Η ζωντανή παιδαγωγία

1 Ιουνίου 2021

Σε εποχές σαν τη δική μας, σε εποχές κρίσης, όπως συνηθίζουμε να λέμε, όλα τείνουν να γίνονται σε υπερθετικό βαθμό: Οι απαισιόδοξες αναλύσεις περιγράφουν την απόλυτη καταστροφή, ενώ οι αισιόδοξες ωραιοποιούν σε τέτοιο βαθμό τις δυσκολίες, ώστε να νομίζει κανείς, πως τα πάντα δεν είναι παρά ένα άσχημο όνειρο. Παράλληλα, και οι αντιδράσεις κινούνται από το ένα άκρο, από εκείνο του πανικού, που κάνει τους ανθρώπους να κρύβουν τα χρήματά τους κάτω από το μαξιλάρι, έως το άλλο, εκείνο της απόλυτης ανεμελιάς, σαν αν μην έχει αλλάξει τίποτα.

Ανεξάρτητα πάντως από το ποιο άκρο έλκει τον καθέναν από μας, η δική μας, η ελληνική ιδιαιτερότητα μιας, κατά τα φαινόμενα, πανευρωπαϊκής, ίσως και παγκόσμιας κρίσης συνοδεύεται από πολύ θυμό, αλλά και συγχρόνως από μεγάλη απαξίωση θεσμών και προσώπων. Απελπισμένοι και υπεραισιόδοξοι, κατά βάθος συμφωνούν σε ένα πράγμα:
Δεν ζούμε στην πατρίδα που θα θέλαμε.

Είτε βυθιστούμε πιο πολύ, είτε επαληθευτούν τα πιο αισιόδοξα σενάρια για μια λιγότερο επώδυνη έξοδο από την στενωπό, ένα παραπονεμένο όνειρο για μια άλλη ποιότητα εθνικού και κοινωνικού βίου θα συνεχίσει να πλανάται. Αυτά που μας πικραίνουν είναι πολλά και ο καθένας, αν του δινόταν η ευκαιρία, θα είχε οπωσδήποτε να καταθέσει την δική του προσωπική διαπίστωση. Αυτό όμως που φαίνεται να βαραίνει όλους είναι μια γενικευμένη καχυποψία. Καχυποψία, όχι μόνον απέναντι στα προγράμματα και τα οράματα, στις υποσχέσεις και τις αναλύσεις, ένθεν κακείθεν. Καχυποψία –κι αυτό είναι το χειρότερο- απέναντι στον διπλανό μας, τον καθημερινό συνάνθρωπό μας, τον οποιονδήποτε έρχεται σε επαφή μαζί μας, είτε σε οικονομικό, είτε σε κοινωνικό επίπεδο. Πίσω από κάθε δοσοληψία κρύβεται η υποψία άνομου πλουτισμού, πίσω από κάθε συναναστροφή κρύβεται η υποψία μιας εις βάρος μας ιδιοτέλειας. Δεν εμπιστευόμαστε κανένα και τίποτα. Και η ρίζα αυτής της στάσης –δυστυχώς- πηγάζει από μια συνειδητή ή υποσυνείδητη γνώση, βασισμένη στην αυτοπαρατήρηση: με το χρόνο, όλο και μειώνεται η συλλογικότητα και η κοινωνική διάσταση των πράξεών μας. Με άλλα λόγια, μέρα με τη μέρα αισθανόμαστε πως το μόνο που μας αφορά είναι η ατομική μας, ή έστω του στενού κοινωνικού μας κύκλου ανέλιξη και τακτοποίηση. Κάνοντάς τους όμως όλους ανταγωνιστές, υπέστημεν τις αντίστοιχες συνέπειες: Δεχόμαστε την ακριβώς ανάλογη συμπεριφορά ή ζούμε διαρκώς με την υποψία πως θα την υποστούμε. Η καρδιά μας και, μοιραία, η ματιά μας έχουν στενέψει τραγικά. Δεν είναι άλλωστε τυχαία η θλιβερή διαπίστωση πως ως λαός υπολειπόμεθα τραγικά στη συμμετοχή μας σε πρωτοβουλίες και θεσμούς εθελοντισμού και κοινωνικής δράσης.

Βεβαίως δεν πρόκειται μόνο περί προσωπικών μας εντυπώσεων. Όντως, βαλλόμεθα διαρκώς από αρνητικά πρότυπα και αρνητικές ενέργειες εκείνων που βρέθηκαν να καλούν με κούφια λόγια σε κούφια οράματα. Μεγαλοσχήμονες σε δημόσιες θέσεις, με συσσωρεμένη ασυνέπεια λόγων και έργων, κατέληξαν να εισπράττουν στην καλύτερη των περιπτώσεων περιφρόνηση, και στην χειρότερη, χειροδικία οργής. Παρ΄ όλα αυτά, λίγο μας απασχολεί η αιτία του συμπτώματος. Και αυτή δεν είναι άλλη από την αποσιώπηση-ίσως και σταδιακή αδρανοποίηση- μιας βασικής αρχής:

Το μυαλό και κυρίως η καρδιά απεχθάνεται τις ασάρκωτες ιδέες και τα αφηρημένα οράματα.

Η ιστορία της ανθρωπότητας μας διδάσκει πως οι μεγαλύτερες πνευματικές κατακτήσεις, είτε σε πολιτικό, είτε σε φιλοσοφικό, είτε και σε θρησκευτικό επίπεδο, παρέμειναν εναργείς, όσο ποτίστηκαν και συνέχισαν να ποτίζονται με το ζωντανό παράδειγμα, την συνέπεια λόγων και έργων, ακόμη και με την θυσία. Όσο αυτά ατονούν, ακόμη και οι ευγενέστερες πνευματικές συλλήψεις καταλήγουν θλιβερά ιδεολογήματα, ντυμένα με ξύλινη γλώσσα.

Τα επίπεδα της σημερινής περιβόητης κρίσης είναι πολλά. Φαίνεται όμως πως πρόκειται κυρίως για κρίση παιδαγωγίας μέσω του παραδείγματος. Ως κοινωνία δεν στερούμεθα ούτε σχεδίων, ούτε οραμάτων, ούτε καλών προθέσεων. Το δράμα μας είναι, πως, ούτε να πιαστούμε από κάτι ζωντανό έχουμε, αλλά και φαντάζουμε πολύ ανεπαρκείς, ώστε εμείς οι ίδιοι να προσφερθούμε ως στήριγμα για άλλους. Μπορεί με μεγάλη ευκολία –και, εν πολλοίς, δικαίως- να βάλλουμε εναντίον των επωνύμων, πολιτικών και άλλων, για την πλήρη ασυνέπεια τους, δεν είμαστε όμως έτοιμοι να αναλάβουμε ευθύνες ζωντανής παιδαγωγίας στον μικρό ή μεγαλύτερο κύκλο της καθημερινότητάς μας. Η αλήθεια είναι πως εκπαιδευτήκαμε από ένα σύστημα να μεταθέτουμε εύκολα ευθύνες στους κρατούντες και τους υψηλά ισταμένους. Οι κάθε είδους εξουσίες στον τόπο μας επεδίωξαν μετά πολλής επιμονής και ευχαριστήσεως να αναχθούν σε μικρούς θεούς της καθημερινότητάς μας. Συνηθίσαμε την κολακεία τους, κυρίως σε περιόδους εκλογών και καλομάθαμε στην συστηματική εκπαίδευση αποφυγής κάθε αυτοκριτικής και ανάληψης ευθύνης. Και αν -ενίοτε- τους επικρίναμε, κατά βάθος όμως συγχωρούσαμε, ίσως και επικροτούσαμε μέσω της ταύτισης μας μαζί του άλλα και μέσω της μίμησής τους σε πρακτικές και τρόπο σκέψης. Σταδιακά λοιπόν χρεοκοπήσαμε, όχι μόνο οικονομικά, αλλά κυρίως ηθικά. Το μέτρο του καλού και του κακού χάθηκε. Και αυτό διότι τα πρόσωπα, στων οποίων ο ήθος μετριόταν η ποιότητα των δικών μας επιλογών εξαφανίστηκαν.

Η χρεοκοπία αυτή αποκαλύφτηκε σε όλο το τραγικό της μεγαλείο στην παιδεία της νέας γενιάς, και ιδιαίτερα στις ηλικίες εκείνες, όπου η απομυθοποίηση και η κατάρρευση των προτύπων πονούν και ματώνουν. Διατηρήσαμε ακόμη την απέχθειά μας στον σωματικό βιασμό, έπαψε όμως να μας σοκάρει ο βιασμός πάνω σε νέες ψυχές γεμάτες αγνά ιδανικά, όταν για πρώτη φορά ο κυνισμός και η αναξιοκρατία της χτύπησε την πόρτα. Βαφτίσαμε εύκολα τις καταλήψεις, την αυθάδεια και την απειθαρχία ως κατάντημα της νέας γενιάς, αντί να τα αφουγκραστούμε ως κραυγές απελπισίας στη πείνα και την δίψα για ένα, έστω και ένα πρόσωπο υπεράνω των συνθηκών, που θα έδινε λόγο για αγώνα και ελπίδα.

Θα ήταν όμως λάθος τραγικό να περιοριστούμε μόνο στην αξιολόγηση της παιδαγωγίας της νέας γενιάς. Εμείς, όλοι μας, άσχετα αν το ομολογούμε φωναχτά ή όχι, πόσες φορές δεν κουνήσαμε με απόγνωση το κεφάλι, ψιθυρίζοντας τό «έτσι κάνουν όλοι». Η ματιά μας, την ώρα των μεγάλων διλημμάτων- και φτάνουν πάντοτε τα μεγάλα διλήμματα-δεν βρήκε κάπου να σταθεί για να πει το μεγάλο ΟΧΙ, αλλά και κανένα βλέμμα δεν σταμάτησε πάνω μας, όταν ο διπλανός αναζήτησε κάπου να πιαστεί, την ώρα που ο ξεπεσμός του χτύπησε την πόρτα.

Και τώρα; Μεγαλώσαμε με τα συνθήματα των εθνικών εορτών για την Ελλάδα, ως χώρα ηρώων. Η Ελλάδα είναι πάντα εδώ, το είδος όμως του ήρωα άλλαξε. Όσο το παρελθόν ζήτησε τον απροσκύνητο στις πλαγιές του Σουλίου και της Πίνδου, το παρόν ζητάει τον απροσκύνητο στην ασυνέπεια, στα εύκολα λόγια και τους χάρτινους ηγέτες. Όσο είχε ανάγκη η ιστορία κάποτε τα μπαρουτοκαπνισμένα μπαϊράκια, σήμερα έχει ανάγκη το φιλότιμο και την προσωπική ευθύνη. Όχι με οργή, αλλά με νηφάλια σκέψη οι μικροί ηγετίσκοι και οι αυτάρεσκες αυλές περιμένουν την απομυθοποίησή τους. Δεν κινδυνεύουν από τις εκρήξεις μας. Ξέρουν να τις διαχειριστούν. Κινδυνεύουν από την μετατόπιση του κέντρου βάρους της ύπαρξης μας από την κενότητά τους στον πυρήνα της πολύτιμης ψυχής μας και σε όσα θεόδοτα κρύβει, που περιμένουν να βγουν στο φως και να ποτίσουν με στοχασμό, αλλά και με πράξη μια νέα κοινωνία, αληθινά νέα, με δρόμους ανοιχτούς από τα εφήμερα και φθαρτά, στα αιώνια.