν πόνο καὶ τὶς ἀσθένειές του καὶ τὸν σκόλοπα ποὺ τὸν βασάνιζε, γιὰ νὰ ἀκούσει τὸ «ἀρκεῖ σοι ἡ Χάρις μου· ἡ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται.»

«Καυχάσθαι δὴ οὐ συμφέρει μοι· ἐλεύσομαι γὰρ εἰς ὀπτασίας καὶ ἀποκαλύψεις Κυρίου. Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρων· εἴτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα, εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ἁρπαγέντα τὸν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ. Καὶ οἶδα τὸν τοιοῦτον ἄνθρωπον· εἴτε ἐν σώματι εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ὅτι ἡρπάγη εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ρήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι.

Ὑπὲρ τοῦ τοιούτου καυχήσομαι, ὑπὲρ δὲ ἐμαυτοῦ οὐ καυχήσομαι εἰ μὴ ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου. Ἐὰν γὰρ θελήσω καυχήσασθαι, οὐκ ἔσομαι ἄφρων· ἀλήθειαν γὰρ ἐρῶ· φείδομαι δὲ μή τις εἰς ἐμὲ λογίσηται ὑπὲρ ὃ βλέπει με ἢ ἀκούει τι ἐξ ἐμοῦ. Καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι.

Ὑπὲρ τούτου τρὶς τὸν Κύριον παρεκάλεσα ἵνα ἀποστῇ ἀπ᾿ ἐμοῦ· καὶ εἴρηκέ μοι· ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται. Ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ᾿ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ.»

Καὶ σὲ νεοελληνικὴ ἀπόδοση:

«Τὸ νὰ καυχῶμαι λοιπὸν δὲν εἶναι συμφέρον μου, ἀλλὰ θὰ ἔλθω εἰς ὀπτασίας καὶ ἀποκαλύψεις τοῦ Κυρίου. Ξέρω ἕνα ἄνθρωπον χριστιανὸν ὁ ὁποῖος πρὸ δεκατεσσάρων ἐτῶν – εἴτε μὲ τὸ σῶμα, δὲν ξέρω, εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος, δὲν ξέρω, ὁ Θεὸς ξέρει – ἁρπάχθηκε ἕως τὸν τρίτον οὐρανόν. Καὶ ξέρω ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος – εἴτε μὲ τὸ σῶμα εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος δὲν ξέρω, ὁ Θεὸς ξέρει – ἁρπάχθηκε εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἄκουσε ἀνέκφραστα λόγια τὰ ὁποῖα δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἐπαναλάβῃ ἄνθρωπος. 5 Δι’ ἕνα τέτοιον ἄνθρωπον θὰ καυχηθῶ, διὰ τὸν ἑαυτόν μου ὅμως δὲν θὰ καυχηθῶ, παρὰ μόνον διὰ τὰς ἀδυναμίας μου. Ἀλλὰ καὶ ἐὰν θελήσω νὰ καυχηθῶ, δὲν θὰ εἶμαι ἀνόητος, διότι θὰ πῶ τὴν ἀλήθειαν, τὸ ἀποφεύγω ὅμως μήπως μὲ θεωρήσῃ κανεὶς ἀνώτερον ἀπὸ ὅ,τι βλέπει σ’ ἐμὲ ἢ ἀκούει ἀπὸ ἐμέ. Καὶ διὰ νὰ μὴ ὑπερηφανεύομαι διὰ τὰς πολλὰς ἀποκαλύψεις, μοῦ ἐδόθηκε ἕνα ἀγκάθι εἰς τὸ σῶμα, ἕνας ἄγγελος τοῦ Σατανᾶ, διὰ νὰ μὲ ραπίζῃ, διὰ νὰ μὴ ὑπερηφανεύομαι. Τρεῖς φορὲς παρεκάλεσα τὸν Κύριον γι’ αὐτό, διὰ νὰ φύγῃ ἀπὸ ἐμέ. Καὶ μοῦ εἶπε, «Σοῦ εἶναι ἀρκετὴ ἡ χάρις μου, διότι ἡ δύναμίς μου φανερώνεται τελεία ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ἀδυναμία». Πολὺ εὐχαρίστως λοιπὸν θὰ καυχηθῶ μᾶλλον διὰ τὰς ἀδυναμίας μου, διὰ νὰ κατασκηνώσῃ εἰς ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ.

Προς Κορινθίους Β΄, ια΄ 31 – ιβ΄ 9

Ἔτσι εἰς παρηγορίαν ὅλων ἡμῶν. Καὶ κρατάω διὰ βίου τὸ συγκλονιστικό, «Καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σατᾶν» κ.λπ. Ἰδιαιτέρως ἐκεῖνο τὸ «ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι.» Γιὰ τὴν ταπείνωση καὶ σωτηρία μας, ὅσα μᾶς συμβαίνουν ἐν τῷ κόσμῳ.

Στέκομαι στὸν βίο τοῦ ἁγίου ἀποστόλου καὶ σὲ ὅσα ὑπέστη εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου. Γι’ αὐτὰ δὲν καυχᾶται. Ὅλα μαζὶ σημαδεύουν τοὺς ἄξονες μιᾶς ἐξόχως μυθιστορηματικῆς ἀποτύπωσης:

Απόστολος Παύλος.

«…παραφρονῶν λαλῶ, ὑπὲρ ἐγώ· ἐν κόποις περισσοτέρως, ἐν πληγαῖς ὑπερβαλλόντως, ἐν φυλακαῖς περισσοτέρως, ἐν θανάτοις πολλάκις· ὑπὸ Ἰουδαίων πεντάκις τεσσαράκοντα παρὰ μίαν ἔλαβον, τρὶς ἐῤῥαβδίσθην, ἅπαξ ἐλιθάσθην, τρὶς ἐναυάγησα, νυχθήμερον ἐν τῷ βυθῷ πεποίηκα· ὁδοιπορίαις πολλάκις, κινδύνοις ποταμῶν, κινδύνοις λῃστῶν, κινδύνοις ἐκ γένους, κινδύνοις ἐξ ἐθνῶν, κινδύνοις ἐν πόλει, κινδύνοις ἐν ἐρημίᾳ, κινδύνοις ἐν θαλάσσῃ, κινδύνοις ἐν ψευδαδέλφοις· ἐν κόπῳ καὶ μόχθῳ, ἐν ἀγρυπνίαις πολλάκις, ἐν λιμῷ καὶ δίψει, ἐν νηστείαις πολλάκις, ἐν ψύχει καὶ γυμνότητι· χωρὶς τῶν παρεκτὸς ἡ ἐπισύστασίς μου ἡ καθ᾿ ἡμέραν, ἡ μέριμνα πασῶν τῶν ἐκκλησιῶν. τίς ἀσθενεῖ, καὶ οὐκ ἀσθενῶ; τίς σκανδαλίζεται, καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι; εἰ καυχᾶσθαι δεῖ, τὰ τῆς ἀσθενείας μου καυχήσομαι. ὁ Θεὸς καὶ πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ οἶδεν, ὁ ὢν εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας, ὅτι οὐ ψεύδομαι. ἐν Δαμασκῷ ὁ ἐθνάρχης Ἀρέτα τοῦ βασιλέως ἐφρούρει τὴν Δαμασκηνῶν πόλιν πιάσαι με θέλων, καὶ διὰ θυρίδος ἐν σαργάνῃ ἐχαλάσθην διὰ τοῦ τείχους καὶ ἐξέφυγον τὰς χεῖρας αὐτοῦ.

Καυχάσθαι δὴ οὐ συμφέρει μοι·» συνεχίζει.

Μένω ὕστερα ἀπὸ ὅλα αὐτὰ καὶ στὸ μοναδικὸ ποὺ μᾶς κατέλιπε:

«Ἐγὼ γὰρ διὰ Νόμου νόμῳ ἀπέθανον, ἵνα Θεῷ ζήσω. Χριστῷ συνεσταύρωμαι! Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός.» Γαλ. 2, 19-20

Ἀκατανόητα πράγματα σὲ καιροὺς ὀρθολογισμοῦ. Ἀνάμεσα στὸ θάνατο καὶ στὴ ζωή. Τίποτε δὲν ζωοποιεῖται, ἂν δὲν ἀποθάνει.

Στὸ τέλος μένει ἡ ἀγάπη καὶ ὁ ἔρωτας ὁ μυστικὸς του Θεοῦ:

«Ἐάν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καί τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δέ μή ἔχω, γέγονα χαλκός ἠχῶν ἤ κύμβαλον ἀλαλάζον.. Καί ἐάν ἔχω προφητείαν καί εἰδῶ τά μυστήρια πάντα καί πάσαν τήν γνῶσιν, καί ἐάν ἔχω πάσαν τήν πίστιν, ὥστε ὅρη μεθιστάνειν, ἀγάπην δέ μή ἔχω, οὐδέν εἰμί.

Καί ἐάν ψωμίσω πάντα τά ὑπάρχοντά μου, καί ἐάν παραδῶ τό σῶμα μου ἴνα καυθήσομαι, ἀγάπην δέ μή ἔχω, οὐδέν ὠφελοῦμαι. ἡ ἀγάπη μακροθυμεῖ, χρηστεύεται, ἡ ἀγάπη οὐ ζηλοί, ἡ ἀγάπη οὐ περπερεύεται, οὐ φυσιοῦται, οὐκ ἀσχημονεῖ, οὐ ζητεῖ τά ἑαυτῆς, οὐ παροξύνεται, οὐ λογίζεται τό κακόν, οὐ χαίρει ἐπί τή ἀδικία, συγχαίρει δέ τή ἀληθεία, πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει. ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει.»

Καὶ σὲ νεοελληνικὴ ἀπόδοση:

«Ἂν ξέρω νὰ μιλῶ ὅλες τὶς γλῶσσες τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀλλὰ δὲν ἔχω ἀγάπη, τότε ἔγινα σὰν ἕνας ἄψυχος χαλκὸς ποὺ βουίζει ἢ σὰν κύμβαλο ποὺ ξεκουφαίνει μὲ τοὺς κρότους του. Καὶ ἂν ἔχω τὸ χάρισμα νὰ προφητεύω καὶ γνωρίζω ὅλα τὰ μυστήρια και ὅλη τη γνώση, καὶ ἂν ἔχω ὅλη τὴν πίστη, ὥστε νὰ μετακινῶ μὲ τὴ δύναμή της ἀκόμη καὶ τὰ βουνά, ἀλλὰ δὲν ἔχω ἀγάπη, τότε δὲν εἶμαι τίποτε ἀπολύτως. Καὶ ἂν πουλήσω ὅλη τὴν περιουσία μου γιὰ νὰ χορτάσω μὲ ψωμὶ ὅλους τοὺς φτωχούς, καὶ ἂv παραδώσω τὸ σῶμα μου γιὰ νὰ καεῖ, ἀλλὰ ἀγάπη δὲν ἔχω, τότε σὲ τίποτε δὲν ὠφελοῦμαι.

Ἡ ἀγάπη εἶναι μακρόθυμη, εἶναι ευεργετική και ὠφέλιμη, ἡ ἀγάπη δε ζηλεύει, ἡ ἀγάπη δὲν ξιπάζεται (= δὲν καυχιέται), δὲν εἶναι περήφανη, δὲν κάνει ἀσχήμιες, δὲ ζητεῖ τὸ συμφέρον της, δὲν ἐρεθίζεται, δε σκέφτεται το κακὸ γιὰ τοὺς ἄλλους, δὲ χαίρει, ὅταν βλέπει τὴν ἀδικία, ἀλλὰ συγχαίρει, ὅταν ἐπικρατεῖ ἡ αλήθεια. Ἡ ἀγάπη ὅλα τὰ ἀνέχεται, ὅλα τὰ πιστεύει, ὅλα τα ἐλπίζει, ὅλα τὰ ὑπομένει. Ἡ ἀγάπη ποτὲ δὲν ξεπέφτει.»

Αὐτὰ γιὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο ποὺ μᾶς παρέδωσε εἰς τὸν αἰῶνα τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Σὲ μία γλῶσσα μοναδικὴ καὶ ἀνεπανάληπτη καὶ «μυστικὴ» ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ.