Μέτρα ανόρθωσης των δασικών οικοσυστημάτων μετά από πυρκαγιές

30 Ιουνίου 2021

Οι πυρκαγιές σε συνδυασμό με τη βόσκηση αποτελούν το σημαντικότερο παράγοντα υποβάθμισης των οικοσυστημάτων. Οι πληγείσες εκτάσεις παρουσιάζουν πολύ χαμηλή ή μηδενική παραγωγικότητα και έντονα προβλήματα διάβρωσης και απαιτούν άμεσες λύσεις για την ανόρθωσή τους.


Ο ρυθμιστικός, βελτιωτικός και σταθεροποιητικός ρόλος του φυσικού περιβάλλοντος, στη διαμόρφωση και διατήρηση ενός ποιοτικά αναβαθμισμένου και ισόρροπου ευρύτερου περιβάλλοντος, αναγνωρίζεται καθημερινά όλο και περισσότερο και από περισσότερες κοινωνικές ομάδες στη χώρα μας, ακόμη και όταν αυτό γίνεται με δραματικό και βίαιο πολλές φορές τρόπο (πλημμύρες, λειψυδρία, πυρκαγιές κ.α.).

Την πραγματικότητα αυτή έχουμε συλλογική, αλλά και ατομική, ευθύνη να την αντιληφθούμε έγκαιρα, στις πραγματικές της διαστάσεις, να την ενθαρρύνουμε και να την ενισχύσουμε με τις ευαισθησίες μας και διακριτικά να την κατευθύνουμε προς το κοινό σκοπό, που δεν είναι άλλος από την ανόρθωση και αποτελεσματική διαχείριση και προστασία του φυσικού περιβάλλοντος της χώρας.

Οι πυρκαγιές σε συνδυασμό με τη βόσκηση αποτελούν το σημαντικότερο παράγοντα υποβάθμισης των οικοσυστημάτων. Αυτή η κατάσταση συνεχίζεται και σήμερα σε πολλές περιοχές της Μεσογείου όπως και στον Ελληνικό χώρο, όπου το 24% της συνολικής χερσαίας έκτασης αποτελείτε από υποβαθμισμένες δασικές εκτάσεις χαμηλής παραγωγικότητας (Υπουργείο Γεωργίας, 1992). Οι εκτάσεις αυτές παρουσιάζουν πολύ χαμηλή ή μηδενική παραγωγικότητα, έντονα προβλήματα διάβρωσης και απαιτούν άμεσες λύσεις για την ανόρθωση. Το πρόβλημα λαμβάνει μεγαλύτερες διαστάσεις μπροστά στο κίνδυνο της ερημοποίησης αυτών των περιοχών (Perez-Trejo, 1994).

Κλαδοπλέγματα στην Κασσάνδρα της Χαλκιδικής

Κριτήρια εκτίμησης του βαθμού υποβάθμισης

Υπάρχουν πολλά κριτήρια που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την εκτίμηση της υποβάθμισης των οικοσυστημάτων από μια σταθερή κατάσταση.

Η οπισθοδρομική διαδοχή

Το πρώτο κριτήριο είναι το κριτήριο της οπισθοδρομικής διαδοχής, που είναι ο βαθμός της απόκλισης ενός οικοσυστήματος από την ένωση κλίμαξ. Ως ένωση κλίμαξ ονομάζεται το τελικό στάδιο ισορροπίας της εξέλιξης της βλάστησης και του εδάφους (διαδοχή) κάτω από την επίδραση του κλίματος. Κατά την οπισθοδρομική διαδοχή έχουμε ένα οικοσύστημα υψηλής οργάνωσης και σταθερότητας να οδηγείται σε ένα οικοσύστημα χαμηλής οργάνωσης και σταθερότητας.

Τα οικοσύστημα υψηλής οργάνωσης και σταθερότητας δρουν εξισορροπητικά, βελτιωτικά και πολυλειτουργικά για το ευρύτερο περιβάλλον, γιατί επηρεάζουν μόνο θετικά τα υπόλοιπα γειτονικά τους οικοσυστήματα (ασταθή φυσικά και τεχνικά, οικιστικά, βιομηχανικά κ.α.) μέσα από λειτουργίες όπως: η προστασία των εδαφών, ο εμπλουτισμός των υπόγειων υδάτων, η απορρύπανση της ατμόσφαιρας, η προσφορά βιομάζας και ενέργειας, η προσφορά αισθητικής και αναψυχής στον άνθρωπο και πολλά άλλα.

Στα οικοσύστημα χαμηλής οργάνωσης και σταθερότητας της χώρας μπορούν ενδεικτικά να καταταγούν τα υποβαθμισμένα δάση, πολλά από τα πρεμνοφυή δάση, οι μερικώς δασοσκεπής εκτάσεις, οι θαμνώνες, οι φυγανότοποι και βέβαια οι περισσότεροι βοσκότοποι.

Η φυσικότητα

Το δεύτερο κριτήριο είναι το κριτήριο της φυσικότητας. Δια μέσου αυτού υπολογίζεται ο βαθμός της παρακμής από μια αποτιμημένη φυσική κατάσταση. Βασιζόμενοι σε αυτό το κριτήριο διακρίνουμε τα οικοσυστήματα:

  • Στα φυσικά ανεπηρέαστα από τον άνθρωπο δασικά οικοσυστήματα, όπως είναι τα παρθένα δάση των τροπικών και βόρειων περιοχών (Καναδά, Ρωσίας).
  • Τα συμβιβαστικά δασικά οικοσυστήματα είναι τα διαχειριζόμενα από τον άνθρωπο οικοσυστήματα, τα οποία όμως διατηρούν τη φυσική σύνθεση, τουλάχιστον την ποιοτική, των ειδών της βιοκοινότητας. Από αυτή την άποψη μοιάζουν προς τα φυσικά οικοσυστήματα για αυτό και καλούνται «οικοσυστήματα που μοιάζουν ως προς τα φυσικά».
  • Τα μετασταθή δασικά οικοσυστήματα αναδασώσεων. Με τις αναδασώσεις προσπαθούμε να αναβαθμίσουμε και αναπλάσουμε τα υπάρχοντα υποβαθμισμένα χαμηλού βαθμού οργάνωσης και παραγωγικότητας οικοσυστήματα, σε οικοσυστήματα υψηλού βαθμού οργάνωσης και παραγωγικότητας. Διαταράσσουμε με αυτόν τον τρόπο την προϋπάρχουσα ισορροπία και δημιουργούμε ένα τεχνιτό οικοσύστημα, το οποίο στα πρώτα στάδια της εξέλιξής του εμφανίζει μια μετασταθή ή και ασταθή ισορροπία η οποία με την πάροδο του χρόνου και με την είσοδο νέων ειδών στην δημιουργούμενη νέα βιοκοινότητα μπορεί να μετατραπεί σε σταθερή.
  • Τα ασταθή, παραγωγικά οικοσυστήματα φυτειών. Τα οικοσυστήματα αυτά δημιουργούνται με την ίδρυση φυτειών ταχυαυξών ειδών (λευκοκαλλιέργειες, ευκαλυπτώνες, φυτείες ταχυαυξών πεύκων κ.τ.λ). Εδώ ξεφεύγουμε τελείως από τα φυσικά οικοσυστήματα και εφαρμόζουμε καθαρά γεωργικές μεθόδους. Τα οικοσυστήματα αυτά έχουν πολύ μικρό βαθμό οργάνωσης και πολύ μικρή ικανότητα αυτορρύθμισης.
  • Τα υποβαθμισμένα οικοσυστήματα σε πυκνοκατοικημένες περιοχές και με έντονη βιομηχανική ανάπτυξη.

Η ικανότητα παραγωγής

Ένα άλλο κριτήριο εκτίμησης είναι η διαφορά ανάμεσα στην υπολογιζόμενη δυνατότητα παραγωγής και την πραγματική ικανότητα παραγωγής. Είναι φανερό ότι όσο περισσότερο απέχει η δυνατότητα παραγωγής από την ικανότητα παραγωγής της θέσης τόσο υποβαθμισμένο είναι το συγκεκριμένο οικοσύστημα. Σε αυτή την περίπτωση η αποκατάσταση και η ανόρθωση θα πρέπει να αφορά κυρίως την ποιότητα και τη ποσότητα της σύνθεσης της παραγωγής του αναπτυσσόμενου κεφαλαίου και της βιομάζας.

Η οικολογική ισορροπία

Τέλος, ένα ακόμα κριτήριο είναι το κριτήριο της οικολογικής ισορροπίας ή της ισορροπίας της κοινότητας. Διαμέσου αυτού του κριτηρίου μπορούμε να ταξινομήσουμε τα οικοσυστήματα στις παρακάτω κατηγορίες:

  • Φυσικά, σταθερά αλλά χαμηλής παραγωγικότητας οικοσυστήματα. Είναι τα οικοσυστήματα των παρθένων δασών.
  • Φυσικά, παραγωγικά, σταθερά, συμβιωτικά οικοσυστήματα με την κατάλληλη διαχείριση. Τέτοια οικοσυστήματα είναι όλα τα φυσικά δάση της χώρας, που διαχειρίζονται ορθολογικά, με βάση της σύγχρονες αρχές της δασολογικής επιστήμης και τεχνικής. Η έκτασή τους όμως, ακόμη και με τις πιο αισιόδοξες εκτιμήσεις, δεν ξεπερνά τα 15 εκατ. στρέμματα, ποσοστό μόλις 11% της χερσαίας επιφάνειας της χώρας.
  • Τεχνητά αλλά σχετικά σταθερά οικοσυστήματα που προέρχονται από αναδασώσεις.
  • Τεχνητά, ασταθή αλλά παραγωγικά οικοσυστήματα ταχυαυξών ειδών.
  • Ασταθή, χωρίς ρώμη, μη παραγωγικά οικοσυστήματα. Τα οικοσυστήματα αυτά παρουσιάζουν προχωρημένη διαταραχή της οικολογικής τους ισορροπίας  και εύκολα μπορούν να οδηγηθούν σε πλήρη αποδιοργάνωση και κατάρρευση. Η έκταση των ασταθών οικοσυστημάτων είναι δυστυχώς πολλαπλάσια των σταθερών και υπολογίζεται σε 70 εκατ. στρέμματα ή ποσοστό 53%της επιφάνειας της χώρας.

Στόχοι της ανόρθωσης

Επειδή μπορούμε να εφαρμόσουμε οποιαδήποτε μέθοδο ανόρθωσης που θα οδηγήσει στην αποκατάσταση ενός οικοσυστήματος, θα πρέπει να καθορίσουμε ξεκάθαρα τον στόχο της ανόρθωσης.

Η αποκατάσταση θα πρέπει να επικεντρώνεται στην αύξηση και στην βελτίωση της σύνθεσης και της ποιότητας του δασικού κεφαλαίου. Σε αυτή την περίπτωση πρώτον χρειάζεται: 1) Άρση των υποβαθμιστικών παραγόντων και τη λήψη μέτρων προστασίας (απαγορεύσεις, ρυθμίσεις) και 2) τη λήψη πιο δραστικών δασοκομικών και διαχειριστικών μέτρων (επιτάχυνση της φυσικής αναγέννησης, συστηματικά δασικά μέτρα σε όλα τα στάδια εξέλιξης).

Επίσης θα πρέπει να κοιτάξουμε να βελτιώσουμε την παραγωγικότητα του εδάφους και γενικότερα της θέσης. Απαιτείται βελτίωση των φυσικών και χημικών ιδιοτήτων του εδάφους με φυσικές μεθόδους όπως η εγκατάσταση εδαφοβελτιωτικών ειδών, η κατεργασία του εδάφους και η χρήση πρόσθετων βελτιωτικών μέτρων (λίπανση, χρήση ψυχανθών).

Ακόμη είναι αναγκαίο να κοιτάξουμε να βελτιώσουμε τις βασικές λειτουργίες του οικοσυστήματος όπως την ελεύθερη ροή ενέργειας, την ανακύκλωση των θρεπτικών ουσιών και την ρύθμιση των εισροών και εκροών του οικοσυστήματος. Μια ακόμα πρόταση είναι βελτίωση της ισορροπίας της κοινότητας των φυτών με την αύξηση της ποικιλότητας και της αποκατάστασης των διαταραγμένων λειτουργιών του οικοσυστήματος. Πρέπει να δώσουμε έμφαση στην διαφορά μεταξύ της παραγωγικότητας και της σταθερότητας ενός οικοσυστήματος. Παράδειγμα οι θαμνώνες αείφυλλων πλατυφύλλων που έχουν μικρή παραγωγικότητα αλλά μεγάλο βαθμό σταθερότητας που οφείλεται στην μεγάλη βιοποικιλότητά τους. Από την άλλη πλευρά οι μονοκαλλιέργειες ταχυαυξών ειδών ενώ έχουν υψηλή παραγωγικότητα έχουν μικρή σταθερότητα.

Για αυτό το λόγο, επειδή η παραγωγικότητα δεν έρχεται πάντα με την σταθερότητα πρέπει να οργανώσουμε ξανά τους δασοκομικούς χειρισμούς και τους στόχους της διαχείρισης. Αντί να προσπαθούμε να πετύχουμε την μέγιστη παραγωγικότητα θα πρέπει να επικεντρωθούμε στην επίτευξη της μέγιστης βιολογικής ισορροπίας. Παράδειγμα το να αφήσουμε μερικά γέρικα και κουφαλερά δένδρα μέσα στο δάσος δεν έχουμε σημαντική οικονομική ζημιά αλλά έχουμε σημαντικά βιολογικά οφέλη (τα δένδρα αυτά αποτελούν καταφύγιο και κατοικία για πολλά είδη της άγριας πανίδας).

Μέθοδοι ανόρθωσης

Θεωρητικά υπάρχουν τόσοι μέθοδοι ανόρθωσης όσος είναι και ο αριθμός των οικοσυστημάτων που τίθενται υπό ανόρθωση. Κάθε συστάδα όπως και κάθε οικοσύστημα αποτελεί κάτι το μοναδικό, επομένως δεν υπάρχει συγκεκριμένο μοντέλο ή κανόνες. Σύμφωνα με τις συνθήκες που επικρατούν σε ένα οικοσύστημα όπως ο βαθμός υποβάθμισης του, ή τα εργαλεία που διαθέτουμε μας οδηγούν στην επιλογή της μεθόδου ανόρθωσης κάθε φορά. Θα πρέπει να τονιστεί ότι η ανόρθωση είναι δυνατή όταν οι βλάβες που έχουν υποστεί τα οικοσυστήματα είναι αντιστρεπτές. Οι περισσότερες από τις βλάβες θεωρούνται αντιστρεπτές, πλην εκείνων που αφορούν το έδαφος. Για αυτό θεωρείτε η προστασία του εδάφους τόσο ζωτικής σημασίας.

Στις μέρες μας ο κύριος και πιο καταστροφικός παράγοντας υποβάθμισης των ελληνικών δασών είναι οι πυρκαγιές.

Εμφάνιση νεαρών ατόμων πεύκης, δύο μόλις μήνες μετά την πυρκαγιά.

Φυσική μέθοδος ανόρθωσης

Η φυσική μέθοδος στηρίζεται στην άρση των αιτιών οι οποίοι αυξάνουν την υποβάθμιση και αφήνουμε την φύση να λειτουργήσει μόνη της. Εμείς επεμβαίνουμε στο να οδηγήσουμε την φύση στον επιδιωκόμενο στόχο που έχουμε θέσει (καλλιέργεια) ή να επιταχύνουμε την ταχύτητα της αποκατάστασης (εισαγωγή κατάλληλων δασικών ειδών για συμπλήρωση των κενών της κομοστέγης). Σε αυτή τη περίπτωση  έχουμε μια βαθμιαία βελτίωση της σύνθεσης και της πυκνότητας της κομοστέγης, η οποία επιδρά στην παραγωγικότητα και βελτιώνει τις φυσικές και χημικές ιδιότητες του εδάφους. Η βελτίωση είναι αργή στην αρχή, όμως καθώς περνάει ο χρόνος επιταχύνεται και να επιβραδύνει ξανά κοντά στο τελικό οικοσύστημα, την ένωση κλίμαξ. Είναι απίστευτο πόσο γρήγορα μπορεί να αποκατασταθεί η πυκνότητα της βλάστησης, ο κύκλος των θρεπτικών στοιχείων και η εισροή και εκροή ενέργειας από το οικοσύστημα. Παράλληλα έχουμε σημαντική βελτίωση στην βιολογική δραστηριότητα του εδάφους και την επιτάχυνση της βιολογικής αποσύνθεσης της φυλλάδας που έχει σαν αποτέλεσμα την συνεχή βελτίωση των ιδιοτήτων του εδάφους.

Εντυπωσιακό το πλήθος των νεαρών πεύκων λίγους μήνες μετά το πέρασμα της πύρινης λαίλαπας.

Ακόμα στο τελικό στάδιο της υποβάθμισης όπως συμβαίνει στα φρύγανα, μετά την απομάκρυνση της βόσκησης, το σταμάτημα των πυρκαγιών έχουμε μια ταχύτατη βελτίωση. Παράλληλα δένδρα σπερμοβλαστάνουν και τα πρώτα αρτίφυτρα εγκαθίστανται όπως τα αρτίφυτρα των δασικών ειδών Pinus brutia, Cupressus sepervirens και Juniperus macrocarpus.

Στην χώρα μας έχουμε πολλά παραδείγματα φυσικής ανόρθωσης οικοσυστημάτων μετά την πλήρη απομάκρυνση ή μείωση της πίεσης που ασκούσε η βόσκηση. Τα πιο αξιοσημείωτα παραδείγματα είναι της Ροδόπης και της Γαύδου. Στην Ροδόπη μετά την απομάκρυνση της βόσκησης και με την βοήθεια της άγριας πανίδας η όλη περιοχή οδηγήθηκε σε ένα δρόμο προοδευτικής διαδοχής ακολουθώντας τα παρακάτω στάδια: βοσκοτόπια Ù Pinus silvestris Ù Pinus silvestris + Picea excelsa Ù Picea excelsa Ù Picea excelsa + Fagus sp. + Abies sp. Το τελευταίο στάδιο αποτελεί και την ένωση κλίμαξ για την περιοχή. Στο νησί της Γαύδου κοντά στην Κρήτη όπου η πίεση της βόσκησης ελαττώθηκε σημαντικά (βόσκουν περίπου 200 γίδια και λίγα πρόβατα κατά την διάρκεια του καλοκαιριού), όλο το νησί ακόμα και οι εγκαταλειμμένοι αγροί καλύφθηκαν από την αναγέννηση της Pinus brutia και του Juniperus macrocarpum. Είναι αλήθεια αξιοσημείωτο και ενθαρρυντικό ότι σε ακραίες οικολογικές συνθήκες όπως αυτές της Γαύδου όπου τα κατακρημνίσματα δεν ξεπερνούν τα 300mm το χρόνο και το έδαφος είναι πλήρως υποβαθμισμένο το δάσος έρχεται από μόνο του. Παρόμοια παραδείγματα φυσικής αποκατάστασης στην χώρα μας έχουμε σε όλες της ζώνες βλάστησης (Ιόνια νησιά. Ήπειρος, Πιέρια Βέρμιο κ.α).

Εμφάνιση των πρώτων φυτών: είδη της χορτολιβαδικής βλάστησης.

Το σημαντικότερο πλεονέκτημα της φυσικής ανόρθωσης είναι ότι μπορεί να εφαρμοστεί σε τεράστιες εκτάσεις χωρίς κόστος και με την πιο ασφαλή μέθοδο που είναι η φυσική εξέλιξη. Απαιτείται πολύ λίγη ενέργεια για συμπλήρωση των κενών της κομοστέγης και την καλλιέργεια του δάσους. Τα μειονεκτήματα είναι ότι οι ρυθμοί αποκατάστασης είναι πολύ αργοί και πάντα η αποκατάσταση δεν ανταποκρίνεται στους στόχους που έχουμε θέσει.

Τεχνητές μέθοδοι ανόρθωσης

Εκτός από τις φυσικές μεθόδους σύμφωνα με τις οποίες η ανόρθωση του υποβαθμισμένου οικοσυστήματος πραγματοποιείται από την φύση μετά την απομάκρυνση όλων των παραγόντων που προκάλεσαν ή προκαλούν την υποβάθμιση. Η ανόρθωση μπορεί να γίνει και με την άμεση επίδραση του ανθρώπου όπως συμβαίνει με τις αναδασώσεις και την κατεργασία του εδάφους και άλλα πρόσθετα βελτιωτικά μέτρα.

Ιδιαίτερα θα πρέπει να προσέχουμε να επιλέγουμε κατάλληλα είδη και προελεύσεις γιατί από αυτό εξαρτάται η απόδοση και η υγεία του νεοϊδρυόμενου δάσους. Θα πρέπει να είμαστε δυο φορές πιο προσεκτικοί όταν τα επιλεγόμενα είδη πρόκειται να εγκατασταθούν σε υποβαθμισμένους σταθμούς. Σε οικοσυστήματα που θέλουμε να αυξήσουμε την οικολογική σταθερότητα και την ποικιλότητα, εγκαθιστούμε καινούργια είδη τα οποία πρέπει να αντανακλούν τους στόχους που έχουμε θέσει και να είναι προσαρμοσμένα στον σταθμό για τον οποίο προορίζονται.

Η επαναδάσωση υποβαθμισμένων σταθμών απαιτεί λεπτομερή σχεδιασμό, σχολαστική εκτίμηση του σταθμού και επιλογή της κατάλληλης τεχνικής εγκατάστασης.

Στους σταθμούς αυτούς είμαστε υποχρεωμένοι να χρησιμοποιήσουμε πρόσκοπα ολιγαρκή είδη (συνήθως πεύκες) για το λόγο ότι είναι τα μόνα τα οποία μπορούν  να αντεπεξέλθουν στις δύσκολες αυτές ακραίες συνθήκες. Οι επόμενες συστάδες όμως επιβάλλεται (όπου είναι δυνατόν) να είναι μεικτές με συμμετοχή πλατυφύλλων και άλλων απαιτητικότερων ειδών κάτι που είναι άκρως επιθυμητό από οικολογική άποψη. Έτσι έχουμε την δυνατότητα να ιδρύσουμε σταθερές μεικτές συστάδες άριστης δομής τόσο με φυσική όσο και με τεχνητή αναγέννηση, πάντα όμως με συστηματική καλλιέργεια.

Τα είδη που θα χρησιμοποιηθούν θα πρέπει να είναι  αυτόχθονα είδη της περιοχής, διότι:

  • Υπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα επιβίωσης λόγω της μακρόχρονης διαδικασίας προσαρμογής τους
  • Διατηρείται ο οικολογικός χαρακτήρας αλλά και η οικολογική ισορροπία της περιοχής
  • Δεν αλλοιώνεται η φυσιογνωμία της περιοχής
  • Διατηρείται η βιοποικιλότητα της περιοχής

Η επαναδάσωση υποβαθμισμένων σταθμών απαιτεί λεπτομερή σχεδιασμό, σχολαστική εκτίμηση του σταθμού και επιλογή της κατάλληλης τεχνικής εγκατάστασης των δασοπονικών ειδών. Έτσι μόνο μπορεί να εξασφαλιστεί η αειφορία παραγωγής προϊόντων και παροχής υπηρεσιών, και η διατήρηση υγιών και σταθερών δασικών οικοσυστημάτων.

Ένα ακόμα δασοκομικό μέτρο που μπορούμε να πάρουμε για την ανόρθωση των δασικών οικοσυστημάτων είναι και η κατεργασία του εδάφους.

Τέλος ένα άλλο δασοκομικό μέτρο που χρησιμοποιήθηκε σε μεγάλη κλίμακα στην Μεσευρώπη αλλά όχι και στην Ελλάδα είναι η λίπανση των υπό ανόρθωση υποβαθμισμένων σταθμών. Προτού παρθεί ένα τέτοιο μέτρο θα πρέπει να γίνεται μια επιμελημένη διάγνωση των σταθμολογικών συνθηκών και συνθηκών θρέψης των υπό ανόρθωση συστάδων. Πράγματι μια επιμελημένη και προσαρμοσμένη στα κάθε φορά δεδομένα λίπανση με άζωτο, φώσφορο και ασβέστιο μπορεί να βελτιώσει μόνιμα την γονιμότητα φτωχών και υποβαθμισμένων εδαφών.

Όμως δεν υπάρχουν ακόμα ακριβείς γνώσεις για την συμπεριφορά των υλικών λίπανσης στα διάφορα δασικά οικοσυστήματα. Έτσι μπορεί σε ισχυρά εκπλυνόμενα εδάφη να δημιουργηθεί πρόβλημα με την μεταφορά νιτρικών στα υπόγεια νερά.

Οι κύριες επιδράσεις της λίπανσης στο έδαφος είναι η βελτίωση της ποιότητας του χούμου, η επιτάχυνση της διαδικασίας χουμοποίησης, η αύξηση των αποθεμάτων αζώτου στο επιφανειακό έδαφος και όπου επιθυμούμε αύξηση του pH  του επιφανειακού εδάφους με την χρήση βασικών υλικών (ασβέστιο, μαγνήσιο).

Ένας άλλος τρόπος εμπλουτισμού του εδάφους με θρεπτικά συστατικά (άζωτο) είναι η φύτευση ψυχανθών και άλλων αζωτοδεσμευτικών ειδών. Στους περισσότερους υποβαθμισμένους σταθμούς με ακατέργαστο χούμο εγκαθίστανται ψυχανθή μετά από βαθιά κατεργασία του εδάφους και λίπανση με ασβέστιο και φώσφορο. Με τον τρόπο αυτό μπορεί να βελτιωθεί σε μόνιμη βάση ο εφοδιασμός των συστάδων με άζωτο.

Το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε στο τεύχος Νο 25 της ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑΣ (Δεκέμβριος 2007 – Μάρτιος 2008)