«Αν σε υψώσουμε, τρέχεις στην ταπείνωση. Αν σε ταπεινώσουμε, ανεβάζεις τον εαυτό σου ψηλά».

4 Ιουνίου 2021

Ερημίτης. Σχέδιο Ράλλη Κοψίδη.

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Ένας αδελφός από τη Σκήτη, πηγαίνοντας να εργαστεί στον θερισμό, πέρασε από κάποιον μεγάλο γέροντα και τον ρώτησε: «Πες μου, αββά, τι να κάνω τώρα που πηγαίνω στον θερισμό;»

Ο γέροντας του αποκρίθηκε: «Και αν σου πω, θα με ακούσεις;» «Ναι, θα σε ακούσω», είπε ο αδελφός.

«Αν θέλεις να με ακούσεις», συνέχισε ο γέροντας, «παράτησε αυτόν τον θερισμό, γύρισε στο κελλί σου και κάνε πενήντα μέρες τρώγοντας το βράδυ ψωμί και στεγνό αλάτι. Μετά
έλα και θα σου πω τι πρέπει να κάνεις».

Ο αδελφός έφυγε, έκανε όπως προστάχτηκε και μετά τις πενήντα μέρες ξαναπήγε στον γέροντα. Ο γέροντας, βλέποντας ότι είναι αγωνιστής, τον δίδαξε πώς πρέπει να κάθεται στο κελλί του.

Όταν γύρισε στο κελλί του ο αδελφός, έπεσε με το πρόσωπο στη γη τρεις μέρες και έκλαιγε μπροστά στον Θεό.

Στη συνέχεια, οι λογισμοί του έλεγαν: «Έφτασες ψηλά, έγινες σπουδαίος».

Εκείνος έφερνε στον νου του τα σφάλματά του, λέγοντας: «Και πού πήγαν όλες οι αμαρτίες μου;» και τις απαριθμούσε.

Οι λογισμοί τότε άλλαζαν και του έλεγαν: «Έκανες πολλές αμαρτίες και δεν μπορείς να σωθείς».

Αυτός όμως απαντούσε: «Αλλά κάνω λίγες προσευχές στον Θεό και πιστεύω στην ανέκφραστη καλοσύνη του ότι θα με ελεήσει».

Ο αδελφός πολεμήθηκε έτσι και πολέμησε για πολύν καιρό.

Στο τέλος τα πνεύματα νικήθηκαν και του παρουσιάστηκαν αισθητά, λέγοντας: «Μας κατατυράννησες».

«Γιατί;» ρώτησε αυτός.

Εκείνα αποκρίθηκαν: «Αν σε υψώσουμε, τρέχεις στην ταπείνωση. Αν σε ταπεινώσουμε, ανεβάζεις τον εαυτό σου ψηλά».

Τότε αυτός τα επιτίμησε, και έγιναν άφαντα.

 

Από τον «Ευεργετινό», τ. α’, σ. 323-324 , των εκδόσεων, το Περιβόλι της Παναγίας.