Διήγηση θαυμάτων της Υπεραγίας Θεοτόκου της Ι. Μονής Χοζεβά

7 Σεπτεμβρίου 2021

Στη διήγηση των θαυμάτων της ενδόξου και Κεχαριτωμένης Δέσποινάς μας Θεοτόκου θα ασχοληθούμε, αντλώντας μερικές μικρές σταγόνες από το απέραντο πέλαγος, προς δόξα της πανύμνητης Θεομήτορος.

1. Ποτέ δεν μπήκε γυναίκα στην μονή του Χοζεβά. Έγινε δε αυτή η αφορμή να εισέρχονται: Ήταν κάποια πατρικία στο Βυζάντιο, η οποία είχε εσωτερική αρρώστια αθεράπευτη και αφού ξόδεψε πολλά, υπέφερε χειρότερα. Αποφάσισε λοιπόν να έλθει από το Βυζάντιο στην αγία πόλη για προσευχή. Αφού έφτασε στα Ιεροσόλυμα και προσκύνησε, προσευχόμενη κατέβηκε στον άγιο Ιορδάνη και εκεί πάλι αφού προσευχήθηκε επισκεπτόταν τα μοναστήρια και παρακαλούσε τον Θεό δίνοντας δε πολλά στους πατέρες, ζητούσε τις ευχές τους για την θεραπεία και σωτηρία της. Ενώ δε ανερχόταν προς την ανάβαση του αγίου Ζακχαίου και βρισκόταν μέσα στο φορείο, βλέπει σε έκσταση την αγία Δέσποινά μας Θεοτόκο, η οποία της έλεγε: «Γιατί, κυρία πατρικία, γύρισες παντού και στο σπίτι μου δεν ήλθες;». Αυτή δε είπε: «Και πού είναι Δέσποινα το σπίτι σου για να έλθω σ’ αυτό;». Λέει προς αυτήν η Δέσποινα: «Όταν ανεβαίνεις, στα λεγόμενα Ποτιστήρια, κάτω στον χείμαρρο είναι το σπίτι μου». Λέει η γυναίκα: «Ακούω, Δέσποινα, ότι εκεί γυναίκα δεν μπαίνει». Είπε δε προς αυτήν η Ευλογημένη• έλα, κατέβα και εγώ σε φέρνω μέσα και σου χαρίζω και την υγεία. Όλο αυτό το έκανε, όπως νομίζω, για να πληροφορήσει όλους ότι είναι δικός της ο άγιος αυτός τόπος και στην εξουσία της είναι, να κανονίζει όταν θέλει και όπως θέλει τα σχετικά με αυτόν. Όταν έφθασε στον τόπο η γυναίκα, είπε σ’ αυτούς που την συνόδευαν. «Σηκώστε με και να με φέρετε στο μοναστήρι, το οποίο βρίσκεται στα δεξιά κάτω στον χείμαρρο». Αυτοί δε της είπαν: «Δεν μπορεί, κυρία, να κατέβει εκεί φορείο, αλλά ούτε μπαίνει γυναίκα εκεί· γι’ αυτό και δεν σου είπαμε να κατέβεις εκεί». «Σηκώστε με», λέει, «πάνω σε άλογο διότι η Δέσποινα του κόσμου, αυτή με προέτρεψε να κατέβω εκεί».

Όταν αυτή κατέβηκε, οι πατέρες έψαλλαν τον Εσπερινό και φρόντισε η Δέσποινα να είναι όλοι στον Εσπερινό, και οι θυρωροί, ο μεν ένας στην εκκλησία, ο δε άλλος ανέβηκε στο μαγειρείο για κάποια ανάγκη. Μπήκε λοιπόν η γυναίκα μαζί με την ακολουθία της μέχρι την μεσαία αυλή, διότι η μικρή πόρτα ποτέ δεν έκλεινε ως την τρίτη ώρα της νύκτας. Όταν είδε ένας αδελφός τις γυναίκες στην μεσαία αυλή, μπήκε τρέχοντας και το ανακοίνωσε στην εκκλησία. Τότε έγινε θόρυβος, και όταν το έμαθε και ο ηγούμενος βγήκε γρήγορα βρίζοντας πολύ και απειλώντας τους θυρωρούς. Όταν τον είδε λοιπόν η πατρικία να ταράζεται, είπε προς αυτόν: «Μην οργίζεσαι, πάτερ, διότι κανείς δεν είναι αίτιος για να περάσω εδώ». Και αφού τον πήρε ιδιαιτέρως, ανήγγειλε σ’ αυτόν την οπτασία της Δέσποινάς μας, και ότι αυτή υποσχέθηκε να την φέρει και να την θεραπεύσει. Αλλά παράγγειλε που πρέπει να αναπαυθώ. Τότε ο ηγούμενος αφού συσκέφθηκε με τους κληρικούς και τους γέροντες, είπε: «Αυτό είναι το θέλημα της Δέσποινάς μας, δεν μπορούμε να αντισταθούμε και την οδήγησαν ν’ αναπαυθεί στο διακονικό διότι δεν μπορούσε στην Εκκλησία λόγω της ακολουθίας. Όταν κτύπησε το σήμαντρο για την νυκτερινή ακολουθία, σηκώθηκε και βγήκε υγιής, διηγούμενη την οπτασία της Δέσποινάς μας και την χάρη της θεραπείας και ζητούσε να της επιτραπεί να μεταλάβει με τους πιστούς, επειδή ήταν ετερόδοξη και ακοινώνητη της Εκκλησίας των πιστών. Αφού μετάλαβε τα θεία και σεπτά μυστήρια και χάρισε πολλά στο μοναστήρι, έφυγε ευχαριστώντας πολύ και δοξάζοντας τον Θεό και την ευλογημένη Δέσποινά μας Θεοτόκο. Και έτσι έλαβε διπλή την θεραπεία, ψυχική και σωματική, δηλαδή και της ετεροδοξίας, της ολέθριας αυτής ασθένειας της ψυχής, και του κρυφού και αθεράπευτου πάθους του σώματος. Αυτή έγινε αφορμή και αρχή να εισέρχονται γυναίκες στο μοναστήρι του Χοζεβά.

2. Ήταν στο μοναστήρι ένας αδελφός Ρωμαίος, Βιτάλιος λεγόμενος, ο οποίος είχε θείο κοσμικό που κατοικούσε στην αγία πόλη. Αυτός κατά καιρούς κατέβαινε στη μονή του Χοζεβά χάριν ευχής, συνάμα δε για να δει τον ανεψιό του. Ένα βράδυ λόγω του μεγάλου καύσωνα κοιμήθηκε έξω από την πόρτα, ήταν δε και μεθυσμένος από το πολύ κρασί. Αφού σηκώθηκε την νύκτα και έχοντας πολλή ζάλη, από επιβουλή του δαίμονα έπεσε κάτω· και αφού ξάπλωσε στη μέση του δρόμου κοιμήθηκε πάλι, χωρίς να αισθανθεί τί του συνέβη. Περνώντας δε οι βορδονάριοι (υπεύθυνοι για τα ζώα) τον βρήκαν να κοιμάται στη μέση του δρόμου και τον ανέβασαν στο μοναστήρι χωρίς να πάθει κανένα κακό, αλλά σαν σάκκος κυλίστηκε και διέμεινε άβλαβής και απείρακτος με την χάρη της Δέσποινάς μας.

3.Κάποιος αδελφός που λεγόταν Προκόπιος, κατέβαινε στο όρος που βρισκόταν ανατολικά του μοναστηριού και μετέφερε φορτίο από θάμνους. Τότε φύσηξε δυνατός άνεμος, είτε από τον εχθρό είτε και αληθινός, δεν μπορώ να το βεβαιώσω, και κτύπησε το φορτίο και κατρακύλησε μαζί με τον αδελφό από πάνω ως κάτω στον δρόμο, και αναποδογυρίζονταν πότε ο αδελφός κάτω από το φορτίο και πότε το φορτίο κάτω από τον αδελφό. Όλοι οι αδελφοί βλέποντας, φώναζαν το, Κύριε ελέησον, και νόμιζαν ότι κατακόπηκε σε μικρά κομμάτια, ο δε αδελφός αφού έφθασε στο δρόμο, σηκώθηκε με το φορτίο και μπήκε στην μονή, αφού σώθηκε και αυτός παραδόξως από την Δέσποινά μας, χωρίς να πάθει κάποια βλάβη. Και όλοι ευχαρίστησαν πολύ τον Θεό και την Ευλογημένη γι’ αυτό.

4. Ένας αδελφός ήταν κηπουρός στους μικρούς κήπους που βρίσκονταν μπροστά από το μοναστήρι. Κάποια ημέρα κατέβηκε στον κήπο μετά το μεσημέρι όταν ήταν σφοδρός καύσωνας και βλέπει φίδι να κοιμάται στην υγρασία κάτω από τα λάχανα, το οποίο άμα αισθάνθηκε τον θόρυβο των ποδιών του κηπουρού έσπευσε να φύγει. Ο δε αδελφός Μαρτίνος (αυτό ήταν το όνομα του κηπουρού), κρατώντας δρεπάνι έτρεξε και το κτύπησε και του έκοψε την ουρά, μη μπορώντας να το σκοτώσει. Μετά απ’ αυτό για δύο χρόνια το φίδι παραμόνευε τον κηπουρό για να τον εκδικηθεί για το κόψιμο της ουράς, στους φραγμούς και κάτω από τα λάχανα και στις κρυφές διαβάσεις ιδιαίτερα δε όταν παρατηρούσε ότι καθόταν και ξερίζωνε τα χόρτα, πλησίαζε αθόρυβα από πίσω συρόμενο ανάμεσα στα λάχανα για να τον εκδικηθεί. Ο δε κηπουρός καταλαβαίνοντας αυτό ή επειδή σκεπαζόταν από την χάρη της Δέσποινάς μας, που αισθανόταν στην καρδιά του και στρεφόμενος επιτιμούσε και το έδιωχνε. Το δε παραδοξότερο είναι ότι όταν άφησε ο αδελφός το διακόνημα του κήπου και έγινε βορδονάριος, έφυγε και το φίδι από τον κήπο και τον περίμενε στους δρόμους, έτσι ώστε φοβόταν ο αδελφός να βγει ποτέ την νύκτα. Όταν είδε όμως η ευλογημένη Δέσποινα τον κόπο και την θλίψη του αδελφού για το εμπόδιο της διακονίας του, από την πολλή της ευσπλαχνία, κατανίκησε το φίδι. Διότι κάποια ημέρα ενώ περνούσε ο αδελφός την γέφυρα μπροστά από το μοναστήρι, όρμησε πάνω του το φίδι και επειδή δεν μπόρεσε να τον κτυπήσει, κατέφυγε κάτω από κοίλη πέτρα, η οποία δεν είχε τρύπα για να κρυφτεί· αυτός δε κρατώντας το ραβδί στο χέρι το σκότωσε, αν και παρακαλούσε με τη γλώσσα του σαν να φώναζε. Έτσι λυτρώθηκε ο αδελφός με τη χάρη της Δέσποινάς ¬μας της Κεχαριτωμένης και ευλογημένης Θεοτόκου από αυτόν τον μεγάλο αγώνα και από τον φοβερό και αντίθετο εχθρό, ο οποίος ενεργούσε με το ύπουλο ερπετό που κατοικούσε μέσα του. Ο διάβολος που έπεσε από τα ύψη του ουρανού και συρόμενος στη γη με το όμοιο με αυτόν ερπετό επί δύο χρόνια νύκτα και ημέρα παραμόνευε για να αφανίσει τον αδελφό, αν μπορούσε.

5. Αλλά, όπως προείπα, δεν θα έφθανε όλος ο χρόνος, αν ήθελα να εξυμνήσω τα θαύματα του ανεξάντλητου πελάγους της Κεχαριτωμένης Δέσποινάς μας, αφού δε παραθέσω σαν γλυκό συμπλήρωμα της διηγήσεως, ένα ακόμα θαύμα των αγίων πέντε Πατέρων, που αναπαύονται εκεί, θα σταματήσω τον λόγο.

6. Στον τόπο αυτό έμεναν πέντε Πατέρες άγιοι Σύροι, οι οποίοι διαδέχθηκαν ο ένας τον άλλο, πριν ακόμα έλθει εκεί ο άγιος Πατέρας μας Ιωάννης, ο οποίος έκτισε αυτόν τον άγιο τόπο, και ο οποίος έγινε μητροπολίτης Καισαρείας της Στράτωνος. Ο πρώτος απ’ αυτούς έκανε πολύ μικρό κελλί, το οποίο σήμερα είναι διακονικό της κάτω μικρής εκκλησίας της λεγομένης του αγίου Στεφάνου, τον οποίον και διαδέχθηκαν ο ένας τον άλλον. Έκαναν δε και το μικρό παρεκκλήσι του Αγίου Στεφάνου και το οίκημα στο οποίο βρίσκονται τα άγια λείψανά τους. Το δε υπόλοιπο της αγίας Μονής έκτισε ο άγιος πατέρας μας Ιωάννης.

7. Όταν ο τέταρτος δέχθηκε τον πέμπτο, ο οποίος λεγόταν Ζήνων και ήτο νέος αγένειος, συνέβη το εξής. Μετά την ακολουθία της Κυριακής, ο διδάσκαλος έστελλε αυτόν τον νέο στην Ιεριχώ για να φέρει την αγία προσφορά, εάν επρόκειτο να τους επισκεφθούν κάποιοι χάριν ευχής. Κάποια ημέρα ενώ στεκόταν ο νέος κοντά στην κόγχη του Ιερού, την ώρα της προσκομιδής, και ο διδάσκαλός του τελούσε την προσφορά με φωνή που ακουόταν, παρακολουθούσε μερικούς λόγους της αναφοράς και τους έμαθε απ’ έξω. Μία λοιπόν Κυριακή ενώ ανέβαινε από την Ιεριχώ έχοντας και τις προσφορές, θυμήθηκε τους λόγους τους οποίους έμαθε όταν άκουε τον διδάσκαλό του να κάνει την προσκομιδή και άρχισε να τους απαγγέλλει συνεχώς και αμέσως κατέβηκε το άγιο Πνεύμα και αγίασε και τις προσφοράς και τον νέο. Παρουσιάσθηκε δε άγγελος Κυρίου στον διδάσκαλό του, ο οποίος ξεκουραζόταν λίγο μετά την ακολουθία της Κυριακής και είπε προς αυτόν. Σήκω, πρεσβύτερε, και τέλεσε προηγιασμένη λειτουργία στην προσφορά την οποίαν φέρνει ο νέος, διότι αγιάσθηκε. Όταν λοιπόν ήλθε ο νέος, ο διδάσκαλός του τον ρωτούσε, λέγοντας· πού γύριζες άσκοπα ως τώρα και παραμελούσες την διακονία σου για την οποίαν σε έστειλα; Ο δε νέος δικαιολογείτο ότι ούτε δεξιά ούτε αριστερά παραστράτησε από την εντολή για την οποίαν τον έστειλαν. Αυτός δε πάλι ρωτούσε και τον εξέταζε ακριβώς τί σκεφτόταν ενώ περπατούσε στο δρόμο; Ο νέος απάντησε, τους ψαλμούς μου. Ο διδάσκαλος θέλοντας να μάθει την δύναμη της οπτασίας και της προσταγής του Αγγέλου, επέμενε επί πολύ ρωτώντας και εξετάζοντας αυτόν με ακρίβεια και τον φοβέριζε ότι θα τον τιμωρήσει με πληγές, αν δεν ομολογήσει σ’ αυτόν την αλήθεια. Ο δε νέος ομολόγησε επιτέλους ότι μελετούσε μερικούς λόγους της προσκομιδής, που έμαθε ακούοντας αυτόν όταν την έκανε. Από τότε λοιπόν δεν τον άφησε να πλησιάσει στην κόγχη του αγίου θυσιαστηρίου, όταν τελούσε την αγία και αναίμακτη προσφορά. Διότι κατάλαβε ότι απ’ αυτό έγινε η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος και ο αγιασμός της αγίας προσφοράς. Ο δε νέος έγινε από τότε θαυμαστός, πολύ φωτισμένος και πνευματοφόρος μοναχός, και όταν πέθανε αγένειος, τοποθετήθηκε μαζί με τους πριν από αυτόν τέσσερεις αγίους Πατέρες σε μία θήκη.

8.Τα δε ονόματά τους είναι αυτά: Πρώμος, Ηλίας, Γανναίος, Αίαν, Ζήνων, οι οποίοι και πέθαναν με σεμνή πολιτεία και βίο ενάρετο αφού προτίμησαν αναχωρητικό αγώνα και υπέμειναν ασκητική ζωή, και τα αντάλλαξαν με την ουράνια βασιλεία. Γι’ αυτό έχοντας πολλή παρρησία προς τον Θεό, παρέχουν πολλές δωρεές των ιάσεων και σ’ αυτούς που μένουν εκεί και στους επισκέπτες. Είναι δε τοποθετημένοι σε μία θήκη, η οποία και ανέβλυζε συνεχώς έλαιο θεραπευτικό, ώστε να καλύπτει την πλάκα που σκέπαζε τη θήκη. Αλλά επειδή ο εχθρός, ο οποίος καταστρέφει το γένος μας, φθονεί πάντοτε για τα αγαθά χαρίσματα που δωρίζει στην ανθρώπινη φύση ο Θεός και οι άγιοί του, παρακίνησε κάποιο καντηλανάφτη να κατέβει πριν σημάνει το σήμαντρο, για να επισκεφθεί το καντήλι των αγίων, ο οποίος όταν το βρήκε σβησμένο πλησίασε στην θήκη για να προσκυνήσει. Η πλάκα της θήκης ήταν γεμάτη α¬πό τα λάδι των αγίων. Λόγω του σκότους, τα ρούχα και το πρόσωπο και τα γένια του βράχηκαν από το λάδι, και κινηθείς από τον εχθρό σε λύπη, πήρε και έχυσε κάτω το λάδι των αγίων και από τότε δεν ανέβλυσαν πλέον οι άγιοι το θεραπευτικό λάδι, ώστε λυπήθηκαν όλοι και οι πατέρες και οι ξένοι, διότι πολλές θεραπείες έκαναν οι άγιοι με αυτό. Νομίζω ότι αυτό έγινε, επειδή με πολλή καταφρόνηση και αμέλεια πλησιάζαμε τους αγίους. Όμως και σήμερα δεν παύουν να παρέχουν συνεχώς άφθονες τις δωρεές των ευεργεσιών και ιάσεων σ’ αυτούς που με πίστη τους παρακαλούν.
Αλλά ας παρακαλέσουμε και εμείς τον Θεό, ευλογημένοι και εκλεκτοί δούλοι του Χριστού, τίμιοι πατέρες και αδελφοί, όπως διαπρέψουμε με τελειότατη ζωή στις αρετές του μοναχικού βίου, και να προσφέρουμε αδιαλείπτως στον Θεό την οφειλόμενη ευσέβεια και πίστη ανυπόκριτη και ανεπηρέαστη, με σεβασμό και κάθε πό¬θο και φόβο, διαφυλάττοντας τον προς τον πλησίον διάπυρο σύνδεσμο και θερμό της αγάπης θησαυρό και τον αληθινά πνευματικό πλούτο με ειρήνη στο ταμείο της καρδιάς απλήγωτο. Όπως με τις ευχές της αχράντου Κεχαριτωμένης Θεοτόκου και του αγίου πατρός μας Γεωργίου του Κυπρίου και πάντων των αγίων, ντυμένοι και ως φως φορώντας τις πνευματικές αρετές, και αφού αξιωθούμε να προσφέρουμε στον παμβασιλέα Θεό καρπούς άξιους της αιωνίου κληρονομίας, να κερδίσουμε τα αιώνια αγαθά, με την χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίον μαζί με τον Πατέρα και το άγιο Πνεύμα ανήκει δόξα, τιμή και προσκύνηση στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

(Από το βιβλίο: Θαυμάσιος βίος και διδασκαλία του Οσίου Πατρός ημών Γεωργίου Χοζεβίτου του Κυπρίου, εκδ. Απόστολος Βαρνάβας)

Απόδοση στη νεοελληνική: Αλέξανδρος Χριστοδούλου, Θεολόγος.