Αποδομώντας μύθους περί του Αποστόλου Παύλου

30 Ιουνίου 2021

Απόστολος Παύλος.

ΑΠΟΔΟΜΩΝΤΑΣ ΜΥΘΟΥΣ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ1

1. Σε καμιά περίπτωση ο απόστολος Παύλος (Π.) δεν θα ασπαζόταν τον τίτλο, με τον οποίο προβάλλεται από πολλούς σήμερα: ως ο Ιδρυτής του Χριστιανισμού ή Πρώτος μετά τον Ένα. Άλλωστε στην ανατολική (ορθόδοξη) Παράδοση γίνεται λόγος για τη Μία (= τη Θεοτόκο) μετά τον Ένα. Ο ίδιος αισθανόταν και αυτοχαρακτηριζόταν δούλος του Κυρίου, αφού εκτός των άλλων βίωσε το όραμα της Δαμασκού και ως εμπειρία προφητικής κλήσης. Ιδιαίτερα ταυτιζόταν (α) με τον προφήτη του Πάθους Ιερεμία, ο οποίος επίσης από την κοιλιά της μητέρας αφορίστηκε – προορίστηκε για να επιτελέσει το έργο της μαρτυρίας και του μαρτυρίου του Κυρίου της Ιστορίας και του Σύμπαντος, (β) όπως και με τον πάσχοντα δούλο, ο οποίος σύμφωνα με τον (Δευτερο-Ησαΐα είναι προορισμένος να γίνει Φως στα έθνη, αν και επίσης, όπως εκείνος, έχει έντονες αμφιβολίες μήπως «έτρεχε ή τρέχει μάταια» (Γαλ. 2,2· απηχεί το Ησαΐας 49). Βεβαίως ο Χριστιανισμός, ο οποίος αρχικά κηρύχθηκε στην επαρχία της Γαλιλαίας, στη «μαύρη τρύπα» της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, διαδόθηκε στη Δύση από τον απόστολο Παύλο, ο οποίος διέθετε το χάρισμα της «προσαρμογής»2.

2. Το παράδοξο είναι ότι ο «δούλος του Κυρίου» Παύλος (Π.) είναι ο αρχαιότερος (!) συγγραφέας της Κ.Δ. (και μάλιστα των περισσότερων βιβλίων της), του οποίου, παρότι νεότερος απόστολος και πρώην διώκτης, τα έργα μάλλον πριν τα ιερά Ευαγγέλια καθιερώθηκαν σε Κανόνα» (Β’ Πέ. 3, 16). Επίσης ο Π. δεν αναφέρεται ποτέ στη δούλη Κυρίου Μαριάμ, ούτε στην εκ Παρθένου γέννηση. Νομίζω ότι στα αυτοκρατορικά χρόνια ήταν μεγάλος ο κίνδυνος η Θεοτόκος να θεοποιηθεί το πρόσωπό της και τελικά να «υποκαταστήσει» τον Ιησού. Στον μεσογειακό χώρο, με τις σκληρές πατριαρχικές δομές, η λατρεία της Μεγάλης Μάνας (της Ίσιδος, Κυβέλης, πρβλ. «Μαντόνα») πάντα σε έναν συνδυασμό με έναν άρρενα πάσχοντα και αναγεννώμενο Υιό (πρβλ. Αποκάλυψη 12), ήταν εξαιρετικά δημοφιλής. Πρέπει να ομολογήσουμε ότι και σήμερα στην Ορθόδοξη Εκκλησία όντως ο Ακάθιστος ύμνος είναι πιο δημοφιλής τόσο από τη μελέτη της Κ.Δ. (π. Αλ. Σμέμαν) όσο και ιδιαιτέρως και από τις επιστολές του αποστόλου των εθνών, οι οποίες σπάνια αναπτύσσονται στο Κήρυγμα.

3. Επίσης ο συγκεκριμένος απόστολος δεν δίνει καμιά έμφαση στην εκ Παρθένου γέννηση του Μεσσία, η οποία έχει ενταχθεί στην Ομολογία Πίστεως. Αυτό που εκείνος διατρανώνει σε όλους τους τόνους, είναι η σωτηρία (= ολοκλήρωση), που απορρέει από τον εξευτελιστικό για τους Ρωμαίους Σταυρό και την εκ νεκρών Ανάσταση, ενώ ταυτόχρονα προϋποθέτει και την προΰπαρξη και την κένωση του Υιού (Φιλ. 2, 5-11). Αυτό που ο Π. (ο οποίος τιμά το γυναικείο φύλο στις επιστολές του3) διακηρύσσει στην Προς Γαλάτας (4, 44), μέσω μιας παραδεδομένης (μάλλον) Ομολογίας, είναι το γεγονός ότι όταν έφθασε το πλήρωμα του χρόνου5, ο δαυιδίδης κατά σάρκα (Ρωμ. 1, 2. Β’ Τιμ. 2, 8) Ι. Χριστός προήλθε από γυναίκα, κάτι που στη γλώσσα της εποχής σημαίνει ότι έγινε αληθινός / αυθεντικός άνθρωπος6. Στο σημείο αυτό πρέπει να υπογραμμισθεί ότι για αιώνες η κορυφαία εορτή του Χριστιανισμού ιδίως στην Ανατολή δεν είναι τα Χριστούγεννα (που σηματοδοτούν την είσοδο του Θεού στην ιστορία), στα οποία ο Π. δεν εστιάζει, αλλά η Ανάσταση.

4. Ο Σαύλος ποτέ δεν μετονομάστηκε σε Παύλος, όπως συνηθίζεται να λέγεται, επειδή όντως άλλες μορφές (όπως ο Σίμων Πέτρος) αλλάζουν όνομα κατά την κλήση τους. Ο ίδιος διατήρησε και μετά Χριστόν την εθνοτική του ταυτότητα, την οποία όμως «υπέταξε» στην πίστη – τον έρωτά του στον Χριστό στον οποίο ενσωματώθηκε, γενόμενος σύμφυτος (εντάσσοντας αυτόν στο DNA) μέσω του ενός και μοναδικού κατακλυσμιαίου βαπτίσματος. Χαρακτηριστική για τη μη απώλεια της εβραϊκής του συνείδησης, είναι η μετά Χριστόν κραυγή του στο ιουδαϊκό Συνέδριο «Φαρισαίος ειμί» (Πρ. 23, 6), όπως και η εφαρμογή δύο ιουδαϊκών λατρευτικών ταμάτων (εὐχαὶ) μετά τη «μεταστροφή» του: Πρόκειται για το σύρριζο κούρεμα (ξύρισμα) της κεφαλής στις Κεγχρεὲς, το ανατολικό λιμάνι της Κορίνθου (Πρ. 18,18), όπου αργότερα μεταμορφώθηκε ο Απουλήιος από όνος σε βροτό, και μετά με άλλους στα Ιεροσόλυμα (Πρ. 21, 24). Είναι εκείνος, που διακηρύσσει ότι είναι όνειδος να κομμά (= να αφήνει μακριά τα μαλλιά) ένας άνδρας (Α’ Κορ. 11, 14), πράγμα το οποίο εν προκειμένω κάνει για να εκπληρώσει κατόπιν το προαναφερθέν τάμα.

Απόστολος Παύλος.

5. Σημειωτέον ότι το όνομα Σαύλος αποτελεί τον ελληνικό τύπο του εβραϊκού Σαούλ, που σημαίνει ο ερωτηθείς – αναζητηθείς από τον Θεό. Αυτό το όνομα συναντάται μόνο στις διηγήσεις μεταστροφής του Παύλου και αντιστοιχεί σε εκείνο του πρώτου βασιλιά του αρχαίου Ισραήλ, ο οποίος προερχόταν, όπως και ο Παύλος, από την εκλεκτή και δυναμική φυλή Βενιαμίν. Κατά τη γνωστή συνήθεια των Ιουδαίων της διασποράς να φέρουν εκτός από το εβραϊκό και ένα ομόηχο ελληνικό ή ρωμαϊκό όνομα, στις επιστολές ο απόστολος ονομάζει τον εαυτό του Παύλο (paulus = μικρός, κοντός. πρβλ. Πρ. 13, 9 κ.ε. όπου καταγράφονται και τα δύο ονόματα, Σαύλος δέ και Παύλος). Άραγε αποτελεί σύμπτωση ότι ο Σαύλος ονομάζεται παύλος (Π.) από τον Λουκά για πρώτη φορά στις Πράξεις στο σημείο της μεταστροφής στον χριστιανισμό του Ρωμαίου ανθυπάτου Σεργίου Παύλου στην Κύπρο; Δεν τεκμαίρεται το ότι η χρήση από εκείνον του ονόματος Παύλος αποτελεί δείγμα της ταπεινότητάς του και της υιοθέτησης πλήρως της θεολογίας του Σταυρού. Σημειωτέον ότι το «σαύλος» είχε χυδαία σημασία στην Ελληνική (< σαύλος < σαβρός < αβρός {<σείω + φέρω} = κινούμενος με κομψό τρόπο, ευλύγιστος, τρυφερός {>σουλάτσο})7.

6. Ο Π. δεν δίωξε Χριστιανούς όπως συνεχώς αναπαράγεται στις παύλειες βιογραφίες, αλλά Ιουδαίους8. Συνεπώς ο Π. ἐπόρθει (= επιτίθετο, συλούσε, κατέστρεφε) την Εκκλησία / την πίστη (Γαλ. 1, 13. 23), διότι οι άγιοι αυτής ταύτιζαν τον Μεσσία με έναν εξευτελισμένο εσταυρωμένο εγκληματία άρα και καταραμένο από τον Θεό (Α’ Κορ. 1, 23. πρβλ. Δτ. 21, 23). Επιπλέον, όπως αποδεικνύεται από το Πρ. 6-8, ιδίως οι Ελληνιστές, επικαλούμενοι τον Ιησού, αμφισβητούσαν τη σημασία του Ναού και του Νόμου, κατεδαφίζοντας το «τείχος» που περιχαράκωνε τον Ισραήλ από τα έθνη. Ο λατινισμός Χριστιανός κατασκευάστηκε αργότερα στο αστικό περιβάλλον της Αντιόχειας (Πρ. 11, 26), επειδή μάλλον ο χαρακτήρας τής κοινότητας καθοριζόταν πλέον από τους μεταστραφέντες φοβούμενους τον Θεό εθνικούς. Αυτοί ανακάλυψαν στον Χριστιανισμό έναν Ιουδαϊσμό λάιτ, αφού μπορούσαν πλέον να ασπαστούν τον Θεό βαπτιζόμενοι εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ και ποτιζόμενοι με το Άγ. Πνεύμα εἰς ἓν σῶμα (Α’ Κορ. 12, 13. πρβλ. 6, 11. 7, 19. Γαλ. 3, 27-28. 5, 6. 6, 15. πρβλ. Κολ. 3, 9-11) χωρίς την πολιτισμική αποκοπή (Πρ. 11, 26), που συνεπάγονταν η περιτομή και η εφαρμογή της ιουδαϊκής δίαιτας κόσερ – «καθαρών» βρωμάτων (ἰουδαΐζειν. Εσθήρ 8, 17 Ο’). Πλέον τα έθνη (οι πάντες) έχουν πρόσβαση στον Θεό και τη δυνατότητα να ενταχθούν στο σπέρμα (= τους απογόνους) του Αβραάμ ως Ἰσραὴλ τοῦ Θεοῦ, χωρίς απαραίτητα να γίνουν Ιουδαίοι.

7. Το Α’ Κορ. 15, 9 (ἐδίωξα τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ) αποτελεί μία εκ των υστέρων αξιολόγηση του πρότερου βίου του ως Φαρισαίου, που διαπνεόταν από τον ζήλο (Φιλ. 3, 5-6. Γαλ. 1, 13-14. πρβλ. Πρ. 22, 3-4). Ο όρος «ζήλος» δεν πρέπει να ερμηνεύεται ψυχολογικά ή ηθικά αλλά θεολογικά. Ανακαλεί τη στάση των Φινεές (Αρ. 25, 6-8), Ηλία (Α’ Βασ. 18, 40) και ιερέα Ματταθία (Α’ Μακ. 24-27) απέναντι σε όσα πρόσωπα απειλούσαν με τη συμπεριφορά τους να χαθεί η αγιότητα, ο αποκλειστικός δεσμός του ζηλωτή Θεού με τον Ισραήλ, τον οποίο εξασφάλιζε η Τορά και σηματοδοτούσε η περιτομή.

8. Επιπλέον στην περίπτωση του Παύλου δεν έχουμε μεταστροφή από μία θρησκεία σε άλλη, καθώς αυτή η καθιερωμένη πλέον φράση – «εικόνα», προέρχεται από την χρησιμοποίηση επί αιώνες «ξένων» γυαλιών – «φακών» για την προσέγγιση της πολυδιάστατης προσωπικότητάς του (αποστόλου των Εθνών). Σε αντίθεση προς τα άλλα δύο κατεξοχήν μοντέλα μεταστροφής, που άλλαξαν τη σελίδα της Ιστορίας της Δύσης με αφορμή το ίδιο βιβλίο του Π. (την Προς Ρωμαίους), ήτοι του Αυγουστίνου (με την ακοή της φωνής Πάρε και διάβασε!) και του Λούθηρου (με την εμπειρία του πύργου), ο Π. πριν τη μεταστροφή του επιφανειακά δεν βίωνε (τουλάχιστον επιφανειακά !9) εσωτερική κρίση από την οποία και απελευθερώθηκε (Γαλ. 1, 13-14. Φιλ. 3, 7-8). Ο Παύλος ήταν υπερήφανος για την καταγωγή του και αυτοχαρακτηρίζεται ως άμεμπτος στην δικαιοσύνη (= τρόπο δικαίωσης) τὴν ἐκ τοῦ νόμου (Φιλ. 3, 6). Το συγκεκριμένο πρόσωπο (ο Π.), τέκνο του Ιουδαϊσμού της Διασποράς και ταυτόχρονα ενός κοσμοπολίτικου κέντρου της Μεσογείου (της Ταρσού), βίωσε με συγκλονιστικό τρόπο τη μεταμορφωτική εμπειρία της ανατολής της «καινής Κτίσης» (= του καινούργιου Σύμπαντος)10, η οποία (εμπειρία) και σήμερα έχει γίνει αντικείμενο αναζήτησης. Ο ίδιος δεν γεννήθηκε αλλά έγινε Χριστιανός και μάλιστα μετά από μακρά ζύμωση, γεγονός που τον καθιστά εξαιρετικά επίκαιρο σήμερα, όταν και πάλι στο πλαίσιο μιας παγκοσμιοποίησης, η χριστιανική ταυτότητα δεν αποτελεί ούτε κληρονομιά ούτε «φολκλόρ», αλλά επιλογή θανάτου και ζωής! Και αυτό συνέβη, καθώς παρότι όσο ζούσε ο ιστορικός Ιησούς, ο Π. βρισκόταν στην Ιερουσαλήμ, αλλά «απέναντι» Εκείνου. Ουσιαστικά ο Π. γεύθηκε αναγέννηση, όπως συνέβη και με τον Νικόδημο αργά και προοδευτικά στο Κατά Ιωάννη. Σημειωτέον ότι παύλεια και ιωάννεια θεολογία έχουν πολλά κοινά σημεία και δεν πρέπει να εξετάζονται ως δύο εντελώς διαφορετικές σχολές, όπως συμβαίνει σήμερα στην ακαδημαϊκή θεολογία.

9. Η αλλαγή του Π. δεν ήταν επίσης αποτέλεσμα ψυχοπάθειας. Αυτό το επιβεβαιώνει η κατοπινή αδιάκοπη δράση του 30 ολόκληρα χρόνια. Αν υπήρξε ποτέ άνθρωπος με γερό μυαλό και συναίσθηση της πραγματικότητας αυτός ήταν ο Π. Ο Π. ανακάλυψε στον Χριστιανισμό εκείνα τα στοιχεία που οραματιζόταν ως Ιουδαίος, αλλά με ένα άκρως παράδοξο τρόπο: (α) Ο Μεσσίας τού Ισραήλ, είναι ένας κατά κόσμος απόλυτα εξευτελισμένος / πονεμένος και μάλιστα Θεός – προϋπάρχων Γιαχβέ σαρκωμένος (β) και ταυτόχρονα η λύτρωση δεν αφορά σε ένα «εκλεκτό γένος» – «βασίλειο ιεράτευμα» (όπως βαπτίστηκε και ο νέος Ελληνισμός από τον Ζαμπέλιο) αλλά σε όλον τον Κόσμο, ο οποίος είναι δημιούργημα της δικής του αγάπης και ελεύθερης βούλησης, και όχι προϊόν της τύχης ή της άνοιας. Το όραμα, το οποίο δέχθηκε στα υψίπεδα του Γκολάν, όταν δηλ. άφησε «πίσω» του το όρος της Μεταμορφώσεως, όπου είχαν κατά τη διάρκεια του «ιστορικού Ιησού» αντίστοιχη εμπειρία οι τρεις στύλοι της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων, σε συνδυασμό με την κάθοδο του Αγ. Πνεύματος και τη Βάπτιση (Πρ. 9, 17-19), μεταμόρφωσε κυριολεκτικά τον Σαύλο σε μια εντελώς καινoύργια ύπαρξη. Κατόπιν μια άλλη εμπειρία στην Ιερουσαλήμ (Πρ. 22, 18-21) θα ισχυροποιήσει τη συνείδηση της αποστολής του στα έθνη που πριν θεωρούσε «ακάθαρτα» και βδελυκτά (= σιχαμερά / «αθίγγανους» < αποφυγή αγγίγματος). Στον πυρήνα πλέον της σκέψης του δούλου-σκλάβου του Ι. Χριστού, του Π., δεν τοποθετείται η εκλογή ενός λαού – «πρωτότοκου υιού» Ισραήλ από τα έθνη, αλλά το Πρόσωπο του Υιού, του Ι. Χριστού, προς το οποίο εκείνος οφείλει ο ίδιος να οδηγήσει τους λαούς προκειμένου να αναγνωρίσουν την κυριότητά Του και τελικά να δοξολογήσουν τον Θεό ως Πατέρα – Αββά (= μπαμπά) εκάστου ανθρώπου και όχι μόνον ως Βασιλέα κυρίαρχο της δημιουργίας. Ο Χριστιανισμός δεν νοείται πλέον ως «συστατικό» – υποστύλωμα ενός «εκλεκτού» έθνους, όπως αντιθέτως πρέσβευαν οι ψευδάδελφοι.

10. Ήδη από τα ανωτέρω συνάγεται ότι ο Π. βίωσε πολλές μικρές μεταστροφές προ Χριστού από τον ήπιο φαρισαϊσμό του Χιλλέλ στον ζήλο (= ριζοσπαστικό φαρισαϊσμό [βλ. ανωτέρω]) του Σαμάι, που ήθελε να συνεχίσει την παράδοση του Φινεές, του Ηλία, των Μακκαβαίων11. Και μετά Χριστόν, μετά τις δύο ανωτέρω εμπειρίες, κορυφαία τομή στη ζωή του προκάλεσε και η φυλάκισή του στην Έφεσο, όπου έφθασε στα πρόθυρα κατάρρευσης (Β’ Κορ. 1, 8). Σε καμιά περίπτωση η «θεολογία του αποστόλου Παύλου» δεν ήταν κάτι απόλυτα το απόλυτα «συμπαγές» (μπετόν αρμέ), όπως «περιγράφεται» σήμερα από κάποιους ερευνητές. είναι εξόχως σημαντικό ότι στις πρώτες επιστολές θεωρεί ότι θα είναι ζωντανός κατά την Παρουσία (= βασιλική έλευση) του Κυρίου Ιησού σε αντίθεση προς τις μεταγενέστερες. Επίσης όσο ωρίμαζε ο Π. στην σχέση του με τον Χριστό, τόσο ταπεινωνόταν, βιώνοντας ολοένα και εντονότερα το έλεος – τους οικτιρμούς (= τη μήτρα) του Αγνώστου Θεού της έκΠληξης, ο οποίος σύγχρονα και με την έκφραση ενός συγχρόνου (Μητροπ. Αργολίδος Νεκτάριος) δεν «παίζεται». Ήδη στην Α’ Κορινθίους (54 μ. Χ.) ονομάζει τον εαυτό του έσχατο των αποστόλων. Σε μία από τις ύστερες επιστολές του (την Α’ Τιμόθεον) αυτοχαρακτηρίζεται βλάσφημος καὶ διώκτης καὶ ὑβριστής (= αλαζών)12 για να εξάρει την αγάπη του Θεού που τον αγκάλιασε – ελέησε, καθώς είδε τα αγνά κίνητρά του.

Απόστολος Παύλος.

11. Ο Π. δεν φαίνεται να έχει συστηματική εμπειρία της ελληνικής παιδείας, όπως π.χ. ο Φίλων, παρότι ο ίδιος μιλούσε άπταιστα και τα Ελληνικά και τα αραμαϊκά, ενώ ήταν και γνώστης της αρχαίας Εβραϊκής («όπου τα κείμενα διαβάζονται ανάποδα», όπως άλλωστε και η ζωή μας, ενώ τα φωνήεντα τα προσθέτει ο αναγνώστης)! Γι’ αυτό και οι επιστολές του (ενώ ακολουθούν τη ρητορική τέχνη) γλωσσικά υστερούν των έργων του Λουκά και της Προς Εβραίους. Βεβαίως στη Β’ Κορ. κατηγορείται ότι αἱ επιστολαί βαρεῖαι καὶ ἰσχυραί, ἡ δὲ παρουσία τοῦ σώματος ἀσθενὴς καὶ ὁ λόγος ἐξουθενημένος (10,10‒11). Αυτό απαραίτητα δεν σημαίνει ότι ο Π. (που προσκυνήθηκε στα Λύστρα ως Ερμής) δεν ασκούσε τη ρητορική. Συνδέεται με το γεγονός ότι ο Π. κατά το κήρυγμά του ήθελε και με τα λόγια και με την παραστατικότητα του στιγματισμένου του σώματος (περφόμανς) να κηρύττει έναν Εσταυρωμένο, κάποιον που εμπαίζει την ανθρώπινη σοφία και αλαζονεία.

12. Βεβαίως και η Ταρσός της Κιλικίας, όπου ο Π. έζησε τα πιο ουσιαστικά χρόνια της ζωής του ήταν κέντρο στης στωικής φιλοσοφίας, την οποία μπορούσε κάποιος να ακούσει στα σταυροδρόμια της αγοράς. Συνεπώς είναι βέβαιον ότι και κατά τα πρώτα τόσο σημαντικά για κάθε άνθρωπο χρόνια της ζωής του και στα εξαιρετικά γόνιμα ησυχαστικά έτη μετά τη «μεταστροφή» άκουσε ενεργητικά κατεξοχήν τις συνταγές της ηθικής («του τρόπου ζωής») του Στωικισμού και της λαϊκής φιλοσοφίας13. Γι’ αυτό και ο Π. χρησιμοποιεί ενίοτε κάποια ρητά αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, όπως και τη διατριβή (= διάλογο μέσω ερωταποκρίσεων ανάμεσα στον κήρυκα / ομιλητή και έναν εικονικό συνομιλητή που προβάλλει αντιρρήσεις), ενώ εφαρμόζει και τη ρητορική τέχνη ακόμη και στις επιστολές εκείνες που φαίνεται να αρνείται την ελληνική σοφία (Α’ Κορινθίους). Ο ίδιος ήταν κατεξοχήν εμποτισμένος από την Π. Δ., ενώ, εκτός από την άμεση αποκάλυψη του Αναστάντος (την οποία και για λόγους αντιρρητικούς υπερτονίζει στο Προς Γαλάτας 1 για να απαντήσει σε όσους αμφισβητούσαν την αποστολικότητά του), επηρεάστηκε βαθιά και από τη Θεολογία και Χριστολογία, που του «παραδόθηκε» στην πρωτοχριστιανική Κοινότητα της Αντιόχειας. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Π. χρησιμοποιεί στο έργο του την Παλαιά Διαθήκη (Π.Δ.) κυρίως μέσω της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα (Ο’), ήτοι της πρώτης στα παγκόσμια χρονικά μετάφρασης έργου και μάλιστα πολυσύνθετου, που εκπονήθηκε στην Αλεξάνδρεια, την πολιτιστική Πρωτεύουσα της Μεσογείου, στην πρώτη παγκόσμια γλώσσα, την Κοινή Ελληνική λαλιά.

13. Μία «παρέμβαση» εξ αφορμής της «αντίστροφης μελέτης» από το τέλος προς την αρχή, η οποία θίχθηκε ανωτέρω: Εν προκειμένω ας σημειωθεί ότι και τις παύλειες επιστολές (ιδίως την Προς Ρωμαίους) μπορεί να κατανοήσει κάποιος, εάν δώσει έμφαση (α) στο τέλος τους, δηλ. στις Οδηγίες που δίδονται στο δεύτερο μέρος τους (το λεγόμενο «ηθικό» αν και ο τίτλος δεν ανταποκρίνεται το περιεχόμενό τους, καθώς είναι άρρηκτα δεμένη στον Π. η ηθική με τη «δογματική») καθώς (β) και εάν εστιάσει στα «αιτήματα», που εντοπίζονται στον επίλογο. Πρόκειται για περικοπές, οι οποίες μέχρι σήμερα υποτιμούνταν ως Επίμετρα. Αυτή η τεχνική καλό ισχύει πολλάκις και στο ίδιο κεφάλαιο (Ρωμ. 13): ενώ στην αρχή ο Π. παροτρύνει σε υποταγή στις εξουσίες (καθώς όταν γράφεται η Ρωμ. ο Νέρων βρισκόταν υπό την καθοδήγηση του Σενέκα), στο τέλος τις απογυμνώνει πλήρως από το απολλώνιο φως της θεοποίησης, τονίζοντας, σε αντίθεση προς την προπαγάνδα κάθε πλανητάρχη και Αιώνιας Πόλης, ότι προς το παρόν ζούμε στο σκότος κι αναμένουμε την Ανατολή με την Παρουσία (adventus = τη βασιλική έλευση) του Εσταυρωμένου και Αναστάντος Κυρίου μας. Άλλωστε αν κανείς θέλει να θεωρήσει τη γένεση και την ανάπτυξη της Οδού (όπως αρχικά ονομαζόταν ο Χριστιανισμός) στη Μεσόγειο, καλό θα ήταν να μελετήσει τις επιστολές κατά αρχαιότητα, ξεκινώντας επίσης από το τέλος της Κ.Δ., ήτοι την Α’ Θεσσαλονικείς, η οποία πιθανότατα είναι το αρχαιότερο ντοκουμέντο του Χριστιανισμού, αν και άλλοι θεωρούν την Προς Γαλάτας (που απευθύνεται στην Ανατολία – την περιοχή της σημερινής Άγκυρας). Σε κάθε περίπτωση οι επιστολές του Π. προϋποθέτουν ότι οι παραλήπτες τις ακούνε ενεργητικά από το στόμα και τη γλώσσα του σώματος ενός αναγνώστη – ερμηνευτή (και δεν τις διαβάζουν ατομικά στον «καναπέ»), ενώ ζούνε σε ζωντανές ενοριακές ευχαριστιακές κοινότητες, όπου (όπως αποδεικνύει και το φιλί της αγάπης σε όλους στο τέλος των επιστολών) βιώνουν εμπειρικά γύρω από το κοινό Τραπέζι τον βαπτισματικό παιάνα «ουκ ένι άρσεν και θήλυ…» παρά τις προσωπικές ατέλειες, τα σχίσματα «εντός» και τον αγώνα με το(ν) πονηρό.

14. Ο Π. δεν ήταν ένας «υπολογιστής με πόδια», όπως ζωγραφίστηκε από τους φιλελεύθερους Προτεστάντες του 19ου αι., οι οποίοι πρόβαλαν και τους Προφήτες της Π.Δ. ως «διαμαρτυρόμενους» διαφωτιστές του Ισραήλ. Είχε έντονο συναισθηματικό κόσμο με πολλές διακυμάνσεις και ήταν πραγματικά ερωτευμένος με τον Χριστό. Ήδη στην αρχαιότερη επιστολή του, την Α’ Θεσσαλονικείς (2, 7), για να φανερώσει τη βαθιά αγάπη του προς τους παραλήπτες δεν διστάζει να παρομοιάσει τον εαυτό του όχι μόνον με πατέρα ή παιδαγωγό, αλλά και με θηλάζουσα γυναίκα τροφό (η οποία συνήθως ήταν σκλάβα) και μάλιστα μάνα. Και στην «προσωπική του εξομολόγηση» στο Ρωμαίους 7 δεν διστάζει καταρχάς να παρομοιάσει τον εαυτό του με την Εύα. Ήδη στη «συνοπτική επιστολή» Προς Γαλάτας εμφανίζεται να έχει ωδίνες τοκετού για να (δια)μορφωθεί – ξανασχηματισθεί ο (εσταυρωμένος) Χριστός στους «ανόητους» (όπως με τρυφερότητα τους χαρακτηρίζει πριν ο ίδιος) Γαλάτας της Ανατολίας (4, 19). Ας μην λησμονούμε ότι και ο ίδιος ο Γιαχβέ παρουσιάζεται να έχει και «θηλυκή» διάσταση ήδη στην Π.Δ.. Στην ίδια επιστολή, η οποία όπως και το Λευιτικό της Π.Δ., είναι μάλλον παραθεωρημένα ερμηνευτικά έργα στην καθ’ ημάς Ανατολή, την Προς Γαλάτας (κεφ. 2) μετά (καὶ μέσα)14 ἀπὸ τὸ ἄμεσο λόγο τοῦ Π. σὲ α’ πληθυντικό (μὲ τὸ «ἡμεῖς») πρὸς τὸν «στύλο» Πέτρο / Κηφά καὶ οὐσιαστικὰ πρὸς κάθε Ἰουδαιο(χριστιανό)15, ἀποτυπώνεται μὲ τὸ «ἐγώ», ὁ ἔρως16 προσωπικά τοῦ παύλειου ἑαυτοῦ γιὰ τὸν Χριστό. Σε αυτό το κεφάλαιο περιγράφεται και η σύγκρουση των Τιτάνων (Πέτρου και Παύλου) στην Αντιόχεια, η οποία έφερε σε δύσκολη θέση και την Πρώτη Εκκλησία.

15. Ο Π. δεν ήταν απλώς ένας «ιεραπόστολος», αλλά ήταν και ησυχαστής17, καθώς αρχικά πέρασε αρκετά χρόνια μετά τη «μεταστροφή» του στην Ταρσό, όπου και έμαθε τέχνη – εργόχειρο, βδελυκτό από την ελίτ της εποχής, αλλά άκρως βοηθητικό για εκείνον. Πλέκοντας σκηνές (απαραίτητο αξεσουάρ τότε για κάθε ταξιδιώτη ως κάπα και «υπόστεγο») πάνω σε έναν πάγκο μαζί με τεχνίτες και δούλους, μπορούσε στην ησυχία να βάλει σε τάξη τις σκέψεις και τον εσωτερικό κόσμο του, καθώς επίσης και να προσεύχεται αενάως, εφαρμόζοντας τεχνικές συγκέντρωσης των οσίων (χασιντίμ) της εποχής του, ενώ μελλοντικά δεν θα χρειάζεται εξαρτήσεις από πάτρωνες. Οι ταρσικάριοι (= εκείνοι που κατασκεύαζαν σκηνές από δέρματα κυρίως αιγών κατεξοχήν από την Ταρσό) είχαν το προνόμιο να μετακινούνται ανεμπόδιστα, καθώς τα «εργαλεία της δουλειάς» μεταφέρονται εύκολα και πρώτη ύλη βρίσκει κάποιος σε όλες τις αγορές. Σε αυτά τα χρόνια του ησυχασμού, ο Π. βίωσε και την ανάβαση έως τρίτου Ουρανού (Β’ Κορινθίους 12) αλλά και την πλήρη απόρριψη (ένεκα της λατρείας του στον εσταυρωμένο Χριστό) από τους αγαπημένους μέχρι τέλους συγγενείς του (πρβλ. Ρωμαίους 10-11).

Απόστολος Παύλος.

16. Σε κάθε περίπτωση, ενώ μέχρι σήμερα όλοι όσοι ασχολούμαστε ακαδημαϊκά με τον Π και ομιλούμε σε αμφιθέατρα για Εκείνον, που δρούσε σε εργαστήρια και οίκους, γεμίζουμε το Βιογραφικό μας με «άθλους» – διακρίσεις σε ποικίλα φόρα (πρβλ. Πράξεις Αυγούστου), εκείνος, εμπαίζοντας πλήρως το «κατά σάρκα» ζην (το ζην δηλ. σύμφωνα με τις προδιαγραφές αξίες αυτού του κόσμου – αιώνα) και αντιπαραβάλλοντάς το με το «κατά πίστιν» – εν Χριστώ, απαριθμεί ως «παράσημα» τα ποικίλα μαρτύρια που υπέστη σε μεγάλη ηλικία για τη μαρτυρία της Ανάστασης. Χαρακτηριστική και η ειρωνεία του: Ενώ στις ρωμαϊκές πόλεις στεφανωνόταν εκείνος που αναρριχούνταν πρώτος στα τείχη, εκείνος περιγράφει πώς εχαλάσθην δια του τείχους (Β’ Κορ. 11, 33). Μετάνοια (η οποία στα εβραϊκά ονομάζεται «επιστροφή» στον πατρικό οίκο) είναι για τον Π. αυτή ακριβώς η αλλαγή λογισμικού μέσω της υιοθέτησης του νου του Μεσσία, ο οποίος ήδη στην παύλεια θεολογία ταυτοχρόνως είναι Γιαχβέ – Κύριος (Α’ Κορ. 2, 16). Πλέον ο στόχος του πιστού δεν είναι να γίνεις καινός άνδρας (novus homo) μέσω της γνωστής στο ρωμαϊκό κόσμο, κούρσας – αναρρίχησης στην πυραμίδα των τιμών και αξιωμάτων (cursus honorum), αλλά αντιστρέφοντας την πυραμίδα και λειτουργώντας στην αρένα της Ιστορίας ως διάκονος (= σερβιτόρος των άλλων) και περι-«κάθαρμα» / επιθανάτιος (= μελλοθάνατος).

17. Σε κάθε περίπτωση, όπως αποδεικνύεται και από τις περιοδείες του (τις οποίες πραγματοποίησε έχοντας υπερβεί το προσδόκιμο των ελληνορρωμαϊκών χρόνων [ήτοι τα 40 έτη]), ο Π. ήταν ένα πρόσωπο σκληραγωγημένο με (α) φοβερή αντοχή, (β) οργανωτικότητα (διεκπεραίωση τού τόσο επικίνδυνου Πρότζεκτ «λογεία» – έρανος, 70 συνεργάτες, εκ των οποίων αρκετές γυναίκες 18), (γ) έντονο θυμικό (όχι σπάνια χρησιμοποιεί ειρωνεία καὶ σαρκασμό), και (δ) αναγνωρισιμότητα («έξωθεν καλή μαρτυρία»), αφού γινόταν σεβαστός/αποδεκτός και από τους ειδωλολάτρες χωρίς να κάνει οπωσδήποτε κηρύγματα (πρβλ. τα δύο τελευταία κεφάλαια των Πράξεων, ήτοι της Οδύσσειας του αποστόλου των εθνών). Κι όλα αυτά παρότι κατά τη διάρκεια της Ιεραποστολής υπέστη πολλά βασανιστήρια (που αφηγείται τρεις φορές [!] στη Β’ Κορινθίους), τα οποία όμως εκείνος «λιτάνευε» ως στίγματα (τατουάζ;), που αποδεικνύουν την αποστολικότητά του. Άλλωστε, αν και θεώρησε αποκαλύψεις, παραδόθηκε από τον Κύριο (όπως και ο Ιώβ 2, 6 κε.) σε άγγελο Σατάν προκειμένου να βιώσει τη δύναμη / χάρη του Κυρίου μέσω του σκόλωπα τῆς σαρκὸς (Β’ Κορ. 12, 7). Αυτό το «αγκάθι» έχει ταυτιστεί (α) με: ασθένειες [οφθαλμολογικά προβλήματα ένεκα και της θέας του ακτίστου φωτός Γαλ. 4, 13-15. κεφαλγίες-ημικρανίες από τους λιθοβολισμούς); (β) διώξεις στο φόρουμ (με γκλοπ) και στη συναγωγή με βουρδουλιές (Γαλ. 6, 17. Β΄ Κορ. 11, 21-33. 12, 10] και πειραστές ανθρώπους (Α’Τιμ. 1, 20. 2, 17). Σε κάθε περίπτωση ο πειρασμός στη σάρκα δεν πρέπει να ταυτίζεται με «σαρκικούς πειρασμούς», αλλά με το διωγμό (ενίοτε και την ανέχεια) χάριν του Χριστού, Πρόσωπο με τον οποίο αισθάνεται άρρηκτα συνδεδεμένος ωσάν εραστής, εξ ου και η συνήθης παύλεια φράση «εν Χριστώ». Και οι θλίψεις δεν συνδέονται με εσωτερικές ψυχικές καταστάσεις αλλά με εξωτερικά δεινά που αισθάνεται κάποιος να τον συνθλίβουν ενώ αντιθέτως ο κόπος στις επιστολές του είναι ο ιδρώτας που χύνει κάποιος για την (ιερ)αποστολή, τη θεία Λειτουργία μετά τη Λειτουργία (ήτοι την «Ευχαριστία»).

18. Ο Παύλος (Π.) είναι εκείνος που καθιέρωσε το επιστολικό είδος (το «μέιλ») στη χριστιανική γραμματεία. Ήδη τονίσθηκε ότι παρόλο που ο Π. είναι ο νεότερος, ο έσχατος, των αποστόλων, αποτελεί μέχρι σήμερα με τα έργα του, τις επιστολές του, την αρχαιότερη φωνή στο χώρο του Χριστιανισμού. Ο Παύλος δεν χρημάτισε απλώς φορέας και αναμεταδότης της αρχέγονης παράδοσης, αλλά αναδείχθηκε ως ο κατεξοχήν μεταφραστής – ερμηνευτής της με την ευρεία έννοια του όρου, αφού κατάφερε να μεταφέρει το μήνυμα του Χριστιανισμού στη «γλώσσα» των εξ εθνών χριστιανών. Σε όλα τα έργα του αποδεικνύει ότι είναι ένας θεολόγος, ο οποίος βιώνει το μυστήριο της θείας Οικονομίας στις απόλυτες διαστάσεις του, αλλά και ξέρει να αναγνωρίζει τις κοσμογονικές συνέπειές του. Μέσα από την προσωπική εμπειρία της θέας του φωτός στις πύλες της Δαμασκού και προκαλούμενος από τους ιουδαιοχριστιανούς αντιπάλους του, συνειδητοποίησε ότι ο Χριστιανισμός αποτελεί υπέρβαση και όχι απλό συμπλήρωμα του Νόμου. Έχοντας μεγαλώσει στο πολυπολιτισμικό και πολυθρησκευτικό περιβάλλον της Ταρσούς, μπόρεσε να εξάρει στους εθνικούς ότι ο Ιησούς που κηρύσσει δεν είναι κάποια θεότητα που εντάσσεται στο πάνθεο άλλων μυστηριακών θεοτήτων και ότι το βάπτισμα δεν είναι απλώς μια ατομική τελετή μύησης, όπως συνέβαινε στις άλλες μυστηριακές θεότητες.

19. Στις επιστολές (α) δεν αποκαλύπτεται ο Παύλος (Π.) ιεραπόστολος, το πώς δηλ. ο Π. κήρυττε στα έθνη για να τα ελκύσει για τον Χριστό (ψήγματα μόνον αυτού του κηρύγματος υπαινίσσεται το Α’ Θεσ. 1, 10), αλλά ο επιστολογράφος Π., ο οποίος απευθύνεται σε ήδη βαπτισμένους χριστιανούς. Ομιλεί μέσω του ΕΓΩ, που έχει όμως πολλές σημασίες. Το χρησιμοποιεί είτε (1) αυτοβιογραφικά (Φιλ. 3, 9), είτε (2) ως γόνος του Αδάμ και μέλος ολόκληρης της ανθρωπότητας (Ρωμ. 7, 14-15. πρβλ. Γέν. 2, 16-17// Ρωμ. 7, 11) είτε (3) ως Ιουδαίος (Ρωμ. 7, 4-6), είτε (4) ως χριστιανός (Ρωμ. 3, 3-4. 6, 2). Διαθέτει ένα εγώ, το οποίο (εγώ) σε κάθε περίπτωση δεν είναι αυτόνομο αλλά ετερόνομο: είτε είναι δούλο/σκλάβος της αμαρτίας (υπό το κράτος της οποίας βρίσκονται άπαντες «Ιουδαίοι και Έλληνες»), είτε υπό το «ζυγό» του Χριστού. (β) Απευθύνεται, όπως ήδη προαναφέρθηκε, σε χριστιανούς που είχαν βιώσει τη συγκλονιστική εμπειρία της μεταστροφής στη ζωή τους και την ανατολή ενός καινούργιου Σύμπαντος μέσω της φιλότιμης πίστης (=εμπιστοσύνης, πιστότητας) στον Χριστό (Β’ Κορ. 5, 17) και όχι της σιδερένιας πειθαρχίας (πρβλ. Ισλάμ). Έτσι μπορούσαν να κατανοήσουν το διαχρονικό σχήμα «τότε-τώρα» που συχνά επικαλείται ο Π. για να παροτρύνει σε συγχρονική αποστασιοποίηση έναντι των «εκτός» (του κόσμου). Μάλιστα σε αυτή τη συνάφεια μνημονεύει συχνά (1) το πάθος του Ιησού ὑπέρ ἡμῶν που εγγυάται την αποφυγή της εσχατολογικής οργής (Α’ Θεσ. 5, 9-10. Ρωμ. 5, 8-10. 8, 31β-2). Αυτό το πάθος δεν γίνεται για ικανοποιήσει μια προσβεβλημένη θεία δικαιοσύνη αφού στο πρόσωπο του Χριστού που γίνεται κατάρα/αμαρτία ο ίδιος Θεός Πατέρας επιχειρεί την καταλλαγή με τον αποστάτη άνθρωπο, γεγονός μοναδικό στην ιστορία των θρησκειών. Συχνά επίσης ο Π. ανακαλεί (2) τη δωρεά της υιοθεσίας (adoptio) από τον Θεό Πατέρα, επίσης κάτι μοναδικό. Εν προκειμένω θεωρώ ότι πρέπει να υπογραμμισθεί και το γεγονός ότι κατά τη μεταστροφή τους οι παραλήπτες βίωσαν ενεργά μέσω δυνάμεων (θαυμάτων;) την έλευση του Αγ. Πνεύματος (Α’ Θεσ. 1, 5). Γι’ αυτό και το πρώτο επιχείρημα του Π. στο Γαλ. 3 αντλείται κατεξοχήν από τη ζωντανή εμπειρία και κατόπιν από την Α.Γ.: ὁ οὖν ἐπιχορηγῶν ὑμῖν τὸ Πνεῦμα καὶ ἐνεργῶν δυνάμεις ἐν ὑμῖν, ἐξ ἔργων Νόμου ἢ ἐξ ἀκοῆς πίστεως; (στ. 5) Όπως αποδεικνύει το επιστολικό είδος των έργων του και η διαλεκτική του περιεχομένου τους με τις υπαρκτές ανάγκες των Εκκλησιών και των μελών τους, ο Π. αντί του μονολόγου προτίμησε συνειδητά τον άμεσο διάλογο.

 

 Όσα περιέχονται στο παρόν κεφάλαιο προέρχονται από τα εξής έργα μου:
1. Σ. Δεσπότης – Α. Κονταλή, (επιμ.), Ο Απόστολος Παύλος. 1950 έτη από το Μαρτύριό του. Πρακτικά Συνεδρίου Ιεράς Μητροπόλεως Ηλείας και Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας ΕΚΠΑ (Πύργος και Αμαλιάδα, Φεβρουάριος 2017). Πύργος 2018. (Πύργος και Αμαλιάδα, Φεβρουάριος 2017). Πύργος 2018. http://www.soctheol.uoa.gr/publishing.html
Σ. Δεσπότης – Κ. Κεφαλέα (επιμ.), Συζητώντας με τον Απόστολο των Εθνών Παύλο και τον René Girard Athens: Department of Social Theology and the Study of Religions Athens: Department of Social Theology and the Study of Religions 2019. http://www.soctheol.uoa.gr/publishing.html
Η Ορθόδοξη Εκκλησία και Θεολογία από τον 19ο στον 21ο ΑΙΩΝΑ Αθήνα: Έννοια 2019.
Ο Απόστολος Παύλος κηρύττει στην Αθήνα: Η πρώτη συνάντηση Χριστιανισμού και Ελληνισμού, Αθήνα: Έννοια 2019.
Σπουδή στην Παύλεια Θεολογία. Αθήνα: Έννοια 2017 https://service.eudoxus.gr/search/#a/id:68393898/0] Πρόκειται για το βιβλίο H Κ.Δ. στον 21ο αι. Τόμ. Γ’ Παύλειες Μελέτες Στα «ίχνη» του Αποστόλου των Εθνών: αναθεωρημένο και συμπληρωμένο.
Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να αξιοποιήσει το Υλικό του παρόντος πονήματος ακούγοντας τις λεπτομερείς Παραδόσεις μου στα οκτώ ΑΝΟΙΚΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ https://opencourses.uoa.gr/modules/auth/opencourses.php?fc=108 και με το πλούσιο υλικό στην ηλεκτρονική τάξη των μαθημάτων μου https://eclass.uoa.gr/modules/search/search.php
N.T. Wright, Απόστολος Παύλος: Η Ζωή και το Έργο. Μτφρ Σ. Δεσπότη σε συνεργασία με Ι. Γρηγοράκη. Αθήνα: Ουρανός 2019.
Παύλος: Βίος και Θεολογία. Μια κριτική Παρουσίαση του έργου του M. Wolter, Paulus. Ein Grundriss seiner Theologie, Neukirchen-Vluyn: Neukirchener Verlag 2011. Σύναξη 125 (2012) 71-90

2.  Α’ Κορ. 9:20-23: καὶ ἐγενόμην τοῖς Ἰουδαίοις ὡς Ἰουδαῖος, ἵνα Ἰουδαίους κερδήσω· τοῖς ὑπὸ νόμον ὡς ὑπὸ νόμον, μὴ ὢν αὐτὸς ὑπὸ νόμον, ἵνα τοὺς ὑπὸ νόμον κερδήσω· τοῖς ἀνόμοις ὡς ἄνομος, μὴ ὢν ἄνομος θεοῦ ἀλλ᾽ ἔννομος Χριστοῦ, ἵνα κερδάνω τοὺς ἀνόμους· ἐγενόμην τοῖς ἀσθενέσιν ἀσθενής, ἵνα τοὺς ἀσθενεῖς κερδήσω· τοῖς πᾶσιν γέγονα πάντα, ἵνα πάντως τινὰς σώσω. πάντα δὲ ποιῶ διὰ τὸ εὐαγγέλιον, ἵνα συγκοινωνὸς αὐτοῦ γένωμαι.

3.  Πρβλ. Κ. Μπελέζου, Γυναίκες και Απόστολος Παύλος. Οι δύο Προς Κορινθίους Επιστολές υπό το φως της εκκλησιαστικής παράδοσης και της σύγχρονης φεμινιστικής ερμηνευτικής, Αθήνα 2013. 

4. Στο 4, 29 παραλληλίζοντας τον Ισαάκ με τον Ι. Χριστό σημειώνει: ἀλλ᾽ ὥσπερ τότε ὁ κατὰ σάρκα γεννηθεὶς ἐδίωκεν τὸν κατὰ πνεῦμα, οὕτως καὶ νῦν.

5. Ο O. Hofius (Η «αλήθεια του Ευαγγελίου». Ερμηνευτικές και θεολογικές σκέψεις σχετικά με την αξίωση αλήθειας του παύλειου Κηρύγματος ΔΒΜ 37 [2009] 54-77 εδώ 63-4 υποσ. 36) συνδέει το πλήρωμα με την ενηλικίωση και το ὑπὸ γυναικός με το γεγονός ότι ο Υιός του Θεού έγινε άνθρωπος για να πορευθεί στο δρόμο του θανάτου.

6. Το σύνταγμα, όμως, γενόμενον ἐκ γυναικὸς (χωρίς οριστικό άρθρο) σημαίνει στην Α.Γ. απλώς τον βροτό (Ιώβ 14, 1. 15, 14. 25, 4. πρβλ. 1QH 13.14). 

7. Ωστόσο αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι στον Αριστοφάνη, τον γνωστό στους περισσότερους μαθητές του ελληνικού κόσμου, η λέξη «Σαύλος» ήταν επίθετο που σήμαινε «ναζιάρης», σαν άνθρωπος που περπατά με υπερβολική θηλυπρέπεια. Κάποιος μπορεί να καταλάβει γιατί ο Παύλος δεν επιθυμεί τέτοια ετικέτα στον ευρύτερο ελληνικό κόσμο.

8. Εν προκειμένω θεωρώ ότι πρέπει να προστεθεί η εξής παρατήρηση: καταδιώχθηκαν (κατεξοχήν οι Ελληνιστές Ιουδαίοι) επειδή, όπως αναγνωρίζει και ο σ. για τον μετά Χριστόν Π., θεωρήθηκαν αποστάτες (σελ. 440).

9. Καταδιώκοντας ο Π. τους Χριστιανούς, καταπίεζε αμφιβολίες εντός του. Όταν κάποιος δεν εκπληρώνει πλήρως το Νόμο, λειτουργεί είτε επιθετικά απέναντί του (Ιώσ., Αρχ. 4.141-5 Ζαμβρίας και μικτοί γάμοι. πρβλ. Γαλ. 3, 2-3. Ρωμ. 6, 12-23. 7, 6) είτε καταπιεστικά απαξιώνοντας τον εαυτό του (Δ’ Έσδρα 8. 35-36 πρβλ. Ρωμ. 7, 14-24). Η εμπειρία της Δαμασκού απελευθέρωσε τον Π. και από τα δύο, ενώ η εμπειρία της Ιερουσαλήμ (Πρ. 22, 18-21) εδραίωσε τη συνείδηση της αποστολής του στα έθνη. Το πόσο αντιφατική είναι η ψυχολογία κάθε φονταμενταλιστή τεκμηριώνεται κατά την άποψή μου και από το εξής γεγονός: οι Μακκαβαίοι από αρχέτυπα ζηλωτών-«σημαιοφόρων» εναντίον της παρουσίας του Ελληνισμού στην Ιερουσαλήμ στην πορεία μεταστράφηκαν στους καλύτερους/φανατικότερους θιασώτες του. 

10. Στα υψίπεδα Γκολάν καθ’ οδόν προς τη Δαμασκό δέχθηκε και το γνωστό όραμα ενώ συλλογιζόταν το περίφημο όραμα του σουρεαλιστή Ιεζεκιήλ με την παρουσία του Θρόνου του Θεού στη Διασπορά. Γοητευτικά περιγράφονται τα χρόνια της σιωπής στην Ταρσό (όπου ως σκόλοπας της σαρκός του λειτουργούσαν οι συγγενείς του), ακολούθως οι πόλεις που επισκέπτεται ο Παύλος (π.χ. η Αθήνα και η Κόρινθος) αλλά και αναλύονται όροι (π.χ. η διαφορά μεταξύ του οπτιμισμού και της χριστιανικής ελπίδας) όπως και πόσο ριζοσπαστική είναι η έννοια της φιλανθρωπίας του Θεού Πατέρα έναντι της στάσης των θεών της οικουμένης απέναντι στους ανθρώπους. Οι επιστολές αναπτύσσονται στο πλαίσιο αυτό του ταξιδιού του Π. και του αναγνώστη στην Αιώνια Πόλη.

11. Ο G. Theissen θεωρεί ότι μέσω τού καὶ προέκοπτον ἐν τῷ Ἰουδαϊσμῷ ὑπὲρ πολλοὺς συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου (Γαλ. 1, 14) ο Π. υπονοεί την πρώτη μεταστροφή της ζωής του: την προσχώρηση στην Ιερουσαλήμ στη ζηλωτική πτέρυγα του Φαρισαϊσμού, από την οποία αργότερα κινδύνευσε θανάσιμα ο ίδιος (Πρ. 23, 12-22), αφωρισμένος (pārûš > φαρισαίος) πλέον στο Ευαγγέλιο (Ρωμ. 1, 1. Γαλ. 1, 15). Τον έσωσε, όμως, ο ανιψιός του που επίσης διατηρούσε προσβάσεις στους φονταμενταλιστικούς κύκλους της Πόλης. Το Φιλ. 3 καταγράφει τη συνειδητότητα του «προχριστιανικού» Π., ο οποίος θα αρνούνταν μετ’ επιτάσεως οποιαδήποτε σύγκρουση με το Νόμο. Αυτό το γεγονός, όμως, δεν αποκλείει μια ασυνείδητη διαπάλη που ήλθε στο φως μετά τη μεταστροφή του και συνιστά χαρακτηριστικό γνώρισμα κάθε «ζηλωτή». Βλ. Die Bekehrung des Paulus und seine Entwicklung vom Fundamentalisten zum Universalisten, Evangelische Theologie 70 (2010) 10-24. Πρβλ. Nils Krückemeier: Paulus als Mensch und Theologe. Die paulinische Biografie und Theologie im Lichte von Dissonanz und Dissonanzreduktion, Theologische Zeitschrift 60 (2004) 319–336.

12. ὅτι πιστόν με ἡγήσατο θέμενος εἰς διακονίαν τὸ πρότερον ὄντα βλάσφημον καὶ διώκτην καὶ ὑβριστήν, ἀλλὰ ἠλεήθην, ὅτι ἀγνοῶν ἐποίησα ἐν ἀπιστίᾳ. Αυτός που γενεαλογούνταν από την εκλεκτή φυλή Βενιαμίν (Φιλ. 3, 5) κατατάσσει τον πρό Χριστού εαυτό του στις κατηγορίες των ανόμων που προμνημόνευσε. Μάλιστα υπάρχει κλιμάκωση στους αυτοχαρακτηρισμούς οι οποίοι συνδέονται με το καὶ (πολυσύνδετο) για να μεταδώσουν το «βάρος» των ανομιών. Δεν χρημάτισε μόνον βλάσφημος) αλλά και διώκτης και υβριστής αφού στράφηκε ενάντια στο κορυφαίο γεγονός της Οικονομίας, την Εκκλησία και το Πρόσωπο του Ιησού ο οποίος στις ΠΕ διακηρύσσεται ως μεγάλος Θεός και σωτήρας ημών (Τιτ. 2, 13).

13. Γνώστης των ρευμάτων της εποχής του μπορούσε να αποκτήσει κανείς τότε όχι μόνον στα πανεπιστήμια, αλλά και από τα «γαυγίσματα» των Κυνικών, αντηχούσαν και τα «κελαρύσματα» των ρητόρων που διέδιδαν τις διδασκαλίες τους στις πλατείες, τα γυμνάσια και τα θέατρα των πόλεων. 

14. Ἡ ἐμπειρία τῶν χριστιανῶν ἐξ ἐθνῶν στὸ 3, 1 καὶ μάλιστα ἐπὶ τῇ βάσει τῆς «ἰστόρησης» τῆς Εἰκόνας τοῦ Ἐσταυρωμένου ἐνώπιόν τους, προϋποθέτει τὴν προηγηθεῖσα διακήρυξη τῆς ἐσώτατης κοινωνίας τοῦ παύλειου ἐγὼ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τὸ γεμάτο ἐνέργεια χριστολογικὸ κήρυγμα. Ὁ ἄμεσος λόγος δὲν ἔχει σαφῆ ὅρια μᾶλλον σκοπίμως ὥστε μέχρι τὸ τέλος τοῦ κεφ. 2 μέσα ἀπὸ τὴν εὐθεία ἀντιπαράθεση Π. καὶ Κηφὰ καὶ οὐσιαστικὰ καὶ ἐκείνων τῶν ἀντιπάλων ποὺ τὸν ἐπικαλοῦνταν νὰ φανεῖ ἡ ἀνωτερότητα τοῦ ἀπύελιου εὐαγγελίου.

15. Πρβλ. Ρωμ. 7-8.

16. Πρβλ. Νικοδήμου ἁγιορ., Ἑρμηνεία εἰς τάς ιδ’ Ἐπιστολὰς τοῦ ἀποστόλου Παύλου, Τόμος Β’, Θεσσαλονίκη: Ὀρθόδοξος Κυψέλη 1990, 276 ὑποσ. 32. 

17. Κάποιοι μίλησαν για μυστικισμό του Π. 

18. Συλλογή χρημάτων από διάφορες πόλεις της Μεσογείου και μεταφορά αυτών στην Ιερουσαλήμ, ίσως τελικά και χωρίς ανταπόκριση από τους «αγίους», όπως ονομάζονται ιδιαίτερα από τον Π. οι χριστιανοί της αγίας Πόλης.

19.  Α’Κορ.  9:20-23: καὶ ἐγενόμην τοῖς Ἰουδαίοις ὡς Ἰουδαῖος, ἵνα Ἰουδαίους κερδήσω· τοῖς ὑπὸ νόμον ὡς ὑπὸ νόμον, μὴ ὢν αὐτὸς ὑπὸ νόμον, ἵνα τοὺς ὑπὸ νόμον κερδήσω· τοῖς ἀνόμοις ὡς ἄνομος, μὴ ὢν ἄνομος θεοῦ ἀλλ᾽ ἔννομος Χριστοῦ, ἵνα κερδάνω τοὺς ἀνόμους· ἐγενόμην τοῖς ἀσθενέσιν ἀσθενής, ἵνα τοὺς ἀσθενεῖς κερδήσω· τοῖς πᾶσιν γέγονα πάντα, ἵνα πάντως τινὰς σώσω. πάντα δὲ ποιῶ διὰ τὸ εὐαγγέλιον, ἵνα συγκοινωνὸς αὐτοῦ γένωμαι.