Ηλεκτρομηχανολογικές εγκαταστάσεις σε αναστηλωνόμενα κτίρια
9 Ιουνίου 2021Η γοητεία των έργων σε αναστηλωνόμενα κτίρια είναι ότι κρατάει τον νου του ανθρώπου σε μία σύνδεση με την ιστορία της τέχνης και της τεχνολογίας και τον θέτει σε εγρήγορση για την διαρκή γένεση λύσεων-ιδεών, μακριά από την σημερινή τυποποίηση. Η διατήρηση της ιδιαιτερότητας κάθε κτιρίου-μνημείου αποτελεί την μεγάλη πρόκληση.
Το έναυσμα για την σύνταξη αυτού του άρθρου μου δόθηκε όταν παρευρέθηκα ως απλός ακροατής στο συνέδριο που διοργάνωσε η Εταιρεία Επιστημονικής Αναστήλωσης Μνημείων, στην Θεσσαλονίκη, τον Μάιο του 2006. Λίγο πριν από την λήξη των εργασιών του συνεδρίου πήρε τον λόγο ένας σύνεδρος και ερώτησε: «Καλά όλα αυτά που λέμε, αλλά τα μνημεία πολλές φορές απαιτούν και ηλεκτρομηχανολογικές εγκαταστάσεις, που είναι οι συνάδελφοι ηλεκτρολόγοι και μηχανολόγοι;». Η αλήθεια είναι ότι αισθάνθηκα αμηχανία και δεν ζήτησα να πάρω τον λόγο για να δηλώσω έστω την παρουσία μου, αλλά ταυτόχρονα το μυαλό μου πλημμύρισαν πολλές σκέψεις. Κυρίαρχη σκέψη η ευθύνη που πρέπει να διακατέχει όλες τις ειδικότητες που ασχολούνται με τις αναστηλώσεις, ειδικά όμως για την ειδικότητά μας η ευθύνη μας επικεντρώνεται στον τρόπο ένταξης και την ύπαρξη μέτρου για την διαστασιολόγηση των εγκαταστάσεων, στα μνημεία. Θέλοντας μέσα μου να αναλύσω λίγο τον λόγο της παρέμβασης του συγκεκριμένου ανθρώπου, πιστεύω ότι είχε σαν βάση την αγωνία του για συνεργασία μεταξύ των επιστημόνων (διαφόρων ειδικοτήτων) που ασχολούνται με την αναστήλωση των μνημείων.
Οι ηλεκτρομηχανολογικές (Η-Μ) εγκαταστάσεις όπως οι ηλεκτρολογικές (ισχυρών και ασθενών ρευμάτων), ύδρευση, αποχέτευση, κεντρική θέρμανση, κλιματισμός, ενεργητική πυροπροστασία, ανελκυστήρες-ανυψωτικά μηχανήματα απαρτίζουν την ομάδα των ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων οι οποίες έχουν σαφέστατα ως σκοπό να διευκολύνουν στην λειτουργικότητα των κτιρίων.
Οι παραδοσιακές εγκαταστάσεις
Δεν θα ήταν περίεργο αν κάποιος αναρωτιόταν σε τι θα μπορούσαν να διαφέρουν οι Η-Μ εγκαταστάσεις σε κτίρια η μνημεία αναστηλώσεως. Ίσως ακόμη κάποιος να είχε την απορία ότι δεν απαιτούνται, μιας και όλα αυτά τα κτίρια είχαν ελάχιστες (βασικές για τα σύγχρονα δεδομένα) Η-Μ εγκαταστάσεις η ακόμη και σε κάποια άλλα αυτές ήταν ανύπαρκτες.
Θα ήταν ανειλικρινές να λέγαμε ότι κάποιες τέτοιες σκέψεις δεν διακατείχαν και εμάς προ της ενασχόλησής μας με το αντικείμενο και δεν θα κρύψουμε την άποψη που είχαμε: «Σε τι μπορούν να διαφέρουν οι Η-Μ εγκαταστάσεις σε αυτού του είδους τα κτίρια, από τις αντίστοιχες των σύγχρονων». Η απάντηση βεβαίως σε αυτά τα ερωτήματα ήρθε μέσω της εμπειρίας από την ενασχόλησή μας με το αντικείμενο.
Οι παλαιότερες αυτών των εγκαταστάσεων που συναντά κανείς σε τέτοιου είδους κτίρια είναι οι αποχετεύσεις και η θέρμανση. Εκείνο δε μάλιστα που εύκολα παρατηρεί κανείς είναι ότι οι παλαιότερες αυτών χρησιμοποιούν υλικά κατασκευής που έχουν σαν βασικό υλικό τον πηλό. Βλέπει, δηλαδή, κανείς δίκτυα αποχετεύσεως (κατακόρυφα η οριζόντια) από κεραμικά υλικά (π.χ. κεραμικούς σφονδύλους), την δε θέρμανση με κτιστές σόμπες η τζάκια.
Βεβαίως αυτές οι εγκαταστάσεις είναι από τις πλέον βασικές που συναντά κανείς σε κτίρια με πιο ευρύτερα διαδεδομένη χρήση, όπως αυτή της κατοικίας . Συναντά όμως και εγκαταστάσεις σε κτίρια η χώρους που έχουν εξειδικευμένες χρήσεις (π.χ. εργαστήρια , βιοτεχνικούς χώρους, χώρους διαφύλαξης κειμηλίων, οι οποίοι είναι και ίδιοι αξιόλογοι από ιστορικής πλευράς κ.α.), εγκαταστάσεις που σήμερα έχουν αποκλειστικά μουσειακή αξία, διότι με την εξέλιξη της τεχνολογίας σήμερα δεν κατασκευάζονται κατά τον τρόπο με τον οποίο κατασκευάζονταν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό των διαφόρων εργαστηρίων (σιδηρουργείων-χαλκαδιών κ.λπ.), όπου η κίνηση στα διάφορα εργαλεία μετεδίδετο μέσω ιμάντων-αξόνων και τροχαλιών, τις περισσότερες φορές από μία υδατόπτωση η από ανεμοκίνηση. Αντιληπτός είναι ο όγκος που απαιτούσε μία τέτοια εγκατάσταση, όπως επίσης και κατά πόσο ανέτρεψε την φιλοσοφία αυτή η εξέλιξη της τεχνολογίας για παράδειγμα με την εφεύρεση του ηλεκτρισμού.
Δυστυχώς όμως για τον ελλαδικό χώρο πολλά κτίρια κατεδαφίστηκαν κατά τις δεκαετίες 1960 και 1970 προκειμένου να δώσουν την θέση τους σε σύγχρονα κτίρια, εν αντιθέσει με τους Ευρωπαίους που έκαναν κάτι διαφορετικό. Αναστήλωναν τα παλαιά κτίρια και έκτιζαν σύγχρονα σε άλλες τοποθεσίες. Έτσι, εκτός από την καταστροφή μοναδικών κτιρίων σε αισθητική και τεχνοτροπία, χάθηκαν και μοναδικές μηχανολογικές εγκαταστάσεις. Οι ελάχιστες που σώζονται τις συναντάμε συνήθως σε μοναστήρια, και αυτό διότι λόγω των διαφόρων ιστορικών συγκυριών (μεταπολεμικές περιόδους κ.α.) και με την παρακμή που είχε γνωρίσει ο μοναχισμός στην Ελλάδα κατά την περίοδο των δεκαετιών που αναφέρθηκαν δημιουργήθηκε και οικονομική ανέχεια, με αποτέλεσμα την πλήρη απραξία και εγκατάλειψη, που βεβαίως αποδείχθηκε σωτήρια (γι’ αυτά που σώθηκαν) για την ύπαρξή των μέχρι σήμερα. Όμως η κατάστασή τους είναι σε κάποιες περιπτώσεις αναστρέψιμη -με πολύ κόπο όμως-, ενώ υπάρχουν και περιπτώσεις που αυτό δεν είναι εφικτό.
Η αναστήλωση
Έτσι, στο σημείο αυτό αρχίζει το έργο της αναστηλώσεως, το οποίο σε ευρύτερο πεδίο είναι ένα συλλογικό έργο, το οποίο βαρύνει κατά κύριο λόγο τους αρχαιολόγους και τους αρχιτέκτονες προκειμένου να υπάρξει η σπουδή για την ιστορία, την κατάσταση και την πρώην και μελλοντική χρήση του, προκειμένου να αποφασιστούν οι παρεμβάσεις. Καθοριστικό ρόλο για το μέγεθος των παρεμβάσεων παίζουν βασικά η μελλοντική χρήση και η κατάστασή του. Παράλληλα με τις κτιριολογικές αποφάσεις, λόγο έχουν και οι ηλεκτρομηχανολογικές εγκαταστάσεις, οι οποίες θα πρέπει να ανασχεδιασθούν έτσι ώστε να εξυπηρετούν τα νέα δεδομένα-χρήση του κτιρίου.
Από το σημείο αυτό αρχίζει ένα πολύ μεγάλης σημασίας έργο που αφορά την ειδικότητα του ηλεκτρολόγου-μηχανολόγου μηχανικού. Λέμε ότι έχει ιδιαίτερη βαρύτητα, διότι θα πρέπει κατ’ αρχάς -σε συνεργασία με τις υπόλοιπες επιστημονικές ειδικότητες- να αποφασιστεί κατά πρώτον σε ποιό βαθμό θα ενεργοποιηθούν η ακόμη θα παραμείνουν από πλευράς παρουσίας οι παλιές Η-Μ εγκαταστάσεις και, κατά δεύτερον, και σημαντικότερο με βάση την χρήση του κτιρίου ποια είδη Η-Μ εγκαταστάσεων απαιτούνται.
Αυτού του είδους οι επιλογές απαιτούν αρκετή ευρύτητα πνεύματος και κατανόηση στην τεκμηρίωση των απόψεων μεταξύ των εμπλεκόμενων επιστημονικών ειδικοτήτων, έτσι ώστε να υπάρχει το ιδεατό αποτέλεσμα και να μην φθάνουμε στην εσφαλμένη αντίληψη του «κατάστρεψε και αντικατάστησε». Κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα πρέπει αφενός μεν να εξασφαλίζεται η συνέχεια της ιστορίας του κτιρίου, αφετέρου δε να εφαρμόζονται οι σύγχρονες τεχνικές έτσι ώστε να εξυπηρετηθεί κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο η χρήση του.
Ο χαρακτήρας και τα είδη των ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων τα οποία αποφασίζονται να ενταχθούν στο προς αναστήλωση κτίριο εναρμονίζονται με τον χαρακτήρα του κτιρίου και σχεδιάζονται με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι δυνατόν να ξεχωρίζονται οι διάφορες φάσεις παρεμβάσεων καθόλη την ιστορία του. Δεν είναι λίγες οι φορές που θα δούμε σε ίδιο χώρο μία παλαιά εγκατάσταση σε αχρησία η σε ελαφρά χρήση και μία νέα να έχει αναλάβει την κύρια εξυπηρέτηση της χρήσης του χώρου. Χαρακτηριστικό και σύνηθες παράδειγμα είναι αυτό των ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων με τα υφασμάτινα καλώδια που στηρίζονται σε πορσελάνινους μονωτήρες και τροφοδοτούν φωτιστικά σημεία, οι οποίες σήμερα δεν έχουν ρόλο χρηστικό διότι τον ρόλο αυτό τον έχει αναλάβει μία σύγχρονη ηλεκτρική εγκατάσταση φωτισμού.
Παρελθόν, παρόν και μέλλον
Ένα άλλο σημαντικό κριτήριο με το οποίο πρέπει να σχεδιάζονται οι Η-Μ εγκαταστάσεις είναι αυτό της δυνατότητας της αναστρεψιμότητας του κτιρίου σε φάση προ της παρέμβασής μας. Και αυτό διότι πρέπει να μπορούμε να έχουμε κατά το μεγαλύτερο δυνατόν ποσοστό την μορφή ενός κτιρίου όπως στην αυθεντική του-αρχική του κατάσταση. Δεν είναι πρέπον προς χάριν διευκολύνσεως του σχεδιασμού η της υλοποίησης εγκαταστάσεων να γίνονται κτιριακές καταστροφές σε τέτοια κτίρια. Ο κύριος λόγος είναι ότι έχουμε ευθύνη απέναντι στις μελλοντικές γενεές για συνέχιση της γνώσης της ιστορίας του οποιουδήποτε μνημείου, ανεξάρτητα από τις παρεμβάσεις που έχουν γίνει. Και για να γίνει πιο αντιληπτό αυτό, θα αναφέρουμε για παράδειγμα ότι δεν θα ήταν σωστό θέλοντας να τοποθετήσουμε μία κεντρική κλιματιστική μονάδα επί ενός ξύλινου μεσωδαπέδου με στατική ανεπάρκεια σε ένα κτίριο να αποξηλώσουμε το ξύλινο μεσωδάπεδο και να το αντικαταστήσουμε με μία στατικά επαρκή (για το φορτίο μας) πλάκα από μπετόν.
Ένας δεύτερος λόγος είναι ότι απαιτείται η δυνατότητα αναστρεψιμότητας διότι η τεχνολογία συνεχώς εξελίσσεται και κατ’ αυτόν τον τρόπο θα πρέπει να μπορούμε στο μέλλον να τις εφαρμόσουμε, μιας και μιλάμε για διαχρονικές κατασκευές. Και ένας τρίτος λόγος είναι ότι στο μέλλον μπορεί το οποιοδήποτε τέτοιο κτίριο να αλλάξει χρήση. Ας σκεφτούμε στο σημείο αυτό τι πραγματικά θα μείνει από το αρχική κατασκευή αν σε κάθε τέτοια αλλαγή καταστρέφαμε και κάποιο μέρος του.
Ο κλιματισμός
Η πλέον δύσκολη ένταξη εγκατάστασης σε τέτοιου είδους κτίρια είναι αυτή του κλιματισμού, και δεν εννοούμε βέβαια την έννοια όπως έχει επικρατήσει στην εποχή μας, όπου έχει ταυτισθεί με την ψύξη η την θέρμανση που μας προσφέρει ένα απλό μηχάνημα που ίσως έχει κάθε ένας από εμάς. Εννοούμε όπως ακριβώς δίδεται και στην αμερικανική ορολογία air conditions, δηλαδή συνθήκες αέρα που μεταφράζεται σε έλεγχο των παρακάτω παραμέτρων του: α. έλεγχος θερμοκρασίας , β. έλεγχος υγρασίας και, τέλος, έλεγχος της ποιότητας του αέρα (περιεκτικότητα σε αιωρήματα, περιεκτικότητα σε CO και CO2 κ.λπ.).
Ο πλέον επικρατέστερος τρόπος για την υλοποίηση αυτών των εγκαταστάσεων είναι μέσω κεντρικών κλιματιστικών μονάδων που συνήθως -όπως και σε όλων των ειδών τα κτίρια- αυτές τοποθετούνται σε ειδικά διαμορφωμένους βοηθητικούς χώρους που ονομάζονται μηχανοστάσια. Η σύνδεση των κεντρικών κλιματιστικών μηχανών με τους χώρους γίνεται από δίκτυα αεραγωγών επιστροφής-προσαγωγής αέρα από και προς τον η τους χώρους. Είναι κατανοητό ότι το δυσεπίλυτο πρόβλημα είναι η εύρεση του χώρου ένταξης προκειμένου να υλοποιηθούν τέτοιες εγκαταστάσεις (τοποθέτηση κλιματιστικών μονάδων, διέλευση αεραγωγών).
Δεδομένου ότι μιλάμε για ένα διαμορφωμένο κτίριο που τις περισσότερες φορές έχει βαριά φέροντα στοιχεία (π.χ. τοίχοι πέτρινοι μεγάλου πάχους) και τα οποία πολλές φορές έχουν υποστεί φθορές από τον χρόνο, καταλαβαίνει κανείς πόσο δύσκολη υπόθεση είναι όχι μόνο οι διελεύσεις αεραγωγών (όπου οι διατομές είναι μεγάλες), αλλά πολλές φορές και η διάνοιξη οπών για διέλευση σωληνώσεων. Οι δυσκολίες αυτές έγκεινται στο ότι το πλήθος η το μέγεθος τέτοιων διανοίξεων μπορεί να προκαλέσουν στατικό πρόβλημα στο ίδιο το κτίριο η το ίδιο το κτίριο να έχει δομικά στοιχεία σε χαλαρότητα, με αποτέλεσμα να υπάρχει ο κίνδυνος κατάρρευσης τμημάτων της τοιχοποιίας του από τέτοιου είδους διανοίξεις κ.α.
Η πρόκληση
Αν σκεφθεί κανείς ότι πολλές φορές δεν είναι γνωστά πολλά από τα δομικά στοιχεία του κτιρίου, τα προβλήματα για τον μελετητή είναι ακόμη περισσότερα. Δεν είναι λίγες οι φορές που τέτοιου είδους παράμετροι έχουν αναγκάσει κατά την εκτέλεση του έργου σε μεγάλου η μικρού βαθμού τροποποιήσεις των μελετών, το οποίο -όπως είναι προφανές- παραδίδει στο κενό αρκετές ώρες εργασίας. Και αυτό θα πει κανείς ότι είναι το ολιγότερο αν σκεφτεί κανείς την αναστάτωση στον προγραμματισμό των εργασιών της αναστήλωσης που μπορούν να φέρουν τέτοιου είδους αναθεωρήσεις, που πολλές φορές απαιτούν επανασχεδιασμό μεγάλου μέρους του τρόπου που έχουν μελετηθεί οι εγκαταστάσεις.
Επειδή όμως δεν αρκούν οι μελέτες και οι σχεδιασμοί (αυτή είναι η μια πλευρά), απαιτείται και σωστή εφαρμογή αυτών προκειμένου να φτάσουμε σε ένα ιδεατό αποτέλεσμα. Αυτό μας αναγκάζει να δεσμευόμαστε ότι πρέπει να έχουμε και κατάλληλα εκπαιδευμένους τεχνικούς (εξειδίκευση) που θα υλοποιούν τέτοιου είδους εγκαταστάσεις. Είναι σαφές ότι τόσον η προσοχή όσον και η σημασία στην λεπτομέρεια κατά την κατασκευή παίζουν σημαντικότατο ρόλο για την σωστή υλοποίησή τους.
Η γοητεία όμως αυτών των έργων είναι ότι κρατάει τον νου του ανθρώπου αφενός σε μία σύνδεση με την ιστορία γενικότερα και ειδικότερα με την ιστορία της τέχνης και της τεχνολογίας και αφετέρου σε μια εγρήγορση με την διαρκή γένεση λύσεων-ιδεών, διότι έχουμε ξεφύγει εντελώς από την έννοια της σημερινής τυποποίησης που αυτό δίδει στους ενασχολούντες με αυτό το αντικείμενο μεγάλες εμπειρίες. Ειλικρινά κάθε κτίριο (από την μέχρι σήμερα εμπειρία μας) πρέπει να αντιμετωπίζεται από τον μελετητή ως μια ξεχωριστή περίπτωση. Για παράδειγμα είναι πολύ διαφορετικό ένας μηχανικός να παράξει μια μελέτη μονοσωληνίου θερμάνσεως με αυτονομία ανά διαμέρισμα σε μία νεοαναγειρόμενη πολυκατοικία σε σχέση με την εγκατάσταση κεντρικής θέρμανσης ενός κτιρίου 500 και πλέον ετών που μπορεί να είναι πληθόκτιστο (που σημαίνει ότι έχουμε αρκετά μεγάλη πλαστικότητα, ότι το οποίο πρόβλημα διαρροής μπορεί να αποβεί καταστροφικό για το κτίριο κ.λπ.) η οι παραμορφώσεις των δομικών στοιχείων να προκαλούν προβλήματα στις διελεύσεις των σωληνώσεων, ακόμη και στην στήριξη των θερμαντικών σωμάτων κ.α.
Πιστεύοντας ότι στο μέλλον έχουμε να αποκομίσουμε πολλά οφέλη από νέες εμπειρίες στον τομέα μας μέσα από τα αναστηλωτικά έργα, θα ευχόμουν το είδος αυτό να συγκινήσει και άλλους συναδέλφους εις τρόπον ώστε να μπορέσουμε να προσφέρουμε στην πλούσια ιστορική κληρονομιά που έχει ο τόπος μας.