Η μετάνοια ενός βασιλιά

2 Ιουνίου 2021

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Ο βασιλιάς Λουδοβίκος ο ΙΕ’ της Γαλλίας βασίλευσε περίπου εξήντα χρόνια. Η ζωή του ήταν γεμάτη κραιπάλες και ασωτίες. Ασχολιόταν κυρίως με τις ερωμένες του, τις οποίες τις έκανε πριγκίπισσες ανεβάζοντάς τες από τον υπόκοσμο στην «υψηλή» κοινωνία. Η βασίλισσα, η νόμιμη γυναίκα του, περιφρονημένη ήταν κλειδωμένη σε κάποιο δωμάτιο και παρουσιαζόταν μόνο σε ορισμένες επίσημες στιγμές, που ήταν πολύ λίγες.

Και σ’ αυτή την κατάσταση, μία κοπέλα του, κόρη του από τη νόμιμη γυναίκα του, προβληματισμένη από τη δυσωδία της αμαρτίας που κυριαρχούσε γύρω της, κατάλαβε τη ματαιότητα του κόσμου και έγινε καλογριά! Τι παράξενα πράγματα! Ο άνθρωπος αυτός να δει μία κόρη του μοναχή!

Όπως σε όλους, όμως, κοινούς θνητούς και βασιλιάδες, ήρθε τέλος πάντων και ο θάνατος.

Αρρώστησε ο βασιλιάς και δίπλα του στέκει η τελευταία του φιλενάδα, η «κυρία» Ντυμπαρύ, η οποία προσπαθεί να «το παίξει» προστάτιδα και κληρονόμος. Και τότε, η θυγατέρα του που είχε γίνει μοναχή, παίρνει τον σταυρό που είχε στο κελλί της για να προσεύχεται, και τον φέρνει στο δωμάτιο που αργοπέθαινε ο πατέρας της.

Και γυρίζοντας στο κελλί της πέφτει στα γόνατα και προσεύχεται παρακαλώντας τον Χριστό, έστω και στο τέλος, να του δώσει μετάνοια, για να μη χάσει την ψυχή του. Μετά, γυρίζοντας στον πατέρα της του λέει:
– Θυμήσου το έλεος του Χριστού, πατέρα. Γύρισε τα μάτια σου σε Εκείνον που σταυρώθηκε για μας!

Ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος ΙΕ’, (1710-1774).

Κι εκείνος ακούγοντας τα λόγια της κοιτάζει τον Εσταυρωμένο και έρχεται σε κατάνυξη. Οι προσευχές της θυγατέρας του καρποφορούν. Και η κατάνυξη φέρνει μεταβολή!

Ήταν 4 Μαΐου 1774. Τότε δείχνει με το δάχτυλο στη Ντυμπαρύ την πόρτα, και τη διατάζει να φύγει. Και την επομένη καλεί τον αρχιεπίσκοπο των Παρισίων για να τον εξομολογήσει.

Ο αρχιεπίσκοπος αφού δέχθηκε την εξομολόγησή του, ακούει τον βασιλιά να του λέει:
– Σε παρακαλώ, δεσπότη μου, βγες και κήρυξε στο λαό της Γαλλίας, και πες του τα εξής εκ μέρους μου: Βαθιά μετανοημένος για κάθε πίκρα που προξένησα όχι μόνο στην οικογένειά μου αλλά ακόμη και στον τελευταίο υπήκοό μου, παρακαλώ τον Θεό να με αφήσει να ζήσω λίγο ακόμα, για να μπορέσω να εργαστώ, έστω και τώρα, λίγο για την ψυχή μου και για το καλό του λαού μου.

Μετά παρακάλεσε να του φέρουν κοντά του τον Σταυρό. Τον αγκάλιασε, Τον φίλησε και έκλεισε τα μάτια του έχοντας τον Σταυρό του Χριστού στην αγκαλιά του.

Σίγουρα ήταν μία μεταβολή… 180 μοίρες! Δεν πρόλαβε να δείξει με άλλα έργα τη μετάνοιά του. Δεν πρόλαβε να προσφέρει τίποτε στους υπηκόους του.

Ίσως για τα κοσμικά δεδομένα η μετάνοιά του δεν είχε καμιά αξία. Για τον Χριστό όμως, που δέχεται και τον τελευταίο αμαρτωλό, είχε αξία. Προφανώς, όπως ελεήθηκε και ο ληστής, έτσι κι αυτός έγινε άξιος του ελέους του Θεού.

Το ζήτημα για μας, και η ευχή για όλον τον κόσμο, είναι να κάνουμε τη μεταβολή αυτή όσο το δυνατόν πιο νωρίς, για να εργαστούμε λίγο καλύτερα για τη μετάνοια και την κάθαρσή μας από τα πάθη και την απόκτηση των αρετών του Χριστού.

Κι όποιος κάνει μεταβολή, μετανοεί ειλικρινά και πηγαίνει κοντά στο Χριστό, το «νερό» της ζωής του, την ανούσια και πεζή ζωή του μακριά από τον Χριστό, που μάταια προσπαθεί να την γλυκάνει με τα γλέντια και τις σαρκικές διασκεδάσεις, την κάνει τόσο ήρεμη και τόσο γλυκιά, που δεν θέλει πια καθόλου τέτοια γλέντια και διασκεδάσεις, γιατί γεύεται τη χαρά και την ειρήνη που δίνει ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός.

 

† Μητροπολίτου Νικοπόλεως Μελετίου, «Εγερτήρια μηνύματα», έκδοση Ι. Μ. Προφήτου Ηλιού – Πρέβεζα 2020, σ. 88-90.