Προσβάσιμη σελίδα

«Τρία πράγματα γιορτάζουμε με την Ανάσταση του Κυρίου»

ᾨδή  ζ’ Ὁ εἱρμός

 

«Ὁ Παῖδας ἐκ καμίνου ῥυσάμενος, γενόμενος ἄνθρωπος,

 πάσχει ὡς θνητός, καί διά Πάθους τό θνητόν,

ἀφθαρσίας ἐνδύει εὐπρέπειαν,

ὁ μόνος εὐλογητός τῶν Πατέρων, Θεός καί ὑπερένδοξος».

 

 Μετάφραση

Αυτός που γλύτωσε απ’ το καμίνι της φωτιάς τους Τρεις Παίδες

με το να γίνει  άνθρωπος πάσχει ως θνητός και με το πάθος του αυτό

ντύνει τον θνητό άνθρωπο  με την ευπρέπεια  της αφθαρσίας,

ο Θεός,  που είναι ο μόνος ευλογημένος από τους πατέρες μας,

και υπέρμετρα δοξασμένος.

 

Ερμηνεία

Ο ζ΄ ειρμός έχει άμεση σχέση με τη ζ΄ Βιβλική Ωδή, που έχει ως θέμα τη ρίψη στην κάμινο της φωτιάς των τριών παίδων σύμφωνα με τον Δανιήλ, που περιγράφει το περιστατικό και το οποίο διαβάζουμε την Μ. Τεσσαρακοστή. Παρόμοια αναφορά γίνονται στον  ζ΄ ειρμό όλων των κανόνων. Ο υμνογράφος ευφυώς κάνει αναφορά στο γεγονός αυτό (ο παίδας εκ καμίνου ρυσάμενος), για να περάσει στο θέμα της ενανθρώπισης του Κυρίου και να αναφερθεί στο ασυμβίβαστο του φθαρτού θνητού με τον  άφθαρτο και  αθάνατο Χριστό.

Τη νίκη κατά της φθοράς ο Χριστός την απέδειξε με το να διατηρήσει τους τρεις παίδες αβλαβείς από το κάψιμο της φωτιάς, το αποδεικνύει όμως και τώρα που ενώ, ενδύεται το φθαρτό σώμα  και υφίσταται φρικτά πάθη, εμπτυσμούς, κολαφίσματα, σταύρωση και ταφή, ως απλός θνητός,  παραμένει άφθαρτος ως Θεός  και ανασταίνεται

 

α΄ τροπάριο ζ΄ ᾨδής

«Γυναῖκες μετά μύρων θεόφρονες, ὀπίσω σου ἔδραμον,

ὃν δέ ὡς θνητόν, μετά δακρύων ἐζήτουν,

προσεκύνησαν χαίρουσαι ζῶντα Θεόν,

καί Πάσχα τό μυστικόν σοῖς Χριστέ Μαθηταῖς εὐηγγελίσαντο».

 

Μετάφραση

Γυναίκες με μύρα και θεϊκό φρόνημα έτρεξαν από πίσω σου

και εκείνον που ζητούσαν με δάκρυα ως θνητό,

τον προσκύνησαν με πολλή χαρά ως ζωντανό Θεό

και έφεραν την χαρμόσυνη είδηση τους Μαθητές σου, Χριστέ,

κι έτσι εγκαινιάστηκε το Πάσχα το μυσταγωγικό.

 

Ερμηνεία

Οι γυναίκες αυτές δεν μας είναι άγνωστες αλλά τις γνωρίζουμε από το ευαγγέλιο: «Καί διαγενομένου τοῦ σαββάτου Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καί Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν (Μάρκ 16,1).

Η Μαρία η Μαγδαληνή, είναι αυτή που ο Κύριος την απάλλαξε από επτά δαιμόνια που την κατείχαν. Ήταν παρθένος σε όλη της τη ζωή, είχε καθαρότατη καρδιά, συντρόφευε πάντοτε την Παναγία και ήταν η πρωτοστάτης στα έργα όλων των άλλων γυναικών, που ακολουθούσαν και υπηρετούσαν τον Κύριο και τους μαθητές.

Η Σαλώμη, που σημαίνει ειρήνη, ήταν αυτή που με τη νίκη επί των παθών της είχε κατακτήσει «την ειρήνην του Θεού, την υπερέχουσαν πάντα νουν και καρδίαν».

Η Ιωάννα, που σημαίνει περιστερά, ήταν πράγματι  άκακη, όπως η αθώα περιστερά.

«Αυτό που συνέβη στις μυροφόρες μπορεί να συμβεί και στην ψυχή σου» λέγει ο Μάξιμος ο Θεοφόρος. «Η ψυχή σου είναι ο τάφος ο δεσποτικός, όπου ενταφιάστηκε ο Δεσπότης Χριστός και παραμένει μέσα στον τάφο έως ότου η ψυχή σαν τις μυροφόρες με τα δάκρυα της καρδιάς σου και τα μύρα της ψυχής σου σηκώσεις τον λίθο του   και αξιωθείς να δεις τον άγγελο να σου μηνύει την Ανάσταση του Κυρίου αλλά και τον ίδιο τον Αναστάντα Κύριο».

Οι Μυροφόρες ήρθαν  «μετά μύρων», όμως ο Χριστός δεν χρειάζεται  τα υλικά μύρα, αφού ο ίδιος είναι «μύρον το πολύτιμον» και χαρίζει και στους ανθρώπους «την ευωδίαν Χριστού». Χρειάζεται να του προσφέρουμε ό,τι πολύτιμο έχουμε, την καρδιά μας, δηλαδή να τον αγαπήσουμε. Αυτή «η αγαπητική σχέση» με τον Χριστό κατά τον Μ. Βασίλειο αλλά και κατά το Άσμα Ασμάτων του Σολομώντος είναι το ζητούμενο. Όλες οι ψυχές των ανθρώπων μπορούν να γίνουν νύμφες του Χριστού και να ζητούν την ένωσή τους με τον Νυμφίο Χριστό.

Οι Μυροφόρες δεν πρόσφεραν μόνο μύρα, ως ένδειξη αφοσίωσης, αλλά και δάκρυα ως ένδειξη αγάπης. Όποιος αγαπά κάποιον, που έχει πάθει κάτι,  δακρύζει από συγκίνηση όχι μόνο, όταν τον βλέπει αλλά και όταν απουσιάζει. Οι Μυροφόρες ήρθαν να αλείψουν το νεκρό σώμα του Χριστού αλλά δεν το βρήκαν μέσα στο μνημείο. Γι’  αυτό η Μαρία η Μαγδαληνή ρωτούσε  πού είναι. Αυτό το στιγμιότυπο το περιγράφει ο υμνογράφος στους αίνους του Γ΄  Ήχου με μοναδικό τρόπο: «Εἰς τό μνῆμά σε ἐπεζήτησεν, ἐλθοῦσα τῇ μιᾷ τῶν Σαββάτων…)

Οι Μυροφόρες έσμιξαν, όπως η αμαρτωλή πόρνη, τα μύρα μετά δακρύων και πήγαν να τα προσφέρουν στον Νυμφίο Χριστό. Στο σημείο αυτό γίνεται υπαινιγμός στο Άσμα Ασμάτων, το οποίο μιλώντας για τον Κύριο τον παρουσιάζει ως Νυμφίο.  Όλα αυτά ο Σολομών τα αναφέρει συμβολικά για τις ψυχές που έχουν ερωτευθεί το Νυμφίο Χριστό. Τέτοιες είναι και οι Μυροφόρες με «καρδιά καιομένη» από την αγάπη του Χριστού, πράγμα που δηλώνεται και με τα μύρα, που θέλουν να αλείψουν τον νεκρό Χριστό, και με τα δάκρυα, με τα οποία δείχνουν απαρηγόρητες για την απώλεια του αγαπημένου τους, του γλυκύτατου Ιησού.

Οι Μυροφόρες  αξιώθηκαν να  δουν αναστημένο τον Κύριο και μάλιστα πρώτες, να ακούσουν  να τις χαιρετά με το «Χαίρετε» και να τις στέλνει να αναγγείλουν το χαρμόσυνο γεγονός και στους Μαθητές. Αυτό γίνεται για δύο λόγους: Πρώτο, γιατί έτσι ανταμείφθηκαν για την αφοβία και την προθυμία τους να έρθουν στο μνημείο  και δεύτερο, γιατί, αφού από γυναίκα, την Εύα, με την παραπλανητική  προτροπή στον Αδάμ, προήλθε ο θάνατος στους ανθρώπους, από γυναίκα, την Παναγία,  προήλθε η ζωή με την Ανάσταση του Κυρίου, την οποία πρώτες αυτές οι Μυροφόρες γυναίκες.  είδαν και άκουσαν

β΄ τροπάριο ζ΄ ᾨδής

Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν, ᾍδου τήν καθαίρεσιν,

ἄλλης βιοτῆς, τῆς αἰωνίου ἀπαρχήν,

καί σκιρτῶντες ὑμνοῦμεν τόν αἴτιον,

τόν μόνον εὐλογητόν τῶν Πατέρων, Θεόν καί ὑπερένδοξον.

 

Μετάφραση

Γιορτάζουμε την κατάργηση του θανάτου, την καταδίκη του Άδη

και την απαρχή μιας νέας ζωής, αιώνιας,

και σκιρτώντας ανυμνούμε τον αίτιο αυτών των πραγμάτων

που είναι ο μόνος ευλογημένος από τους πατέρες μας

και υπέρμετρα δοξασμένος.

 

Ερμηνεία


Τρία πράγματα γιορτάζουμε με την Ανάσταση του Κυρίου: πρώτον την νέκρωση του θανάτου δεύτερον την καθαίρεση του Άδη και τρίτον την απαρχή μιας νέας ζωής, που είναι αιώνια.

Η νέκρωση του Θανάτου: «Χριστός ανέστη εκ  νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας». Πριν από την Ανάσταση του Χριστού ο θάνατος είχε τεράστια δύναμη. Κανείς δεν μπορούσε να τον νικήσει, να νικήσει την νέκρωση και παραμείνει εν ζωή.  Ο Θάνατος και ο Άδης, που εδώ ταυτίζονται με τον Διάβολο, καταργούνται και αποδυναμώνονται. Όταν πέθαιναν οι άνθρωποι, ακόμη και οι δίκαιοι, αναγκαστικά πήγαιναν στον Κάτω κόσμο, στο καταφύγιο και στο βασίλειο του Άρχοντος του σκότους, του Διαβόλου. Μιλάμε για δεσμά και δεσμώτες και για ανήλιαγα και σκοτεινά μέρη. Ο Χριστός με την εις Άδου κάθοδο κήρυξε την μετάνοια και στους νεκρούς και όσοι από αυτούς πίστεψαν στον Σωτήρα Χριστό, ανέβηκαν στον ουρανό κοντά στον Αναστημένο Χριστό.    «Που σου θάνατε το νίκος, που σου Άδη το κέντρον» αναφωνεί ο προφήτης Ωσηέ.  Κι  αυτό οφείλουμε να το γιορτάζουμε.   Στο εξής όλοι οι πιστοί δεν θα παίρνουν τον δρόμο για τον Κάτω κόσμο, αλλά προς τον ουράνιο Θεό, όπου και θα δίνουν λόγο για τις πράξεις τους. Οι δαίμονες, τα τελώνια, περιορίζονται στα πρώτα βήματα αυτού του δρόμου διεκδικώντας μάταια να πάρουν ως λάφυρα τις ψυχές των ανθρώπων. Επομένως με την Ανάσταση του Κυρίου αρχίζει μια νέα εποχή, μια νέα ζωή που αυτή τη φορά θα είναι αιώνια.

Η καθαίρεση του Άδη: Μπορεί να είναι ισοδύναμη έκφραση με την παραπάνω και να έχει περίπου το ίδιο νόημα, αλλά εμείς ξέρουμε τον Άδη και από τους αρχαίους, τις πύλες του οποίου τις φύλαγε ό Κέρβερος και δεν άφηνε κανέναν να βγαίνει έξω στη ζωή, μόνο άφηνε να μπαίνει και να μην μπορεί να γυρίσει πίσω. Το παλάτι του Άδη ήταν γεμάτο από τους νεκρούς τόσων αιώνων που στέναζαν και προτιμούσαν έστω και μιας μέρας ζωή στον πάνω κόσμο, παρά χίλια χρόνια στον κάτω, όπως είπε ο Αχιλλέας στον Οδυσσέα, όταν τον επισκέφτηκε στον Άδη.

Στον εσπερινό του Μ. Σαββάτου  ψάλλουμε: «Σήμερον Άδης, στένων βοά: Κατελύθη μου η εξουσία. Εδεξάμην θνητόν, ώσπερ ένα των θανόντων. Τούτον δε κατέχειν όλως ουκ ισχύω, αλλ’ απολώ μετά τούτου και ων εβασίλευον . Εγώ είχον τους νεκρούς απ’ αιώνος, αλλά ούτος ιδού πάντας εγείρει». «Χριστός εγερθείς εκ νεκρών και σκυλεύσας τον θάνατον ανέστη ως Θεός».

Η απαρχή μιας νέας ζωής, της αιώνιας. Αν αντί της αιώνιας ζωής έδινε στους πιστούς όλα τα αγαθά του ουρανού,  αυτά θα ήταν μια μεγάλη ευεργεσία, που δεν θα την άξιζαν οι άνθρωποι. Τώρα όμως δεν μας δίνει μόνο όλα τα αγαθά του ουρανού για κάποιο χρονικό διάστημα αλλά αιώνια. Γι’  αυτό η Ανάταση του Κυρίου είναι η απαρχή μιας νέας ζωής, της εν Χριστώ ζωής, που μας οδηγεί στην σωτηρία. Αυτό είναι «το μέγα έλεος», το μεγαλύτερο δώρο που θα μπορούσαμε να πάρουμε από τον Θεό.

Είναι λοιπόν να μην σκιρτούμε και να μην υμνολογούμε αυτόν, ο οποίος είναι η αιτία όλων αυτών των πραγμάτων. Αυτός είναι ευλογημένος και δοξασμένος σε πολύ μεγάλο βαθμό και από τους πατέρες μας και από εμάς εις τους αιώνες των αιώνων.

 

γ΄ τροπάριο ζ΄ ᾨδής

«Ὡς ὄντως ἱερά καί πανέορτος, αὕτη ἡ σωτήριος,

 νύξ καί φωταυγής, τῆς λαμπροφόρου ἡμέρας,

τῆς Ἐγέρσεως οὖσα προάγγελος, ἐν ᾗ τό ἄχρονον φῶς,

ἐκ τάφου σωματικῶς πᾶσιν ἐπέλαμψεν». 

 

Μετάφραση

Αυτή είναι η σωτήρια και φωτοφόρα νύχτα πριν από μια λαμπρή ημέρα,

γιατί πράγματι προαναγγέλλει την ιερή και πανηγυρικότατη

ημέρα της Αναστάσεως, κατά την οποία το άχρονο φως

βγαίνοντας από τον τάφο έλαμψε πάνω από όλους τους ανθρώπους

με το αναστημένο σώμα του Χριστού

 

Ερμηνεία

Η νύχτα, όπως γνωρίζουμε, είναι προάγγελος της ημέρας. Αυτά υπό κανονικές συνθήκες. Τώρα όμως συμβαίνει ένα υπερφυσικό γεγονός: Η νύχτα δεν είναι σκοτεινή αλλά φωτεινή και προαναγγέλλει μια ακόμη πιο φωτεινή ημέρα. Πρόκειται για την νύχτα και την ημέρα της Αναστάσεως. Η νύχτα αυτή είναι σωτήρια, αλλά και η ημέρα είναι λαμπροφόρα με την παρουσία του Σωτήρα Χριστού. Η νύχτα της Ανάστασης είναι μια ξεχωριστή νύχτα με το να είναι ιερή, σωτήρια, φωταυγής και προάγγελος της λαμπροφόρου ημέρας της Εγέρσεως.

Οι πρώτοι Χριστιανοί κατά τον Γρηγόριο τον Θεολόγο, από το εσπέρας του Σαββάτου μέχρι της 7 το πρωί όλοι αγρυπνούσαν και είχαν αναμμένες τις λαμπάδες σαν τις φρόνιμες παρθένες και περίμεναν την Ανάσταση του Κυρίου. Περίμεναν λαμπροφορεμένοι και με τις λαμπάδες στο χέρι την  ημέρα της Αναστάσεως, περίμεναν να λάβουν το άχρονο φως της Αναστάσεως (δεύτε λάβετε φως εκ του ανεσπέρου φωτός).  Όλα αυτά δεν ήταν ένας εξωτερικός στολισμός αλλά μια εσωτερική νηπτική εγρήγορση, μια ιερή αγρυπνία, για να πάρουν όχι μόνο το άγιο φως αλλά και το άγιο σώμα και το άγιο αίμα του Κυρίου και να φωτιστούν και οι ίδιοι, για να είναι φωτεινοί και να κάνουν και έργα φωτεινά.

Η νύχτα της Αναστάσεως, κατά την οποία περιμένουμε να δούμε το φως της Αναστάσεως, είναι μια ελπίδα, μια προσδοκία, ενώ η ημέρα της Αναστάσεως είναι αυτή η ίδια η Ανάσταση, όπου είναι ολόλαμπρη και γι’  αυτό ονομάστηκε Λαμπρή, όχι μόνο από το υλικό φως του Ηλίου αλλά και από το  Άχρονο και αιώνιο φως του Χριστού, το οποίο βλέπουμε και μετά από κάθε Θεία Κοινωνία, όταν λέμε: «είδομεν το φως το Αληθινόν». Το φως αυτό πήγασε από τον τάφο του Χριστού, ο οποίος με την Ανάστασή του αγίασε το σώμα του κάθε πιστού,  ώστε να είναι πλέον φωτεινό και να σκορπίζει παντού το φως.

Η νύχτα λοιπόν του Πάσχα είναι προάγγελος της λαμπροφόρου ημέρας και γι’ αυτό οι χριστιανοί έχουν τρεις καλές συνήθειες αυτήν τη μέρα κατά τον Νικόδημο τον Αγιορείτη: Να πηγαίνουν το βράδυ στην εκκλησιά, για να κάνουν Ανάσταση, να κρατάνε αναμμένα κεριά από το άγιο φως της Αναστάσεως και να κοινωνούν.

 

 

Πρόσφατες
δημοσιεύσεις
Λόγος και Μέλος: Άρθρο Μαρκέλλου Πιράρ «Έτσι ψάλανε οι παππούδες»
Λόγος και Μέλος: Άρθρο Θωμά Αποστολόπουλου «Δέκα λεπτομέρειες για τη βυζαντινή μουσική»
Μνήμη Μανόλη Κ. Χατζηγιακουμή: σκαπανέας, διασώστης, κιβωτός
«Το ευ ζην μου εδίδαξε ο Λυκούργος Αγγελόπουλος»
«Θα ανοίξω το στόμα της ψυχής μου και θα γεμίσει από Άγιο Πνεύμα»