Διονύσιος Σολωμός – Νικόλαος Μάντζαρος: Μία ανθρώπινη σχέση που γέννησε τον εθνικό μας ύμνο

21 Ιουλίου 2021

Ο εθνικός ύμνος κάθε λαού αποτελεί μία συμπύκνωση της αυτοσυνειδησίας του και καλείται, μέσα σε ελάχιστο χρόνο, να διατυπώσει προς τα άλλα έθνη το σημαντικό, το καίριο, το αντιπροσωπευτικό τής ιστορικής διαδρομής ενός ολόκληρου λαού και συγχρόνως το διαχρονικό και το πολύτιμο που θα κατευθύνει την μελλοντική του πορεία.

Ένας εθνικός ύμνος καλείται να εκφράσει ιδέες και συναισθήματα, γι΄ αυτό και είναι καίρια η συμβολή, τόσο του στίχου όσο και της μουσικής. Και βεβαίως, πάντα στην αρχή τίθεται ο λόγος. Είναι όμως η μουσική εκείνη, η οποία πρέπει να προσλάβει τους γλωσσικούς φθόγγους και να αναδείξει την κρυμμένη δύναμη που ξεπερνά την λογική κατανόηση και οδηγοί σε μία υπαρξιακή συγκίνηση.

Στην περίπτωση του δικού μας, του ελληνικού εθνικού ύμνου, βρισκόμαστε, καταρχάς, ενώπιον ενός κορυφαίου ποιητικού κειμένου, το οποίον, από μόνο του, διατηρεί την θαυμαστή ισορροπία μεταξύ της γλωσσικής ακριβείας και λιτότητας και της συναισθηματικής και ψυχικής έξαρσης. Τι απέμεινε λοιπόν για τη μουσική; Μα τι άλλο από αυτό του πάντοτε η μουσική τέχνη είχε ως κεντρικό της σκοπό όταν συναντιόταν με το λόγο: την ενεργοποίηση βαθύτατων εσωτερικών αντιληπτικών δυνάμεων της ανθρώπινης ύπαρξης, δυνάμεων συναισθηματικών και διαισθητικών, προκειμένου ο λόγος να διαποτίσει ολόκληρο το είναι και να εντυπωθεί στην ψυχή ακόμη και του πιο απλοϊκού ακροατή.

Στην περίπτωση του μελοποιημένο «Ύμνου εις την Ελευθερίαν», η διαχρονικότητα της μελωδίας απέδειξε πως, ακόμη και βαθύτατες φιλοσοφικές και ψυχολογικές έννοιες, με τη βοήθεια της μουσικής, μπορούν να αποτελέσουν κτήμα ενός ολόκληρου λαού, γεγονός που απεδείχθη και κατά την περίοδο της άνθησης της έντεχνης λαϊκής μουσικής (δεκαετία του 60 και μετά) με την μελοποίηση σπουδαίων αλλά και δύσκολων ποιητικών κειμένων εκ μέρους των νεοελλήνων συνθετών.

Στο αναμφίβολα δύσκολο αυτό εγχείρημα της μελοποίησης του ποιητικού κειμένου του Σολωμού βοήθησε πολύ και μία ευτυχής συγκυρία: η προσωπική σχέση τού ποιητή με τον Νικόλαο Μάντζαρο. Όταν το 1828 ο Σολωμός εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα «έλαβεν αφορμή», όπως γράφει ο Ιάκωβος Πολυλάς, «να εμβαθύνει εις μίαν από τις ωραίες τέχνες, την οποία αγαπούσε και εννοούσε όχι ο λιγότερο από τη δική του. Εγνώρισε τον έξοχον Κερκυραίον μουσικοδιδάσκαλον Νικόλαο Μάντζαρο, ο οποίος είχε ήδη μελοποιήσει την ΄΄ Φαρμακωμένη ΄΄ . Της μουσικής και της ποιητικής η στενή συγγένεια, της οποίας λάμπρο παράδειγμα και ίσως ακραίον, ήταν το ιδιαίτερο ποιητικό πνεύμα τού Σολωμού, ο προς την τέχνην υψηλός ζήλος, διεμόρφωσεν μεταξύ τους εκείνη τη θερμή φιλιά, η οποία αναπαύεται ομοίως εις την συγκοινωνίαν τού νοός και της καρδίας. Ο μουσικός εξεμέτρησε διά μιας το ύψος τού ποιητή, εννόησε τα πλάσματα του, και δεν άργησε να χαρίσει στο έθνος του το πρώτο ελληνικό μουσικό καλλιτέχνημα, τον ΄΄ Ύμνον εις την Ελευθερίαν΄΄. Ο πλούτος της ποιητικής ύλης έδωσε αφορμή στον Μάντζαρο να δείξει και αυτός την μουσική του δύναμη, εις τα 24 κομμάτια όπου συνθέτουν το πόνημά του, εις τα οποία με ανάλογον αρμονία συνοδεύει τα διάφορα ποιητικά φαντάσματα, αλλάζοντας αρμόδια τους ρυθμούς και τα μελωδήματα, από το μαλακότερο έως τον αυστηρότερον χαρακτήρα. Είπα ελληνικό το σύνθεμα, διότι ο Μάντζαρος, μολονότι μορφωμένος εις την Ιταλία, όμως εις τα περισσότερα του ποιήματα, και εξόχως εις τόν Ύμνον, έπλασε εμπνεόμενος από τη δημοτική μουσική ένα νέο είδος, του οποίου τα χαρακτηριστικά είναι η καθαρά απλότης και η θερμότης ιδία της ανατολής. Και ενώ ο μουσικός εμψυχώνετο εις την μελέτη της τέχνης του από τον ποιητή, τούτος πάλι καθημερινώς οικειώνετο περισσότερο από τον μυστηριώδη αιθέρα της, και εις το λίγο διάστημα καιρού, δίχως να τη μάθει επιστημονικώς, έφτασε να μαντεύει τους βαθύτερους συνδυασμούς της» .

Το ποιητικό έργο του Σολωμού στον «Ύμνο εις την Ελευθερία», όπως προείπαμε, αναδεικνύει την ποιητική του μεγαλοφυΐα, η οποία διέσωσε μέσα σε στίχο σύντομο και λιτό τον καημό, τα οράματα και τη θυσία ενός ολόκληρου λαού. Παράλληλα, το μουσικό έργο τού Μαντζάρου βρίσκεται σαφώς υπό την επίδραση της ιταλικής μουσικής και ιδιαίτερα του ιταλικού μουσικού ιδιώματος που αναπτύχθηκε στην πόλη της Νάπολης την εποχή εκείνη. Εκ πρώτης όψεως η σύγκριση είναι άνιση. Το βάθος και η ποιότητα ποιητικού κειμένου και μουσικής συνθέσεως δεν συμβαδίζουν. Και όμως! Γνωρίζουμε πως ο Διονύσιος Σολωμός άκουγε την μελοποίηση τού έργου του βουρκωμένος! Τι αποδεικνύει αυτό; Αφενός, την ψυχική ταύτιση των δύο δημιουργών που είχαν ως κύριο άξονα τον φλογερό πατριωτισμό αλλά και την κοινή τους αγάπη προς το κάλλος της τέχνης. Και τολμώ να πω πώς, και των δύο το έργο διατηρεί μία λεπτότατη ισορροπία,  διαφορετική για τον καθένα:

 Αν ο ποιητής, παρά το βάθος της έμπνευσής του καταφέρνει να παραμείνει απλός στη διατύπωση και να κάνει έννοιες και σύμβολα σπουδαία, προσιτά στον απλό λαό, ο συνθέτης καταφέρνει να απαρνηθεί την μαγεία των μουσικών ήχων που του προσέφερε απλόχερα η Δυτική μουσική πολυφωνική επιστήμη και να ρίξει το βάρος του στην μελωδική γραμμή, την υποταγμένη στο νόημα και το ύφος του ποιητικού λόγου που είχε ενώπιον του.

Με άλλα λόγια, ο μεγάλος έλληνας συνθέτης Νικόλαος Μάντζαρος, αν και βαθύς γνώστης της Δυτικής μουσικής τεχνοτροπίας παραμένει πιστός στο ήθος και το ύφος της ανατολίτικης τεχνοτροπίας που θέλει τη μουσική να υποτάσσεται στο λόγο. Πέρα από αυτήν την καλλιτεχνική επιλογή του,  δεν είναι αυθαίρετο να επισημάνει κάνεις και μία αντίστοιχη καλλιτεχνική ταπείνωσή του η οποία, πιθανόν, με κριτήρια Δυτικής μουσικής, να του στέρησε μία υψηλότερη αξιολόγηση, με κριτήρια όμως ελληνικής παράδοσης, να του προσέδωσε ένα διαφορετικό μεγαλείο. Και αν ο εθνικός μας ποιητής, ο Διονύσιος Σολωμός προσέλαβε έναν γλωσσικό πλούτο, των οποίων η σκλαβιά τεσσάρων αιώνων δε στάθηκε ικανή να τον εξαλείψει, ο Νικόλαος Μάντζαρος, αν και επηρεασμένος από τα κύματα επιρροής του ιταλικού μουσικού πολιτισμού στα Επτάνησα, οραματίστηκε έναν ελληνικό μουσικό πολιτισμό έχοντας στα χέρια του μία ελληνική μουσική  -βυζαντινή και δημοτική-  η οποία είχε πάψει να εξελίσσεται επί σειράν αιώνων, μουσική στερημένη από την πρωτοτυπία, έρημη από μεγάλους δημιουργούς και αφημένη στα χέρια ταλαντούχων αλλά αυτοδίδακτων ερμηνευτών και εκτελεστών, μέσα στο σκοτάδι μιας βαρβαρικής κατοχής.

Υπό αυτήν την έννοια, ο εθνικός μας ύμνος, πέρα από ποιητικό και μουσικό έργο που εκπροσωπεί την ελληνική εθνική ψυχή, αποτελεί και προπομπό ενός νέου ελληνικού πολιτισμού πού προσλαμβάνει  μια καλλιτεχνική τεχνική που, ναι μεν αναπτύχθηκε έξω από τα ελληνικά σύνορα, είναι όμως σε θέση να την συνδυάσει δημιουργικά με τους θησαυρούς μιας μακραίωνης ελληνικής πολιτιστικής παράδοσης. Οι καρποί αυτού τού συνδυασμού απεδείχθησαν χυμώδεις και γλυκείς και προσέφεραν στην ιστορία τού Ευρωπαϊκού πολιτισμού, τόσο την διεθνή καταξίωση του ελληνικού λόγου-που επιβεβαιώθηκε με δύο βραβεία Νόμπελ ποιήσεως- όσο και με την δημιουργία τής νεοελληνικής λαϊκής μουσικής που κράτησε απόλυτα διακριτό το παραδοσιακό ιδίωμα χωρίς να αποκοπεί από τις παγκόσμιες μουσικές εξελίξεις.