Απόστολος Παύλος, Ένας φίλος της νιότης

27 Ιουνίου 2021

(Επιμέλεια αφιερώματος Στέλιος Κούκος)

Τρύφων Τσομπάνης, αν. καθηγητής, Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ, Τμήμα Κοινωνικής Θεολογίας και Χριστιανικού Πολιτισμού.

Η γνωριμία μου με τον Απόστολο Παύλο ξεκίνησε ουσιαστικά από την Γ΄ τάξη του γυμνασίου, όταν κάποιος αείμνηστος τώρα μητροπολίτης έκανε μεταξύ των μαθητών του γυμνασίου, ένα πρωτότυπο «διαγωνισμό», στον οποίο όσοι θα μετείχαν θα έπρεπε να αντιγράψουν χειρόγραφα τις δύο προς Θεσσαλονικείς επιστολές του Αποστόλου Παύλου, με καλλιγραφικά γράμματα, και με έπαθλο, μία Καινή Διαθήκη!

Αποφασίσαμε με τους φίλους μου να πάρουμε μέρος και η πρώτη εμπειρία με τον Παύλο υπήρξε συγκλονιστική για το εφηβικό μου μυαλό, που θαρρώ πως πήρε στροφές για πράγματα που ως νέοι και έφηβοι δεν προβληματιζόμασταν καθόλου. Κατ’ αρχήν οι αναφορές του στη Μακεδονία και η πρόκληση ώστε οι Μακεδόνες να γίνουμε πρότυπο και για άλλους πολίτες θεώρησα πως ήταν πραγματικά μια αναφορά τιμητική αλλά και η αποστροφή του ώστε: «αλλά και υμείς μιμηταί ημών γενόμενοι και του Κυρίου δεξάμενοι τον λόγον, εν θλίψει πολλή , μετά χαράς Πνεύματος Αγίου».

Αυτή η χαρά ήταν πράγματι μια πρόκληση για τα εφηβικά μου αυτιά, καθώς αναζητούσα τη χαρά της ζωής, αλλά οι προϋποθέσεις που έθετε ήταν επίσης προκλητικές δηλαδή το: «πώς δει υμάς περιπατείν και αρέσκειν τω θεώ ίνα περισσεύσητε μάλλον»! Ουσιαστικά μου έδειχνε ένα δρόμο, αλλά και πρότεινε την ασφαλή πορεία του πως «αρέσκειν τω Θεώ».

Όταν ξεκίνησε η φοιτητική μου ζωή στη Θεολογία, άκουσα από τον φωτισμένο δάσκαλό μου αείμνηστο Ιωάννη Φουντούλη, πως πέρα από τον προσωπικό μου άγιο προστάτη, πρέπει να βρω και έναν άγιο φίλο, δάσκαλο, καθοδηγητή. Εκείνος είχε διαλέξει τον άγιο Συμεών Θεσσαλονίκης, που τον αποκαλούσε γέροντά του. Αμφιταλαντεύτηκα στη επιλογή, αλλά εκείνη η πρώτη εμπειρία της αναστροφής με τον φίλτατο Παύλο, τριγύριζε στο μυαλό μου, ως μια καλή ιδέα για να τον κάνω φίλο και γέροντά μου, γιατί η αναστροφή και μελέτη των γραπτών του ήταν μια συνεχής αποκάλυψη και το καλύτερο ήταν ότι έδινε λύσεις και εξηγήσεις σε πολλά σύγχρονα προβλήματα.

Απόστολος Παύλος.

Η κατοπινή σχέση με τα κείμενά του και μελέτη των λόγων του πραγματικά έλυναν πνευματικούς γόρδιους δεσμούς, και πίστευα ότι ο καθένας μας, καθώς ξεκινούσε το δικό του δρόμο για την Δαμασκό, με τους δικούς του στόχους, τελικά θα έμπαινε στο στόχαστρο του Θεού και θα γινόταν «θήραμα» της θείας αγάπης!

Η διαχρονικότητα του κηρύγματος του αποστόλου των εθνών Παύλου, είναι θαρρώ παγκοσμίως εγνωσμένη και αποδεκτή, γιατί ο Παύλος, αυτό το σκεύος της εκλογής, κατάφερε με την αγάπη και την ταπείνωσή του να εκλύσει πάνω του όλη τη χάρη του Θεού και τις δωρεές του αγίου πνεύματος. Αφιέρωσε όλη την ύπαρξή και τη ζωή του στο φωτισμό όλου του κόσμου και στον αγώνα για την επικράτηση του μηνύματος της Αναστάσεως.

Ο λόγος του ζείδωρος και δυναμικός, χαριτωμένος και εμπειρικός είναι δομημένος επί την Πέτραν, τον Χριστό, του οποίου μιμήθηκε την ζωή και η μίμησις αυτή είναι που του δίνει τη δυνατότητα να κραυγάσει «μιμηταί μου γίνεσθαι καθώς καγώ Χριστού». Δεν είναι εγωϊστικό αυτό που λέει ο Παύλος, απλά είναι η βεβαιότητα και η πλημμύρα της χάριτος που επιβάλλει στον διδάσκαλο του λαού να προβάλλει ένα πρότυπο, αυτό του διδασκάλου που «ποιεί και διδάσκει» και μια ζωντανή απόδειξη ότι το να ομοιωθεί κανείς με τον Χριστό δεν ανήκει στη σφαίρα της ουτοπίας αλλά είναι κατορθωτό με τη χάρη του αγίου Πνεύματος.

Έτσι θα πει και τον άλλο λόγο το: «απόκειταί μοι ο της δικαιοσύνης στέφανος», γιατί ζει μέσα στο κλίμα της αγάπης, της χάριτος και της δικαιοσύνης του Θεού. Είναι γνώστης της θείας φιλανθρωπίας. Κανένας άλλος στην ιστορία δεν τόλμησε να μιλήσει έτσι όπως ο Παύλος, αλλά ίσως και κανένας άλλος στην ιστορία δεν έκαμε όλα αυτά που κατόρθωσε ο Παύλος στον αγώνα του να μιμηθεί τον Χριστό και να προσφέρει το οστράκινο σκεύος του στην πλημμύρα της θείας χάριτος.

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέει πως ο Παύλος κατάφερε δια της χάριτος του αγίου Πνεύματος να καταστεί «λειμών αρετών» και ότι οι αρετές πολλών μορφών της Παλαιάς Διαθήκης παρουσιάζονται πολύ μικρές σε σχέση με το μέγεθος των αρετών του Παύλου, η δε κατά Χριστόν σοφία του ξεπέρασε κατά πολύ την σοφία του κόσμου τούτου. Τα μαρτύριά του, που περιγράφει ο ίδιος, ξεπερνούν τα μαρτύρια πολλών άλλων μαρτύρων και φυσικά αυτό το «μιμηταί μου γίνεσθε» επικεντρώνεται σ’ αυτό ακριβώς το θέμα της βιώσεως της ζωής και του πάθους του Χριστού, που αποτελεί την βασική προϋπόθεση για να εισέλθει κανείς στο φως και τη ζωή της Αναστάσεως.

Ο απόστολος Παύλος με τον άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο.

Ο λόγος του προς τους Κολασσαείς «νυν χαίρω εν τοις παθήμασί μου»(1,24), δεν σημαίνει ένα ιδιότυπο μαζοχισμό αλλά δίνει μια άλλη προοπτική στα προβλήματα και τα μαρτύρια διότι « Όλα τα μπορώ χάρη στο Χριστό που με δυναμώνει» θα πεί στους Φιλιππισίους (4,11), γιατί για τον Παύλο «ζωή σημαίνει Χριστός και ο θάνατος είναι κέρδος» , αφού έχει βεβαία την ένωσή του με τον Χριστό. Αυτός ο δέσμιος του Χριστού που είχε πάντα την χαρά του Χριστού «πεπληρωμένην εν αυτώ», κατάφερε με τον λόγο του να κάνει τομή στην ιστορία των ανθρώπων και να επηρεάσει λαούς και πολιτισμούς, να μπολιάσει νοοτροπίες, να αλλάξει την προοπτική της ανθρώπινης λογικής σε βασικά θέματα , αφού έθεσε επί την λυχνίαν σοβαρά και σημαντικά θέματα για την εποχή του, αλλά και την εποχή μας.

Προτείνει στους ανθρώπους να έχουν πάντα τη χαρά της κοινωνίας με τον Χριστό, και αυτό να το δείχνουν στους άλλους μέσα από την αγάπη και την καλοσύνη τους. Στα μεγάλα προβλήματα των στερήσεων και της ανέχειας, ο λόγος του έρχεται σοφός και ρεαλιστικός: «Έμαθα να αρκούμαι σε όσα έχω. Μπορώ να ζήσω και με στερήσεις και με αφθονία. Έχω μάθει να αντιμετωπίζω κάθε φορά οποιαδήποτε κατάσταση και να είμαι χορτάτος και να πεινώ και να έχω περίσσευμα και να στερούμαι. Όλα τα μπορώ χάρη στο Χριστό».

Αυτός ο αγώνας της καθημερινότητας που περιγράφει ο Θείος Παύλος, μπορεί κάλλιστα να πάρει άλλη πορεία και προοπτική, όταν του δώσουμε ένα άλλο περιεχόμενο και τον συνδέσουμε με το θέλημα και τον αγώνα του τέκνου του Θεού. Είναι αυτός ο αγώνας και η σταυρική θυσία που επιλέγει ο Απόστολος για να βγει στο ξέφωτο της αναστημένης πορείας. Δεν ισχυρίζεται βέβαια ότι έχει φτάσει στο τέλος, γιατί ο δρόμος είναι μακρύς, αλλά συνεχίζει τον αγώνα μέχρι να κερδίσει τον Χριστό. Ξεχνώ αυτά που είναι πίσω, γράφει, κάνω οτιδήποτε για να φτάσω αυτά που είναι μπροστά μου. Αγωνίζομαι, λέει, να τερματίσω και προσβλέπω στο βραβείο της ουράνιας πρόσκλησης.

Αναμφίβολα τα προβλήματα της εποχής του Παύλου δεν έπαψαν να υπάρχουν και βέβαια δεν σταμάτησαν να μας ταλανίζουν είτε ως άτομα είτε ως μέλη του εκκλησιαστικού σώματος. Αυτό που προτείνει ο Παύλος είναι να αγωνίζεται ο άνθρωπος ώστε να πληθαίνουν οι καρποί της αγάπης για δικό του προσωπικό κέρδος. Αγαπώντας πλουτίζεις και επενδύεις στην αιωνιότητα και καταφέρνεις να λειτουργεί ο άνθρωπος με τη λογική της καρδιάς, γιατί ο χώρος της καρδιάς είναι πολύ ευρύτερος από τη σκέψη και με μεγαλύτερες δυνατότητες. Η σκέψη είναι για να υπηρετεί και να συνυπουργεί την καρδιά.

Αναμφίβολα σε μια κοινωνία που όλα έχουν μια διανοητική προοπτική, ακόμα και τα συναισθήματα, είναι δύσκολο κάποιος να σκέφτεται με την καρδιά. Αλλά αυτό ακριβώς είναι το αίτημα της εκκλησίας μας «καρδίαν καθαράν κτήσον εν εμοί ο Θεός». Το μυστήριο της αναστάσεως, που ο Παύλος είπε πως αν δεν υπήρχε θα ήταν μάταια η πίστη μας, δεν μπορεί να βιωθεί με άλλον τρόπο παρά μόνο καρδιακά, μυστηριακά, και όσο κανείς προσεγγίζει και ταπεινώνεται μπροστά στο μυστήριο, τόσο διευρύνεται ο χώρος του αγνώστου και του μυστηρίου, και βλέπουμε ότι η εκκλησία αγαπά το μυστήριο, γιατί βοηθά τον άνθρωπο να ανακαλύψει την ταπείνωση μέσα από την αίσθηση της μικρότητάς του καθώς «απορεί πάσα γλώσσα» μπροστά σ΄αυτά που του αποκαλύπτει η χάρις του Κυρίου.

«Αναβάσεις εν τη καρδία αυτών διέθετο» καθώς αυτή η καρδιά γίνεται τελικά ο χώρος της συναντήσεως Θεού και ανθρώπου με το: «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου, εξ’ όλης της καρδίας σου». Αυτός ο «πλατυσμός της καρδιάς» σημαίνει ότι αλλάζει τη ρότα της ζωής του πιστού καθώς μαθαίνει να γίνεται δεκτικός, χωρητικός, συγχωρητικός, ανεκτικός, υπομονετικός και να μπορεί να… περιμένει τον Θεό».

Ο απόστολος Παύλος.

Όλα αυτά τα θέματα απασχολούν συχνά τον λόγο του Παύλου που νουθετεί ανάλογα το λαό πως «ό,τι είναι σεμνό, ό,τι αληθινό, ό,τι δίκαιο, καθαρό, αξιαγάπητο, καλόφημο, ό,τι έχει σχέση με την αρετή και είναι άξιο επαίνου να τα έχετε στο μυαλό σας και η ειρήνη του Θεού θα είναι μαζί σας». Δίνει μεγάλη σημασία στην ειρήνη γιατί είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για τη συμμετοχή μας στη λατρεία του Θεού καθώς ο ιερεύς συχνά μας θυμίζει σε κάθε λειτουργική σύναξη την απαίτηση της ειρήνης. Χωρίς ειρήνη δεν μπορούμε να λειτουργηθούμε και να αποκτήσουμε κοινωνία με Θεό και αδελφούς.

Αυτό που επίσης απασχολεί τον Παύλο είναι ο διχασμός που επιχειρείται από κάποιους που διαταράσσουν την πολυπόθητη ειρήνη και βέβαια εννοεί αυτούς που προβάλλουν το ίδιον θέλημα, έναντι της κοινής πορείας και πίστης της εκκλησίας και τους παραγγέλλει να πάψουν να ασχολούνται «με μύθους και απέραντες γενεαλογίες που φέρνουν εριστικές συζητήσεις. Πολλοί απ’ αυτούς αφού ξεστράτισαν παραμένουν στα κούφια λόγια και θέλουν να είναι διδάσκαλοι του θείου νόμου, ενώ δεν καταλαβαίνουν ούτε τι λένε ούτε τι υποστηρίζουν». Η προτροπή του Αποστόλου είναι ότι όσοι θέλουν να παριστάνουν τους δασκάλους και τους κριτές της οικουμένης, να προσπαθήσουν να βάλουν στην καρδιά τους την αγάπη, που προέρχεται από καθαρή καρδιά και αγαθή συνείδηση αλλά και ειλικρινή πίστη. (Τιμ.1, 5-7).

Κράτα λέει στον Τιμόθεο την πίστη και την αγαθή συνείδηση. (1, 18) Προσεύχεσθε για όλους τους ανθρώπους υπέρ των οποίων ο Χριστός απέθανε και αποζητά τη σωτηρία τους, ακόμα και των εθνικών-αιρετικών. Η πιστότητα στην κοινή παράδοση και παραδοθείσα διδασκαλία, πρέπει λέει να είναι το μέλημα των δασκάλων της πίστης και όποιος κηρύττει άλλα απ’ ό,τι το Ευαγγέλιο αυτός έχει φουσκώσει από εγωισμό και καταγίνεται με νοσηρά πράγματα και λεπτολογίες, λογομαχίες, από τις οποίες γεννιέται ο φθόνος, η φιλονικία, οι προσβολές, οι καχυποψίες, συνεχείς συγκρούσεις ανθρώπων με χαλασμένο μυαλό, λέει ο Παύλος, που έχουν χάσει την αλήθεια και νομίζουν ότι η ευσέβεια είναι μέσον πλουτισμού και προβολής. Η βασική του προτροπή στους ποιμένες αλλά και τους πιστούς της εκκλησίας είναι να επιδιώκουν την δικαιοσύνη, την ευσέβεια, την πίστη, την αγάπη, την υπομονή και την πραότητα. (Τιμ.3-8)

Χρειάζεται επομένως η καλλιέργεια της εσωτερικής ταπείνωσης. Πολλές φορές αρνούμαστε να ακούσουμε την οδύνη του άλλου, και γι αυτό δυσκολευόμαστε να δεχτούμε το θέλημα του Θεού. Οι αδελφοί, μας δόθηκαν για να αποτελούν τις ορατές εικόνες του Θεού στη ζωή μας. Εχθρός και αντίπαλος στην πνευματική ζωή δεν μπορούν να υπάρχουν. Ο μοναδικός εχθρός είναι ο εαυτός μας και η μοναδική αρρώστια ο εγωισμός, αυτός που συχνά εκδηλώνεται ως κενοδοξία, ως περιαυτολογία, ή ως εγωπαθής φιλαυτία και εγωκεντρισμός που φανερώνεται και με τον θυμό, την αλαζονεία, την υπερβολική ευαισθησία έναντι των άλλων απόψεων, το παράπονο, τις παρεξηγήσεις, την ευθιξία, ακόμα και την διακοπή κοινωνίας με τους αδελφούς. Αλλά «Ο δοκών εστάναι, βλεπέτω μη πέσει».

Ίσως συχνά στη ζωή μας συναντάμε ανθρώπους που στερούνται αρετών, που μας προκαλούν και μας ερεθίζουν και τότε αναλαμβάνουμε εμείς ως συνήγοροι του Θεού και εισαγγελικοί λειτουργοί της αγίας Τριάδος να τους κατατροπώσουμε, όμως ξεχνάμε ότι ο Χριστός και υπέρ αυτών απέθανε και αυτοί είναι επίσης οδυνηρά αγαπημένοι μαθητές του Χριστού. Συνήθως, χωρίς ταπείνωση, εμφανιζόμαστε ως επιστήμονες και αυθεντικοί ερμηνευτές των γραφών και ανιχνεύουμε τις αδυναμίες και τα πάθη των άλλων, αλλά πάσχουμε από μια ιδιόμορφη τυφλότητα στο να διαπιστώσουμε τα δικά μας πάθη.

Αντί να δούμε στα πρόσωπα των αδελφών χριστιανών τους αδελφούς του Χριστού, εμείς αντικρίζουμε αντιπάλους που πρέπει να συντρίψουμε ή φίλους των απόψεών μας που πρέπει να μας χειροκροτήσουν. Κρίνουμε συνήθως επιπόλαια και σκληρά, αν όχι και άκαρδα τους πάντες και τα πάντα, στοιχείο που φανερώνει μια ένοχη μυωπικότητα και πιστοποιεί μια ανεπίτρεπτη ανελευθερία. Μ’ αυτόν τον τρόπο όμως επινοούμε έναν Θεό που από μόνος του αυτοαναιρείται και αμφισβητείται. Έτσι αδικούμε τον εαυτό μας και τη σχέση μας με τον Χριστό αλλά και το χειρότερο, περιορίζουμε το δικαίωμά Του να μας μεταμορφώσει από εικόνα ΤΟΥ σε ομοίωσή Του.

Οι απόστολοι Πέτρος και Παύλος.

Ένα άλλο μεγάλο θέμα που απασχόλησε τον Παύλο και χάραξε πορεία είναι ο σεβασμός του ανθρώπου και η αξία του ανθρωπίνου προσώπου ως εικόνος του Θεού, ανεξάρτητα φυλής, χρώματος, εθνικότητος,ιδεολογίας. Το «ουκ ένι Ιουδαίος, ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ή ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν ή θήλυ, πάντες γαρ υμείς είς εστέ εν Χριστώ Ιησού», σηματοδότησε και νοηματοδότησε τη ζωή της ανθρωπότητος.

Η ελευθερία του ανθρωπίνου προσώπου και η αυτονόητη τιμή που το συνοδεύει αποτελεί τον κεντρικό άξονα του κηρύγματος του αποστόλου των εθνών. Απευθυνόμενος στους Γαλάτες θα τονίσει χαρακτηριστικά: «Υμείς γαρ επ’ ελευθερία εκλήθητε , αδελφοί, μόνον μη την ελευθερίαν εις αφορμήν τη σαρκί, αλλά δια της αγάπης δουλεύετε αλλήλοις». (5,13)

Άλλωστε όλη η φιλοσοφία του νόμου του Θεού συνοψίζεται σε μια φράση στο «να αγαπήσεις τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου». Έτσι στην όλη σκέψη του Παύλου συνοψίζεται και το μήνυμα του Χριστού στον κόσμο: Αγάπη, αγάπη, αγάπη. Γιατί ο αναστημένος Χριστός καλεί τους μαθητές του που θέλουν να μετέχουν του φωτός Του, με τον συγκλονιστικό λόγο: Και τοις μισούσιν υμάς συγχωρήσωμεν πάντα τη αναστάσει. «Νυνί δε μένει, πίστις, ελπίς, αγάπη, μείζων δε τούτων η αγάπη». Κανόνας και όριο ζωής.

Η σύγχρονη όμως παγκόσμια κατάσταση μας προσγειώνει σε μια διαφορετική πραγματικότητα. Η πανανθρώπινη αρετή της αγάπης, που θα μπορούσαν ακόμα και οι μη χριστιανοί να ακολουθήσουν, δυστυχώς δεν εμφωλεύει στις ψυχές των ανθρώπων. Το μήνυμα του αποστόλου των εθνών, ξεθώριασε στις καρδιές και δεν το γράψαμε «πηλίκοις γράμμασι», γιατί το ΕΓΩ θρονιάστηκε εκεί που έπρεπε να θρονιαστεί ο Χριστός.

Η αμαύρωση της εικόνας του Θεού είχε ως αποτέλεσμα να γίνει μαύρη και η ζωή πολλών ανθρώπων από την κακία, το μίσος, τον εγωκεντρισμό, τις πολεμικές συγκρούσεις, την ανακατανομή του πλούτου, γιατί δεν μας άρεσε η μοιρασιά του Θεού. Το αίμα βάφει πλέον τα χώματα των πατρίδων και τα παιδιά γεννιούνται με την προοπτική ενός σκληρού θανάτου και όχι με την ελπίδα της ζωής και της εν Χριστώ αναστάσεως. Ο απόστολος που δίδαξε με στεντόρια φωνή την αγάπη, μας είχε προειδοποιήσει ότι «ότι αν δαγκάνετε και τρώτε ο ένας τον άλλον, προσέξετε μήπως αλληλοεξοντωθείτε». «Ό,τι σπέρνει ο άνθρωπος, αυτό θερίζει», είχε πει στους Γαλάτες, και «όποιος σπέρνει στον αγρό των αμαρτωλών επιθυμιών, θα θερίσει ως καρπό την καταστροφή»! Πόσο προφητικός και πόσο επίκαιρος ο λόγος του!

Τι πρέπει να κάνει λοιπόν ο λαός του θεού σήμερα για να παλέψει την σύγχρονη τραγικότητα;
Πρέπει να ανοίξει ευήκοον ους στα λόγια του Αποστόλου των εθνών που ακούστηκαν κάποτε από το βήμα της Θεσσαλονίκης: «Να είστε πάντοτε χαρούμενοι, να προσεύχεστε αδιάκοπα, να ευχαριστείτε τον Θεό, …και να μη σβήνετε την φλόγα των χαρισμάτων του αγίου Πνεύματος».

Όλες οι προϋποθέσεις αυτών των πνευματικών καταστάσεων βρίσκονται γραμμένες στη ζωή και στους λόγους του Παύλου. Ας αναζητήσουμε λοιπόν την πηγή του δροσισμού του πνεύματος, κλίνοντας με την ευχή του Αποστόλου προς τους Θεσσαλονικείς: «Αυτός ο Κύριος της ειρήνης, δώη ημίν την ειρήνην δια παντός εν παντί τρόπω. Ο Κύριος μετά πάντων ημών. Αμήν».