Η υποβάθμιση των ελληνικών δασών

28 Ιουνίου 2021

Στις μέρες μας η καταστροφή των φυσικών οικοσυστημάτων έχει αγγίξει τραγικές διαστάσεις και οι οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις δεν είναι εύκολο να προβλεφθούν. Το φαινόμενο δεν είναι καινούριο, καθώς είναι άμεσα συνδεδεμένο με την ανάπτυξη του ανθρώπινου πολιτισμού.

Το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε στο τεύχος 25 (Δεκέμβριος 2007 – Μάρτιος 2008) του περιοδικού ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ.

Η καταστροφή των δασών και γενικότερα η υποβάθμιση των φυσικών οικοσυστημάτων αποτελούν παλιά ιστορία, που άρχισε με την οργάνωση της ανθρωπότητας σε κοινωνίες και την ανάπτυξη των πρώτων πολιτισμών. Γι’αυτό και λένε ότι «ο πολιτισμός άρχισε με την πτώση του πρώτου δένδρου και τελείωσε με το χτύπημα του τσεκουριού στον κορμό του τελευταίου ψηλού δένδρου στο δάσος.»

Έτσι σήμερα οι εκτάσεις οι οποίες εμφανίζουν σημαντικά οικολογικά προβλήματα είναι τεράστιες και είμαστε υποχρεωμένοι να πάρουμε τα κατάλληλα μέτρα για την ανόρθωσή τους.

Τα σημαντικότερα αίτια καταστροφής και υποβάθμισης των δασών και γενικότερα των φυσικών οικοσυστημάτων ήταν, είναι και θα είναι:

  • η υπερεκμετάλλευση και η αλόγιστη χρήση του δασικού πλούτου όπως οι εντατικές και παράνομες υλοτομίες, οι αποψιλώσεις, η απόληψη χούμου και φυλλάδας κ.τ.λ
  • οι εκχερσώσεις που αποσκοπούν στην εξασφάλιση εκτάσεων για βόσκηση, χωράφια και οικόπεδα
  • η υπερβόσκηση
  • οι δασικές πυρκαγιές

Ενώ κάποτε τα δάση κάλυπταν τα 2/3 της επιφάνειας της γης, σήμερα το ποσοστό αυτό έχει πέσει στο 1/3 με 1/4 και η καταστροφή συνεχίζεται με γοργούς ρυθμούς.

Στην Μεσόγειο όπου οι πρώτοι πολιτισμοί εμφανίστηκαν νωρίς (Αιγύπτιοι, Φοίνικες, Μίνωες), η καταστροφή των φυσικών οικοσυστημάτων άρχισε επίσης νωρίς. Ως προς επιβεβαίωση ότι η καταστροφή σε αυτή την περιοχή άρχισε πολύ νωρίς είναι ότι υποστηρίζει ο Πλάτωνας (5ος Αιώνα π.Χ) στο έργο του Κρίτων για την καταστροφή των δασών της Αττικής και ο Πλίνος (2ος Αιώνας π.Χ) που αναφέρει ότι η καταστροφή των δασών είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο που αν αποφάσιζε να πετάξει από την Ρώμη ως την Σαραγόσα δεν θα ήταν ικανό να βρει ούτε ένα δένδρο να ξεκουραστεί. Σήμερα στην Μεσόγειο εμφανίζονται τα πιο υποβαθμισμένα οικοσυστήματα. Επομένως η ανόρθωση αυτών των οικοσυστημάτων αποτελεί μια αναγκαιότητα στις μέρες μας.

Σημαντικότεροι παράγοντες υποβάθμισης

Οι παράγοντες υποβάθμισης προκάλεσαν και προκαλούν σοβαρές ζημιές στα δασικά οικοσυστήματα. Τεράστιες εκτάσεις σε ολόκληρη την Ευρώπη φέρουν σοβαρά σημάδια υποβάθμισης.

Υπερεκμετάλλευση και αλόγιστη χρήση

Η μεγάλη ζήτηση σε ξύλο οδήγησε συχνά στη λύση των αποψιλωτικών υλοτομιών για την κάλυψή της. Έτσι από το Μεσαίωνα στις Άλπεις και αλλού στη Μεσευρώπη, στην ορεινή περιοχή της ερυθρελάτης έγιναν εκτεταμένες αποψιλωτικές υλοτομίες. Στον Μέλανα Δρυμό είναι γνωστές μέχρι τον 19ο Αιώνα πολυάριθμες περιπτώσεις όπου μετά από αποψιλωτικές υλοτομίες δασών στα οποία υπήρχε πλούσια βλάστηση προέκυψαν αραιές συστάδες. Υπάρχουν όμως και πολλές περιπτώσεις όπου οι αποψιλωτικές υλοτομίες οδήγησαν στη ερήμωση μεγάλων εκτάσεων.

Τα αποτελέσματα χειροτέρευαν όσο μεγαλύτερες ήταν οι περιοχές που αποψιλώνονταν και αν ακολουθούσε βόσκηση.

Με την αποψιλωτική υλοτομία ο όροφος των δένδρων απομακρύνεται ολοκληρωτικά και συγχρόνως τα θρεπτικά στοιχεία τα οποία περιέχονται στα δασικά προϊόντα. Η εξατμισιοδιαπνοή μειώνεται, μεγάλες ποσότητες νερού κατακρημνισμάτων φτάνουν στο έδαφος και η επιφανειακή απορροή αυξάνει. Σε επικλινείς κλίσεις υπάρχει ο κίνδυνος πολλές διάβρωσης, ιδιαίτερα στα βαριά, αδιαπέρατα εδάφη και πολλές περιπτώσεις που η συγκομιδή του ξύλου γίνεται με βαριά μηχανήματα.

Εκχερσώσεις

Ήδη από το 5.000 π.Χ κατά τη διάρκεια πολλές νεολιθικής εποχής εντοπίστηκαν εκχερσώσεις στη Μεσευρώπη για γεωργικούς σκοπούς. Αυτές είναι συνδεδεμένες με την έναρξη της κοινωνικής ζωής του ανθρώπου.

Η εισαγωγή της αγροτικής οικονομίας η οποία συνδέθηκε με τη μόνιμη εγκατάσταση, τη γεωργία και την κτηνοτροφία σήμανε την πρώτη ριζική μεταβολή των κοινωνικών συνθηκών.

Την εποχή του χαλκού το κλίμα συνέχισε να είναι ευνοϊκό γενόμενο συνεχώς θερμότερο και σαφώς ξηρότερο. Το γεγονός αυτό επέτρεψε την εγκατάσταση και δραστηριοποίηση του ανθρώπου σε περιοχές με υψόμετρο μέχρι και 2.000 μέτρων.

Τη Ρωμαϊκή εποχή, τα ήδη περιορισμένα δάση μειώθηκαν ακόμα περισσότερο αφού εκχερσώθηκαν, διασπάστηκαν και εκμεταλλεύτηκαν ποικιλοτρόπως λόγω των αναγκών σε καυσόξυλα, οικοδομική ξυλεία και ξυλεία κατασκευών, ξυλάνθρακες και βοσκότοπους.

Ιδιαίτερα τον Μεσαίωνα έγιναν μεγάλες εκχερσώσεις που πήραν χώρα συστηματικά και οργανωμένα από πολλούς γαιοκτήμονες.

Σήμερα οι συνεχώς αυξανόμενες οικιστικές ανάγκες κυρίως στα αστικά κέντρα έχει ως αποτέλεσμα την μεγάλη πίεση για εύρεση χώρων κατοικίας. Έτσι πολλές φορές πραγματοποιούνται εκχερσώσεις δασικών εκτάσεων για κατοικίες, τουριστικές υποδομές κ.α.

Υπερβόσκηση

Η υπερβόσκηση αποτελούσε ένα από τους κυριότερους παράγοντες υποβάθμισης τω ελληνικών δασών κατά το παρελθόν. Στις μέρες μας η υποβάθμιση λόγο υπερβόσκησης είναι σημαντική αλλά όχι η κύρια λόγο της εγκατάλειψης της υπαίθρου αλλά και στην αλλαγή της μορφής της κτηνοτροφίας που ασκείται σήμερα (ενσταβλισμένη).

Καθώς τα ζώα βόσκουν διαταράσσουν ή και καταστρέφουν, πολλές φορές, τη βλάστηση. Έτσι, όταν η βόσκηση είναι έντονη ή όταν το έδαφος είναι υγρό, πολλά φυτά ξεριζώνονται από τα ζώα. Επίσης πολύ συχνά αποκόπτονται τμήματα φυτών, αλλά αφήνονται αβόσκητα, όπως συνήθως κάνουν οι ακρίδες. Επίσης, πολλά είδη ζώων επιδίδονται στο ξεφλούδισμα των θάμνων και των δένδρων, το οποίο συχνά καταλήγει στο θάνατό τους. Κτηνοτροφικό ζώο γνωστό για την ενέργειά του αυτή είναι η γίδα, η οποία μπορεί να προκαλέσει σοβαρές ζημιές, όταν η βόσκηση είναι αλόγιστη. Τέλος, τα ζώα ποδοπατούν τη βλάστηση και την καταστρέφουν ή την καλύπτουν με τα περιττώματά τους και την καθιστούν ακατάλληλη για βόσκηση.

Ο Βιργίλιος (Αινείας 10.405-409) αναφέρει ότι οι βοσκοί βλάπτουν τα δάση, επειδή βάζουν φωτιές για να βελτιώσουν της βοσκές της. Ακόμη ο Θεόφραστος θεωρούσε ότι τα βόσκοντα ζώα προκαλούν σοβαρές βλάβες στα δένδρα (Φυτών Ιστορία 5.17.6), ενώ ο Κάτος  ότι οι βοσκοί που κόβουν κλαδιά για να δώσουν στα ζώα βλάπτουν τα δένδρα (Κάτος-De Agriculture 5.8, Βιργίλιος 3.300-301, Πλίνιος ΗΝ 18.74) και ο Βάρρο τελειώνει λέγοντας ότι τα βόσκοντα είδη δεν τρώγουν μόνο ότι παράγει η γη, αλλά την κατασπαράζουν, με τα δόντια της (Varro Rust 2)(Hughes, 1987).

Θα πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα οι αρνητικές επιδράσεις της υπερβόσκησης στο έδαφος. Καθώς τα ζώα βαδίζουν μέσα στο δάσος για να εξασφαλίσουν τροφή, μετακινούν με τα πόδια τους κόκκους του επιφανειακού εδάφους και το διαταράσσουν, ενώ παράλληλα ασκούν πίεση με το βάρος τους και το ποδοπατούν. Το ποδοπάτημα αυτό προκαλεί συμπίεση του εδάφους, η οποία είναι τόσο μεγαλύτερη όσο βαρύτερο είναι το ζώο το οποίο βόσκει.

Η συμπίεση του εδάφους από τα ποδοπατήματα των ζώων έχει αλυσιδωτές επιδράσεις. Το πρώτο αποτέλεσμα της συμπίεσης είναι η μείωση του πορώδους του εδάφους και η αύξηση της φαινομενικής πυκνότητας. Μειωμένο πορώδες σημαίνει μείωση της ταχύτητας εισόδου του νερού της βροχής μέσα στο έδαφος, δηλαδή μειωμένη διηθητικότητα, και αντίστοιχη αύξηση της επιφανειακής απορροής του νερού, η οποία μπορεί να προκαλέσει διάβρωση του εδάφους.

Πυρκαγιές

Οι δασικές πυρκαγιές αποτελούν το σημαντικότερο καταστροφικό παράγοντα των δασών. Μόνο το 2% των δασικών πυρκαγιών οφείλονται σε φυσικά αίτια, ενώ το 98% σε ανθρωπογενή. Κανένα άλλο φαινόμενο δεν προκαλεί τόσο εκτεταμένες και γρήγορες καταστροφές σε όλες τις αξίες που παράγονται από τα δάση, τόσο σε οικολογικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο. Συγκεκριμένα οι συνέπειες των δασικών πυρκαγιών αφορούν τόσο την άμεση και έμμεση οικονομική απώλεια, με την καταστροφή πολύτιμου ξυλώδους κεφαλαίου και δευτερευόντων προϊόντων του δάσους (ρητίνη, καρποί κ.λπ.), την μείωση της αισθητικής αξίας της περιοχής και της χρήσης για αναψυχή, όσο και την άμεση οικολογική καταστροφή, με εξαφάνιση κάθε ζωντανού οργανισμού, φυτικού ή ζωικού, διατάραξη εδαφολογικών συνθηκών και απώλεια θρεπτικών συστατικών, εκτεταμένη διάβρωση, διατάραξη υδρολογικού κύκλου, πλημμύρες, κ.λ.π., εξαιτίας της απομάκρυνσης του προστατευτικού μανδύα της βλάστησης (de Ronde etal., 1986, Sackett et al., 1996).

Ο Όμηρος αναφέρει ότι το κόψιμο της δένδρου μοιάζει με τον θάνατο ήρωα (Ιλιάδα 4.482-87), και της ο Βιργίλιος (Αινείας 2.624-631) ότι μοιάζει με τον τεμαχισμό πτώματος, ενώ τις δασικές πυρκαγιές παρομοιάζουν με άγριες μάχες (Ιλιάδα 11.154-57, Αινείας 12.521-525). Εξάλλου οι Hughes (1987) και Thirgood (1982) σημειώνουν ότι οι αρχαίοι λαοί των περιοχών της Μεσογείου καταστρέφοντας τα δάση της (από αλόγιστες υλοτομίες, υπερβόσκηση και πυρκαγιές) και επιτρέποντας έτσι την διάβρωση των εδαφών της, κατάστρεφαν και το μέλλον της και αναφέρουν την περίπτωση της Ελλάδας. Μάλιστα ο Thirgood (1982) αναφέρει, ακόμα πιο χαρακτηριστικά, ότι χωρίς την καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος, πιθανόν δεν θα υπήρχε δυτικός πολιτισμός.

Στην Ελλάδα οι κατά μέσο όρο ετησίως καιγόμενες εκτάσεις  είχαν εκθετική αυξητική πορεία ανά δεκαετία, με αποτέλεσμα την δεκαετία του ’80 να πενταπλασιαστούν σε σχέση με την δεκαετία του ’70. Η κατά μέσο όρο καιγόμενη έκταση ανά πυρκαγιά ενώ παρέμεινε σταθερή της δεκαετίες του ’50 και του ’60 σε περίπου 16ha ανά πυρκαγιά, αυξήθηκε την δεκαετία του ’70 σε 27,7ha ανά πυρκαγιά, για να τριπλασιαστεί την δεκαετία του ’80 σε 41,4ha ανά πυρκαγιά. Κατά την δεκαετία του ’90 υπήρξε σχετική μείωση σε 26,6ha ανά πυρκαγιά.

Μετά την φωτιά

Οι δασικές πυρκαγιές επιδρούν τόσο της βιοτικούς όσο και της αβιοτικούς παράγοντες της περιοχής. Οι επιπτώσεις είναι καταστροφικές και οδηγούν είτε μακροπρόθεσμα είτε άμεσα στην υποβάθμιση του οικοσυστήματος.

Οι πυρκαγιές πρωταρχικά επηρεάζουν την κατάσταση του εδάφους με την καταστροφή της επικείμενης οργανικής ουσίας. Το φύλλωμα της δασικής βλάστησης και τα άλλα νεκρά υπολείμματα, σχηματίζουν ένα στρώμα, πάνω στην επιφάνεια του εδάφους, το οποίο προστατεύει το έδαφος από την πρόσκρουση των σταγόνων της βροχής. Αν δεν υπάρχει το στρώμα αυτό της φυλλάδας, οι σταγόνες της βροχής με την κινητική τους ενέργεια διασπούν τα συσσωματώματα του ορυκτού εδάφους σε μικρότερα μόρια, τα οποία στην συνέχεια εισέρχονται της πόρους του επιφανειακού εδάφους και τους φράζουν. Έτσι η διείσδυση του νερού της βροχής γίνεται αδύνατη, με αποτέλεσμα την καθολική επιφανειακή απορροή του νερού και συνεπώς την έντονη επιφανειακή διάβρωση του εδάφους.

Η διείσδυση του νερού μέσα στο έδαφος μειώνεται και εξαιτίας μιας άλλης επίδρασης των δασικών πυρκαγιών που είναι η δημιουργία υδρόφοβων κολλοειδών και οργανικών ουσιών στην επιφάνεια του εδάφους. Συγκεκριμένα μετά την πυρκαγιά σχηματίζεται στην επιφάνεια του εδάφους ένα υδρόφοβο στρώμα που απωθεί το νερό της βροχής και εμποδίζει την διαβροχή του.

Γι’ αυτό πριν από οποιαδήποτε αναδάσωση πρέπει να γίνουν τα κατάλληλα έργα αποτροπής της διάβρωσης και συγκράτησης των επιφανειακών ρεόντων υδάτων. Τα έργα αυτά είναι απλά και όχι ιδιαίτερα δαπανηρά. Πρέπει αμέσως να υλοτομηθούν όλα τα καμένα δένδρα και οι κορμοί τους να διατίθενται παράλληλα προς τις ισοϋψείς με τρόπο που να λειτουργούν ως μικρά φράγματα (κορμοφράγματα). Σε περίπτωση που δεν υπάρχουν κορμοί τότε κατασκευάζουμε κλαδοπλέγματα τα οποία επιτελούν την ίδια λειτουργία. Με αυτόν τον τρόπο πετυχαίνουμε δύο πράγματα από το ένα μέρος αποτρέπουμε τη διάβρωση του εδάφους μειώνοντας την ταχύτητα του νερού και εμποδίζουμε την επιφανειακή απορροή ενώ παράλληλα με την υλοτομία και τη σύρση των κορμών σπάει το υδρόφοβο στρώμα (η αδιάβροχη κρούστα) και το νερό διηθείται μέσα στο έδαφος. Από το άλλο μέρος οι κορμοί αυτοί που έρχονται σε επαφή με το έδαφος σαπίζουν πολύ γρήγορα και αποσυντίθενται εμπλουτίζοντας το έδαφος με την πολύτιμη οργανική ουσία απαραίτητα για τη βιολογική δραστηριότητα του εδάφους. Όλα αυτά πρέπει να έχουν τελειώσει πριν αρχίσουν τα πρωτοβρόχια το φθινόπωρο.

Δεύτερον η καταστροφή της οργανικής ουσίας του επιφανειακού εδάφους με τη φωτιά, επιδρά στην μείωση του πορώδους και στην αύξηση της φαινόμενης πυκνότητας. Αυτό συμβαίνει γιατί η παρουσία της οργανικής ουσίας βελτιώνει τη δομή του εδάφους και με την καταστροφή της αυξάνεται η φαινόμενη πυκνότητα με αντίστοιχη μείωση της αγροϊκανότητας.

Τρίτον οι αλλαγές της φυσικές και χημικές ιδιότητες των εδαφών με την πυρκαγιά σε συνδυασμό με την έλλειψη της δασικής βλάστησης, η οποία λειτουργεί προστατευτικά έναντι της βροχής και αποτελεί τον προστατευτικό μανδύα του εδάφους, δημιουργούν της κατάλληλες προϋποθέσεις εμφάνισης του φαινομένου της διάβρωσης. Το φαινόμενο επιτείνεται από την ύπαρξη ισχυρών κλίσεων  των δασικών εκτάσεων και από την συνήθη ραγδαιότητα των καλοκαιρινών βροχών που ακολουθούν.

Τέταρτον μετά την πυρκαγιά παρατηρείται αύξηση της θερμοκρασίας του εδάφους στο επιφανειακό στρώμα αυτού, λόγω της έλλειψης της βλάστησης και την αύξηση της ηλιακής ακτινοβολίας που φθάνει στο έδαφος. Στην αύξηση των θερμοκρασιών συντελεί της το σκουρότερο χρώμα της επιφάνειας του εδάφους, το οποίο συνήθως παρατηρείτε λόγω της στάχτης και της αιθάλης μετά την πυρκαγιά.

Πέμπτον ενώ έχουμε μείωση της οργανικής ουσίας λόγω της καύσης της, εν τούτοις προκαλείται μια προσωρινή αύξηση των διαθέσιμων ανόργανων συστατικών του (αύξηση της ταχύτητας αποσύνθεσης). Τα απελευθερούμενα της από την καύση του οργανικού υλικού ανόργανα συστατικά, παρασύρονται από της πρώτες βροχές που ακολουθούν την πυρκαγιά ιδίως σε κεκλιμένα δασικά εδάφη. Έτσι τα συστατικά αυτά χάνονται για το οικοσύστημα, με συνέπεια τη μείωση της παραγωγικότητας του σταθμού, που είναι ιδιαίτερα σημαντική.

Οι δασικές πυρκαγιές επιδρούν και στην βλάστηση της περιοχής, την οποία καταστρέφουν ολοσχερώς, γεγονός που οδηγεί στην πρόσκαιρη αλλαγή της χλωριδικής σύνθεσης της βλάστησης και τελικά σε μια δευτερογενή διαδοχή της, με αποτέλεσμα την υποβάθμιση του σταθμού και την εμφάνιση οικοσυστημάτων μειωμένης παραγωγικότητας. Πιο συγκεκριμένα υπάρχουν ποικίλες επιδράσεις των δασικών πυρκαγιών στα διάφορα είδη της δασικής βλάστησης και συντελούν στη νέκρωση ή στη πλήγωσή της. Το φύλλωμα και οι οφθαλμοί νεκρώνονται, ο κορμός θερμαίνεται σε σημείο που μέρος ή ολόκληρο το κάμβιο νεκρώνεται και οι ρίζες οι οποίες μπορεί να νεκρωθούν από την υπερθέρμανση. Αν και οι θερμοκρασίες κατά τη διάρκεια των δασικών πυρκαγιών φτάνουν και ξεπερνούν της 600οC στη φλεγόμενη ζώνη, οι φυτικοί ιστοί μπορούν της φορές να προστατευτούν από αυτές. Αυτό επιτυγχάνεται χάρη στη προστασία που προσφέρεται από το έδαφος για της ρίζες και από το ξηρόφλοιο για τον κορμό, τα οποία λειτουργούν ως μονωτικά υλικά.

Οι δασικές πυρκαγιές ευθύνονται για τη σύνθεση της φυτοκοινότητας αφού μετά από αυτές μόνο είδη προσαρμοσμένα ή ανθεκτικά σε αυτές μπορούν να επιβιώσουν. Η καταστροφή της φυτοκοινότητας η οποία αποτελεί σημαντικό αν όχι το σημαντικότερο συστατικό του δασικού τοπίου έχει ως συνέπεια εκτός των άλλων και την έντονη αισθητική υποβάθμιση.

Η Ελλάδα υπέστη φέτος το καλοκαίρι τη μεγαλύτερη οικολογική καταστροφή στην ιστορία της λόγω των δασικών πυρκαγιών. Από τον Ιούνιο, εκδηλώθηκαν πάνω από 3000 φωτιές με αποτέλεσμα τον αφανισμό εκατοντάδων χιλιάδων στρεμμάτων δασικών εκτάσεων και την απώλεια ανθρώπινων ζωών.
Ο απολογισμός της καταστροφής είναι πάνω από 3.000.000 στρέμματα καμένης γης.
Όμως οι συνέπειες των καταστροφικών πυρκαγιών δεν περιορίζονται στις οικολογικές. Πάνω απο120 χωριά καταστράφηκαν ολοσχερώς αφήνοντας πολλούς ανθρώπους στο δρόμο. Ενδεικτικό για το μέγεθος της καταστροφής είναι ότι εκτιμάται ότι κάηκαν πάνω από 350.000 στρέμματα καλλιεργήσιμων εκτάσεων, ενώ υπολογίζεται ότι 80.000 ζώα απανθρακώθηκαν. Έτσι, χιλιάδες οικογένειες αντιμετωπίζουν πλέον πρόβλημα βιοπορισμού, αφού η πλειοψηφία του πληθυσμού των περιοχών που επλήγησαν ζει από τη γεωργία και την κτηνοτροφία.

Πίνακας 1. Κατανομή δασικών πυρκαγιών και καμένων εκτάσεων στην Ελλάδα κατά την περίοδο 1955-1999.

Χρονική περίοδος Αριθμός ετών Συνολικός αριθμός πυρκαγιών Συνολικά καμένες εκτάσεις Μέσος αριθμός πυρκαγιών Μέσος όρος καμένων εκτάσεων ανά έτος Μέσος όρος καιγόμενης έκτασης ανά πυρκαγιά
1955-1959 5 2.958 46.733 592 9.347 15,8
1960-1969 10 7.240 123.769 724 12.377 17,0
1970-1979 10 7.354 203.790 734 20.379 27,7
1980-1989 10 12.635 524.167 1.263 52.417 41,5
1990-1999 10 17013 451.613 1.701 45.161 26,6
ΣΥΝΟΛΟ 45 47200 1.350.072 1.049 30.001 28,6