Άλλα λες και άλλα κάνεις

 
Παιδικά / Μύθοι του Αισώπου

Ώρες έτρεχε η αλεπού μέσα στο δάσος. Οι κυνηγοί είχαν βρει τη φωλιά της και την είχαν πάρει στο κατόπι. Οπότε, να τη τώρα η κυρα-Μαριώ μας λαχανιασμένη να προσπαθεί να ξεφύγει. Ευτυχώς τα φουντωτά δέντρα την έκρυβαν μέχρι τώρα, αλλά εκείνη ήξερε ότι έπρεπε να βρει ένα πιο ασφαλές καταφύγιο.

Σε ένα ξέφωτο του δάσους είχε χτισμένο το σπίτι του ένας ξυλοκόπος, που εκείνη τη στιγμή έκοβε ξύλα στην αυλή.

– Καλέ μου άνθρωπε, κρύψε με σε παρακαλώ. Εδώ και πολλή ώρα οι κυνηγοί με έχουν βάλει στο μάτι. Πρέπει να τους ξεφύγω, παρακάλεσε η αλεπού.

Ο ξυλοκόπος σκέφτηκε για λίγο και ύστερα απάντησε διστακτικά:

– Εντάξει. Κρύψου εσύ στην καλύβα και θα τα κανονίσω εγώ τα υπόλοιπα.

Έτσι κι έγινε. Η αλεπού κρύφτηκε σε μια γωνιά της καλύβας και από μια τρύπα παρακολουθούσε να δει τι θα γίνει. Μετά από λίγο έφτασαν και οι κυνηγοί, οι οποίοι είχαν ακολουθήσει τα ίχνη της αλεπούς, και ρώτησαν τον ξυλοκόπο μήπως και την είχε δει αυτός.

– Όχι, δεν είδα τίποτα. Όλο το πρωί έκοβα ξύλα στην αυλή μου και δεν είδα κανένα να περνάει από εδώ, αποκρίθηκε ο ξυλοκόπος. Μόνο που, ενώ τους μιλούσε, με το δάχτυλό του έδειχνε προς την καλύβα του, προς τα εκεί δηλαδή που είχε κρυφτεί η αλεπού.

Όμως, ευτυχώς για την κυρα-Μαριώ μας, οι κυνηγοί δεν κατάλαβαν αυτό που τους έδειχνε ο ξυλοκόπος. Έτσι έφυγαν, για να συνεχίσουν αλλού το ψάξιμο. Μόλις οι κυνηγοί απομακρύνθηκαν αρκετά, η αλεπού βγήκε από την κρυψώνα της και χωρίς να πει λέξη στον ξυλοκόπο πήρε τον δρόμο της επιστροφής.

– Καλά δεν ντρέπεσαι; τη ρώτησε δήθεν θυμωμένα ο ξυλοκόπος. Τι τρόπος είναι αυτός; Δεν θα με ευχαριστήσεις που σου έσωσα τη ζωή;

Η αλεπού, χωρίς καν να τον κοιτάξει του απάντησε:

– Θα σου έλεγα ευχαριστώ, αν αυτό που έδειχνες με τα χέρια, συμφωνούσε με αυτά που έλεγες με το στόμα. Όχι άλλα να λέμε, άλλα να κάνουμε. Το σωστό είναι να είμαστε τίμιοι και να επαληθεύουμε τα λόγια μας με τις πράξεις μας.

Ο ξυλοκόπος δεν απάντησε. Η αλεπού κούνησε απογοητευμένη το κεφάλι της και χάθηκε μέσα στο δάσος.

Απόδοση: A.Σ.
Αφήγηση: Μαρία Σαββοπούλου

Άκουσε τον μύθο