Υπάρχουν ωφέλιμα στοιχεία στην διδασκαλία του Ευαγρίου;

27 Αυγούστου 2021

Στη σημερινή εποχή η εκτίμηση που τρέφουν για το πρόσωπό του οι σύγχρονοι επιστήμονες φαίνεται από τις απόψεις που διατυπώνουν στα έργα τους, όπου υπερασπίζονται την ορθοδοξία της ευαγριανής διδασκαλίας. Ερευνητές όπως ο DavidBrakke[1], ο A. M. Casiday[2], ο KevinKorrigan[3], ο JeremyDriscoll[4], ο JohnEudesBamberger[5], ο StefanOtto[6], ο WandeldesWeltbezugs[7], ο GabrielBunge[8], ο N. Gendle[9], ο J. Hornus[10], ο A. Louf[11], ο M. Parmentier[12], ο TimVivian[13], ο GeorgeTsakiridis[14] και ο Ιωάννης Κορναράκης[15] αναγνωρίζουν την επίδραση της ωριγένειας θεολογίας στην ανάπτυξη της μυστικής του διδασκαλίας αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θεωρούν τον Ευάγριο αιρετικό. Αντιθέτως, εξαίρουν τα σημεία εκείνα που φαίνεται η ορθοδοξία του δογματικού του συστήματος όχι μόνο στην ασκητική του διδασκαλία αλλά και στη μυστική του  θεολογία με βασικό της άξονα την πράξη της προσευχής. Μάλιστα οι δύο τελευταίοι ερευνητές με ελληνική καταγωγή και παιδεία ο GeorgeTsakiridis και ο Ιωάννης Κορναράκης αξιοποιούν την ευαγριανή θεολογία στη γνωστική Ψυχολογία. Στο πρόσωπο του Ευαγρίου  αναγνωρίζουν έναν αληθινό ανατόμο της ανθρώπινης ψυχής, ικανό όχι απλώς να χαρτογραφήσει τις καταστάσεις που μπλοκάρουν την ηθική ανάπτυξη του ανθρώπου αλλά και έτοιμο να χορηγήσει τα αντίστοιχα αντίδοτα που θα τον ενισχύσουν, ώστε να μπορέσει με τη βοήθεια του Θεού, στο στίβο του πνευματικού αγώνα, να βγει νικητής.  

Σήμερα υποστηρίζεται ότι δεν πρέπει να γίνεται εκτίμηση της ευαγριανής θεολογίας με βάση της καταδίκες του ΣΤ΄ αιώνα. Πιο συγκεκριμένα κατά τον A. Casiday «η συνοδική του καταδίκη για ωριγενισμό φανερώνει την πηγή των συλλογισμών του και την εξάρτησή του από τον Ωριγένη. Ωστόσο οι καταδίκες, σύμφωνα με τη γνώμη του Tillemont, δεν είναι ευαγριανές απόψεις αλλά απόψεις που ίσως εμπνέονται από την ευαγριανή διδασκαλία. Γι’ αυτό και δεν είναι σωστό να γίνεται η εκτίμηση της δουλειάς του ή η αναπροσαρμογή της διδασκαλίας του με βάση τις καταδίκες του ΣΤ΄ αιώνα»[16]. ODavidBrakke επισημαίνει ότι στις μέρες μας τονίζονται περισσότερο οι φιλοσοφικές του καταβολές και παραγκωνίζεται η προσφορά της ασκητικής του πρακτικής, καθώς παρατηρεί ότι: «Ενώ οι μαθητές του, είτε αρχαίοι είτε μοντέρνοι, έχουν σημειώσει και την εκπαίδευσή του στη φιλοσοφία ή τη θεολογία και την εμπειρία του στη δαιμονική πάλη, μπορεί να σημειωθεί ότι οι σύγχρονοι ερευνητές έχουν τονίσει το πρώτο και αγνόησαν το δεύτερο σ’ ένα βαθμό που οι αρχαίοι συνάδελφοι δεν θα το έκαναν»[17].

Ο ωριγενισμός δεν είναι και η μοναδική διάσταση της ευαγριανής διδασκαλίας. Η τεράστια σημασία των ασκητικονηπτικών έργων του Ευαγρίου βρίσκεται στο γεγονός ότι αυτά, πέρα από τις προσωπικές του εμπειρίες, αποτελούν καταγραφή της νηπτικής πείρας των μεγάλων ασκητών[18]. Ο JohnBamberger σημειώνει τα ακόλουθα: «Το πρόσωπο του Ευαγρίου είναι ελκυστικό και πολυσύνθετο. Από την ύψιστη κοινωνική και διανοητική ζωή της εποχής του πέρασε στην πιο λιτή και απλή μορφή της. Στάθηκε ικανός να περάσει μέσα από τις δύο αυτές τόσο διαφορετικές κουλτούρες, να τις ενσωματώσει και να πετύχει έναν τέτοιο βαθμό ισορροπίας, ώστε στο τέλος της ζωής του να αισθάνεται ένας ολοκληρωμένος άνθρωπος συμφιλιωμένος όχι μόνο με τον εαυτό του αλλά και με τους συνανθρώπους του»[19]. Ο Stephan Otto χαρακτηρίζει τον Ευάγριο ως τον «ιδεολόγο» του μοναχισμού της ύστερης αρχαιότητας[20], ενός μοναχισμού που τον προβάλλει ως το καταφύγιο κάθε αντικοινωνικής τάσης[21].

Ακόμη, μια σημαντική παράλειψη των θεολογικών προϋποθέσεων του συστήματός του είναι να αγνοείται η μαθητεία του κοντά στους Μ. Βασίλειο και Γρηγόριο Θεολόγο, καθώς και η εγκόλπωση βασικών καππαδοκικών στοιχείων στη δογματική του διδασκαλία, κάτι που ο AntoineGuillaumont είχε επισημάνει αλλά δεν είχε αναπτύξει[22]. Το κενό αυτό ήρθε να καλύψει η μελέτη του NicholasGendle, ο οποίος παρουσιάζει τα καππαδοκικά δάνεια της μυστικής θεολογίας του Ευαγρίουτου Ποντικού που αφορούν τόσο στην Τριαδολογία όσο και στην ανθρωπολογία[23]. Επίσης, έχει επιβεβαιωθεί η σύμπνοια και ομοφωνία της θεολογικής σκέψης μεταξύ Μακαρίου του Αιγυπτίου, Ευαγρίου του Ποντικού και Διαδόχου Φωτικής όσο αφορά στις προϋποθέσεις, τις δυνατότητες και τα όρια της θεολογικής γνωσιολογίας[24].

Ο A. Casiday θεωρεί ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει και θα πρέπει να αναθεωρήσουμε κάποιες απόψεις που προέρχονται από παλαιότερες εποχές. Όπως ο ίδιος υποστηρίζει: «Σήμερα μάλιστα είναι αξιοσημείωτο ότι επιχειρείται μια επανεκτίμηση του Ευαγρίου μέσα από το έργο του, που θα οδηγήσει τους ερευνητές σε ασφαλή συμπεράσματα, καθώς θα αντιμετωπιστούν με κριτική σκέψη οι περιορισμοί από τις καταδίκες του ΣΤ΄ αιώνα[25]Τα γραπτά του Ευάγριου μας δείχνουν πόσο κοντά μπορεί να βρίσκεται το ορθόδοξο δόγμα με τη μυστική εμπειρία και μας παρακινούν να σκεφτούμε ακόμα πιο προσεκτικά πώς μπορεί ο νους και η καρδιά να συλλειτουργούν στη χριστιανική θεολογία»[26].

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ

 

Παραπομπές:

[1]Βλ. D. Brakke, Evagrius Pontus, Talking Back, Minnesota, 2009.

[2]Βλ. A. Casiday, Evagrius Pontikus, New York, 2006.

[3]Βλ. K. Korrigan, Evagrius and Gregory, Mind, Soul and body in the 4th Century, Burlington, 2009.

[4]Βλ. J. Driscoll, Steps to Spiritual Perfection, Studies in Spiritual Progress inEvagrius Pontus, New Jersey, 2005.

[5]Βλ. J. Bamberger, Evagrius Ponticus, The Practikos Chapters on Prayer, Michigan, 1972.

[6]Βλ. S. Otto, «Esoterik und individualistische Gnosis: Der Mӧnchische Platonismus des Euagrios Pontikos», Die Antike im Umbruch, Müunchen, 1974.

[7]Βλ. Wandel des Welthezugs, Acedia bei Euagrius Ponticus und Francesco Petrarca, Freiburg (Schweiz), 1983.

[8]Βλ. G. Bunge, Dragon’s wine and angel’s bread. The Teaching of Evagrius Ponticus on Anger and Meekness, Crestwood, 2009 και «Origenismus – Gnostizismus zum geistesgeschichtlichen standortdes Evagrios Pontikos», Vigiliae Christianae 40 (1986).

[9]Βλ. N. Gendle, «Cappadocian elements in the mystical theology of Evagrius Pontikus», S.P. vol XVI, Belrin, 1985.

[10]Βλ. J. Hornus, «Le traité Practique d’Évagre le Pontique», RHPhR55 (1975) 297-301.

[11]Βλ. A. Louf, «L’acedie chez Évagre le Pontique”, Concilium 99 (1974), σσ. 114-115.

[12]Βλ. M. Parmentier, «Evagrius of Pontus, Letter to Melania I», Bijdragen, rijdschriftvoor filosofie en Theologie 46 (1985) 2-38.

[13]Βλ. T. Vivian, Four Desert Fathers. Pambo, Evagrius, Macarius of Egypt, and Macarius of Alexandria, Crestwood, 2004.

[14]Βλ. G. Tsakiridis, Evagrius Ponticus and Cognitive Science, A Look at Moral Evil and Thougths, Eugene, 2010.

[15] Βλ. Ι. Κορναράκης, Στοιχεία Νηπτικής Ψυχολογίας, Θεσσαλονίκη, 1982.

[16]Βλ. A. Casiday, ό.π., σ.30.

[17]Βλ. D. Brakke,ό.π., σ. 31.

[18] Βλ. Στ. Παπαδοπούλου, Μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας. Η σκέψη και τα έργα τους με θεολογικά σχόλια, Αθήνα, 2001, σ. 206.

[19]Βλ. J. Bamberger, ό.π., σσ. lxxi-lxxii.

[20]Βλ. S. Otto, ό.π, σ. 70.

[21]Βλ. S. Otto, ό.π, σ. 69.

[22] Βλ. A. Guillaumont, ό.π., σ. 50, υποσημείωση 11, σ. 118 και σσ. 324-325.

[23]Βλ. N. Gendle, «Cappadocian elements in the mystical theology of Evagrius Pontikus», S.P.16 (1985), σσ. 373-384.

[24]  Βλ. Μ. Καράμπελια, Εμπειρική βίωση της θείας γνώσης, Θεσσαλονίκη, 2013, σ. 439: «Εκφραστές της ασκητικής γραμματείας του Δ΄ και Ε΄ αιώνα ο Μακάριος, ο Ευάγριος και ο Διάδοχος, παραδίδουν στα συγγράμματά τους τη μοναστική εμπειρία της Ανατολικής Εκκλησίας στην πιο πρωτότυπη εκδοχή της. Η ιδιαιτερότητα της δογματικής τους σύνθεσης είναι χαρακτηριστική. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι εκφράζουν ένα διαφορετικό βίωμα ή απόψεις αντικρουόμενες. Ακόμη και όταν η χρήση της ορολογίας είναι επηρεασμένη άλλοτε από τη βιβλική θεολογία και άλλοτε από την «ἔξωθεν φιλοσοφία», δεν ισχύει το ότι ο ένας αντιμάχεται τον άλλον. Απλώς παρουσιάζουν τις προϋποθέσεις, τα αποτελέσματα και τις συνέπειες της εμπειρικής μετοχής του Θεού με διαφορετικό τρόπο. Η μελέτη αυτή ξεκαθαρίζει ότι το διαφορετικό δεν σημαίνει αντίθετο. Η διαφορετική προσέγγιση του αιτήματος της θεογνωσίας προσθέτει πλούτο στο ενιαίο σώμα του Χριστού και δεν αφαιρεί. Η υπαρξιακή ενότητα της ανθρώπινης φύσης, που γεύεται τον Θεό στο υπαρξιακό της βάθος, αποτελεί την εγγύηση της βιωματικής ιδιαιτερότητας του προσώπου και εξηγεί την ποικιλία των χαρισμάτων στο ενιαίο εκκλησιαστικό σώμα. Άλλωστε, η συγκριτική – παράλληλη ανάπτυξη της θεολογικής τους διδασκαλίας αποδεικνύει ότι διαφορετικοί, πολλές φορές, όροι παρουσιάζονται συνώνυμοι, αλλά και αντίστροφα κοινοί όροι αποδεικνύονται ετερώνυμοι. Συνεπώς, για την κατανόηση και ερμηνεία της θεολογικής τους γνωσιολογίας καθοριστικής σημασίας αποδεικνύονται οι ιδιαίτερες προϋποθέσεις κατανόησης των ορολογικών συγκλίσεων, αποκλίσεων και διακυμάνσεων. Οι προϋποθέσεις αυτές αφορούν τον χαρακτήρα και το περιεχόμενο της θεογνωσίας, ενώ ταυτόχρονα εξασφαλίζουν τις συνθήκες που μπορούν να εγγυηθούν τη γνησιότητα της ορθοδοξίας τους».

[25]Βλ. A. Casiday, ό.π., σ. 24.

[26]Βλ. A. Casiday, ό.π., σ. 38.