«Η πνευ­μα­τική εργα­σία στον εαυτό μας είναι αθό­ρυβη ερ­γα­­σία στον πλησίον»

15 Ιουλίου 2021

«Αγίω Πνεύματι πάσα ψυχή ζωού­ται και κα­θάρσει υψούται, λαμπρύ­νε­ται τη Τρι­α­δική Μο­νάδι ιεροκρυφίως».

Σεβασμιώτατε Μητροπολίτα Κασ­σαν­­δρεί­ας και Πολυγύρου κ. Νικόδημε, ά­ξι­ε οια­κο­­στρόφε της ευλογημένης αυτής ε­παρχίας, Σεβα­στή Γερόντισσα, σεβαστοί πα­τεέρες, οσιό­τατες μο­να­χές, ευλαβείς προ­σκυ­νητές.

Τα Άγιο Πνεύμα τη συνεργία των άλ­λων δύο προσώπων της Παναγίας Τριά­δος, με τρό­πο μυστικό και άρρητο ζωογο­νεί και λαμπρύνει τις ψυχές των φιλό­τιμων αγω­νιστών. Ιεροκρυφίως καθαρίζει εμπα­θείς καταστάσεις. Εμπνέει την ολο­καρ­δια με­τα­νοια. Γεννά τη φιλαδελφία και την ένθεη α­γάπην. Διώχνει το φθόνο. Στρέφει το νού και την καρδιά με ευγνω­μοσύνη προς τον Δω­ρεοδότη Κύριο. Και το έργο αυτό απεργάζεται το Άγιο Πνεύμα, όταν βρίσκει χώρο ανα­παύσεως στην καρ­διά του χριστιανού. Όταν ο άν­θρωπος συ­νερ­γεί στη θεία επί­σκεψη.

Το Πνεύμα του Θεού, που συγκροτεί την Εκκλησία και εκχέεται πλουσίως στους πι­στούς, συνήγαγε κι όλους εμάς στην αποψινή πάνδημη σύ­ναξη. Συνήγαγε πλή­θος πο­λύ, κλήρου και λαού, ανδρών και γυναικών, παιδιών και ηλικιω­μέ­νων εις τιμήν και μνηήμην του Οσίου Πατρός η­μών Παϊσίου του Αγιορείτου. Το Πνεύμα του Θεού μας συ­νή­γαγε εις προσκύνησιν του χαρι­το­βρύτου τάφου του ομοιοπαθούς με εμάς ο­σίου. Ο οποίος, όμως, συνεργώ­ντας στη χάρη του Πνεύματος ανέδειξε τις θείες δωρεές. Τις θείες δωρεές με τις οποί­ες τον πλούτισε η Εκ­κλη­σία διά του βαπτί­σμα­τος, που δέχθηκε από τον όσιο Αρσέ­νιο. Όταν υπάρχουν γερές πνευματικές ρίζες αναπτύσσονται άριστοι καρποί.

Και μας καλεί ενώπιον του τάφου του ο Όσιος, να αποβάλλουμε τους εμπα­θείς λογι­σμούς, να καθρεπτιστούμε μπρο­στά του. Με επίγνωση να εγκο­λπω­θούμε το σω­τήριο μήνυμα της πραγμα­τικής με­τα­νοίας και να στραφούμε στον Χριστό.

Διότι οι άγιοι, σε όσα υψηλά μέτρα α­ρε­τής κι αν έχουν φθάσει, δεν είναι αυτό­φωτοι. Φω­τίζο­νται από τον Ιησού Χριστό που είναι το φως του κόσμου. Και τον γνωρίζουμε μέσα στην Εκκλησία. Η αγιότητα είναι κα­τε­ξοχήν γνώ­ρι­σμα του  Τρια­δικού Θεού. Ο όσι­ος Νι­κο­­δη­μος Αγιο­ρείτης, προστάτης και ο­δη­γός του Σεβα­σμιω­τάτου Μητρο­πο­λί­του μας, ιεραρχεί τα πρά­γματα. Γράφει για το Συ­να­ξαριστή, ο οποίος περιέχει βίους αγίων, ότι,  «πολύ­φωτος εσ­τιν ουρανός, ο ο­ποίος ως μέγαν μεν Φω­στήρα και λα­μπρό­τατον ήλιον έχει τον Δε­σπότην Χρι­στόν· ως Σελήνην  δε αργυρο­ει­δή και πλη­σιφαή έχει την Υπερα­γι­αν Θε­οτόκον· ως Αστέ­ρας δε απλανείς και ανε­κλεί­πτους πε­ριέχει όλους τους χορούς των α­γίων α­πάντων. Όθεν φω­τι­ζει, θερμαίνει, ζωο­ποιεί και διεγείρει προς γονιμό­τητα των αρετών, όλην την του Χριστού Εκκλη­σίαν, και πάσαν την υφ­ήλιον Κτίσιν».

Ο όσιος Παΐσιος έλεγε χαριτο­λογώ­ντας, ότι την ημέρα της μνήμης τους οι ά­γιοι «κερ­νούν πνευματικά κανταΐφια!». Δίδασκε χαρα­κτη­ριστικά: «Εάν μπορής, να δια­βάζης κάθε μέρα το Συνα­ξά­ρι του Α­γίου που γιορτάζει, για να συνδέεσαι με όλους τους Αγίους. Η μελέτη αυτή και γενι­κά των Συναξαρίων, πολύ βοηθάει, γιατί θερ­­μαί­νεται η ψυχή και παρακινείται να μι­­μηθεί τους Αγίους. Αφήνει τότε ο άν­θρω­­πος στην άκρη κάθε είδος κακομοιριά και προχωρεί με λεβεντιά. Τα Συναξάρια βοηθούν στην αν­δρεία την ψυχική, ακόμη και στο μαρτύριο» (Λο­γοι Στ΄, σ. 97). Στο βίο του αγίου Παϊσίου δια­βάζουμε, ότι ε­κεί­νος μελετούσε κρυφά από έν­δε­κα χρο­νών τους βίους των αγίων (Ιερ. Ισαάκ, Βίος, σ.51).  Όπως ομολογεί αργότερα ο ίδιος, «τα Συναξάρια είναι αγιασμένη ι­στο­­ρία, γι’ αυτό πολύ βοηθούν- ιδίως τα παιδιά-, αλ­λά να μην τα διαβάζουμε σαν ιστορίες» (Λόγοι Β΄, σ.101).

Ας κρατήσουμε από εδώ την έκφρα­ση «αγιασμένη ιστορία», όχι απλή ιστορία. Κι αυτό αποτελεί ένα άλλο στοιχείο που πρέπει να προσεχθεί. Ο όσιος Παίσιος είχε επίγνωση, ότι πολλές φορές από αδιάκρι­τη ευλάβεια μπορεί να γράφονται και λέ­γο­νται υπερβολές για τους αγίους. Συνήθεια που καταδικάσθηκε στην Πενθέκτη Οι­κουμενική Σύνοδο. Γι’ αυτόν ακρι­βώς το λό­γο, ένα γεγονός που του συνέβη στο ξε­νο­δοχείο στην Κέρκυρα, όπου είχε μαζί του τα λείψανα του αγίου Αρσενίου, το είπε μόνο σε δύο ά­τομα πνευματικά, «διότι φο­βή­θηκε μήπως το μάθουν περισ­σό­τεροι και οι γυ­ναί­κες από αδιάκριτη ευλάβεια μετά πλέξουν παραμύθια» (Άγιος Αρσέ­νι­ος Καππα­δόκης, σ. 14).

Η μελέτη του Βίου και των θεοφώ­τιστων λόγων του οσίου κατευθύνουν τους πιστούς προς την  πηγή του φωτός, που είναι ο Κύριος.  Ο θεοφόρος Παΐσιος ανήκει στη χορεία των Οσίων ασκη­τών και ανέ­δειξε τον εαυτόν του διά της Χάριτος του Πανα­γίου Πνεύματος, «έσοπ­τρον ακηλί­δω­τον της του Θεού ενεργείας και ει­κόνα της αγαθότητος αυτού» (Σοφ. Σολ. 7,26). Ε­τσι κατεστάθη, «της σοφίας οδηγός και  των σοφών διορθωτής». (Σοφ. Σολ. 7,15).

Και είναι αληθές, ότι όλοι οι χρι­στια­νοί καλούνται να γίνουν άγιοι. Να α­να­κα­­λύψουν την οδό της σωτηρίας.

 Όλοι λαμ­βάνουν τα θεία δωρή­μα­τα, ολίγοι όμως  τα αναδεικνύουν και τα καλ­­λιεργούν. Όλοι βαπτίζονται στο όνο­μα της Παναγίας Τριάδος, ολίγοι τιμούν το βάπτι­σμα τους. Όλοι θεωρούνται μέλη της Εκ­κλησίας, ολίγοι όμως είναι ζωντανά και φωτό­μορφα τέκνα της. Πολλοί φέρουν το όνομα του ορθόδο­ξου χρι­στιανού, ολίγοι το επιβε­βαιώνουν στην καθημερινή ζωή κι όχι ιδεολογικά. Πολλοί δια­βάζουν το Ευαγ­­­γέλιο, -εσχάτως και το Ψαλτή­ριον- κα­­θώς και τους θεοφώτιστους λόγους του Οσίου Παϊσίου, ολίγοι αγωνίζονται χωρίς «σφι­­γμένα δόντια» και με απο­στολική α­πλό­τητα να εφαρμό­σουν εμπειρικά όσα δια­βάζουν.

Κι αυτό είναι το πρώτο σημείο στο οποίο επέ­μενε ο όσιος Παΐσιος. Στην επι­βε­βαίωση δηλαδή των ευαγγελικών και θείων διδαχών διά της πείρας των πρα­γμά­των. Δηλαδή ακολου­θούσε τη μέθοδο των λεγόμενων θετικών επιστημών. Πα­ρα­τήρηση, πείραμα, επιβε­βαί­ωση.

 Όταν οι ευλα­βέστατες μοναχές του Ησυ­χα­στηρίου με προθυμία και πνεύμα μα­θητείας κατέ­­γραφαν, όσα εκείνος δίδα­σκε, κάποια στι­γμή τις σταμάτησε και είπε: «“Τι γράφετε όλα αυτά; Για ώρα ανά­γκης τα κρατάτε; Σκοπός είναι να τα δου­λεύετε, να τα εφαρμόζετε. Και ποιος ξέρει τι γράφετε! Για φέρτε μου να δω!”  Ό­ταν του δόθη­καν ενδεικτικά οι σημειώσεις μι­ας αδελφής, η έκφρασή του άλλαξε· ανα­παύ­­θηκε και με ικανοποίηση είπε: “Πω, πω βρε παι­δί μου, αυτή μαγνητόφωνο εί­ναι! Τα έγραψε ό­πως ακριβώς τα είπα”» (Λόγοι Α΄ σ. 16).

Οι αδελφές στις οποίες είμαστε ευ­γνώ­­μο­νες, με την ακριβή καταγραφή και τη φιλοκα­λική συνέπεια, πέτυχαν κάτι πο­λύ σημαντικό:  Η ροή των κειμένων του οσίου Παισΐου να είναι τόσο ανάλαφρη, ό­πως όταν τον άκουγαν, όσοι είχαν την ευ­λογία να τον συνα­ντή­σουν. Μετέ­φεραν στα βι­βλία που επιμελήθηκαν, την ευ­κολία με την οποία εκείνος χρησιμο­ποι­ούσε την καθη­μερινή γλώσσα και τα σύμ­βολα του βίου απλών ανθρώπων, για να πε­ρι­γράψει μεγάλες αλήθειες και να εξη­γήσει τα τραχιά αλλά και εύκολα μονο­πάτια της πνευματικής ζω­ής.

Ειδικά για τους κληρικούς και τους μο­να­χούς, και κατ’ επέκταση για όλους τους Χριστια­νούς, ο όσιος επέμενε στην α­θόρυβη εσωτερική εργασία. Έτσι δημιουρ­γείται απόθεμα πνευ­μα­τικό να ωφε­λού­νται και οι συνάνθρωποι, έλεγε. Τόνιζε χαρακτη­ρι­στικά, συνδυάζοντας άριστα την προ­σω­πική με την κοινωνική ευθύνη: «Η πνευ­μα­τική εργα­σία στον εαυτό μας είναι αθό­ρυβη ερ­γα­­σία στον πλησίον, γιατί μιλάει το παράδειγμα, και τότε μι­μούνται οι άν­θρω­ποι το καλό που βλέ­πουν και διορθώ­νονται…. Ο χαρι­τω­μένος άν­θρωπος του Θεού μεταδίδει θεία Χάρη και αλ­­λοιώνει τους σαρκικούς ανθρώ­πους. Τους ελευ­θε­ρώ­νει από τη σκλαβιά των πα­θών και τους πλη­­σιάζει μ’ αυτόν τον τρό­πο στον Θεό και σώζονται» (Λόγοι Α΄, σ. 312).

Ορισμένοι θρησκευόμενοι άνθρω­ποι γίνονται συνήθως αποθήκες θεολο­γι­κών και πα­τε­ρικών γνώσεων, αλλά μένουν άγευστοι της ζωής του Πνεύματος. Δεν επιτρέ­πουν στο Πνεύμα του Θεού να τους λαμπρύνει και να τους καταστήσει με­τόχους του θείου φωτός. Γνω­ρίζουν πολ­λά θεολογικά θέματα,  αλλά δεν κουνούν το δάκτυλό τους προς εφαρ­μο­γή των θεί­ων λόγων. Τα λένε για τους άλλους. Οι άλλοι δήθεν έχουν την ευθύνη της εκκλη­σια­στικής και κοινω­νι­κής κα­κο­δαιμονίας. Μας θυμίζουν τους λό­γους του Κυρίου: «Δεσμεύουσι γαρ φορ­τία βαρέα και δυσβά­στα­κτα και επιτι­θεέα­σιν επί τους ώμους των ανθρώπων, τω δε δακτύλω αυτών ου θέλουσι κινήσαι αυτά. πάντα δε τα έργα αυ­τών ποιούσι προς το θεαθήναι τοις αν­θρώποις» (Ματθ. 23, 4-5). Η ευαγγελική αυτή αλήθεια επιβε­βαιώ­νεται σήμερα όσο ποτέ άλ­λο­τε. Κατάντησε νόσος λοιμική στο διαδίκτυο, και είναι χει­ρότερη από τον ιό της πανδημίας. Η επί­φα­ση της πνευ­μα­τικής ζωής και η εξυ­πηρέ­τη­ση κάθε σκο­πι­μότητας στο όνομα της πίστεως επιφέρει πνευματικό θάνατο και σύγχυση στους πιστούς.

Ένα άλλο σημείο εξίσου σημαντικό με το προηγούμενο -της προσοχής στην τήρηση των θείων λόγων κι όχι απλώς στη διανοητική γνώση- είναι η πνευματική νοη­μα­το­δό­τηση κα­θη­μερινών εννοιών.

Χάρη στο Όσιο Παΐσιο διδαχθήκαμε εκ νέου το ρωμαίικο φιλότιμο, την πνευ­μα­τική αρχο­ντιά, την απλότητα, την απλό­τητα που οδη­γεί στην παρρησία, τη λεβε­ντιά, την πνευματική γλυ­κύτητα, τη θεία πα­ρηγοριά, τη νηπτική διά­κρι­ση, την εντέ­λεια. Δι­δα­χθήκαμε να θερα­πεύουμε το άγχος, να βάζουμε «την αγωνία στη γω­νία», όπως χαριτολογώντας έλεγε, να μην πνι­­γόμαστε από πνευματική ασφυξία, να διώχ­νουμε τους «μπανταλούς λογισμούς», να φυλα­γόμαστε από την αναίδεια, να ο­δη­γούμαστε στην αυτογνωσία, που οδηγεί στη θεογνωσία.

 Η διδασκαλία του απλή, αυθε­ντι­κή. Ο λόγος του «άλατι ηρτημένος». Ευθύς και ελεγ­κτικός και ταυτόχρονα πράος και πα­ρα­κλητικός. Αυστηρός στους σκληρο­κάρ­διους αλλά και επιει­κής στους αδύ­να­μους. Έλεγε με σοφία : «Η φυ­σι­κή α­πλότητα είναι η απλότητα που έχει ένα μικρό παιδί. Το παιδί, όταν κάνει μια α­ταξία το μαλώνεις και κλαίει. Αν μετά του δώσης ένα αυτοκινητάκι, πάει, τα ξεχ­νάει όλα. Δεν εξετάζει γιατί προηγου­μέ­νως το μά­λωσες, επειδή ο μικρός δουλεύει με την καρ­διά, ενώ ο μεγάλος με τη λογι­κή». Και συνέχιζε: Όταν καθαρθεί η καρ­διά από κάθε πονηρία και ιδιοτέλεια φθάνει στην κατάσταση της τέλειας απλό­τητας. «Μέσα στην αληθινή αγάπη του Χρι­­στού, στην κα­τάσταση εκείνη της απλό­τητος και καθαρότητος, αναπτύσ­σεται η καλή παιδι­κότη­τα, την οποία ζητά ο Χριστός να α­πο­κτήσουμε –γίνεσθε ως τα παιδία-, λέει. Στην εποχή μας όμως, όσο προ­χωράει η κο­σμική ευγένεια, τόσο χά­νεται η α­πλότητα, η αληθινή χαρά και το φυ­σικό χαμόγελο» (Λόγοι Ε’, σ.268).

Κι όπως χρησιμοποιούσε την περί­πτωση του παιδιού, για να περιγράψει την απλό­τητα, θύμιζε τη μάνα και την διαβεβ­λημένη στις μέρες μας μητρότητα, για να περιγράψει την αγάπη: «Δεν φθάνει να α­γαπάει κανείς τον άλλον· πρέ­πει να  τον α­γα­πάει περισσότερο από τον εαυτό του. Η μάνα αγαπάει τα παιδιά της περισ­σό­τερο από τον εαυτό της. Μένει νηστικιά, για να ταΐση τα παιδιά της, αλλά νιώθει με­γα­λύτερη ευχαρί­στηση από εκείνα. Τα παιδάκια τρέφονται υλικά και η μητέρα πνευ­ματικά. Εκείνα έχουν την υλι­κή γεύ­ση, ενώ αυτή έχει την πνευματική αγαλ­λίαση… Η μητέρα μάλιστα φθάνει να έχει πε­ρισ­σότερη αγάπη και θυσία από τον πα­τέρα, γιατί στον πατέρα δεν δίνονται πολ­λές ευκαιρίες, για να θυσιάζεται» (Λόγοι Δ΄, σ. 79-80).

 Η διδαχή του οσίου θύμιζε συχνά τις ευαγ­γελικές παραβολές, τον συμβο­λικό προφη­τικό λόγο, την διακριτική πατε­ρική παραίνεση. Διηγείται το εξής: «Μια μέ­ρα έσκαβα τον κή­πο μου, για να φυ­τέψω λίγες ντοματιές. Εκείνη την ώρα ήρθε κά­ποιος και μου λέει: – Τι κάνεις Γέρο­ντα;. – Τι να κάνω; του λέω, εξομολογώ τον κήπο μου. –Καλά, Γέροντα, μου λέει, χρειά­ζε­ται κι ο κήπος εξομολόγηση; -Ασφαλώς χρειά­ζεται. Έχω διαπιστώσει πως, όταν τον εξομολογώ, βγάζω δηλαδή έξω πέ­τρες, αγριάδες αγκάθια κ.λπ. τότε βγά­ζει επίσημα κηπευτικά, αλλιώς οι ντομάτες γίνονται κιτρινιάρες, καχεκτικές!» (Λόγοι Γ΄, σ.246). Εδώ θα προσθέταμε, «ο έχων ώτα, ακού­ειν ακουέτω».

Και έρχομαι σε ένα άλλο σημαντικό σημείο. Σε κάθε εποχή πολλά λέγονται ενα­ντίον της Εκκλησίας, η οποία υπάρχει όχι για τον εαυτό της αλλά για το λαό του Θε­ού.

Η Εκκλησία είναι ακμαία και ζώσα, όταν αναδεικνύει αγίους. Και δόξα τω Θεώ στην εποχή μας τόσοι νέοι άγιοι αναδείχ­θηκαν. Είναι αγία και άμω­μη από τον ιδρυ­τή της, τον Κύριο. Καλώντας όλους να τη­ρούν την εντολή του Χρι­στού, “αγαπάτε τους εχθρούς υμών”, η Εκ­κλησία στέκεται στη μέση όλων των εχθρικών δυ­νάμεων». «Έτσι, είναι φυσικό η οργή που έ­χουν μέ­σα τους, μόλις συναντήσει την Εκκλησία στην πορεία της, να ξεσπά εναντίον της. Και η Εκκλησία που πραγματοποιεί το έρ­γο του Χρι­στού επί της γης, δηλαδή τη σω­τηρία όλου του κόσμου, δέχεται συνειδητά επάνω της το βάρος της γενικής οργής, ό­πως και ο Χριστός σήκωσε επάνω του τις αμαρ­τίες του κόσμου. Και αν ο Χριστός στον κόσμο αυτό της αμαρτίας διώχ­θηκε και έπρεπε να πάθει… τότε και η αληθινή Εκκλησία του Χριστού αναπό­φευκτα θα διωχ­θεί και θα υπο­στεί το μαρτύριο. Αυτός είναι πνευ­μα­τικός νόμος της εν Χρι­στώ ζωής» (όσιος Σι­λου­ανός).

Αυτά τα γνώριζε κάλλιστα ο όσιός μας, γι’ αυτό  μιλούσε για Μητέρα Εκ­κλη­σία. Τον απασχολούσαν πολύ οι ακρό­τη­τες που πα­ρα­τηρούνταν τόσο στον κοι­νω­νικό αλλά και τον εκκλησιαστικό χώρο.

Δίδασκε: «Να αποφεύγονται τα άκρα· με τα άκρα δεν λύνονται τα θέματα. … Τα δύο άκρα πάντα ταλαιπωρούν τη Μη­τέρα Εκκλησία και οι ίδιοι που τα κρα­τούν ταλαιπωρούνται, γιατί τα δύο άκρα συνήθως καρφώνουν… Δυστυ­χώς στην ε­ποχή μας έχουμε πολλούς που ταράσ­σουν την Μητέρα Εκκλησία. Όσοι από αυτούς είναι μορφωμένοι έπιασαν το δόγμα με το μυα­λό κι όχι με το πνεύμα των Αγίων Πατέρων. Όσοι πάλι είναι αγράμματοι, έπιασαν και αυτοί το δόγμα με τα δόντια, γι’ αυτό και τρίζουν τα δόντια, όταν συζη­τούν εκκλησιαστικά θέματα, και έτσι δημιουρ­γείται μεγαλύτερη ζημιά στην Εκ­κλησία από αυτούς παρά από τους πολέ­μιους της Ορθοδοξίας μας» (Λόγοι Α΄, σ. 322-323).

Σεβασμιώτατε, σεβαστή Γερόντισσα αγαπητοί αδελφοί, δεν αρκεί ο χρόνος να περι­γρά­ψουμε σύνολη τη διδαχή και τους ασκη­τικούς αγώνες του οσίου Πατρός. Μια απλή γεύση προσπαθήσαμε να δώσουμε.

Συνοψίζοντας και ολοκληρώνοντας, θυμίζουμε το θείο ζήλο με τον οποίο α­σκούσε την προσευχή, την ησυ­χία και τη νήψη. Θυμόμαστε το αξεπέ­ρα­στο χιούμορ του ως μέσο επικοινωνίας αλ­λά και διδα­χής. Θαυ­μά­ζουμε τα εύστοχα και εφευ­ρηματικά λογο­παίγνια του, που συλ­­λάμ­βαναν και απέδιδαν με μοναδικό τρόπο την πνευ­μα­τι­κή κατά­στα­ση των αν­θρώ­πων. Στεκόμαστε με δέος μπροστά στη βα­θιά προσωπική σχέση του με το Θεό και τους αγίους της Εκκλησίας μας, την Κυρία Θεοτόκο, τους Αγγέλους, Αγία Ευφημία, Άγιο Λου­κιλλιανό, και άλλους. Ο­δη­γού­μαστε σε αυ­τοκριτική, μπροστά στην πλα­τιά αφοσίω­ση του στην Εκκλησία και τη ση­μα­σία της ζω­ντα­νής Ορθόδοξης πα­ρά­δοσης. Βλέπου­με τους καημούς του για τις τύχες του Γένους και τα παθήματα των συν­αν­θρώπων του.  Διδασκόμαστε από τον τρόπο με τον ο­ποί­ο δεχόταν την κακο­πάθεια για τον εαυτό του και ταυτόχρονα συγκατέβαινε προς τους αδελφούς που είχαν αδύναμο θέλημα. Διδασκόμαστε από τη λεβεντιά με την οποία υπέμεινε τη σωματική του ασθένεια. Διότι έλεγε, ότι περισσότερο τον ωφέλησε πνευματικά η αρρώστια του πα­ρά οι ασκητικοί αγώνες. Τον ατενίζουμε να  αίρει αγόγγυστα  το Σταυρό του Κυ­ρίου.

Να λοιπόν γιατί απολαμ­βάνει τώρα τα κάλλη του Παραδείσου, «συν πάσι τοις αγίοις». Να γιατί η πάνδημη αποψινή σύ­να­ξη.

Κι εμείς ως φιλότιμα πνευματικά του τέκνα τον παρακαλούμε: Όσιε Παΐσιε, «Ἐπί­φα­νον ἄνωθεν ἡμῖν ὡς πρόμαχος κρά­τιστος, φρου­ρῶν, φυλάτ­των, λυτρού­μενος ἐκ πάσης θλί­ψεως· στῆσον τῶν πο­λέμων τό δεινόν κλυ­δώ­νιον, τήν πίστιν τήν ὀρ­θόδοξον κράτυνον, εἰρή­νην δώρησαι ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν δεόμεθα» (Ἀκολουθία, σ. 67).

Ευχηθείτε Σεβασμιώτατε, εσείς που κρα­τάτε στους ώμους σας και στο ιερό Ωμοφόριό σας τις ψυχές μας να καρ­πίσουν  στη ζωή μας τα θεοφώτιστα λόγια του Οσίου Πατρός Παισΐου, για να δοξά­ζε­ται το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν.

(Ομιλία στην αγρυπνία του Ιερού Ησυχαστηρίου Αγίου Ιωάννου Θεολόγου Σουρωτής 12/7/2021)