«Θεοῦ γεώργιον» (Α’ Κορ. 3,9-17)

24 Αυγούστου 2021

Τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα της τελευταίας Κυριακής ἀποδοσμένο μὲ μεγάλη ἔμπνευση σὲ ποιητικὴ μορφὴ εἶναι πλούσιο σὲ νοήματα. Οἱ πρῶτοι Χριστιανοὶ ζοῦσαν μὲ μεγαλύτερο πλήρωμα ζέσεως καὶ χάριτος σὲ σχέση μὲ τὶς μετέπειτα γενεές, ἐφόσον ἦταν ἕτοιμοι ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ γιὰ τὸ μαρτύριο. Καὶ ὅμως ὁ Ἀπόστολος δὲν παύει μὲ τὸν λόγο του νὰ τοὺς παιδεύει καὶ νὰ τοὺς ὑπενθυμίζει μὲ ἔμφαση τὸν ὑψηλὸ προορισμό τους νὰ γίνουν ναὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ Ζῶντος1.

«Θεοῦ γάρ ἐσμεν συνεργοί». Ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ χῶμα, ἀπὸ τὸ μηδέν, ἀλλὰ τοῦ ἐμφύσησε στὸ πρόσωπό του πνοὴ ζωῆς καὶ τὸν κατέστησε «εἰς ψυχὴν ζῶσαν». Τοῦ ἀπέδωσε τὴ μεγάλη τιμὴ νὰ τὸν πλάσει κατ’ εἰκόνα Του καὶ νὰ τὸν προορίσει νὰ γίνει ὁμοίωσή Του.

Ὁ Θεὸς ἀπευθύνει στὸν ἄνθρωπο κλήση γιὰ μιὰ θαυμαστὴ καὶ ἄκρως δημιουργικὴ συνεργασία, ἡ ὁποία ἀποσκοπεῖ στὸ νὰ καταστεῖ ὁ κτιστὸς ἄνθρωπος θεὸς κατὰ χάρη, νὰ οἰκοδομηθεῖ σὲ κατοικητήριο τῆς Θεότητας. Ὁ Κύριος εἶναι ὁ Αὐτουργὸς καὶ Τελειωτὴς τοῦ μεγαλειώδους ἔργου τῆς πάγκοινης σωτηρίας, ἀλλὰ καλεῖ τὸν ἄνθρωπο νὰ συνεργασθεῖ μαζί Του. Πόθος Του εἶναι νὰ φθάσει τὸ πλάσμα Του σὲ θεῖα μέτρα, νὰ γίνει κατὰ χάρη ἐκεῖνο ποὺ εἶναι ὁ Θεὸς κατ’ οὐσία.

Ὁ Θεὸς εἶναι μιὰ πλούσια Θεότητα, Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, καὶ ἔχει πλούσια Βασιλεία. Εἶναι μέγας καὶ φοβερὸς «ἐν συναγωγῇ θεῶν»2. Καλεῖ τὸν ἄνθρωπο νὰ «πλουτήσει εἰς Θεόν»3, καὶ νὰ γίνει μέτοχος τῆς θεσπέσιας αὐτῆς κοινωνίας.

Ὁ Ἀπόστολος συνεχίζει μὲ ἕνα μεγάλο νόημα: «Θεοῦ γεώργιον, Θεοῦ οἰκοδομή ἐστε». Ὡς γεωργούμενοι καὶ οἰκοδομούμενοι ἀκολουθοῦμε στὴ ζωή μας μιὰ δυναμικὴ πορεία καὶ ἀνάπτυξη. Ὁ Ἀπόστολος μὲ τὸν ὅρο «Θεοῦ γεώργιον» εἶναι σὰν νὰ λέει ὅτι ἡ καρδιά μας βρίσκεται στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἡ γῆ στὰ χέρια τοῦ γεωργοῦ. Καὶ ὅπως ὁ γεωργὸς καλλιεργεῖ τὴ γῆ μὲ τὸ ἀλέτρι γιὰ νὰ δώσει καρποφορία, ἔτσι καὶ ὁ Θεὸς καλλιεργεῖ τὴν καρδιά μας γιὰ νὰ δεχθεῖ τὸν πλοῦτο τῶν χαρισμάτων Του καὶ νὰ φέρει καρποὺς θεογνωσίας, καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καρποὺς ποὺ νὰ ἀντανακλοῦν τὴν τελειότητα τοῦ Θεοῦ στὸν Ὁποῖον ὁ ἄνθρωπος πιστεύει, καὶ τὸν Ὁποῖον ἀγαπᾶ. Καὶ ὅπως ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος δίδαξε: «Οὐδεὶς ἐπιβαλὼν τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἐπ’ ἄροτρον καὶ βλέπων εἰς τὰ ὀπίσω εὔθετός ἐστιν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ»4.

Ὁ Θεὸς ἔπλασε «κατὰ μόνας»5 τὴν καρδιὰ τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Τὴν ἔπλασε ἱκανὴ νὰ γίνει θρόνος τοῦ Βασιλέως τοῦ Μεγάλου. Καὶ τώρα μὲ ἕνα θαυμαστὸ καὶ δημιουργικὸ τρόπο τὴν καλλιεργεῖ μὲ τὸ ἀλέτρι τοῦ Σταυροῦ Του καὶ τὴν ἀναπλάθει. Περνάει καὶ ξαναπερνάει αὐτὸ τὸ ἀλέτρι ἀπὸ πάνω της, τὴ σκάβει, τὴν πληγώνει, τὴ θεραπεύει, τὴν πληγώνει ξανὰ καὶ πάλι τὴ θεραπεύει, μέχρις ὅτου ξεριζώσει ἀπὸ ἐκεῖ ὅλα τὰ ζιζάνια τῶν παθῶν καὶ τὴ χαμαιζηλία τῆς ἀσεβοῦς ζωῆς. Τὴν ἀναπλάθει, ὡσότου γίνει κατάλληλο ὑλικὸ γιὰ νὰ τυπώσει ἐκεῖ τὴ Μορφὴ τοῦ Υἱοῦ τῆς ἀγάπης καὶ τῆς εὐδοκίας Του, τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ μιλάει ἀτελείωτα γιὰ τὴ γεωργία τοῦ Θεοῦ στὶς καρδιές. Κατ’ οὐσίαν, δὲν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο πάνω στὴ γῆ μὲ τὸ ὁποῖο νὰ ἀξίζει κἂν νὰ ἀσχοληθοῦμε, διότι ὅλα τὰ ὑπόλοιπα εἶναι μάταια. Ὅταν τὸ σῶμα μας ἐπιστρέψει «εἰς γῆν ἐξ ἧς ἐλήφθη», τίποτε δὲν θὰ μείνει παρὰ μόνον ἡ ἐργασία ποὺ κάναμε πάνω στὴν καρδιά μας.

Στὴν πράξη τῆς ζωῆς μας τὸ ἀλέτρι παίρνει τὴ μορφὴ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἐντολῶν Του, ποὺ εἶναι «ζωὴ αἰώνιος»6. Ὅποιος δέχεται τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸν ἀσπάζεται, παρόλο τὸν πόνο ποὺ ἐντέλλεται, αὐτὸς σταδιακὰ ἀποσυνδέεται ἀπὸ τὶς ἐμπαθεῖς προσκολλήσεις ποὺ ἔχει σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο. Φθάνει στὸ σημεῖο, σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολή Του, νὰ μισήσει «ἔτι καὶ τὴν ἑαυτοῦ ψυχήν», ἀψηφώντας τὸ ὁρμητικὸ ρεῦμα τοῦ κόσμου ποὺ διακηρύσσει ἠχηρά: «Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνήσκομεν»7, δηλαδὴ ἂς χαροῦμε τὴ ζωούλα μας, διότι αὔριο θὰ πεθάνουμε καὶ θὰ σβήσουμε σὲ αἰώνια λησμονιά.

Ὅποιος ὅμως δεχθεῖ καὶ ἐνστερνισθεῖ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου, «μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν»8. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ εἶναι ἡ μεγαλύτερη μεγαλουργία τοῦ Σταυροῦ. Μᾶς ἀποσυνδέει ἀπὸ τὴ φθαρτότητα καὶ ἀπὸ κάθε μολυσμὸ τῆς πρόσκαιρης ζωῆς, ὥστε ἐλεύθεροι νὰ «δράμωμεν τὴν ὁδὸν τῶν ἐντολῶν» Του9. Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ στὴν καθημερινή μας ζωὴ ἐκφράζεται μὲ τὶς δοκιμασίες καὶ τὶς θλίψεις, ἀκούσιες καὶ ἑκούσιες, ποὺ ὑφιστάμεθα, γιὰ νὰ δείξουμε τὴν πιστότητά μας στὸν Χριστὸ καὶ νὰ Τοῦ ἀποδώσουμε τὴν κραταιὰ ἀγάπηση ποὺ Τοῦ ἀξίζει καὶ ποὺ Τοῦ χρωστᾶμε, ὡς στὸν μεγάλο Εὐεργέτη τῆς ζωῆς μας.

Ὁ πάνσοφος Δημιουργός, ποὺ ἔπλασε μὲ μοναδικὸ τρόπο τὶς καρδιές, γνωρίζει ποιόν σταυρὸ ἔχει ἀνάγκη ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς, γιὰ νὰ λυθοῦν τὰ δεσμὰ τῶν προσκολλήσεών μας καὶ νὰ σπάσει τὸ κέλυφος τοῦ λοιμοῦ τῆς ἁμαρτίας ποὺ λυμαίνεται τὴν καρδιά μας, γιὰ νὰ φθάσουμε στὴν πραγματικὴ πνευματικὴ ἐλευθερία ἐπιτελώντας «ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ»10.

Ἐν ὀλίγοις, τὸ «γεώργιον τοῦ Θεοῦ» συνίσταται στὴ συνεργασία μας μὲ τὸν Κύριο στὸν ἀγώνα νὰ ἀποκτήσουμε πνευματικὴ ὑπόσταση ἐνώπιόν Του. Στὴ συνέχεια ὁ Ἀπόστολος χρησιμοποιεῖ μιὰ ἄλλη εἰκόνα, λέγοντας ὅτι εἴμαστε «Θεοῦ οἰκοδομή». Μὲ ἕνα γενικὸ τρόπο ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ οἶκος τοῦ Θεοῦ, ὁ στύλος καὶ τὸ στερέωμα τῆς ἀλήθειας πάνω στὴ γῆ. Ἐντούτοις, μὲ ἕναν ἰδιαίτερο τρόπο ὁ κάθε Χριστιανὸς καλεῖται νὰ γίνει οἶκος καὶ ναὸς τοῦ Θεοῦ. Ἡ οἰκοδομὴ αὐτὴ λαμβάνει χώρα μέσα στὸν χρόνο τῆς ζωῆς μας, «ἄχρις οὗ τὸ σήμερον καλεῖται»11. Ὅταν παρέλθει ὁ χρόνος τοῦ παρόντος βίου, «οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι»12.

Ὑπάρχουν διάφορα μέσα γιὰ νὰ ἐργασθοῦμε πάνω στὸ ἱερὸ αὐτὸ οἰκοδόμημα, ἀλλὰ τὰ τρία πιὸ ἰσχυρὰ εἶναι ἡ ἐπίκληση τοῦ Ὀνόματος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ὁ ζωοποιὸς λόγος Του καὶ ἡ μετοχὴ στὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ἂς ἀναφερθοῦμε ἐν συντομίᾳ στὸ καθένα ἀπὸ αὐτά.

Ἡ προσευχὴ μὲ τὸ Ὄνομα τοῦ Παντοκράτορος Ἰησοῦ εἶναι γιὰ ἐμᾶς ἄνοιγμα σωτηρίας. Ἐπικαλούμενοι τὸ Ὄνομα αὐτὸ εἰσερχόμαστε στὴν Παρουσία Του, ποὺ εἶναι δημιουργική, καταλυτικὴ τοῦ κράτους τοῦ θανάτου, φωτιστική, ἁγιαστική. Ἡ Παρουσία τοῦ Κυρίου εἶναι ζωοποιός. Ἐξαλείφει τὴ νεκρότητα ποὺ ἔχει ἐπισωρευθεῖ γύρω ἀπὸ τὴν καρδιὰ μὲ τὴ ζωὴ τῆς ἁμαρτίας.

Τὸ Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ μεγαλύτερη εὐεργεσία, διότι δὲν ὑπάρχει «ἕτερον ὄνομα ὑπὸ τὸν οὐρανὸν τὸ δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς»13. Μὲ κάθε ἐπίκληση ποὺ γίνεται μὲ φόβο, πίστη καὶ ταπείνωση τὰ ἴχνη τῆς χάριτος συσσωρεύονται στὴν καρδιά. Στὴν ἀρχὴ ξεκινοῦν ἀνεπαισθήτως σὰν ἕνα μικρὸ φῶς, ὥσπου ἔρχεται τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου καὶ σὲ μιὰ στιγμὴ ἡ καρδιὰ ἀνοίγει. Ἐντός της λάμπει φῶς μεσημβρινῆς ἡμέρας, ποὺ δηλώνει ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει ἐγκατασταθεῖ ἐκεῖ καὶ ἔχει γίνει Ἐξουσιαστὴς ὅλης τῆς ὑπάρξεώς μας, Ἄρχων εἰρήνης, Θεὸς ἐλέους καὶ Πατὴρ πάσης παρακλήσεως.

Στὸ Ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἔχει δοθεῖ ἡ σωτηρία. Μὲ τὸ Ὄνομά Του χτίζεται ὁ ἅγιος ναὸς τοῦ Θεοῦ στὴν καρδιά. Μὲ τὸ Ὄνομά Του ζωγραφίζει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο στὸν τόπο της τὴν εἰκόνα τοῦ Νέου Ἀδάμ, τοῦ Κυρίου τῆς δόξης Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Βεβαίως τὸ Ὄνομα κάθε Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδας, τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔχει αὐτὴ τὴν ἰδιότητα νὰ οἰκοδομεῖ ναὸ στὴν καρδιά. Συχνὰ κράζουμε: «Πάτερ ἡμῶν, Πάτερ ἀγαθέ, ρῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ», ἤ, «Βασιλεῦ Οὐράνιε, Πνεῦμα Ἅγιον καὶ Παντοκρατορικόν, ἐλθὲ καὶ ἴασαί μου τὴν καρδίαν ἀπὸ τοῦ λοιμοῦ τῆς ἁμαρτίας· ἐλθὲ καὶ φώτισον τὸ σκότος τῆς διανοίας μου· ἐλθὲ καὶ λῦσον τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας». Ὡστόσο, ἀπὸ ψυχολογικῆς μᾶλλον πλευρᾶς, μᾶς εἶναι πιὸ προσιτὸ νὰ ἐπικαλούμαστε ἀδειαλείπτως τὸν Κύριο Ἰησοῦ, ἐπειδὴ μὲ τὴ Σάρκωσή Του ἔχει γίνει τὸ πιὸ οἰκεῖο σὲ μᾶς Πρόσωπο ἀπὸ τὰ Τρία καὶ Τὸν γνωρίσαμε ψηλαφητά.

Τὸ δεύτερο μέσο γιὰ τὴν οἰκοδομὴ ναοῦ στὴν καρδιὰ εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ δημιουργικὴ δύναμη ποὺ ἔφερε τὰ σύμπαντα ἐκ τοῦ μὴ ὄντος στὸ εἶναι. Αὐτὸς ὁ ἴδιος λόγος, ὅταν γίνει ἀποδεκτὸς μὲ πίστη καὶ ταπείνωση, μὲ τὸν ἀγώνα νὰ γίνει νόμος τῆς ζωῆς μας, μᾶς ἀναπλάθει, μᾶς ἀνακαινίζει καὶ μᾶς ἀναδημιουργεῖ. Ὅπως λέει ὁ ἅγιος Σωφρόνιος σὲ μιὰ ὠδή του γιὰ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ: «Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ, ὅταν γίνει δεκτὸς στὴ ζωή, ἀπεργάζεται τὸν ἄνθρωπο θεό»14.

Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι δημιουργικός. Ὅταν ἠχεῖ στὴν καρδιὰ δίνει ἔμπνευση καὶ παρέχει τὴ δύναμη γιὰ κάθε ἔργο εὐσεβείας. Σὲ ἕνα πρῶτο στάδιο τὸν μελετοῦμε καὶ προσευχόμαστε μὲ τὸν λόγο αὐτό. Θρηνοῦμε καὶ λυπούμαστε, βλέποντας καθημερινὰ τὴν ἀδυναμία μας νὰ καταστήσουμε τὸν θεῖο λόγο πράξη τῆς ζωῆς μας. Τὸ πνεῦμα μας συντρίβεται καὶ ἡ καρδιὰ ταπεινώνεται, ἑλκύοντας ἔτσι τὴν ἐπισκοπὴ τοῦ «φύσει ἀγαθοῦ καὶ παρακλήτου Θεοῦ».

Οἱ ἐργάτες τοῦ πένθους, τῶν δακρύων καὶ τῆς μετανοίας ἀποκτοῦν σταδιακὰ τόσο ἐκλεπτυσμένη καὶ εὐαίσθητη καρδιά, ποὺ σὰν πνευματικὸ ραντὰρ ἁρπάζει τὰ κύματα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος ψιθυρίζει τὰ λόγιά Του στὴν καρδιά τους καὶ αὐτὰ μετατρέπονται ἐντός τους σὲ «Θεοῦ δύναμιν καὶ Θεοῦ σοφίαν». Καὶ ὅταν οἱ ἴδιοι προφέρουν πλέον λόγο ὑπὸ τὴν προοπτικὴ τοῦ λόγου ποὺ δέχθηκαν, πληροφοροῦν μὲ χάρη τὴν καρδιὰ τῶν ἀκουόντων καὶ ὑποδεικνύουν σὲ αὐτοὺς ὁδοὺς σωτηρίας.

Τὸ τρίτο μέσο οἰκοδομῆς σὲ ναὸ τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἐκπλήρωση τῆς ἐντολῆς ποὺ ὁ Κύριος ἔδωσε τὴ νύχτα τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, ὅταν παρέδωσε στοὺς μαθητές Του τὸ Ἄχραντο Σῶμα Του καὶ τὸ Τίμιο Αἷμα Του καὶ τοὺς εἶπε: «Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν»15. Ἡ θεία αὐτὴ ἱερουργία ἔλαβε χώρα ἅπαξ, ἀλλὰ μένει «εἰς τὸ διηνεκές». Κάθε φορὰ ποὺ ἐκπληρώνουμε τὴν ἐντολὴ αὐτή, παίρνουμε χάρη γιὰ νὰ εἰσέλθουμε στὸ αἰώνιο γεγονὸς τῆς θυσίας τοῦ Κυρίου καὶ νὰ γευθοῦμε τὸν ἀπερινόητο καρπό της, τὴν αἰώνια σωτηρία.

Στὴ Λειτουργία προσερχόμαστε προσφέροντας ἀφενὸς τὸν ἄρτο καὶ τὸν οἶνο καὶ ἀφετέρου τὶς καλύτερες πνευματικὲς διαθέσεις ποὺ συνάξαμε κατὰ τὴν προσευχὴ προετοιμασίας μας στὸν ἰδιωτικό μας χῶρο. Στὰ δῶρα ἐναποθέτουμε ὅλο τὸ περιεχόμενο τῆς καρδιᾶς μας, τὴν ἀγάπη μας, τὸν πόθο μας νὰ γίνουμε δικοί Του, τὴ μετάνοιά μας, τὴν ἀπέχθεια τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἑαυτοῦ μας, τὸν πόνο καὶ τὴν ἀπόγνωσή μας, τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη μας στὴ χάρη καὶ στὸ ἔλεός Του, ὅλη τὴ ζωή μας. Τὰ προσφέρουμε στὸν Θεό, καὶ γνωρίζοντας ὅτι εἴμαστε γῆ ἁμαρτωλὴ καὶ τίποτε δὲν ἔχουμε ποὺ δὲν τὸ λάβαμε ἀπὸ Αὐτόν, λέμε: «Τὰ Σὰ ἐκ τῶν Σῶν Σοὶ προσφέρομεν».

Ὁ Θεὸς δέχεται τὴν προσφορά μας καὶ κάνει καὶ Αὐτὸς τὸ ἴδιο. Ἐναποθέτει στὰ δῶρα τὴ δική Του ζωή, τὸν δικό Του πόθο γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Τὰ γεμίζει μὲ τὴ δύναμη τοῦ Ἁγίου Του Πνεύματος, ποὺ σώζει ψυχές, καὶ τὰ ἐπιστρέφει σὲ ἐμᾶς λέγοντας μὲ τὸ στόμα τοῦ λειτουργοῦ Του: «Τὰ Ἅγια τοῖς ἁγίοις».

Προσφέρουμε στὸν Θεὸ τὴν πρόσκαιρη, φθαρτή, μίζερη ζωή μας, καὶ ὁ Κύριος ἀντιπροσφέρει ζωὴ ἄληκτη στὸ Φῶς τοῦ Προσώπου Του. Ἄνιση καὶ μακάρια ἀνταλλαγή, ποὺ μᾶς κάνει νὰ ἐξερχόμαστε ἀπὸ τὸν ναὸ «ὡσεὶ παρακεκλημένοι», ψάλλοντας «ἐπινίκιον ᾠδή», «ᾆσμα καινὸν» στὸν ἅγιο Νικητῆ τοῦ θανάτου. Τὸ πλήρωμα τῆς Ζωῆς ποὺ λαμβάνουμε μέσα μας κάθε φορὰ ποὺ συμμετέχουμε στὸ Μυστήριο αὐτό, χτίζει τὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ στὴν καρδιά μας, ναὸ ἀχειροποίητο καὶ αἰώνιο.

Βεβαίως, ἡ κάθε κίνηση στὴ ζωή μας, ὁ κάθε λόγος, ἡ κάθε σκέψη μας, ἢ μᾶς προσεγγίζουν στὸν Θεό, ἀπὸ τὸν Ὁποῖον ἀποκομίζουμε χάρη γιὰ τὴν οἰκοδομὴ τοῦ οἶκου Του στὴν καρδιά μας ἢ μᾶς ἀπομακρύνουν ἀπὸ Αὐτὸν καὶ ἔτσι καταλύουν τὸ πνευματικό μας οἰκοδόμημα. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀπόστολος προειδοποιεῖ ὅτι ἡ Ἡμέρα τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Κυρίου θὰ εἶναι σὰν φωτιά. Ἀφενὸς θὰ φωτίσει «τὰ κρυπτὰ τῆς καρδίας»· θὰ φανερώσει τὶς διαθέσεις τοῦ καθενός. Ἀφετέρου ὅμως θὰ δοκιμάσει τὸ ἔργο του, ὅπως τὸ πῦρ δοκιμάζει τὸν χρυσό.

Ὅσα εἶναι σημαδεμένα μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, θὰ μποροῦν νὰ σταθοῦν ἀσάλευτα. Θὰ σφραγισθοῦν ὡς πολύτιμα ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ θὰ γίνουν αἰώνια. Ὁ κάθε ναὸς τῆς καρδιᾶς ποὺ ἔχει οἰκοδομηθεῖ ταπεινὰ πρὸς δόξαν Θεοῦ καὶ πρὸς ὠφέλεια τῶν ἀδελφῶν, θὰ λάβει αἰώνια μισθαποδοσία. Ὅσα ὅμως εἶναι ἀσφράγιστα ἀπὸ τὴ θεία χάρη, θὰ παρέλθουν «ὡς πεποιημένα»16. Θὰ τὰ παρασύρει ὁ πύρινος ποταμὸς στὴν αἰώνια λησμονιά, καὶ ἡ ἔκβαση τῆς σωτηρίας γιὰ τὸν ἄνθρωπο αὐτὸν θὰ εἶναι ἀβέβαιη.

Ἀπαριθμώντας τὰ ὑλικὰ κατασκευῆς τῆς οἰκοδομῆς, ἀπὸ τὰ πιὸ πολύτιμα στὰ πιὸ εὐτελῆ, ὁ Ἀπόστολος ἀναφέρεται κυρίως στὸ ἔργο τῆς διδασκαλίας. Ὁ καλὸς Ποιμένας ἐπικοδομεῖ μὲ πολύτιμα ὑλικὰ τὸν ἁγιασμὸ τοῦ πομνίου του. Προβάλλει τὸν Χριστὸ ὅπως εἶναι, χωρὶς νὰ παραποιεῖ τὰ σκληρά Του λόγια. Δὲν χρησιμοποιεῖ τὰ χαρίσματα καὶ τὴν ἀρετή του γιὰ νὰ τρέφει τὴ δική του ματαιότητα, ἀλλὰ μὲ εὐγνωμοσύνη τὰ ἀναφέρει στὸν Θεὸ καὶ μετὰ ζήλου τὰ καθιστᾶ ὑλικὰ θεοφιλοῦς οἰκοδομῆς.

Ὁ Ἀπόστολος κατακλείει μὲ τοὺς φοβεροὺς λόγους: «Οὐκ οἴδατε ὅτι ναὸς Θεοῦ ἐστε καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν». Καὶ προειδοποιεῖ: «Εἴ τις τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ φθείρει, φθερεῖ τοῦτον ὁ Θεός· ὁ γὰρ ναὸς τοῦ Θεοῦ ἅγιός ἐστιν, οἵτινές ἐστε ὑμεῖς»17.

Ὁ Ἀπόστολος ἀποκαλύπτει τὴν ἀλήθεια τοῦ προορισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως ἐπίσης τὸ γεγονὸς ὅτι, δὲν μπορεῖ νὰ θεωρεῖ κάποιος ὅτι ἔχει ἐκπληρώσει τὴν ἀποστολή του ὡς Χριστιανός, ἂν δὲν αἰσθάνεται στὴν καρδιά του τὴν παρουσία τῆς χάριτος καὶ δὲν ἀφουγκράζεται τὰ λακτίσματα τοῦ Πνεύματος. Ἡ ἀποκάλυψη ὅμως αὐτὴ συνοδεύεται καὶ ἀπὸ τὴν προειδοποίηση ὅτι, τὸν ἄνθρωπο ποὺ θὰ καταστρέψει τὶς κινήσεις τοῦ Πνεύματος ἐντός του, ὁ Θεὸς θὰ τὸν ἀφήσει νὰ ἀχρειωθεῖ. Τὰ μέτρα ποὺ τίθενται ἐνώπιόν μας εἶναι πολὺ ὑψηλά. Ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος εἶπε: «Ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγὼ ἅγιός εἰμι»18, καί, «ἔσεσθε οὖν ὑμεῖς τέλειοι, ὥσπερ ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς τέλειός ἐστιν»19.

Ὅταν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἠχεῖ στὴν καρδιὰ γίνεται πανηγύρι. Συνάμα ὅμως ὁ Θεὸς συνάπτει μαζί μας διαθήκη καὶ προειδοποιεῖ. Ἡ εὐγνωμοσύνη τότε ἐκπηγάζει ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ εἶναι μας, ἀλλὰ δὲν ἀρκεῖ. Πρέπει νὰ δεχθοῦμε τὸ χάρισμα μὲ φόβο, νὰ εἴμαστε συνετοὶ καὶ σοφοὶ οἰκονόμοι τοῦ θησαυροῦ ποὺ μᾶς ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεός, καὶ «μετὰ αἰδοῦς καὶ εὐλαβείας» νὰ φυλάξουμε τὴν ἱερὰ παρακαταθήκη «εἰς ἡμέραν αἰῶνος» «διὰ Πνεύματος Ἁγίου τοῦ ἐνοικοῦντος ἐν ἡμῖν»20.

1. Α’ Κορ. 3,16.

2. Βλ. Ψαλμ. 81,1.

3. Βλ. Λουκ. 12,21.

4. Λουκ. 9,62.

5. Ψαλμ. 32,15.

6. Βλ. Ἰωάν. 12,50.

7. Α’ Κορ. 15,32.

8. Βλ. Α’ Ἰωάν. 3,14.

9. Βλ. Ψαλμ. 118,32.

10. Β’ Κορ. 7,1.

11. Ἑβρ. 3,13.

12. Βλ. Ἰωάν. 9,4.

13. Πράξ. 4,12.

14. Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, σ. 275.

15. Λουκ. 22,19· Α’ Κορ. 11,24-25.

16. Βλ. Ἑβρ. 12,27.

17. Α’ Κορ. 3,16-17.

18. Λευϊτ. 11,44.

19. Ματθ. 5,48.

20. Βλ. Β’ Τιμ. 1,14.