Θέμα προσφιλές στους μουσικολόγους προερχόμενο από το χώρο της βυζαντινής αγιογραφίας είναι η απεικόνιση «της μεταφοράς της Κιβωτού». Στην Παλαιά Διαθήκη η Κιβωτός μεταφερόταν «εν χορδαίς και οργάνοις». Από παλαιά μέχρι σήμερα η Παναγία μεταφέρει στο καράβι της, το Άγιον Όρος, ως μικρό θησαυρό κοντά στους άλλους πολλούς και μεγάλους που ο τόπος και ο τρόπος του Περιβολιού Της διαφύλαξε, μερικές από τις πλέον πολύτιμες πληροφορίες για την γνώση της εκτός του Ιερού Ναού και του Αγίου Όρους μουσικής μας παράδοσης.
Καθώς το Άγιον Όρος βιώνει πράγματα αιώνιας αξίας, καθώς προστάτεψε πράγματα με αξία, όπως τα γράμματα και οι τέχνες που αναδεικνύουν το «σωτήριον κάλλος», καθώς στο Άγιον Όρος δύσκολα «παραδίδεται» κάτι φτηνό η άχρηστο, ο,τι διασώθηκε εκεί φέρει κατά κάποιον τρόπο πιστοποιητικό ποιότητος η οπωσδήποτε κάποιας αξίας.
Και ας αφήσουμε το τεράστιο σε όγκο και αξία υλικό της Βυζαντινής Εκκλησιαστικής Μουσικής, που είναι αποθησαυρισμένο στα διόμισυ χιλιάδες περίπου μουσικά χειρόγραφά του Αγίου Όρους, από τη μελέτη του οποίου κυρίως εδραιώθηκε στην Ελλάδα η Βυζαντινή Μουσικολογία με την εγκυρότερη και πλέον τεκμηριωμένη διεθνώς φωνή. Η Βυζαντινή Μουσική αποτελεί μια αισθητικά, μορφολογικά και ιστορικά ολοκληρωμένη παραγωγή, με κύριο γνώρισμά της τον ιερό χαρακτήρα, ακόμα και αν ανιχνεύονται σ’ αυτήν επιδράσεις από την κοσμική μουσική (όπως π.χ. στο μέλος των «κρατημάτων»). Ακόμα ας αντιπαρέλθουμε την περίπτωση των μη λατρευτικού χαρακτήρα «Μεθόδων» εκμάθησης της ψαλτικής, όπου μελοποιούνται κείμενα όπως το «αββάς αββάν απήντησεν», Μέθοδος που αποκαλείται μάλιστα «αγιορείτικον». Το Άγιον Όρος συμβάλλει στη Μουσική Τέχνη και με τη διαφύλαξη αυτούσιων γραπτών κειμένων εξωεκκλησιαστικής μουσικής.
Μέσα σε ογκώδεις Ψαλτικές, δίπλα σε Καταβασίες Ειρμολογιών η σε δεκαπεντασύλλαβα Έξαποστειλάρια, φιλοξενήθηκαν και διασώθηκαν οι αρχαιότερες μουσικές καταγραφές δημοτικών τραγουδιών με Βυζαντινή Παρασημαντική (κώδικες Ιβήρων 1203, Ιβήρων 1054, Ιβήρων 1189 και Ξηροποτάμου 262). Δεν είναι λίγες επίσης οι έμμεσες μαρτυρίες για όργανα, τοπικά μέλη κτλ. σε κείμενα, εικόνες, τοιχογραφίες και εικονογραφημένα χειρόγραφα. Η σπουδαιότητα του γεγονότος είναι αυτονόητη, τόσο για την αυτοτελή μελέτη του δημοτικού τραγουδιού, όσο και για τη σχέση του με το εκκλησιαστικό μέλος, καθώς αυτά τα δυό αποτελούν τον κύριο κορμό της ελληνικής παραδοσιακής, της εθνικής μας μουσικής. Έτσι δεν θα επεκταθούμε περισσότερο εδώ για το θέμα, εξάλλου αυτό έχει αρκούντως μελετηθεί από φιλολόγους και μουσικολόγους, με μόνο ίσως κενό την ορθότητα εξήγησης της παρασημαντικής των τραγουδιών.
Μια άλλη ενότητα κοσμικών μελών που σώζονται σε κώδικες του Αγίου Όρους αφορούν τη λεγόμενη «λόγια μουσική της Κωνσταντινούπολης». Αυτό το είδος σχετίζεται άμεσα με τη μουσική μας παράδοση. Πρόκειται για «επώνυμη» μουσική, συνοδευόμενη η αποκλειστικά ερμηνευομένη από μουσικά όργανα ικανά να αποδίδουν την ποικιλία των διαστημάτων και το ιδιαίτερο ύφος της. Γεννήθηκε και αναπτύχθηκε στον ευρύτερο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου με κέντρο την Κωνσταντινούπολη. Ενοποιημένη πολιτικά και πολιτισμικά για αιώνες η ανατολική Μεσόγειος αποτελεί χώρο, στον οποίο η Βυζαντινή Μουσική έπαιξε και παίζει κυρίαρχο ρόλο λόγω της γεωγραφίας, αλλά και της δυναμικής που διαθέτει να διαμορφώνει φόρμες, να υποδεικνύει τα κατάλληλα μουσικά όργανα για την κοσμική μουσική, να διατηρεί ένα υψηλό αισθητικά επίπεδο εκτέλεσης και δημιουργίας και να συγκινεί με την εξ ανατολών άποψή της για τον άνθρωπο και τα πράγματα.
Η πολυπολιτισμική Κωνσταντινούπολη του 17ου μέχρι και του 20ου αιώνα, έδωσε την έμπνευση σε μια πλειάδα Ρωμηών της Πόλης και των μεγάλων αστικών κέντρων που είχαν επαφές μαζί της (Θεσσαλονίκη, Αλεξάνδρεια, Παραδουνάβιες πόλεις), ώστε να αναδειχθούν σε κορυφαίους συνθέτες, εκτελεστές και κατασκευαστές οργάνων μεταξύ πολλών αλλοεθνών ομοτέχνων τους γι’ αυτή τη μουσική. Μεταξύ τους πολλοί σπουδαίοι Πρωτοψάλτες και Λαμπαδάριοι του Πατριαρχικού Ναού, όπως ο Πέτρος ο Πελοποννήσιος, ο Ιάκωβος Πρωτοψάλτης και ο Γρηγόριος Πρωτοψάλτης, ευγενείς και μορφωμένοι Φαναριώτες, ακόμα και ιερωμένοι των πιο υψηλών βαθμίδων. Στην ιστορία της Βυζαντινής Μουσικής αυτής της εποχής είναι γνωστοί πάνω από τριάντα μεγάλοι ψάλτες η μουσικοδιδάσκαλοι, οι οποίοι ταυτοχρόνως είναι χειριστές μουσικών οργάνων και κάτοχοι της «εξωτερικής μουσικής». Στον περιβάλλοντα χώρο, οι Δερβίσηδες Μεβλεβί (μουσουλμανικό μοναστικό τάγμα με νεοπλατωνικές επιρροές) χρησιμοποιούν αυτή τη μουσική στις τελετές τους, στην οποία επιδίδονται και Ρωμηοί, Αρμένιοι. Εβραίοι και φυσικά Μουσουλμάνοι, με πρωταγωνιστικό τον ρόλο της αραβοπερσικής παράδοσης.
Δυστυχώς, ενώ στην Κωνσταντινούπολη οι Τούρκοι σφετεριζόμενοι αυτό το προιόν το διδάσκουν στο Πανεπιστήμιο ως κλασική τους μουσική, στην Ελλάδα μόλις τα τελευταία χρόνια ανακαλύψαμε την ύπαρξή της και τη σημασία της, παρόλο που η βυζαντινή σημειογραφία ήταν η πρώτη που χρησιμοποιήθηκε από τον 16ο ήδη αιώνα για την καταγραφή της (Κώδικας Ιβήρων 1189 με περσικό τραγούδι της εποχής), και παρόλο που ήταν γνωστά στους φιλολόγους τουλάχιστον τα κείμενα των φαναριώτικων τραγουδιών («μισμαγιές»). Σήμερα είναι γνωστοί κώδικες και έντυπες εκδόσεις με τουλάχιστον διόμισυ χιλιάδες σελίδες τέτοιας μουσικής καταγραμμένης με Βυζαντινή Παρασημαντική. Αυτό το γεγονός έχει τη σημασία του όσον αφορά το πως αντιμετώπισαν αυτό το είδος οι ψάλτες και οι άλλοι εκκλησιαστικοί υπεύθυνοι, αφού διαπιστώνει κανείς μία φροντίδα σχεδόν ανάλογη με εκείνη που επιδεικνύεται για τη διάσωση του δημοτικού τραγουδιού με τη χρήση της σημειογραφίας του εκκλησιαστικού μέλους.
Η «λόγια μουσική της Πόλης» είναι μεταβυζαντινό δημιούργημα στο χώρο της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ωστόσο είναι η μόνη μαζί με την ελληνική δημοτική μουσική, που μπορεί να διεκδικήσει μία συγγένεια με την κοσμική μουσική του Βυζαντίου, καθώς είναι αυτή που παραδίδεται στον ίδιο χώρο και κυρίως με μια ιστορική συνέχεια στη χρήση των τεχνικών στοιχείων, όπως όργανα, ταυτότητα θεωρητικού συστήματος που ανάγεται στην αρχαία ελληνική μουσική, στενή σχέση με το βυζαντινό μέλος και χαρακτηριστικά, όπως ετεροφωνία, ποικιλία διαστημάτων, τροπικότητα και πολυηχία, η οποία μελετάται με βάση τα «μακάμια», την αραβοπερσική δηλαδή εκδοχή της τροπικότητας. Η παράδοση πάλι του Μεβλεβισμού που συντηρεί αυτή τη μουσική εγκαινιάζεται από τον Τζελαλεντίν Ρουμί, και μαρτυρείται αδιάσπαστη από τον 13ο αιώνα μέχρι σήμερα. Οι φόρμες που ανέπτυξε (σαρκί, μπεστέ, πεσρέφ, σεμάι κτλ.) μαρτυρούν επίδραση από την αραβοπερσική αλλά και από τη βυζαντινή μουσική παράδοση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η επιβολή εναρκτήριου αυτοσχεδιασμού (ταξίμ) σε αναλογία με τα βυζαντινά «απηχήματα» η «ενηχήματα» και η κατανομή του κομματιού σε μέρη που αποκαλούνται «χανέ» (=οίκοι και «τεσλίμ», όροι που παραπέμπουν στο βυζαντινό Κοντάκιο με τους «Οίκους» και τις «Επωδούς».
Στον τομέα του ποιητικού λόγου που χρησιμοποιεί δεν έχει να επιδείξει κάτι το αξιόλογο, τουλάχιστο στα ελληνόγλωσσα ποιήματα. Μέτριοι έως κακοί στίχοι αστών με έντονες γαλλικές επιδράσεις, ποιήματα με κοινότυπα θέματα και με γυναικεία ονόματα ως ακροστιχίδες, πολλές φορές αδικούν τους συνθέτες και το κύρος τους, ιδίως όταν πρόκειται για οφφικιάλιους του σεπτού Πατριαρχικού Ναού. Στον καθαρά μουσικό τομέα όμως μπορεί κανείς να μιλήσει για μια αριστουργηματική διαχρονική παραγωγή που βασίστηκε κυρίως στην εκμετάλλευση του στοιχείου της πολυηχίας. Η ευρηματικότητα στο χτίσιμο των μελωδικών σχημάτων αγγίζει πολλές φορές τα όρια της τελειότητας. Αποτελεί καύχημα για την παράδοσή μας το γεγονός πως ο κορυφαίος συνθέτης αυτής της μουσικής μέχρι σήμερα, θεωρείται, κατά κοινή ομολογία, ο Χανεντές Ζαχαρίας, Ρωμηός φίλος και μαθητής του Δανιήλ Πρωτοψάλτου (αρχές 18ου αι.).
Το Άγιον Όρος υπήρξε μεγάλος θεματοφύλακας και γι’ αυτό το είδος της μουσικής. Ένας άπό τους παλαιότερους και σπουδαιότερους κώδικες με αποκλειστικά φαναριώτικη μουσική είναι ο Βατοπαιδίου 1428, που γράφτηκε το 1818 από τον ιεροδιάκονο Αντιοχείας Νικηφόρο Καντουνιάρη και φέρει την επιγραφή «Μελπομένη». Σποραδικά σε άλλους κώδικες συναντώνται τραγούδια και μέλη του Γρηγορίου Πρωτοψάλτου (Κώδικας Δοχειαρίου 322), του Πέτρου Πελοποννησίου (Κώδικας Ξηροποτάμου 305) και του Κυρίλλου του Μαρμαρηνού (Κώδικας Παντελεήμονος 994). Αγιορείτες πάλι συνδράμουν επωνύμως στην έκδοση των κυριοτέρων συλλογών «εξωτερικής» μουσικής, όπως είναι η «Πανδώρα» του Θεοδώρου Φωκαέως και το «Μουσικό απάνθισμα» του Κέιιβελη, και τα ονόματά τους παρατίθενται προς διηνεκές μνημόσυνο στους καταλόγους συνδρομητών των βιβλίων.
Από τα φαναριώτικα τραγούδια όσα προέρχονται από τον Κώδικα Δοχειαρίου 322, ήταν εξαρχής γραμμένα στη Νέα Μέθοδο Βυζαντινής Παρασημαντικής και δημοσιευμένα στην «Πανδώρα». Όσα προέρχονται από τη «Μελπομένη», εκεί είναι γραμμένα στη λίγο πριν τη Νέα Μέθοδο σημειογραφία και εδώ χρησιμοποιήθηκε κατόπιν αντιπαραβολής η εξήγησή τους από το βιβλίο «Πανδώρα». Όσα προέρχονται από τη «Μελπομένη», εκεί είναι γραμμένα στη λίγο πριν τη Νέα Μέθοδο σημειογραφία και εδώ χρησιμοποιήθηκε κατόπιν αντιπαραβολής η εξήγησή τους από το βιβλίο «Πανδώρα». Ειδικά για το «Τρέξετ’ έρωτες» η εξήγηση είναι πρωτότυπη και ανέκδοτη.
Τα δυό δημοτικά τραγούδια πάρθηκαν από τον Κώδικα Ιβήρων 1203, σε συνδυασμό με την καταγραφή του ενός από αυτά και στον Κώδικα Ξηροποτάμου 262. Εκεί είναι γραμμένα με παλαιά σημειογραφία. Εδώ επιχειρήθηκε εξήγηση, όχι όμως με βάση τις μέχρι τώρα απόπειρες εξήγησής τους, αλλά με βασικές αρχές τον προσδιορισμό του είδους μελοποιίας με τους κανόνες του οποίου καταγράφονται, την εξήγηση των συνοπτικών θέσεων που εμφανίζουν χειρονομικά σημάδια (αφού πρώτα έγινε αποκατάσταση του αρχικού κειμένου όπου υπήρχαν σαφή λάθη η διφορούμενα σημεία), και τέλος, τη σύγκριση με παρόμοια τραγούδια, τα οποία κατ’ ευτυχή συγκυρία σώζει ακόμα η προφορική παράδοση. Καθώς βρίσκεται σε εξέλιξη μια ευρύτερη έρευνα και σε άλλα τραγούδια γραμμένα στην παλαιά σημειογραφία, πιθανόν να υπάρξουν μικροαλλαγές στην τελική κατάστρωση της εξήγησης, οι οποίες όμως οπωσδήποτε δεν θα θίγουν τα βασικά μουσικά χαρακτηριστικά των τραγουδιών, δηλαδή τον χαρακτήρα τους ως αργών καθιστικών (η της «τάβλας») τραγουδιών, με καλοφωνική απόδοση και σαφείς καταληκτικές θέσεις των ήχων τους, δεμένες με τα στροφικά σχήματα, πράγματα που υφίστανται ακόμα ως πράξη στο αργό δημοτικό τραγούδι. Η αντίστροφη πορεία έρευνας που ισχύει για την σπουδή της Βυζαντινής Μουσικής και Παρασημαντικής, δηλαδή από τα επιζώντα και γνωστά προς τα παλαιότερα και άγνωστα, πρέπει να θεωρηθεί ως η ασφαλέστερη και για τη μελέτη του δημοτικού η πάντως κοσμικού μέλους.
Πιστεύουμε πως στο οδοιπορικό της αναζήτησης των τερπνών και ωφελίμων στοιχείων της παραδόσεώς μας, το Άγιον Όρος, μας φιλεύει με ένα εξαίσιο κέρασμα που συγκροτείται από μουσικά έργα όπως τα παραπάνω και προσφέρει σε κάθε φιλόμουσο το ερέθισμα για την «ατέλεστον» προς το κάλλος πορεία και έρευνα.
Πηγή: Στίχοι-σχόλια σε επιλογή τραγουδιών Βυζαντινής και μεταβυζαντινής περιόδου-Εκδηλώσεις Συνεδρίου, Θεσσαλονίκη 1997-Οκτώβριος 2000 μουσικό σχήμα Εν Χορδαίς