Ενεργειακή επάρκεια και αειφόρος ανάπτυξη

2 Ιουνίου 2021

Καθώς η αμφισβήτηση της ανθρώπινης συμβολής στο φαινόμενο του θερμοκηπίου έχει στερηθεί και τους τελευταίους θιασώτες της, η διεθνής κοινότητα ανησυχεί και εντείνει τις προσπάθειές της για ένα νέο ενεργειακό μοντέλο.

Ο τομέας της παραγωγής ενέργειας ευθύνεται για το 24% των συνολικών εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα.

Το σπάταλο και ρυπογόνο ενεργειακό μοντέλο που επικράτησε τις τελευταίες δεκαετίες στην Ελλάδα, αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο, οδήγησε σε αδιέξοδα και στρεβλώσεις το περιβάλλον, την οικονομία και την κοινωνία μας. Η αντικρουόμενη προσέγγιση του δίπολου Ενέργεια και Περιβάλλον ανήκει πλέον στο παρελθόν.

Η αειφόρος ανάπτυξη αποτελεί πλέον την βασική παράμετρο στην χάραξη πολιτικών στην ενέργεια, τις μεταφορές, την έρευνα, την γεωργία, την εκπαίδευση, την βιομηχανία και την χωροταξία. Σήμερα, η απαίτηση των πολιτών για την αναβάθμιση της ποιότητας του αστικού περιβάλλοντος με ταυτόχρονη προστασία του φυσικού περιβάλλοντος γίνεται πιο επιτακτική, καθώς αυξάνεται το μέσο διαθέσιμο εισόδημα και το γενικότερο πολιτισμικό επίπεδο. Συνεπώς, αυξάνουν οι απαιτήσεις σε περιβαλλοντικές υποδομές υψηλής ποιότητας και σε θεσμούς, μέσα και παρεμβάσεις ανάδειξης και προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος ως νησίδας περιβαλλοντικού κεφαλαίου και βιοποικιλότητας.

Νέα προσέγγιση

Οι περιπέτειες της διεθνούς κοινότητας στα σημερινά ρυπογόνα μονοπάτια της ενέργειας προκάλεσαν αλυσιδωτές κοινωνικοοικονομικές αντιδράσεις και ώθησαν κυβερνήσεις και διεθνείς οργανισμούς στην αναθεώρηση της στρατηγικής τους για την αειφόρο ανάπτυξη. Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (ΙΕΑ) προειδοποιεί: «Το ενεργειακό μέλλον της ανθρωπότητας, με τα σημερινά δεδομένα είναι αβέβαιο, βρόμικο και οικονομικά καταστροφικό, γι’ αυτό και είναι καταδικασμένο να αποτύχει». Το 2006 η Ευρωπαϊκή Ένωση υιοθετεί μία ανανεωμένη στρατηγική αειφόρου ανάπτυξης που αποτελεί την σύνθεση τριών ενοτήτων: α) της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής β) της μείωσης των αερίων ρύπων και γ) του ενεργειακού τομέα.

Η διεθνής κοινότητα ανησυχεί και εντείνει τις προσπάθειές της για ένα νέο ενεργειακό μοντέλο. Οι ανησυχίες και οι αναζητήσεις εκτείνονται σε όλο το φάσμα των ενεργειακών δραστηριοτήτων, από την εξεύρεση νέων, πιο αποδοτικών και λιγότερο ρυπογόνων τρόπων παραγωγής, μεταφοράς και χρήσης ενέργειας, μέχρι την «έξυπνη» διαχείριση της ζήτησης και την ανάπτυξη εναλλακτικών μορφών όπως οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ), το υδρογόνο και η πυρηνική σύντηξη. Η νέα στρατηγική για ενεργειακή επάρκεια βασίζεται σε υπερεθνικές προσεγγίσεις και επιδιώξεις και χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη ευαισθησία για το περιβάλλον.

Οικονομική ανάπτυξη

Ενέργεια και οικονομία αποτελούν αλληλένδετες έννοιες, καταλύτες στην παγκόσμια πορεία ανάπτυξης. Η τιμή του πετρελαίου αγγίζει πια τα 100 δολάρια ανά βαρέλι, συμπαρασύροντας και την τιμή των υπολοίπων ενεργειακών προϊόντων, όπως το φυσικό αέριο. Αρκετοί οικονομικοί αναλυτές εκτιμούν ότι «… οι αυξημένες τιμές του πετρελαίου δεν οφείλονται σε πρόβλημα επάρκειας αποθεμάτων, αλλά στην αυξημένη ζήτηση, συνέπεια του ασυνήθιστα υψηλού ρυθμού ανάπτυξης των τελευταίων ετών». Σε προηγούμενες περιόδους απότομης αύξησης της τιμής των καυσίμων, όταν ο ΟΠΕΚ μείωνε την παραγωγή του, οι υψηλές τιμές επιδρούσαν σαν πρόσθετος φόρος στην παγκόσμια οικονομία, προκαλώντας επιβράδυνση. Η σημερινή κατάσταση είναι η ακριβώς αντίθετη, καθώς η υπερθέρμανση της οικονομίας ωθεί αυξητικά τις τιμές του πετρελαίου. Πιθανώς αυτά να είναι και τα καλά νέα, ότι η παγκόσμια οικονομία επιταχύνει.

Οι υψηλές τιμές του πετρελαίου συμπαρασύρουν και τα υπόλοιπα ενεργειακά προϊόντα, είτε λόγω υπαρκτών προβλημάτων είτε λόγω κερδοσκοπικών παιγνίων. Ο άνθρακας, αν και διαθέσιμος σε μεγάλες ποσότητες, αντιμετωπίζει προβλήματα ποιότητας και αυξημένου κόστους εξόρυξης, κυρίως στα παλαιά ορυχεία. Η προσφορά ουρανίου είναι περιορισμένη λόγω της μεγάλης περιόδου ανάπτυξης των νέων ορυχείων. Η παραγωγή βιοκαυσίμων δεν έχει εξασφαλισμένες αρκετές γόνιμες εκτάσεις για καλλιέργεια, καθώς και το απαιτούμενο νερό, με αποτέλεσμα το ανέφικτό της εκτιμώμενης ποσότητας παραγωγής τους.

Η συνεχώς αυξανόμενη ζήτηση του πετρελαίου, οδηγεί στην εξάντληση των πεπερασμένων φυσικών αποθεμάτων του. Η εναλλακτική πρόταση για χρήση φυσικού αερίου βρίσκει ένθερμους υποστηρικτές, καθώς είναι λιγότερο επιβαρυντικό για το περιβάλλον και ταυτόχρονα πιο οικονομικό από το πετρέλαιο.

Ελλάδα και ενέργεια

Η χώρα μας καταλαμβάνει ένα από τα υψηλότερα μερίδια κατά κεφαλήν κατανάλωσης πετρελαίου μεταξύ των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Ελλάδα, σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ευρώπη, ακολουθεί βραδείς ρυθμούς διείσδυσης του φυσικού αερίου στο ενεργειακό της ισοζύγιο. Χαρακτήρα στρέβλωσης έχει το γεγονός ότι στην χώρα μας τα 2/3 του φυσικού αερίου καταναλώνονται για ηλεκτροπαραγωγή και μόλις το 1/3 για οικιακή κατανάλωση, σε αντίθεση με την Ευρώπη, όπου ισχύει ακριβώς το αντίστροφο. Το σημαντικό στην περίπτωση της χώρας μας είναι η σταδιακή μετατροπή της σε στρατηγικό εταίρο, όσον αφορά τις ενεργειακές συμφωνίες και στην διέλευση αγωγών στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.

Το Υπουργείο Ανάπτυξης, τον Αύγουστο του 2007, δημοσίευσε το πρώτο μέρος της Έκθεσης για τον Μακροχρόνιο Ενεργειακό Σχεδιασμό. Οι τέσσερις κύριοι άξονες της ενεργειακής πολιτικής στην Ελλάδα είναι: α) η ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού, β) η διαφοροποίηση των ενεργειακών πηγών, γ) η προστασία του περιβάλλοντος και δ) η προώθηση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας μέσω ενεργειακών επενδύσεων καθαρών τεχνολογιών, εξασφαλίζοντας παράλληλα και την περιφερειακή ανάπτυξη.

Η ενεργειακή επάρκεια της χώρας μας στηρίζεται σε ποσοστό 88% στα ορυκτά καύσιμα. Το μείγμα καυσίμων βασίζεται σε μία αναλογία λιγνίτη, φυσικού αερίου και πετρελαίου, (μελλοντικά και λιθάνθρακα). Στόχος είναι το μερίδιο του λιγνίτη στην παραγωγή ενέργειας να μειωθεί στο 51% μέχρι το 2016, όταν σήμερα κατά περίπτωση αγγίζει και το 60%. Η συμμετοχή των ΑΠΕ είναι στο 7% περίπου σήμερα και αυξάνεται σταθερά ετησίως, με στόχο το 20% της συνολικής παραγόμενης ενέργειας το 2020.

Το ενεργειακό μέλλον της ανθρωπότητας με τα σημερινά δεδομένα είναι αβέβαιο, βρόμικο και οικονομικά καταστροφικό, γι’ αυτό και είναι καταδικασμένο να αποτύχει.

Το υφιστάμενο περιβάλλον ηλεκτροπαραγωγής στην χώρα μας χαρακτηρίζεται κυρίως από: α) χαμηλού κόστους και θερμογόνου δύναμης λιγνιτικά αποθέματα, που ωστόσο είναι ιδιαίτερα ρυπογόνα σε αέρια του θερμοκηπίου, β) συνεχώς αυξανόμενη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας, με ταυτόχρονα εντονότερη αύξηση στην ζήτηση αιχμής, για περίπου 100 ώρες ανά έτος, γ) μηδενική ανάπτυξη μεγάλων υδροηλεκτρικών σταθμών λόγω του συνεχώς μειούμενου διαθέσιμου υδροδυναμικού της χώρας, δ) οριακή ανταγωνιστικότητα των μονάδων συνδυασμένου κύκλου ως προς αυτές των στερεών καυσίμων λόγω της πολύ ακριβής τιμής του φυσικού αερίου και ε) μικρής διείσδυσης των ΑΠΕ λόγω υψηλού κόστους και θεσμικών προβλημάτων.

Η Ευρώπη

Στην Ευρωπαϊκή Ένωση το ενεργειακό μείγμα παραγωγής είναι διαφοροποιημένο, καθώς η πυρηνική ενέργεια κατέχει σημαντικό ποσοστό στην παραγωγή ηλεκτρισμού, ενώ παράλληλα προβάλλει ως μια τεχνολογικά αναβαθμισμένη και αξιόπιστη, οικονομική λύση, και με σημαντική συμβολή στην μείωση των αερίων του θερμοκηπίου. Σήμερα στην Ευρώπη η ενέργεια είναι κατά 50% εισαγόμενη, ενώ το ποσοστό αυτό ενδέχεται να γίνει 70% το 2030 αν συνεχιστούν οι ισχύουσες τάσεις.

Η νέα στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ενέργεια και το περιβάλλον περιλαμβάνει τρεις στόχους για το 2020: μείωση κατά 20% των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου, βελτίωση κατά 20% της ενεργειακής απόδοσης και συνολική συμμετοχή 20% των ΑΠΕ στο ενεργειακό ισοζύγιο και των 27 κρατών-μελών με τουλάχιστον 10% βιοκαύσιμα στις μεταφορές.

Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας

Για την Ελλάδα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τόσο η βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης όσο και η ανάπτυξη εφαρμογών ΑΠΕ. Η μεγάλη διείσδυση των ΑΠΕ στο ενεργειακό ισοζύγιο, εκτός από τα μακροπρόθεσμα ενεργειακά και περιβαλλοντικά οφέλη, μπορεί να προσφέρει και σημαντικά οικονομικά και κοινωνικά οφέλη. Σημαντική επίσης δράση είναι η ευσυνείδητη θέσπιση και εφαρμογή μέτρων εξοικονόμησης ενέργειας, με την συστηματική υιοθέτηση ευρέως διαδεδομένων και διαθέσιμων τεχνολογιών, όπως η μόνωση κτιρίων, η χρήση αποδοτικότερων τρόπων φωτισμού και η μείωση της σπατάλης και της ρύπανσης από αμέλεια.

Η μεγάλη διείσδυση των ΑΠΕ στο ενεργειακό ισοζύγιο, εκτός από τα μακροπρόθεσμα ενεργειακά και περιβαλλοντικά οφέλη, μπορεί να προσφέρει και σημαντικά οικονομικά και κοινωνικά οφέλη.

Η Ευρώπη πρωταγωνιστεί στην αγορά της αιολικής και της ηλιακής ενέργειας. Τα αποτελέσματα της ενεργειακής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ενθαρρυντικά, καθώς στο ευρωπαϊκό ενεργειακό ισοζύγιο οι ΑΠΕ συμμετέχουν με 6% στην παραγωγή ενέργειας και με 12% στην παραγωγή ηλεκτρισμού. Η μεγέθυνση του κλάδου των ΑΠΕ στην Ευρώπη είναι χαρακτηριστική, με κυρίαρχη την συνεχή ανάπτυξη της αιολικής ενέργειας. Ο κλάδος της αιολικής ενέργειας παραμένει ο αγαπημένος των Ευρωπαίων πολιτικών, αλλά και των επιχειρηματιών, καθώς εξασφαλίζονται οικονομικές αποδόσεις και μακροχρόνιες κερδοφορίες.

Τα βιοκαύσιμα

Σε παγκόσμιο και ευρωπαϊκό επίπεδο παρατηρείται, ιδιαίτερα την τελευταία επταετία, μια έντονη ανάπτυξη της παραγωγής υγρών βιοκαυσίμων για αξιοποίησή τους στις μεταφορές. Οι μεταφορές συνεισφέρουν παγκοσμίως περίπου το 1/5 των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα με μεγαλύτερες αναλογίες σε πολλές χώρες της Ε.Ε. Για τις 15 χώρες της Ε.Ε., οι εκπομπές από οχήματα αυξήθηκαν για τα έτη 1990-2004 κατά 27% στον τομέα των μεταφορών ΙΧ και 51% στις μεταφορές φορτίων.

Η χρήση βιοκαυσίμων ήδη αυξάνεται στην Ε.Ε., ακολουθώντας την οδηγία 30/2003. Ο στόχος του 10% -σε ενεργειακή βάση- μέχρι το 2020 και 25% των καυσίμων μεταφοράς με φιλικά προς το περιβάλλον βιοκαύσιμα μέχρι το 2030 αποτελεί ένα όραμα της Ε.Ε., ενισχύοντας έτσι την αγροτική-περιφερειακή οικονομία και δίνοντας ενεργειακή αυτονομία στην Ευρώπη. H πρόοδος της χρήσης των βιοκαυσίμων στην Ε.Ε. 25 το 2005 ήταν περίπου η μισή του ενδεικτικού στόχου για το συγκεκριμένο έτος, ο οποίος ήταν 2% σε ενεργειακή βάση. Η Ελλάδα, ειδικότερα, για το 2005 ήταν στο 0%. Η Commission επιπλέον παρατήρησε ότι ο στόχος του 5,75% για το 2010 μάλλον δεν θα επιτευχθεί.

Το αυξανόμενο κόστος των βιοκαυσίμων όχι μόνο δεν τα καθιστά οικονομικά βιώσιμα υποκατάστατα των ορυκτών καυσίμων, αλλά και εμποδίζει τις αντίστοιχες προσπάθειες για μείωση των τιμών των τελευταίων. Ακόμα και σήμερα, που η τιμή του αργού πετρελαίου αγγίζει τα 100 δολάρια το βαρέλι, τα βιοκαύσιμα δεν είναι ελκυστικότερα από το παρελθόν. Η κυριότερη αιτία είναι ότι η ζήτηση ενέργειας είναι τόσο πολύ έντονη, ώστε η προμήθεια σχεδόν οποιουδήποτε τύπου καυσίμου είναι ελλιπής, με αποτέλεσμα την αύξηση των τιμών. Τα περισσότερα βιοκαύσιμα παράγονται από αγροτικά προϊόντα, η αυξημένη ζήτηση των οποίων λειτουργεί πολλαπλασιαστικά στις τιμές τους.

Στην έκθεση του ΟΟΣΑ που δημοσιεύθηκε πριν από λίγους μήνες, με τίτλο «Βιοκαύσιμα: Το φάρμακο χειρότερο από την θεραπεία» καταγράφονται αιρετικές, πλην όμως ρεαλιστικές απόψεις, όπως:

α) Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στην παραγωγή τροφής και καυσίμων οδηγεί στην αύξηση της τιμής των τροφίμων (π.χ. οι τιμές αγροτικών προϊόντων όπως του καλαμποκιού αυξάνονται ραγδαία, όσο αυξάνεται η παραγωγή της βιοαιθανόλης).

β) Τα βιοκαύσιμα δεν καταπολεμούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου, γιατί είτε φυτεύονται σε τροπικά δάση που αποψιλώνονται η καίγονται, είτε απαιτούν σημαντική κατανάλωση ορυκτών καυσίμων στην φάση της καλλιέργειας και της συγκομιδής τους.

γ) Επιβαρύνουν άλλες περιβαλλοντικές παραμέτρους, όπως η όξυνση των εδαφών, η χρήση λιπασμάτων, η απώλεια βιοποικιλότητας, χρήση φυτοφαρμάκων κ.τ.λ.

δ) Ουσιαστική συμβολή στην επίλυση των προβλημάτων που προκαλούν σήμερα τα βιοκαύσιμα θα δώσει η ανάπτυξη βιοκαυσίμων 2ης γενιάς, όπου θα αξιοποιούνται μόνο τα κυτταρινούχα υπολείμματα των αγροτικών προϊόντων.

Σύμφωνα με το ΔΝΤ, η πολιτική των ΗΠΑ και της Ε.Ε. για τα βιοκαύσιμα είναι μέρος του προβλήματος της σημερινής κρίσης στην αγορά τροφίμων. Ο οργανισμός επισημαίνει ότι «… η πολιτική ενός κράτους να προωθεί τα βιοκαύσιμα, προστατεύοντας παράλληλα τους αγρότες του με πολιτική επιδοτήσεων, είναι πιθανό να αυξήσει το κόστος τροφίμων σε κάποια άλλη χώρα, πιθανώς φτωχότερη, και ενέχει πρόσθετους κινδύνους για τον πληθωρισμό η την ανάπτυξη».

Νέα πραγματικότητα

Πληθώρα δημοσιευμάτων σε διεθνή έντυπα περιγράφουν την νέα πραγματικότητα, με χαρακτηριστικό το εξώφυλλο του «Economist» με τον πετυχημένο τίτλο «Το τέλος της εποχής του πετρελαίου» η το αντίστοιχό του «National Geographic» με τίτλο «Το τέλος του φθηνού πετρελαίου». Με τις τιμές του πετρελαίου να έχουν καταρρίψει ιστορικά ρεκόρ και τις εκπομπές του CO2 να έχουν αυξηθεί κατά 25% την τελευταία δεκαετία, διάφορα σενάρια ενεργειακών τεχνολογιών αξιολογούνται με στόχο ένα πιο καθαρό, έξυπνο και ανταγωνιστικό ενεργειακά μέλλον. Σε έκδοση του ΙΕΑ με τίτλο «Οι προοπτικές της ενεργειακής τεχνολογίας: Σενάρια και στρατηγικές μέχρι το 2050», προτείνεται η ανάπτυξη και προώθηση ενός μείγματος ενεργειακών τεχνολογιών που συμπεριλαμβάνει την βελτιωμένη ενεργειακή αποδοτικότητα, την σύλληψη και αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα (CCS), τις ανανεώσιμες ενέργειας και την πυρηνική ενέργεια.

Στο ευρωπαϊκό ενεργειακό ισοζύγιο οι ΑΠΕ συμμετέχουν με 6% στην παραγωγή ενέργειας και με 12% στην παραγωγή ηλεκτρισμού.

Παράλληλα με την πρόοδο των ενεργειακών τεχνολογιών, οι πολιτικές εξοικονόμησης ενέργειας αποτελούν σήμερα τις πιο άμεσα εφαρμόσιμες και οικονομικά συμφέρουσες παρεμβάσεις. Ο στόχος της εξοικονόμησης ενέργειας είναι να συμβάλλει στην ορθολογική χρήση της, στην μείωση της κατανάλωσης η σπατάλης της, χωρίς να επηρεασθούν οι παραγωγικές διαδικασίες και η ποιότητα ζωής και εργασίας. Η σημαντικότερη πτυχή της εφαρμογής πολιτικών εξοικονόμησης ενέργειας είναι ότι οποιαδήποτε προσπάθεια μπορεί να γίνει και σε ατομικό επίπεδο.

Η πλειονότητα των επιχειρήσεων πιστεύει ότι ο αειφόρος σχεδιασμός και ανάπτυξη είναι απλά μια «καλή πράξη». Κι όμως, είναι η επιβίωσή τους στον επιχειρηματικό στίβο, καθώς η μη σωστή χρήση των διαθέσιμων καυσίμων, του ξύλου, των υδάτινων πόρων και άλλων φυσικών πηγών, αποδοτικά και με ασφάλεια, θα δώσει ένα σοβαρό προβάδισμα στους ανταγωνιστές τους. Αποτελεί, συνεπώς, μονόδρομο ανάπτυξης το «επιχειρείν περιβαλλοντικά», ο συνδυασμός δηλαδή της πράσινης επιχειρηματικότητας με την αειφόρο ανάπτυξη.

Σε μία από τις εγκυρότερες οικονομικές αναλύσεις των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής, η έκθεση Stern (που δημοσιεύθηκε στις 30.10.2006) προειδοποιεί ότι η αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη ενδέχεται να προκαλέσει παγκόσμια οικονομική ύφεση. Στην συγκεκριμένη έκθεση η κλιματική αλλαγή που οφείλεται στον άνθρωπο περιγράφεται ως «εξωτερική παρέμβαση» και το κλίμα ως «κοινό αγαθό». Στην έκθεση προτείνονται α) η τιμολόγηση του άνθρακα, μέσω φορολογίας, εμπορίας η ρύθμισης, β) η υποστήριξη της καινοτομίας και της ανάπτυξης τεχνολογιών χαμηλής χρήσης άνθρακα και γ) βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης με ταυτόχρονα μέτρα ενημέρωσης, εκπαίδευσης και ευαισθητοποίησης. Η έκθεση συμπεραίνει ότι, αν η διεθνής κοινότητα ενεργήσει άμεσα, τότε μπορούμε να περιορίσουμε σημαντικά τους κινδύνους με μικρό κόστος, αν όμως καθυστερήσουμε μία δεκαετία, το κόστος και οι συνέπειες θα είναι πολύ σοβαρές.

Τι πρέπει να γίνει

Δεν υπάρχουν μαγικές συνταγές. Αν πρόκειται να βρεθεί σήμερα κάποια λύση, αυτή θα έγκειται στην χρήση ενός συνδυασμού οικονομικών μέτρων και ενός ευρέος φάσματος τεχνολογιών. Η ενέργεια αποτελεί το κλειδί για το κλίμα και την οικονομία. Η παράλειψη του περιβαλλοντικού κόστους από το σύστημα τιμών, μαζί με το χαμηλό επίπεδο των περιβαλλοντικών φόρων, ισοδυναμεί με επιδότηση της σπατάλης και φυσικών πόρων και της ρύπανσης.

Μια σημαντική παράμετρος τόσο για την ανάπτυξη του τομέα ενέργειας στην χώρα όσο και για την ορθολογική κατανάλωση είναι η εφαρμογή των κατάλληλων τιμολογίων στην ενέργεια. Οι κύριοι στόχοι για την τιμολόγηση όλων των ενεργειακών προϊόντων πρέπει να είναι: α) οι χονδρεμπορικές τιμές να αντιπροσωπεύουν το πραγματικό κόστος για την ελληνική οικονομία (συμπεριλαμβανομένου και του κεφαλαιουχικού όταν απαιτείται), β) οι λιανικές τιμές να επιτρέπουν εύλογο κέρδος για τις εμπορικές δραστηριότητες, γ) να σταματήσουν οι σταυροειδείς επιδοτήσεις, δ) οι τιμές να μην περιλαμβάνουν υποχρεώσεις κοινής ωφέλειας η δημοτικά τέλη και ε) οι τιμές να παρέχουν τα κατάλληλα κίνητρα για επενδύσεις και εξοικονόμηση ενέργειας, με στόχο να εξασφαλιστεί η επάρκεια του εφοδιασμού και η ανταγωνιστικότητα.

Έπειτα από δεκαετίες αλόγιστης εκμετάλλευσης της φύσης και έντονης δοκιμασίας των αντοχών του περιβάλλοντος, διαπιστώνουμε ότι ο δρόμος για την αειφόρο ανάπτυξη αποτελεί ευθύνη όλων μας και συνάμα υποχρέωση για τις επόμενες γενιές. Ο στόχος για την μετάβαση σε μία οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα και εξασφαλισμένης ενεργειακής επάρκειας δεν υλοποιείται με γραφειοκρατικά μέτρα, αλλά πρωτίστως με την αλλαγή της καθημερινής νοοτροπίας του καθένα μας. Ο κόσμος σήμερα έχει αντιληφθεί την αμεσότητα του κινδύνου των κλιματικών αλλαγών και σταδιακά ευαισθητοποιείται ως προς την κατεύθυνση της προστασίας του περιβάλλοντος, για μία επιτυχή αειφόρο πορεία στο αύριο.

Εκπομπές Διοξειδίου του Άνθρακα (CO2) ανά κλάδο

ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΕΣ ΕΚΠΟΜΠΕΣ

  • Παραγωγή ρεύματος (24%)
  • Μεταφορές (14%)
  • Οικοδομή (8%)
  • Βιομηχανία (14%)
  • Άλλες πηγές (5%)

ΜΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΕΣ ΕΚΠΟΜΠΕΣ

  • Απορρίμματα (3%)
  • Γεωργία (14%)
  • Χρήση γης (18%)