Προσβάσιμη σελίδα

Ψαλτική και οργανογνωσία

Φέτος* συμπληρώνονται 200 ακριβώς χρόνια από την διαφοροποίηση που επέφεραν το 1814, με την έγκριση της Μεγάλης Εκκλησίας, στην παρασημαντική της ψαλτικής τέχνης, οι λεγόμενοι «τρεις διδάσκαλοι», και συγκεκριμένα οι Γρηγόριος Λευιτίδης πρωτοψάλτης της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας(+1821), Χουρμούζιος Γεωργίου Γιαμαλής Χαρτοφύλακας της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας (+1840) και Χρύσανθος αρχιεπίσκοπος Δυρραχίου (+1846).

Ο Χρύσανθος στο μεγάλο θεωρητικό του, το οποίο εκδόθηκε από τον μαθητή των τριών διδασκάλων Παναγιώτη Πελοπίδη τον Πελοποννήσιο στην Τεργέστη το 1832, στην παράγραφο 431 γράφει:

Συνεχίζοντας παρακάτω στην παράγραφο 432, δικαιολογεί τη σχέση των ψαλτών με τα μουσικά όργανα λαμβάνοντας ως παράδειγμα τον Προφήτη Δανιήλ. Λέει χαρακτηριστικά:

 

Ο Χρύσανθος στην παράγραφο αυτή μας μεταφέρει με λιτό αλλά παραστατικό τρόπο, μια παράδοση αιώνων, που υπήρχε στους ψάλτες και αποτελούσε, για όσους διδάσκονταν την ψαλτική τέχνη, αυτονόητο γεγονός.

Ήδη από την εποχή της Ρωμανίας στα μουσικά χειρόγραφα, τα οποία σώζονται στις διάφορες βιβλιοθήκες παγκοσμίως, υπάρχει ένας ικανοποιητικός αριθμός συνθέσεων με ονομασίες οι οποίες παραπέμπουν σε μουσικά όργανα εποχής. Το γεγονός αυτό υποκρύπτει την (πιθανή) σχέση των διαφόρων δομεστίχων, πρωτοψαλτών, λαμπαδαρίων, κανοναρχών, ψαλτών, μαϊστόρων και μελουργών της εποχής με μουσικά όργανα.

Συγκεκριμένα, στο μουσικό τύπο κώδικα που ονομάζεται «Κρατηματάριο», συναντώνται κρατήματα με τα χαρακτηριστικά ονόματα μουσικών οργάνων εποχής:

α) Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωάννης ΙΓ’ ο Γλυκύς, παραδίδει ένα κράτημα σε ήχο πλ.β’ με την ονομασία «Σουρλάς», υπονοώντας κάποιο πνευστό όργανο της εποχής της Ρωμανίας που χρησιμοποιούνταν στις βασιλικές τελετές και στο στρατό. Να σημειωθεί πως είναι και το πρώτο κράτημα με ονομασία μουσικού οργάνου στην ιστορία της ψαλτικής.

β) Ο περίφημος μαΐστωρ της Ρωμανίας Ιωάννης Παπαδόπουλος ο Κουκουζέλης, μελοποιεί κράτημα σε ήχο πλ.δ’ ονομάζοντας το «Βιόλα». Στον κώδικα ΕΒΕ 2458 για το κράτημα αυτό, υπάρχει η ένδειξη: «λέγεται παρά των θετταλών ζαμάρα, παρά δεν των πολιτών βιόλα».

γ) Ο Ιωάννης λαμπαδάριος ο Κλαδάς και ο πρωτοπαπάς Ρεθύμνης Βενέδικτος Επισκόπουλος, μελοποιούν κράτηματα σε ήχο πλ.δ’ και α’ αντίστοιχα, με την ονομασία «Ανακαράς». Με το όνομα αυτό, αποκαλείται κρουστό όργανο της εποχής της Ρωμανίας, που χρησιμοποιούνταν στις βασιλικές τελετές και στο στρατό.

δ) Ο τελευταίος πρωτοψάλτης της Αγ.Σοφίας Γρηγόριος Μπούνης ο Αλυάτης, μελοποιεί ένα κράτημα σε ήχο πλ.δ’ με την ονομασία «Ψαλτήρα», όργανο εποχής, του οποίου εξέλιξη αποτελεί κατά πάσα πιθανότητα το σημερινό κανονάκι.

ε) Ο ιερομόναχος Αρσένιος Βατοπαιδινός, «ο και μικρός αποκαλούμενος διά το ανάστημαν αυτού», μελοποιεί κράτημα σε ήχο πλ.α’ με την ονομασία «Μουσχάλι» ή και «Σύριγξ», υπονοώντας μάλλον τον κοινώς λεγόμενον «αυλό του Πανός».

στ) Ο οικουμενικός πατριάρχης Θεοφάνης Καρύκης «ο εξ Αθηνών», μελοποιεί επίσης κράτημα σε ήχο πλ.α’, ονομάζοντάς το «Νάϊ». Με την ίδια ονομασία επίσης ως «Νάϊον», μελοποιεί ένα κράτημα σε ήχο πλ.β’ και ο Ιβηρήτης ιερομόναχος Κλήμης ο Μυτιληναίος.

ζ) Επίσης, με το όνομα «Τρουμπέτα» μας παραδίδεται ένα κράτημα σε ήχο δ’ από τον επίσκοπο Κυδωνίας Αρσένιο, τον Λημναίο και Ελεφαντινό.

Υπάρχουν ακόμη, μελουργοί ανώνυμοι και επώνυμοι, οι οποίοι παραδίδουν κρατήματα και με άλλες ονομασίες, άλλες από τις οποίες είναι σίγουρο πως αναφέρονται σε μουσικά όργανα όπως «Κιννύρα», και άλλες, οι ονομασίες των οποίων είναι αμφιβόλου προέλευσης, όπως «Ανυφαντής», «Δισφύριν», «Λαμέρα», «Μαργαρίτης», «Μίδα» κ.α.

Να σημειωθεί πως τα περισσότερα από τα ανωτέρω αναφερόμενα κρατήματα, έχουν εξηγηθεί (μεταγραφεί) από τον Χουρμούζιο Χαρτοφύλακα στη νέα αναλυτική παρασημαντική της ψαλτικής, και μάλιστα στους χειρόγραφους κώδικες Μετοχίου Παναγίου Τάφου με αριθμό 710, 711 και 722, που σήμερα βρίσκονται στην Εθνική Βιβλιοθήκη Ελλάδος.

Στους μετά την άλωση της Ρωμανίας χρόνους, έχουμε σαφείς πλέον αναφορές για την σχέση ψαλτών με μουσικά όργανα, είτε ως απλή οργανογνωσία, είτε και ως μέσο διδασκαλίας της ψαλτικής.

Στο χειρόγραφο 968 της Εθνικής Βιβλιοθήκης Ελλάδος, υπάρχει μια απεικόνιση η οποία δείχνει την διδασκαλία του εσπέριου στιχηρού του α’ ήχου «Τας εσπερινάς ημών ευχάς», τοποθετώντας τις φωνές του συγκεκριμένου αυτού τροπαρίου σε επάλληλες γραμμές – χορδές – κατά σειρά. Το πράγμα θυμίζει κατά πολύ την πρακτική του κανονακίου και δεν μας αφήνει πολλές αμφιβολίες ότι ο κάτοχος ή ο δημιουργός της απεικόνισης αυτής προσπαθεί να μεταφέρει στο χαρτί ακριβώς την λογική αυτή.

Στις αρχές του 19ου αιώνα δραστηριοποιείται στην Κωνσταντινούπολη ο Απόστολος Κώνστας ο Χίος. Πρόκειται για μια πολύ σημαντική προσωπικότητα η οποία δεν εκτιμήθηκε όσο θα έπρεπε από τους συγχρόνους του. Τα τελευταία όμως χρόνια όλο και πιο πολύ αναδεικνύεται το έργο αυτού του σπουδαίου ανθρώπου, ο οποίος είχε αναπτύξει σπουδαία δραστηριότητα. Παρέδωσε πληθώρα κωδίκων (όλο και περισσότεροι έρχονται συνεχώς στο φως), γεγονός που δικαιολογημένα τον κατατάσσει στους πολυγραφότερους άνδρες παγκοσμίως. Επίσης, υπήρξε διδάσκαλος της ψαλτικής στα δύσκολα εκείνα χρόνια, με ιδιαίτερη ανησυχία και άποψη για τα τεκταινόμενα και τις εξελίξεις στην ψαλτική την εποχή εκείνη.

Ήδη από το 1800, με τον χαμένο σήμερα κώδικα Ζωγραφείου 46, παραδίδει το θεωρητικό του, το οποίο να σημειωθεί πως αποτελεί το πρώτο θεωρητικό της ψαλτικής τέχνης, γραμμένο και στα Καραμανλίδικα της εποχής. Ο Κώνστας είναι ο πρώτος εκκλησιαστικός μουσικός, ο οποίος καταγράφει τις ποικίλες μουσικές κλίμακες των εκκλησιαστικών ήχων σε σχήμα βραχίονα της πανδουρίδας. Αυτό είναι ένα σημαντικό στοιχείο για την παιδαγωγική αντίληψη του Κώνστα, ο οποίος καθιστά «εκείνα άτινα ποιεί αοράτως η φωνή μέσα εις τον λάρυγγα και εις το στόμα», όπως μας προείπε ο Χρύσανθος, οπτικοακουστικό μέσο και υποτύπωση στον βραχίονα της πανδουρίδας, πάντα με γνώμονα την καλύτερη θεωρητική και πρακτική μετάδοση των διαφόρων μικροδιαστημάτων και τροπικών συμπεριφορών της ψαλτικής τέχνης.

Αργότερα, τον σπουδαίο Απόστολο Κώνστα θα μιμηθούν και άλλοι μεγάλοι δάσκαλοι της ψαλτικής, οι οποίοι καταγράφουν τις μουσικές κλίμακες σε σχήμα βραχίονα της πανδουρίδας, προτείνοντας πλέον ως το καταλληλότερο όργανο την τελευταία.

Ένας από αυτούς, ο Χρύσανθος, σε αρκετά σημεία του μεγάλου θεωρητικού του, προτείνει ως βασικό όργανο διδασκαλίας της ψαλτικής τέχνης την πανδουρίδα. Συγκεκριμένα στην παράγραφο 436 γράφει:

 Το 1859 στην Κωνσταντινούπολη εκδίδει το θεωρητικό του ο Κυριάκος Φιλοξένης . Και αυτός επίσης, συνιστά την πανδουρίδα ως απαραίτητο όργανο διδασκαλίας της ψαλτικής. Στην σελίδα 41 αναφέρει τα εξής:

 

Αλλού πάλι σημειώνει πως «εστί ματαιοπονία η εκμάθησις της ψαλτικής άνευ μουσικού οργάνου».

Η πανδουρίδα, την οποία αναφέρουν οι παραπάνω διδάσκαλοι ως βασικό όργανο στην διδασκαλία της ψαλτικής, είναι η θαμπούρα των παλαιών. Εξαιτίας της αδυναμίας των Οθωμανών να προφέρουν το γράμμα Θ, προέκυψε το σημερινό όνομα του οργάνου Ταμπούρ. Πρόκειται για την εξέλιξη του «Πυθαγόρειου κανόνος», καθώς και το μήκος της χορδής της είναι όπως εκείνου, δηλαδή 108 εκατοστά. Υπάρχουν και σχετικοί στίχοι του Ακριτικού κύκλου όπως: «Τι κρούεις την θαμπούραν σου, εν τη παρούση ώρα;».

Το όργανο αυτό, λόγω της ακρίβειας με την οποία αποδίδει τα διαστήματα, αγαπήθηκε από πολύ νωρίς από τους ψάλτες και χρησίμευσε είτε ως όργανο διδασκαλίας, όπως είδαμε, είτε ως μουσικό όργανο για μουσική και συνοδεία των Φαναριώτικων τραγουδιών και των διαφόρων φορμών της λεγόμενης κλασικής μουσικής της Κωνσταντινούπολης.

Μερικά από τα μεγάλα ψαλτικά ονόματα που έπαιζαν μουσικά όργανα είναι: ο Πέτρος ο Πελοποννήσιος που έπαιζε νέυ και ταμπούρ, ο Ιάκωβος ο πρωτοψάλτης επίσης ταμπούρ, ο περίφημος για τα χειρόγραφα του Απόστολος Κώνστας ο Χίος, όπως προαναφέραμε, έπαιζε και δίδασκε επίσης με το ταμπούρ, ο Πέτρος Βυζάντιος ο Νεοχωρίτης έπαιζε ταμπούρ και νέι.

Επίσης, από τους τρεις διδασκάλους που διαφοροποίησαν την μουσική γραφή το 1814, ο μεν Γρηγόριος πρωτοψάλτης έπαιζε και συνέθετε τα τραγούδια του με το ταμπούρ, οι δε Χουρμούζιος και Χρύσανθος έπαιζαν τον πλαγίαυλο των Μεβλεβί δερβίσικων ταγμάτων, δηλαδή νέυ.

Επίσης, άλλοι ψάλτες στην Κωνσταντινούπολη οι οποίοι έπαιζαν ταμπούρ υπήρξαν οι: Αθανάσιος Χρηστόπουλος, Άνθιμος ιεροδιάκονος ο Εφεσιομάγνης, Δημήτριος Μακαρώνης πρωτοψάλτης Εφέσου και Γεώργιος Κυριακίδης. Ο πρωτοψάλτης της Μεγάλης Εκκλησίας Σταυράκης Γρηγοριάδης, καθώς και ο Στέφανος Μωϋσιάδης ο Κουτράς έπαιζαν Πολίτικη λύρα και ταμπούρ.

Με τον Παναγιώτη Προυσαέα τον Κηλτζανίδη, καθώς και με τον πρωτοψάλτη της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας Γεώργιο Βιολάκη, κλείνει αυτή η μακραίωνη παράδοση της οργανογνωσίας των μεγάλων πρωτοψαλτών. Δυστυχώς δεν κατέστη εφικτό από την έρευνα κάποια πληροφορία και για τον πρωτοψάλτη Ιάκωβο τον Ναυπλιώτη.

Κλείνοντας παραθέτω ένα απόσπασμα (πάλι) από τον Κυριάκο Φιλοξένη, ο οποίος σε μια υποσημείωση του θεωρητικού του αναφέρει για την οργανογνωσία τα εξής:

* Το παρόν άρθρο συντάχθηκε το 2014 με αφορμή την επέτειο των 200 ετών από τη δημιουργία τής νέας μεθόδου.

Πηγή:  eordaia.org 

Πρόσφατες
δημοσιεύσεις
Λόγος και Μέλος: Άρθρο Μαρκέλλου Πιράρ «Έτσι ψάλανε οι παππούδες»
Λόγος και Μέλος: Άρθρο Θωμά Αποστολόπουλου «Δέκα λεπτομέρειες για τη βυζαντινή μουσική»
Μνήμη Μανόλη Κ. Χατζηγιακουμή: σκαπανέας, διασώστης, κιβωτός
«Το ευ ζην μου εδίδαξε ο Λυκούργος Αγγελόπουλος»
«Θα ανοίξω το στόμα της ψυχής μου και θα γεμίσει από Άγιο Πνεύμα»