Η προσπάθεια για πολιτική οργάνωση στην Ελλάδα
5 Ιουνίου 2021Και ενώ η Ευρωπαϊκή διπλωματία βρίσκονταν σε πλήρη διπλωματική κινητικότητα για το ελληνικό ζήτημα στην Ελλάδα, μετά από την επιτυχή εξέλιξη των πολεμικών επιχειρήσεων του πρώτου έτους της επανάστασης, κρίθηκε απαραίτητο από τους φορείς του επαναστατημένου έθνους, να συγκαλέσουν εθνική συνέλευση. Στόχος της απόφασης αυτής ήταν να λάβουν μέτρα για την πολιτική συγκρότηση της Ελλάδα και τη «δίκαιη» εκπροσώπηση των επαναστατημένων περιοχών.
Ήδη από τις πρώτες ημέρες της εκδήλωσης της επανάστασης στην Πελοπόννησο είχε γίνει προσπάθεια να συγκροτηθούν τοπικοί οργανισμοί, για να συντονίσουν καλύτερα τις επιχειρήσεις, αλλά και να λάβουν μέτρα, για την οργάνωση του επαναστατημένου έθνους, ώστε να εξασφαλιστεί η επιτυχής έκβαση του αγώνα.
Αυτή όμως η προσπάθεια υπονομεύτηκε από τους ίδιους τους εκπροσώπους των τοπικών οργανισμών και των διοικήσεων με τις μεθοδεύσεις, οι οποίες επιχειρήθηκαν. Και πήρε τέτοια έκταση η διαμάχη, ώστε σ’ αυτές τις ενέργειες τους πρέπει να αναζητηθεί η αιτία της αναρχίας, που επικράτησε στην Ελλάδα, και των εμφυλίων πολέμων, που εκδηλώθηκαν κατά τη διάρκεια του αγώνα.
Στη δημιουργία αυτών των τοπικών οργανισμών, όπως ήταν ο Οργανισμός της Πελοποννησιακής Γερουσίας, η προσωρινή Διοίκηση της Δυτικής Χέρσου Ελλάδας ή η Νομική Διάταξη της Ανατολικής χέρσου Ελλάδος, πρωτοστάτησαν οι εκπρόσωποι της παλιάς, κυρίαρχης τάξης των προκρίτων και Αρχιερέων, η οποία βρίσκονταν σε πλήρη αντίθεση με το λαό.
Στην ομάδα αυτή προστέθηκαν οι νεοφερμένοι Φαναριώτες, οι οποίοι κατείχαν ηγετική θέση στη συνείδηση του λαού όχι μόνο λόγω της θέσης τους στη τουρκικό κράτος και της σύνδεσης τους με το Πατριαρχείο, αλλά και διότι διέθεταν γνώσεις και πολιτική πείρα.
Ο τρόπος, με τον οποίο όλοι αυτοί οι τοπικοί Οργανισμοί προσπάθησαν να χειριστούν τις υποθέσεις του αγώνα, η εκπροσώπηση, αλλά κυρίως η προσπάθεια τους να αποκλείσουν από τα συλλογικά όργανα αυτούς, οι οποίοι είχαν αναλάβει τη διεξαγωγή του, τους οπλαρχηγούς δηλαδή και λαό, προκάλεσε από την πρώτη στιγμή έντονες αντιδράσεις και όξυνε τη διαμάχη για τη σχέση των προκρίτων και του κλήρου με την οθωμανική Διοίκηση.
Η διαμάχη αυτή, που επικράτησε στην Ελλάδα, προκάλεσε την πλήρη αναρχία και δίχασε το λαό τα επόμενα χρόνια. Οι μέθοδοι, που ακολουθήθηκαν στη διεκδίκηση της εξουσίας, από τα πολιτικά πρόσωπα, τα οποία αναδείχτηκαν την περίοδο αυτή, τα άτομα που τελικά επελέγησαν, αλλά και η τακτική στη διευθέτηση των εθνικών θεμάτων, διακρίνονταν όχι μόνο από έλλειψη συγκεκριμένων αρχών και εθνικής «στρατηγικής», αλλά ουσιαστικά από περιφρόνηση προς τους θεσμούς, που οι πολιτειακοί αυτοί παράγοντες προσπάθησαν να εγκαθιδρύσουν στη χώρα.
Η στάση αυτή υπαγορεύονταν από το γεγονός ότι οι τακτικές, που ακολουθούνταν ήταν απολύτως σύμφωνες με εκείνες, που χρησιμοποιούνταν όλα τα προηγούμενα χρόνια στην επαφή της παλιάς κοινοτικής διοίκησης με την Οθωμανική αυτοκρατορία. Στόχο είχαν, όπως και στην περίοδο αυτή, την «καθυποταγή» του λαού και τον έλεγχο της εξουσίας από μια μικρή ομάδα προυχόντων, που είχαν πάντα την εύνοια της οθωμανικής διοίκησης.
Παρά τις ευγενείς προθέσεις σημαντικών προσώπων και νομομαθών, οι οποίοι συνέταξαν τα συντάγματα του αγώνα, με τον καλύτερο και πιο φιλελεύθερο τρόπο, η εξουσία περιήλθε στα χέρια προσώπων, τα οποία διακρίθηκαν, τόσο στη διεκδίκηση της εξουσίας, όσο και στην άσκησή της, από την αυθαιρεσία, τη συναλλαγή, τη σκοπιμότητα και την ιδιοτέλεια. Το αποτέλεσμα ήταν να υποθηκευτεί το μέλλον του λαού για πολλά χρόνια μετά την απελευθέρωση, σε οικονομικό, πολιτικό, αλλά και εθνικό επίπεδο.
Κατόρθωσαν ωστόσο ορισμένοι οπλαρχηγοί, όπως ο Κολοκοτρώνης στην Πελοπόννησο ή ο Ανδρούτσος στη Στερεά Ελλάδα κ.α. να εξασφαλίσουν θέση σ’ αυτές τις διεργασίες, ακριβώς επειδή δε χρειάστηκε να εξαρτηθούν από άλλους. Ήταν άλλωστε γνωστή η τακτική των προκρίτων να προσλαμβάνουν στην υπηρεσία τους, με την πρόφαση να συντηρήσουν τους ίδιους και τις οικογένειες τους, γνωστούς οπλαρχηγούς και αγωνιστές των περιφερειών τους. Με τον τρόπο αυτό απέφυγαν έντεχνα να τους έχουν αντίπαλους στα συλλογικά όργανα της επανάστασης, διασφαλίζοντας για τον εαυτό τους την εξουσία.
Το καλοκαίρι του 1821 έφθασε στην Πελοπόννησο, ως Γενικός πληρεξούσιος της αόρατης αρχής της Φιλικής Εταιρείας ο Δημήτριος Υψηλάντης και ζήτησε να αναλάβει τη διεύθυνση των επιχειρήσεων.
Η άφιξη του ωστόσο, που χαιρετίστηκε με ενθουσιασμό από το λαό, δεν έγινε δεκτή με ιδιαίτερη ικανοποίηση από τους προκρίτους και τους αρχιερείς . Ιδιαίτερα όταν τους δήλωσε την απόφαση του να αναλάβει τη διεύθυνση των επιχειρήσεων, η οποία βρίσκονταν σε πλήρη αντίθεση με την απόφαση, που είχαν λάβει οι ίδιοι στη σύσκεψη, που έκαναν στο μοναστήρι των Καλτετζών στις 26ης Μαΐου 1821 και η οποία πρόβλεπε:
« …..Να συσκέπτωσι, προβλέπωσι και διοικώσι και κατά το μερικόν και κατά το γενικόν απάσας τας υποθέσεις, διαφοράς και παν ότι συντείνει εις την κοινήν ευταξίαν, αρμονίαν, εξοικονόμησιν τε και ευκολίαν του ιερού αγώνος μας καθ’ οποιονδήποτε τρόπον η θεία πρόνοια τους φωτίσει και γνωρίσωσι ωφέλιμον, έχοντες κατά τούτο πάσαν πληρεξουσιότητα χωρίς να εμπορεί τινας ν’ αντιτείνη ή να παρακούση εις τα νεύματα και διαταγάς των. Και τούτο το υπούργημά των και η ημετέρα εκλογή θέλει διατρέξει, και θέλει έχει το κύρος μέχρι της αλώσεως της Τριπολιτσάς και δευτέρας κοινής σκέψεως….».
Έτσι στην επανάσταση διαμορφώθηκαν από την εκδήλωσή της δύο πόλοι εξουσίας. Ο ένας σχετίζονταν με τους εκπροσώπους της παλιάς τοπικής αυτοδιοίκησης, τους αρχιερείς και εκείνο το μέρος του λαού, που άμεσα ή έμμεσα εξαρτώνταν από αυτούς.
Ο δεύτερος περιελάμβανε τους Οπλαρχηγούς, οι οποίοι αποτελούσαν τους φυσικούς αρχηγούς του επαναστατημένου έθνους και είχαν άμεση αποδοχή από το λαό, που έτρεφε εχθρικά αισθήματα εναντίον των προκρίτων και επιθυμούσε να απαλλαγεί όχι μόνο από την τουρκική κυριαρχία, αλλά και από την παρουσία όσων μέχρι τώρα ασκούσαν τη διοίκηση του, στο όνομα των Τούρκων. Ο πόλος αυτός συσπειρώθηκε γύρω από το Δημήτριο Υψηλάντη, ο οποίος στη συνείδηση του λαού αποτελούσε τον αναμφισβήτητο ηγέτη, που θα οδηγούσε το έθνος στην απελευθέρωση.
Όπως αναφέρει στο βιβλίο του ο Douglas Dakin στο βιβλίο του «Η ενοποίηση της Ελλάδας»……
«Οι ανώτερες κοινωνικές τάξεις ήθελαν να διατηρηθεί η οθωμανική κοινωνική δομή, αλλά χωρίς τους Τούρκους, ενώ οι κατώτερες τάξεις επιδίωκαν να βελτιώσουν τη θέση τους, να κρατήσουν και να επαυξήσουν την περιουσία τους, να αποφύγουν την καταβολή φόρων και να ανέβουν στην κοινωνική κλίμακα. Υπήρχε μια λανθάνουσα διαμάχη ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς, αλλά ποτέ δε δημιουργήθηκε ενιαίο μέτωπο των κατώτερων κατά των ανώτερων τάξεων».
Στην εξέλιξη της επανάστασης η διαφοροποίηση αυτή αποτέλεσε την πηγή των δεινών και της αναρχίας, η οποία ακολούθησε τα επόμενα χρόνια και οδήγησε την επαναστατημένη Ελλάδα στους δύο εμφυλίους πολέμους. Ιδιαίτερα όταν στη χώρα έφθασε ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και η ομάδα των Φαναριωτών που τον συνόδευε.
Ικανός και ραδιούργος ο Μαυροκορδάτος έφθασε στην Πελοπόννησο από τη Μασσαλία στις 28 Ιουνίου 1821 με ένα πλοίο το οποίο μετέφερε εθελοντές από την Ιταλία και τη Γαλλία και εξέφρασε την επιθυμία να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην πατρίδα. Με την έγκριση του Υψηλάντη ανέλαβε την οργάνωση της Δυτικής Ελλάδας, με έδρα το Μεσολόγγι, ενώ την Ανατολική, με έδρα τα Σάλωνα ανέθεσε στο Θεόδωρο Νέγρη.
Γρήγορα όμως έδειξε την προτίμηση του προς τους πρόκριτους, οι οποίοι είχαν ανάγκη τις υπηρεσίες του, με σκοπό να δημιουργήσουν το αντίπαλο δέος στον Υψηλάντη, που έδειχνε να συμπαθεί ιδιαίτερα τους αγωνιστές. Ο τρόπος όμως, με τον οποίο πολιτεύτηκε στο εξής ο Φαναριώτης πολιτικός, σε καμία περίπτωση δε δείχνει τη διάθεσή του να υπηρετήσει τους προκρίτους. Στόχος του ήταν να χρησιμοποιήσει την επιρροή τους προκειμένου να εξασφαλίσει την επικράτηση του στην Ελλάδα, με την οποία όπως και όλοι οι Φαναριώτες δεν είχε καμία συναισθηματική δέσμευση.
Οι πόλοι αυτοί διεκδίκησαν με πάθος την εξουσία, διότι αντιπροσώπευαν τις δύο βασικές δυνάμεις της ελληνικής κοινωνίας. Εκείνης, που είχε μέχρι τώρα την εξουσία, κατείχε το κύρος και είχε στη διάθεση της τα μέσα παραγωγής και την πνευματική καθοδήγηση του λαού και εκείνης, η οποία αναδεικνύονταν μέσα από τις φλόγες του αγώνα και είχε ευρύτατη απήχηση στο λαό.
(Φωτ. Ο Μαυροκορδάτος , ο Ι.Κωλέττης και ο Δημ. Υψηλάντης που πρωτοστάτησαν την περίοδο αυτή μαζί με τους προκρίτους)