Η ζωή πριν και μετά τον θάνατο

5 Ιουλίου 2021

ΠΡΟΛΟΓΙΚΑ

Από τη στιγμή που ερχόμαστε στη ζωή αρχίζει και ξετυλίγεται το κουβάρι της ζωής και όσο μεγαλώνουμε, η ζωή λιγοστεύει και  έρχεται σιγά σιγά ο θάνατος.   Βέβαια όλοι θα θέλαμε αυτό το κουβάρι να είναι μεγάλο και προπαντός να μην ξετυλίγεται καθόλου ή τουλάχιστον να μη λιγοστεύει. Κοντολογίς:  όλοι θέλουμε να ζούμε  πολλά χρόνια, κανείς δεν θέλει να πεθάνει… Άραγε γίνεται αυτό; Μπορεί και να γίνεται… Ας το ψάξουμε…

 ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

Πολλοί πιστεύουν ότι ο κύκλος της ζωής του ανθρώπου αρχίζει με τη γέννηση και τελειώνει με τον θάνατο.   Για τον χριστιανό όμως η ζωή   συνεχίζεται και μετά τον θάνατο. Δεν πρόκειται βέβαια για τη μετεμψύχωση των αρχαίων σε κατώτερα ζώα ανάλογα με τα πάθη στα οποία υπέκυψε ο άνθρωπος κατά τη διάρκεια της ζωής του, όπως υποστηρίζει ο Πλάτωνας, αλλά για ανάσταση και ζωή αιώνιο. Ο χριστιανός όμως  ζει με την ελπίδα της ανάστασης, επιδιώκει δηλαδή την αθανασία. Κι όμως ακούει να τραγουδάει ο κόσμος: «μία είναι η ουσία, δεν υπάρχει αθανασία». Υπάρχει λοιπόν αθανασία ή δεν υπάρχει:

  Η ΖΩΗ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ

            Ο άνθρωπος  είναι γεγονός ότι πεθαίνει. Πώς όμως φτάσαμε στο θάνατο; Να πώς:  Τον θάνατο αλλά και την διαστρέβλωση της φύσης, ώστε αυτή να είναι εχθρική απέναντι στον άνθρωπο, τον έφερε η παρακοή των πρωτοπλάστων. Από τότε η ροπή προς το κακό  ενισχύθηκε. Ο κόπος,  ο πόνος, η αρρώστια και ο θάνατος στο εξής συντροφεύουν τον άνθρωπο σε κάθε του στιγμή.  Ο πόθος  όμως όλων των ανθρώπων είναι να νικήσουνε τον θάνατο και να αποκτήσουνε και πάλι την αθανασία. Ο πόθος αυτός ικανοποιήθηκε εν μέρει με τη διαιώνιση του είδους, οπότε ο άνθρωπος συνεχίζει να υπάρχει με τη μορφή των απογόνων του. Να πώς περιγράφει την εξέλιξη αυτή προς τον θάνατο ο απόστολος  Ιάκωβος: «Ο καθένας σπρώχνεται στην αμαρτία από τη δική του κακή επιθυμία. Αυτή σαν πονηρή γυναίκα έρχεται σε παράνομη ένωση με τη θέληση του ανθρώπου, ο οποίος συγκατατίθεται και έτσι γεννιούνται οι αμαρτωλές πράξεις. Κι όταν η αμαρτία κυριεύσει τη ψυχή του ανθρώπου, αυτή γεννά τον θάνατο»  (Ιάκ. 1.15).

  Μέσα μας, λοιπόν,  υπάρχουν δύο φρονήματα,  το φρόνημα του πνεύματος και το φρόνημα της σαρκός. Ο απ. Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή αναφέρει:

«τό γάρ φρόνημα τῆς σαρκός θάνατος, τό δέ φρόνημα τοῦ πνεύματος ζωή καί εἰρήνη.» Δηλαδή αν ζούμε σύμφωνα με τις επιθυμίες της σάρκας, πρόκειται να πεθάνουμε και μάλιστα αιώνια, ενώ αν ζούμε σύμφωνα με τις επιταγές του Αγίου πνεύματος και νεκρώνουμε τις κακές επιθυμίες του σώματός μας, τότε θα ζήσουμε και μάλιστα αιώνια. (Ρωμαίους, 8:2-10).  Κι όταν λέμε νέκρωση σώματος, εννοούμε τη νέκρωση των παθών του σώματος, όχι του ιδίου του σώματος, έχουμε να κάνουμε ένα παθοκτόνο όχι σωματοκτόνο πόλεμο. Ο απ. Παύλος γράφει προς τους Κολασαείς: «Νεκρώσατε οὖν τά μέλη ὑμῶν τά ἐπί τῆς γῆς, πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, πάθος, ἐπιθυμίαν κακήν, καί τήν πλεονεξίαν ἥτις ἐστίν εἰδωλολατρία, καί ἐνδυσάμενοι τόν νέον τόν ἀνακαινούμενον εἰς ἐπίγνωσιν κατ’ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν (Κολοσσαείς, 3:5-10).  Η νέκρωση των παθών του σώματος οδηγεί στον θάνατο του παλαιού ανθρώπου της αμαρτίας και στην απόκτηση του νέου κατά Χριστόν. Ο παλαιός άνθρωπος μοιάζει με την αγριελιά, που για να καρπίσει θέλει μπόλιασμα. Αυτό το μπόλιασμα γίνεται με την εν Χριστω ζωή και τα μυστήρια της εκκλησίας.

Αν λοιπόν κάποιος θέλει να αποφύγει τις αρρώστιες, τον σωματικό και τον πνευματικό θάνατο  θα πρέπει να αποφεύγει την αμαρτία, γιατί η αμαρτία τα φέρνει όλα αυτά.   Θυμηθείτε τι λέει ο Χριστός στους παράλυτους και στους  αρρώστους  που τους  έφερναν για να  τους θεραπεύσει: «Αφέονταί σοι αι αμαρτίαι, ίδε μηκέτι αμάρτανε». Δεν τους θεράπευε αμέσως , αλλά τους συγχωρούσε πρώτα τις αμαρτίες, οι οποίες έφεραν τους δυστυχισμένους αυτούς ανθρώπους σε αυτή την κατάσταση, και ύστερα τους θεράπευε. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι δεν θα μας βρουν αρρώστιες και θάνατοι, αλλά ο χριστιανός τα αντιμετωπίζει ως συνέπειες του προπατορικού αμαρτήματος και  ως δοκιμασίες του Θεού  και σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να του στερήσουν την άλλη τη ζωή, την αιώνια.

Ήμασταν εχθροί με το Θεό και ο Χριστός με τη Σταυρική Του θυσία μας συμφιλίωσε και πάλι με τον Θεό Πατέρα. Μας ελευθέρωσε από τη δουλεία της αμαρτίας και του θανάτου (τά γάρ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος) και μας έκανε δούλους ενός Θεού που σέβεται και αγαπά τον άνθρωπο και  μας χάρισε τον αγιασμό, την αθανασία και την αιώνιο ζωή. «ἵνα δικαιωθέντες τῇ ἐκείνου χάριτι κληρονόμοι γενώμεθα κατ’ ἐλπίδα ζωῆς αἰωνίου.  (Τίτον 3,7).

Ο άνθρωπος απελπισμένος από τις δυσκολίες της ζωής προσπαθεί να βρει κάποιο καταφύγιο, άλλος στα χρήματα, άλλος στην εξουσία, άλλος στις σαρκικές ηδονές και νομίζει ότι εκεί θα βρει την ευτυχία. Όλοι όμως αυτοί  οι δρόμοι είναι αδιέξοδοι. Όταν ο Χριστός λέγει ότι «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή»  (Ιωάννης, 17:3) εννοεί: «ότι ο δρόμος του Θεού δεν είναι αδιέξοδος, αλλά οδηγεί στην αλήθεια». Και η αλήθεια είναι μία: Ο Χριστός, που είναι η αιώνια ζωή. Ο Χριστός όμως είναι και το  «το φως το αληθινόν, το φωτίζον πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον»  αλλά και «ο ποιμήν ο καλός», που «την ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρ των προβάτων».

Είναι γεγονός ότι οι μέριμνες της ζωής συνθλίβουν τον άνθρωπο καθημερινά και δεν τον αφήνουν να ανασάνει, να στρέψει το βλέμμα του προς τον ουρανό. Ο Χριστός τονίζει «να μην μεριμνούμε υπερβολικά  για τα υλικά αγαθά, τι θα φάμε και τι θα ντυθούμε» και μας φέρνει ως παράδειγμα τα πουλιά και προσθέτει: «ζητεῖτε πρώτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν (Κατά Λουκαν 12, 22- 23,31-), διότι ο Θεός γνωρίζει τις ανάγκες του καθενός και τις ικανοποιεί στην κατάλληλη στιγμή.  Φυσικά η εργασία με την οποία θα εξασφαλίσουμε τα υλικά αγαθά είναι εντελώς απαραίτητη σ’ αυτή τη ζωή, αλλά εκείνο που ζητάει από μας ο Χριστός είναι να μην είμαστε προσκολλημένοι σ’ αυτά και αμελούμε τα πνευματικά και γινόμαστε υλόφρονες. Ο Μ. Βασίλειος λέγει ότι ο πλούτος δεν είναι κατακριτέος αλλά «οι αδίκως πλουτήσαντες». Τώρα μπορούμε να κατανοήσουμε  την αντίφαση ανάμεσα στην απώλεια και τη σωτηρία της «ψυχής» στο παρακάτω  στίχο: «ὃς ἐάν ζητήσῃ τήν ψυχήν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν, καί ὃς ἐάν ἀπολέσῃ αὐτήν, ζῳογονήσει αὐτήν. (Κατά Λουκαν 12, 33).   Όποιος δηλαδή γαντζώνεται στα υλικά αγαθά αυτής της ζωής, χάνει την άλλη ζωή που είναι αιώνια.

Στην πατερική προσευχή τι λέμε; «τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον». Τον επιούσιο ζητάμε  για σήμερα, όχι για αύριο και για μεθαύριο και για όλη μας τη ζωή. Ο επίγειος  άρτος μας χορταίνει για λίγο και ύστερα ξαναπεινάμε. Το ίδιο και το επίγειο ύδωρ. Ο  Χριστός όμως μας  διαβεβαιώνει ότι «ουκ επ’ άρτω μόνον ζήσεται άνθρωπος» αλλά και με το λόγο του Θεού: « Ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς· ὁ ἐρχόμενος πρός με οὐ μὴ πεινάσῃ, καί ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ οὐ μή διψήσει πώποτε». Να λοιπόν πώς υπήρξαν άγιοι άνθρωποι  που  νικούσαν την πείνα και αρκούνταν σε λίγο παξιμάδι.  Έτρωγαν κάθε  τέσσαρες μέρες ή έκαναν νηστεία για σαράντα μέρες. Κι αυτό γιατί προγεύονταν τα αιώνια αγαθά από αυτήν ακόμη την επίγεια ζωή και ζούσαν μια αγγελική ζωή. Αν εμείς δεν μπορούμε να φτάσουμε την αγιότητα αυτών των ανθρώπων, μπορούμε να μειώσουμε τις καταναλωτικές μας ανάγκες στο μέτρο του δυνατού.

Ο άρτος της ζωής, που είναι ο Χριστός, δεν μας χαρίζει μόνο την εγκράτεια, την ολιγάρκεια και την αυτάρκεια σ’ αυτή τη ζωή, αλλά και το εισιτήριο για την άλλη τη ζωή. Το φάρμακο  για την απόκτηση   της αθανασίας    είναι το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, όπου ο Χριστός θυσιάζεται για τη σωτηρία του ανθρώπου: «ὁ τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἷμα ἔχει ζωήν αἰώνιον, καί ἐγώ ἀναστήσω αὐτόν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ.   (Κατά  Ιωάννη, 6:35-40)

Η ζωή όμως είναι ένας αγώνας  συνεχής και αδιάκοπος. Η εκκλησία μέσω του βαπτίσματος φρόντισε να μας προλειάνει το έδαφος και να μας βοηθήσει στον αγώνα αυτό της ζωής ακόμη κι από τη νηπιακή μας ηλικία. Με το βάπτισμα «ὁ παλαιός ἡμῶν ἄνθρωπος συνεσταυρώθη ἵνα καταργηθῇ τό σῶμα τῆς ἁμαρτίας, τοῦ μηκέτι δουλεύειν ἡμᾶς τῇ ἁμαρτίᾳ.»   «Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε»   Από το βάπτισμα έχουμε δυο ωφέλειες, από τη μια απαλλασσόμαστε  από το βάρος του προπατορικού αμαρτήματος και από την άλλη εξοπλιζόμαστε με όπλα πνευματικά στον αγώνα κατά του Πονηρού.

Από όλα αυτά βγαίνει το  εξής συμπέρασμα: Εκείνος που θα μας σώσει είναι ο Χριστός. Ο Χριστός όμως για να μας επισκεφτεί πρέπει να είμαστε καθαροί και ταπεινοί. «Μακάριοι οι καθαροί την καρδίαν, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» και «ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται». Ο Θεός λοιπόν με τον αγώνα που θα κάνουμε για να κρατήσουμε το σώμα και τη ψυχή μας καθαρή και  με την εξομολόγηση και τη Θεία Κοινωνία έρχεται και κατοικεί στην ταπεινή φάτνη της ψυχής μας και  μας αγιάζει. Μας κεντρίζει με το φάρμακο της αθανασίας και αφθαρτοποιεί  το σώμα μας και παράλληλα και τη ψυχή μας. Έτσι κερδίζουμε την αθανασία και την αιώνια ζωή δίπλα στον Ζωδότη Θεό  και «ούτω πάντες εν αυτώ εσόμεθα».

             Η πιο μεγάλη όμως τιμή που μας κάνει ο Κύριος με τον ερχομό Του στη γη είναι ότι μας κάνει παιδιά του Θεού και συγκληρονόμους Χριστού:  Ο Απ. Παύλος μας διαβεβαιώνει: «Όσοι πιστέψαμε στο Χριστό και βαπτιστήκαμε στο Άγιο Πνεύμα, δεν αποκτήσαμε πνεύμα δουλείας αλλά αποκτήσαμε το δικαίωμα της υιοθεσίας κατά χάρη Θεού κι έτσι  μπορούμε να τον προσφωνούμε «Πατέρα μας» (Ρωμ 8, 13-17).  Συνεπώς είμαστε κληρονόμοι Θεού, εφόσον ο Θεός είναι ο πατέρας μας και συγκληρονόμοι Χριστού, εφόσον ο Χριστός είναι ο πρωτότοκος αδελφός μας. Ποιος επίγειος βασιλιάς θα μπορούσε κάτι τέτοιο όχι να το κάνει αλλά απλώς να το σκεφτεί! Αυτό βέβαια το δικαίωμα το αποκτούμε, εάν υπομένουμε τις δοκιμασίες που μας στέλνει ο θεός και ζούμε κατά Χριστόν.

Το πιο σημαντικό όμως για μας τους πιστούς, που πιστέψαμε στον Κύριο Ιησού Χριστό είναι ότι τα ονόματά μας γράφτηκαν στο βιβλίο της ζωής. Στη Δευτέρα Παρουσία θα κάνει προσκλητήριο ο Κύριος και θα μας καλέσει για να μας στήσει στα δεξιά του, όπως έγινε με πολλούς άλλους αγωνιστές του  Θεού σύμφωνα με το ευαγγέλιο της κρίσης και την Αποκάλυψη του ευαγγελιστή Ιωάννη (Αποκ. 3,5).

Και για να συνοψίσουμε:

Κάθε ώρα και κάθε στιγμή ο χριστιανός καλείται να νεκρώνει τα μέλη του παλαιού ανθρώπου και να αποκτά καινούργια, ανανεωμένα μέλη του νέου κατά Χριστόν ανθρώπου. Η οδός της αρετής είναι ανηφορική, δύσκολη με πολλές πέτρες και αγκάθια. Ο πνευματικός αγώνας είναι πάλη με τον άρχοντα και τους δαίμονες του κόσμου τούτου. Κανείς δεν πρέπει να είναι θεατής στις κερκίδες αλλά αγωνιστής μέσα στον στίβο της ζωής, στον αγώνα του καλού.

       

Η ΖΩΗ ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ

Το πιο βασανιστικό ερώτημα, που έρχεται  συχνά στο μυαλό μας είναι: «Τι γίνεται μετά τον θάνατο, υπάρχει ζωή ή όλα τελειώνουν με τον θάνατο;».

Γεγονός βέβαια είναι ότι κανένας μας δε θέλει να πεθάνει. Όλοι θέλουμε να  ζήσουμε όσο γίνεται περισσότερο. Το θέμα όμως είναι πως  αντιμετωπίζουμε τον θάνατο. Πιστεύουμε ότι υπάρχει ζωή και μετά θάνατον; Ας παραδειγματιστούμε από τη φύση:  Κάθε χρόνο μετά τη νέκρωση της φύσης την περίοδο του χειμώνα έρχεται η ανανέωσή της  την άνοιξη. Τα κλαδιά των δέντρων που φαίνονται ξερά, ξαφνικά αρχίζουν να φουντώνουν και την απογοήτευση   και απαισιοδοξία που νιώθουμε με την νέκρωση της φύσης τη διαδέχεται η ελπίδα και η αισιοδοξία. Η  ελπίδα και  η αισιοδοξία ότι ο Θεός δεν μας ξέχασε, ότι η ζωή συνεχίζεται.

Ας τα δούμε αναλυτικότερα και πρώτα πρώτα τι πίστευαν οι αρχαίοι.

ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΚΟΣΜΟ

Στους αρχαίους Αιγυπτίους ήταν διάχυτη η πίστη ότι η ψυχή είναι αθάνατη, ενώ το σώμα το βαλσάμωναν  και παρέθεταν δίπλα του  τροφές. Το ίδιο  και στους αρχαίους Έλληνες, οι οποίοι αντί για τροφές παρέθεταν δίπλα στο νεκρό τα αγαπημένα τους αντικείμενα, τα κτερίσματα. Ας ανατρέξουμε όμως πιο συγκεκριμένα  σε μερικές πηγές Αρχαίων Ελλήνων, στον Όμηρο, στον Αριστοτέλη αλλά κυρίως τον Πλάτωνα, για να πάρουμε περισσότερες πληροφορίες.

Στον Όμηρο: Στη λ ραψωδία της Οδύσσειας που λέγεται και «Νέκυια», γιατί αναφέρεται σε νεκρούς, Ο Οδυσσέας   πήγε για να συναντήσει τη ψυχή του Τειρεσία για να του πει πώς θα γυρίσει στην πατρίδα του. Κοντά σ’ αυτόν είδε τη μάνα του και πολλούς άλλους ήρωες της Τροίας.  Είναι φανερό, λοιπόν, ότι οι αρχαίοι πίστευαν στις ψυχές των νεκρών, με τις οποίες μάλιστα μπορούσαν να συνομιλούν.

Ο Αριστοτέλης  πιστεύει ότι η ψυχή είναι το «κινούν» αίτιο, αυτό δηλαδή που δίνει κίνηση και ζωή. Κατά τον Αριστοτέλη ψυχή έχουν και τα φυτά και τα ζώα όχι μόνο ο άνθρωπος. Τα φυτά έχουν θρεπτική ψυχή, τα ζώα θρεπτική και κινητική και ο άνθρωπος θρεπτική, κινητική και λογική ψυχή.

            Ο Πλάτωνας αναφέρεται στα θέματα αυτά στον  Φαίδωνα, τον Γοργία και την Πολιτεία.    Από όλα τα σχετικά χωρία βγάζουμε τα εξής συμπεράσματα:

1ον. Οι αρχαίοι όχι μόνο πίστευαν στην αθανασία της ψυχής αλλά και στην τιμωρία μετά θάνατο ανάλογα με τα αδικήματα του καθενός.

2ον Πίστευαν ότι υπήρχε και κόλαση, που την έλεγαν Τάρταρα, όπου πήγαιναν οι κακοί, και παράδεισος, που τον έλεγαν Ηλύσια Πεδία ή Μακάρων νησιά, όπου πήγαιναν οι καλοί.

3ον Τα πολύ βαριά αδικήματα, που ήταν ανίατα, τιμωρούνταν με αιώνια καταδίκη στα Τάρταρα.

4ον Τα λιγότερα βαριά αδικήματα, για τα οποία μετάνιωσαν αυτοί που τα έκαναν, πάλι τιμωρούνταν για  κάποιο χρονικό διάστημα, ανάλογα με το αδίκημα, και μετά απαλλάσσονταν από την τιμωρία.

5ον Τα ελαφριά αδικήματα τιμωρούνταν για λίγο, αλλά γίνονταν κάθαρση και απαλλάσσονταν και αυτοί από την τιμωρία.

6ον Τέλος οι δίκαιοι ανέβαιναν από τα έγκατα της γης και κατοικούσαν σε πολύ ωραία μέρη, όπου χαίρονταν για πάντα.

7ον Οι αρχαίοι πίστευαν ότι στον Άδη υπάρχει μετάνοια, που τους απαλλάσσει από την τιμωρία, σε αντίθεση με τη χριστιανική πίστη, που διδάσκει ότι «εν τω Άδη ουκ έστι μετάνοια».

ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ

 Ας δούμε τώρα  και η Καινή Διαθήκη πως βλέπει τον θάνατο. Η προσκόλληση του ανθρώπου στα υλικά αγαθά πέρα από τις σκοτούρες και τις έγνοιες  οδηγεί τον άνθρωπο στο να χάσει τη ψυχή του. Η ψυχή του γίνεται υλόφρων, ασχολείται δηλαδή μόνο με τα υλικά και καθόλου με τα πνευματικά και έτσι δεν κάνει τίποτα για τη ψυχή του, με αποτέλεσμα να τη χάσει. Κι όμως δεν υπάρχει τίποτε πολυτιμότερο από τη ψυχή του ανθρώπου. Ο ευαγγελιστής  Λουκάς τονίζει: (Ιστ, 26) « τί γὰρ ὠφελεῖται ἄνθρωπος, ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδήσῃ, τὴν δὲ ψυχὴν αὐτοῦ ζημιωθῇ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;»

Η περίπτωση του Λαζάρου, του μαθητή του Κυρίου, είναι χαρακτηριστική για την έννοια της κοίμησης και του θανάτου (Κατά Ιωάννην ΙΑ,11-44), διότι , ενώ όλοι πίστευαν ότι ο Λάζαρος πέθανε, ο Χριστός τους  έλεγε ότι   κοιμήθηκε και  στη συνέχεια τον  ανάστησε. Τότε ο Ιησούς  είπε τη μεγάλη αλήθεια: «ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή. Ο πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται· καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα». Ο Χριστός με την ανάσταση του Λαζάρου ήθελε να προοικονίσει τη δική του ανάσταση που θα σήμαινε και την ανάσταση όλων των ανθρώπων και το τέλος του θανάτου.

  Υπάρχει λοιπόν ζωή και μετά θάνατον ζωή  και πως είναι αυτή;    Ας διαβάσουμε τα σχετικά χωρία του Ευαγγελίου για τη μέλλουσα ζωή: «Εκείνοι που θα αξιωθούν να απολαύσουν τη μέλλουσα ζωή και την εκ νεκρών ανάσταση ούτε νυμφεύονται ούτε δίδονται σε γάμο. Διότι ούτε και να πεθάνουν πλέον μπορούν, επειδή τα σώματα τους είναι άφθαρτα και αιώνια. Είναι όμοιοι με τους αγγέλους και υιοί του Θεού, υιοί που δεν προέρχονται από φυσική γέννηση, αλλά από την ανάσταση, που ο Θεός θα διατάξει και θα πραγματοποιήσει. Μάθετε, λοιπόν, μας διαβεβαιώνει ο ευαγγελιστής Λουκάς, ότι ο Θεός δεν είναι Θεός νεκρών, αλλά ζωντανών. Διότι όλοι, όσοι έχουν φύγει από την γη και είναι για μας  νεκροί, για το Θεό είναι ζωντανοί, ζουν κοντά του σε διαρκή  επικοινωνία μαζί του.” ( Λουκ. 20, 35-38)

Παρόλα αυτά υπάρχει θάνατος για τον χριστιανό, αλλά τι είδους θάνατος είναι αυτός; Ας ακούσουμε τον Απ. Παύλο  στην προς Ρωμαίους επιστολή (3-23): «ὅσοι ἐβαπτίσθημεν εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν, εἰς τὸν θάνατον αὐτοῦ ἐβαπτίσθημεν;  συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διὰ τοῦ βαπτίσματος εἰς τὸν θάνατον, ἵνα ὥσπερ ἠγέρθη Χριστὸς ἐκ νεκρῶν διὰ τῆς δόξης τοῦ πατρός, οὕτω καὶ ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν». Πρόκειται για τον θάνατο του παλαιού ανθρώπου της αμαρτίας και την αναγέννησή του δια του θανάτου του Ιησού σε μια νέα ζωή, τη ζωή του Χριστού. Με το βάπτισμα τρεις φορές στα νάματα τα Ιορδάνεια της κολυμβήθρας συμμετέχουμε στην τριήμερη ταφή του Χριστού και όπως αυτός αναστήθηκε, ανασταινόμαστε κι εμείς και ντυνόμαστε με το ένδυμα του  Χριστού (όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθημεν Χριστόν ενεδύθημεν), που είναι λευκό και άσπιλο και καλούμαστε να μη το λερώνουμε με τις αμαρτίες μας. Όμως, επειδή είμαστε άνθρωποι και πέφτουμε σε αμαρτίες,   υπάρχει το πλυντήριο της εξομολόγησης  και το  καθαρίζουμε.  Άρα θάνατος υπάρχει γι’ αυτούς που μένουν στην αμαρτία, ενώ για τους χριστιανούς, που βαπτίζονται, εξομολογούνται και κοινωνούν, υπάρχει ζωή αιώνιος. Αυτό εύχεται η εκκλησία στους κεκοιμημένους κατά την νεκρώσιμη ακολουθία. Η πίστη της εκκλησίας είναι ότι πρόκειται για κοιμηθέντες όχι για νεκρούς, τους οποίους θα τους πάρει μαζί του ο Ιησούς, στη δεύτερη παρουσία Του.

Ο απ. Παύλος απαντά στον προβληματισμό πώς θα είναι το σώμα μας μετά τον θάνατο. Για να το καταλάβουμε αυτό μας το δίνει με μια παραβολή. Παρομοιάζει τη ψυχή με το σπυρί του σταριού. Ο θεός που κάνει το σπυρί του σίτου να γίνεται στάχυ, ο θεός  δίνει και το σώμα στους ανθρώπους μετά την ανάσταση των νεκρών. Σπείρεται ο ψυχικός, ο μεταπτωτικός άνθρωπος και γεννιέται ο πνευματικός με τη δύναμη του Κυρίου. Τι είδους όμως σώμα είναι αυτό; Το σώμα αυτό δεν είναι υλικό, δεν είναι φθαρτό, αλλά επουράνιο. Είναι άλλης  διάστασης και άλλης υπόστασης. Είναι σαν το σώμα της Παναγίας που δεν πέθανε, σαν το σώμα του Προφήτη Ηλία που εμφανίστηκε με τον Μωϋσή  στη Μεταμόρφωση, σαν το αναστημένο σώμα του Χριστού που εμφανίστηκε πολλές φορές στους μαθητές.

Για να αποκτήσουμε όμως την αθανασία πρέπει να περάσουμε μέσα από το θάνατο του παλαιού μας ανθρώπου.  Ο Απ. Παύλος απευθυνόμενος προς τους Γαλάτας χριστιανούς γράφει: «Οι μαθητές του Χριστού σταυρώνουν τη σάρκα τους  και την απαλλάσσουν από τα πάθη και τις επιθυμίες τις σαρκικές και αποκτούν τους καρπούς του Αγ. Πνεύματος, την πίστη, την εγκράτεια, την αγάπη, την μακροθυμία, την πραότητα, την αγαθοσύνη, την ειρήνη, τη χαρά κλπ.». Γι αυτό οι παρούσες θλίψεις απεργάζονται την αιώνια δόξα της ανάστασής μας «ἐν παντὶ θλιβόμενοι ἀλλ᾿ οὐ στενοχωρούμενοι, ἀπορούμενοι ἀλλ᾿ οὐκ ἐξαπορούμενοι, διωκόμενοι ἀλλ᾿ οὐκ ἐγκαταλειπόμενοι, καταβαλλόμενοι ἀλλ᾿ οὐκ ἀπολλύμενοι.»

  Ο Χριστός  άδειασε τον εαυτό του από τη θεϊκή περιβολή και τη δόξα και ντύθηκε το χοϊκό και φθαρτό μας σώμα, για να το αφθαρτοποιήσει, να το αθανατίσει και να σώσει τις ψυχές μας.  Ήλθε στη γη, για να μας ανεβάσει στον ουρανό και να μας χαρίσει την αθανασία που είχαμε χάσει. Αξίζει κάθε θυσία, κάθε αγώνας, κάθε στέρηση, κάθε υπομονή γι’ αυτήν την ελπίδα της αιωνίας ζωής.

ΑΠΟ ΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΙ ΤΗ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Είναι όμως και πολύ ενδιαφέρον να δούμε και τη νεοελληνική παράδοση, πως δηλαδή ο λαός ζει το μεγάλο γεγονός του θανάτου και του κάτω κόσμου. Σε πολλά  δημοτικά τραγούδια ο κάτω κόσμος είναι η αρνητική φωτογραφία του πάνω κόσμου. Ό,τι καλό και ωραίο υπάρχει στον πάνω κόσμο, δεν υπάρχει στον κάτω.

Σ’ ένα  κλέφτικο δημοτικό τραγούδι ο κλέφτης, λαβωμένος, βλέπει να έρχεται το τέλος του και δεν λέει να  αφήσει τη χαρά του πάνω κόσμου, αλλά θέλει να συνεχίσει να κατοικεί κοντά στα ψηλά τα δέντρα με τους παχείς τους ίσκιους, να έχει ένα ανοιχτό παράθυρο στον κόσμο και  τα πουλιά να του φέρνουν τα χαμπέρια από τον πάνω κόσμο. Τι ομορφιά, τι λεβεντιά, πουθενά ο φριχτός ο Άδης με τα τρομακτικά πράγματα της Κόλασης του Δάντη…

Θα σας θυμίσω όμως και τον Κωνσταντή στην παραλογή Του Νεκρού Αδελφού,  όπου η Αρετή δεν καταλαβαίνει ότι ο αδελφός της είναι πεθαμένος, αλλά νομίζει ότι είναι άρρωστος. Να λοιπόν πώς ο λαϊκός ποιητής καταλαβαίνει πώς θα είναι το σώμα μας μετά την ανάσταση.  Θα έχουμε τα χαρακτηριστικά μας, θα είμαστε αναγνωρίσιμοι,  δεν θα είμαστε υλικοί, αλλά πνευματικοί, όπως οι άγγελοι.

Πώς λοιπόν εξηγούνται όλα αυτά που διαβάζουμε στα δημοτικά μας τραγούδια;  Είναι η μαγεία της ελληνικής φύσης, που δεν ξεχνιέται εύκολα,  είναι η ελληνική λεβεντιά που δεν καταβάλλεται παρά μόνο στα μαρμαρένια αλώνια από έναν ακαταμάχητο αντίπαλο, τον Χάρο,  ή μήπως είναι η αναστάσιμη ελπίδα που πέρασε μέσα στη λαϊκή ψυχή; Δεν ξέρω, ίσως κάτι από αυτά ή ίσως όλα αυτά.

Η πίστη μας είναι πίστη χαράς. «Χαίρετε λαοί και αγαλλιάσθε, ότι ο μισθός ημών πολύς εν τοις ουρανοίς». Η αμαρτία και ιδιαίτερα ο εγωισμός και η υπερηφάνεια απομάκρυναν τον άνθρωπο από το Θεό, από τον Παράδεισο.  Ήλθε ο Χριστός και με την ανάστασή του μας έφερε και την δικιά μας ανάσταση,  τη χαρά και την ευτυχία. Γι αυτό και το Πάσχα, που γιορτάζουμε  την Ανάσταση του Κυρίου, είναι η πιο χαρμόσυνη ημέρα. Πάσχα σημαίνει διάβαση, πέρασμα.  Πέρασμα για τους Εβραίους από την αιχμαλωσία των Αιγυπτίων στην ελευθερία της Χαναάν, ενώ για τους χριστιανούς πέρασμα από τη Σταύρωση στην Ανάσταση, από το θάνατο στη ζωή, από τη φθορά στην αφθαρσία. Ας θυμηθούμε τι ψάλλουμε στις αναστάσιμες ημέρες:«Αναστάσεως ημέρα λαμπρυνθώμεν λαοί, εκ γαρ θανάτου προς ζωήν και εκ γης προς ουρανόν Χριστός ημάς διεβίβασεν».«Θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν, Άδου την καθαίρεσιν, άλλης βιοτής της αιωνίου απαρχήν».

Συμπερασματικά: Οι αρχαίοι μας δίδαξαν το μέτρο γι’ αυτή τη ζωή, ο Χριστός όμως μας δίδαξε τη χαρά γι  αυτή τη ζωή και την πίστη για την άλλη ζωή.