Η διδασκαλία του Ευαγρίου στο μικροσκόπιο της Θεολογικής Γραμματολογίας

5 Αυγούστου 2021

Χάρη στον W. Bousset, το 1923, αποδείχθηκαν για πρώτη φορά οι δεσμοί της μεταφυσικής του Ευαγρίου με τη σκέψη του Ωριγένη[1]. Η  Evelyn White παρατηρεί εύστοχα ότι ο Ευάγριος θα είχε πεθάνει την παραμονή της μεταστροφής τού Θεοφίλου. Έτσι γράφει δικαιολογημένα: «ο Ευάγριος, ευτυχής λόγω του κατάλληλου χρόνου του θανάτου του, πέθανε ακριβώς πριν κορυφωθεί η ωριγένεια κρίση, όμως δεν υπάρχει αμφιβολία πως ήταν το διανοητικό κέντρο της Ωριγένειας παράταξης»[2]. Παραδέχεται λοιπόν, στηριζόμενη στον Παλλάδιο, ότι στο περιβάλλον των ωριγενιστών μοναχών αναγιγνώσκονταν και μελετούνταν τα έργα του Ωριγένη, προσθέτοντας: «όμως δεν υπάρχει έρεισμα, πέρα από εχθρικές διαβεβαιώσεις, να δείξει ότι κάποια ανορθόδοξη διδασκαλία αυτού του δασκάλου υποστηρίχθηκε ή διδάχθηκε από οποιοδήποτε μέλος της ομάδας»[3]. Και πιο κάτω συνεχίζει στο ίδιο πνεύμα: «Θα ήταν δύσκολο να ειπωθεί ποια διδασκαλία του Ωριγένη υποστηρίχθηκε από την ομάδα της Νιτρίας, εκτός από εκείνης της πνευματικής φύσης του Θεού εναντίον της ανθρωπομορφικής όψης- μια διδασκαλία όχι αποκλειστικά του Ωριγένους»[4].

Στη συνέχεια, το 1934 ο I. Hausherr, κατέληγε έτσι τη μελέτη του για το δοκίμιο Περὶ Προσευχῆς του Ψευδο-Νείλου: «Το δίκαιο είναι με τους Σύριους: ο συγγραφέας του “Περὶ Προσευχῆς”, είναι ο Ευάγριος ο Ποντικός. Ξαφνικά, αυτός ξαναπαίρνει στην ιστορία του μυστικισμού μια θέση πρώτης τάξης, πιο πάνω ακόμη απ’ ό,τι  ο Διονύσιος για την Ανατολή. Στην Ανατολή, ο Διονύσιος ήρθε πολύ αργά, αφού ήδη οι πνευματικοί κατείχαν μια διδασκαλία οριστικά οργανωμένη από τον Ευάγριο και μεταδομένη διαμέσου του Ιωάννου της Κλίμακος, του Ησυχίου, του Μαξίμου, του Νικήτα Στηθάτου έως τους βυζαντινούς ησυχαστές· από τον Φιλόξενο της Mabboug, τον Ισαάκ της Νινευή, τον Ιωάννη BarKaldoun, ως τον BarHebraeus, για τη Συρία… Τώρα που αναγνωρίσαμε τον Ευάγριο στον ψευδοσιναΐτη Νείλο, θα πρέπει να μιλάμε για την «ευαγριανή πνευματικότητα»όταν θα σκιαγραφούμε τη μεγάλη ανατολική μυστικιστική σχολή,  που διήρκεσε από τον τέταρτο ως τον δέκατο πέμπτο κι ακόμη ως τον εικοστό αιώνα …»[5]. Ο Ιουστίνος Μωϋσέσκου το 1937, ο μοναδικός την εποχή εκείνη Έλληνας μελετητής του ευαγριανού έργου, στη διδακτορική του διατριβή θεωρεί τον Ευάγριο ως «ἰδιαζούσης σπουδαιότητος φυσιογνωμίαν τῆς Ἐκκλησίας» και «πατέρα τῆς βυζαντινῆς μυστικῆς»[6]. Η αναγνώριση της επιρροής που άσκησε ο Ευάγριος ο Ποντικός στον ανατολικό και δυτικό μυστικισμό υπογραμμίζεται ακόμη και από τον UrsVon Balthasar[7]. Ωστόσο, ο UrsVonBalthasar, στη διεισδυτική του μελέτη MetaphysikundMystikdesEvagriusPonticus, σε ένα σχεδίασμα της ευαγριανής μεταφυσικής,εξηγώντας το δια του ωριγενισμού, δεν δίσταζε να γράψει για τον Ευάγριο ότι «είναι πιο ωριγενιστής κι απ’ τον Ωριγένη»[8].

Ωστόσο,αναμφισβήτητο ορόσημο για την αξιολόγηση, εκτίμηση και εξέλιξη της επιστημονικής κοινότητας απέναντι στο πρόσωπο και το έργο του Ευαγρίου του Ποντικού αποτελεί η μελέτη του Antoine Guillaumont, LesKéphalaia Gnosticad’Évagrele Pontiqueet lhistoire de lorigénismechezle Grecsetchezle Syriens [Τα «Γνωστικά Κεφάλαια» του Ευάγριου Ποντικού και η ιστορία του ωριγενισμού στους Έλληνες και Σύριους][9]. Ο Guillaumont υποστηρίζει ότι «το έργο του Ευαγρίου και ειδικά τα Γνωστικά Κεφάλαια  …που συγγράφηκαν μέσα στο άμεσο περιβάλλον των Ωριγενιστών μοναχών και ακριβώς στα χρόνια που προηγήθηκαν της εκστρατείας τού Θεοφίλου εναντίον εκείνων των μοναχών, είναι, στη μορφή που μας τα παραδίδει η ακέραια συριακή μετάφραση [εδώ εννοεί την S₂], ένα πειστήριο μεγάλης αξίας για τη γνώση του ωριγενισμού που καταδικάστηκε το 400»[10]. Γι’ αυτό και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι  «δεν μπορούμε, επομένως, να εκτιμήσουμε τι ήταν ο ωριγενισμός τού τελευταίου τετάρτου του Δ΄ αιώνα χωρίς να λάβουμε υπόψη, και σε πρώτη θέση, το έργο τού Ευαγρίου»[11]. Για τον Guillaumont  «το έργο τού Ευαγρίου μαρτυρεί ότι ο ωριγενισμός των μοναχών τής Νιτρίας, μακράν του να είναι μόνο μια χίμαιρα γεννημένη από τη μνησικακία τού πατριάρχη Θεοφίλου, υπήρχε πράγματι και δεν περιοριζόταν μόνο σε κάποιου τύπου πλατωνικό θαυμασμό για τον Ωριγένη· υποχρεώνει να δεχτούμε ότι αυτοί οι μοναχοί δεν διάβαζαν μόνο τα βιβλία του, αλλά, κατά το υπόδειγμα της σχολής του, επιδίδονταν σε διαλογισμούς που αναμφίβολα ξεπερνούσαν τα όρια της ορθοδοξίας και ίσως και τους τολμηρότερους στόχους τού αλεξανδρινού δασκάλου»[12].

Antoine Guillaumont: Ποιος είναι ο Ευάγριος ο Ποντικός;

Ποιος είναι λοιπόν σύμφωνα με τη γνώμη του AntoineGuillaumontο Ευάγριος ο Ποντικός; Η ολοκληρωμένη άποψη που έχει για το πρόσωπο και το έργο του Ευαγρίου του Ποντικού έχει ιδιαίτερη βαρύτητα και σημασία. Και αυτό, γιατί αν και το έργο του είναι γνωστό στην επιστημονική κοινότητα, είθισται κάποιοι από τους ερευνητές να εστιάζουν στο συμπέρασμα της επιστημονικής μελέτης του για να στηρίξουν απόψεις, με τις οποίες ο ίδιος ο Guillaumont σε καμία περίπτωση δεν θα συμφωνούσε. Παρουσιάζουν λοιπόν τον Ευάγριο ως τον πλατωνιστή Ευάγριο, τον ειδωλολάτρη, αυτόν που παρασύρθηκε από τα φιλοσοφικά ρεύματα της εποχής του, που στη μυστική του θεολογία προβάλλει αποκλειστικά και μόνο το στοιχείο του νου και γι’ αυτό προωθεί μια νοησιαρχική πνευματικότητα, και άλλα παρεμφερή. Αυτό συμβαίνει γιατί,  αποδεχόμενοι το αποτέλεσμα του έργου του, προβαίνουν σε δικές τους ερμηνευτικές προσεγγίσεις, οι οποίες δεν αδικούν μόνο τον Ευάγριο αλλά και τον AntoineGuillaumont. Βεβαίως, ήδη από την Εισαγωγή του ξεκαθαρίζει ότι «προτιθέμεθα, στο παρόν βιβλίο, να μελετήσουμε μόνο τις σχέσεις που παρουσιάζει η διδασκαλία των Γνωστικών Κεφαλαίων με εκείνη που κατηγορήθηκε ως ωριγένεια κατά την πρώτη έριδα των τελών του Δ΄ αιώνα, καθώς και με εκείνη που καταδικάστηκε ως τέτοια το 553 από τους Πατέρες της Ε΄ Οικουμενικής Συνόδου, που συγκεντρώθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Ελπίζουμε να δείξουμε πόσο στενές είναι αυτές οι σχέσεις: ο Ευάγριος είναι ένας απαράμιλλος και εξαιρετικά πολύτιμος μάρτυρας του ωριγενισμού· ακόμη περισσότερο, το έργο του πήρε αποφασιστικό μέρος στην εξέλιξη αυτής της αίρεσης, από τα τέλη του Δ΄ αιώνα ως τα μέσα του ΣΤ΄ αιώνα, σε σημείο που ο ωριγενισμός που καταδικάστηκε το 553 να εμφανίζεται, κατ’ ουσίαν, ως η διδασκαλία των Γνωστικών Κεφαλαίων»[13]. Ωστόσο, παρόλες αυτές τις αυστηρές διατυπώσεις και διαπιστώσεις ο Guillaumont δεν φτάνει ποτέ στην απόρριψη της προσφοράς του Ευαγρίου τόσο στην ορθόδοξη ανατολική όσο και στη δυτική θεολογία.

Το επίμαχο λοιπόν ερώτημα παραμένει: ποιος είναι ο Ευάγριος ο Ποντικός σύμφωνα με τον AntoineGuillaumont; Σύμφωνα λοιπόν με τη γραφίδα του ο Ευάγριος ο Ποντικός, έχοντας σπουδάσει στην σχολή των Καππαδοκών, του Βασιλείου Καισαρείας και του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού, αφού εκάρη στη συνέχεια μοναχός στην έρημο της Νιτρίας, στην Αίγυπτο, άφησε ένα έργο που καταλαμβάνει  θέση ανάμεσα στα πιο στιβαρά και πρωτότυπα του Δ΄ αιώνα. Γι’ αυτό και υποστηρίζει πως η επίδραση του Ευαγρίου σε Ανατολή και Δύση είναι αναμφισβήτητη[14]. Αναγνωρίζει ότι στη σχολή του αγίου Βασιλείου και κυρίως σ’ εκείνη του αγίου Γρηγορίου του Ναζιανζηνού, ο Ευάγριος μυήθηκε στο έργο του Ωριγένους, καθώς στα Άννισα, γύρω στο 358, ο Βασίλειος και ο Γρηγόριος έχοντας διαβάσει με προσήλωση και θέρμη τα βιβλία του Ωριγένους, συνέθεσαν τη διάσημη Φιλοκαλία τους. Στόχος τους ήταν να δείξουν πως οι Αρειανοί είχαν κατανοήσει λανθασμένα τον αλεξανδρινό δάσκαλο που επικαλούνταν. Μέσα από τους δασκάλους του αυτούς διδάχθηκε, και κυρίως τον Γρηγόριο, μαζί με την εχθρότητά τους προς τον Αρειανισμό, τον θαυμασμό τους για το έργο του Ωριγένους. Έτσι η διάκριση μεταξύ φύσεως και σοφίας του Δημιουργού, που οδηγεί τον Ευάγριο στη διαπίστωση «οποία η τρέλα αυτών που υποστηρίζουν πως γνωρίζουν τη φύση του Θεού!», δεν υπάρχει αμφιβολία πως κατευθύνεται εναντίον του ευνομιανού ορθολογισμού[15]. Όπως παρατηρεί ο AntoineGuillaumont  «Η πρώτη κατηγορία που διατύπωσε ο Επιφάνιος εναντίον τού Ωριγένους ήταν ότι υπέταξε τον Υιό στον Πατέρα και, εκ τούτου, υπήρξε ο πατέρας τού αρειανισμού. Άσχετα με το αν αυτή η κατηγορία σ’ ό,τι αφορά στον Ωριγένη είναι βάσιμη ή όχι, μπορούμε να βεβαιώσουμε ότι, στον Ευάγριο, δεν υπάρχει κανένα ίχνος κάποιας υποταγής τού Υιού, ή Λόγου, στον Πατέρα: η Τριαδολογία τού Ευαγρίου φαίνεται εντελώς ικανοποιητική για την ορθοδοξία. Ακόμη περισσότερο, υπάρχει στα έργα του μια τοποθέτηση πολύ ξεκάθαρη εναντίον τής μορφής που ενεδύθη στα χρόνια του ο αρειανισμός, εκείνης των Ανομοίων, και εντελώς ειδικά εναντίον τού  Ευνομίου»[16]. Ο Ευάγριος φαίνεται, λοιπόν, να αντιτίθεται στον αρειανισμό εξίσου με τους ορθόδοξους θεολόγους και αναμφίβολα το ίδιο συνέβαινε με τους Ωριγενιστές του καιρού του. Εξάλλου είναι γνωστό ότι  οι «Μακροὶ Ἀδελφοὶ» υπήρξαν θύματα, όπως και άλλοι μοναχοί της  Νιτρίας, των διωγμών τού Βάλεντος το 374[17].

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ

 

Παραπομπές:

[1]Βλ. W. Bousset, Apophthegmata, Studien zur Geschichte des ältesten Mönchtums, Tübingue, 1923, σσ. 281-341: Euagriosstudien.

[2]Βλ. E. White, Monasteries of the Wâdi’ n Natrûm, Part II, The history of the monasteries of Nitria and of Scetis, New York, 1932, σ. 86: «Evagrius, felix opportunite mortis, died just before the Origenist crisis came to a head, but there is no doubt that he was the intellectual center of the Origenist party».

[3]Βλ. E. White, ό.π.,σ.128: «but thereis no evidence beyond hostil assertions to show that any unorthodoxdoctrine of that teacher was held or taught by any member of thegroup».

[4]Βλ. E. White, ό.π.,σ. 134, σημείωση 2: «It would be hard to say what doctrine of Origen was held by the Nitrian group except that they maintained the spiritual nature of God as against the Anthropomorphic view – a doctrine certainly not peculiar to Origen».

[5]Βλ. I. Hausherr, «Le Traitè de l’Oraison d’Evagre le Pontique (Psedo-Nil)», Extrait de la RAM, XV, 1934, σ.117·  βλ. επίσηςτουΙΔΙΟΥ, «Les grands courants de la spiritualité orientale», OCP 1, 1935, σσ. 123-124.

[6] Βλ. Ἰ. Μωϋσέσκου, Εὐάγριος ὁ Ποντικός, Βίος- Συγγράμματα- Διδασκαλία, Ἀθῆναι 1937, σ. 153.

[7]Βλ. Urs Von Balthasar «Metaphysik und Mystik des Evagrius Ponticus», ZAM, 1939, σ. 31: «Neben dieser äusseren Ehrenrettung läuf parallel die wachsende Erkenntnis, dass Evagrius nicht nur der fast unbeschrankte Herrscher der gesamten syrischen und byzantinischen Mystik ist, sondern auch die abendländische Mystik und Aszetik in ganz ausschlaggebender Weise beeinflusst hat».

[8]Βλ. Urs Von Balthasar, ό.π., σ. 32.

[9]Βλ. A. Guillaumont, Les “Képhalaia Gnostica” d’Évagre le Pontique et l’histoire de l’origénisme chez le Grecs et chez le Syriens, Paris 1962.

[10]Βλ. A. Guillaumont, ό.π.,σ. 120.

[11]Βλ. A. Guillaumont, ό.π.,σ. 121.

[12]Βλ. A. Guillaumont, ό.π.,σ. 120.

[13]Βλ. A. Guillaumont, ό.π.,σ. 43.

[14] Βλ. A. Guillaumont, ό.π., σ. 15, υποσημείωση 1.

[15] Βλ. A. Guillaumont, ό.π., σ. 50, υποσημείωση 11.

[16]Βλ. A. Guillaumont, ό.π,σ. 118.

[17] Βλ. A. Guillaumont, ό.π., σ. 118, υποσημείωση 168.